Αρχικά δεν πιστεύει κάποιος στα αυτιά του, τόσο αναπάντεχος είναι ο ήχος που παράγουν οι κόντρα τενόροι. Είναι πιθανόν να έχετε ακούσει στο παρελθόν άνδρες να αγγίζουν απίστευτα φωνητικά ύψη που συνήθως επιδεικνύουν οι γυναίκες σοπράνο, αν για παράδειγμα έχετε ακούσει δίσκο των Bee Gees, σίγουρα γνωρίζετε το ανδρικό φαλσέττο. Ο κόντρα τενόρος όμως, αυτός ο ισχυρός παρότι αιθέριος, αγνός ήχος που παράγεται από ενήλικα άνδρα σας ταξιδεύει αμέσως. Είναι μοναδικός, αιφνιδιαστικός και όταν τον ακούσετε είναι αδύνατον να τον ξεχάσετε. Ο κόντρα τενόρος είναι το φωνητικό φαινόμενο του 20ου αιώνα, του οποίου η εντυπωσιακή και περιστασιακά ανατριχιαστική ιστορία εκτείνεται στο παρελθόν και πλέον διαθέτει μια συναρπαστική και διακριτή θέση στο μουσικό τοπίο του 21ου αιώνα.
Παρότι πρωτοποριακοί κόντρα τενόροι όπως οι Alfred Deller, James Bowman, David Daniels και Andreas Scholl αποτελούν αντικείμενα θαυμασμού στον κόσμο της κλασσικής μουσικής, οι άνδρες που τραγουδούν επαγγελματικά στο φωνητικό πεδίο των γυναικών ήταν κάτι σπάνιο. Ακόμα και πριν από 40 χρόνια μόνο ελάχιστοι κόντρα τενόροι μπορούσαν να ελπίσουν σε τακτική εργασία σε διεθνές επίπεδο. Στα πρόσφατα χρόνια όμως, η ανάδυση σημαντικών καλλιτεχνών συνέπεσε με την αναβιώση του ρεπερτορίου μπαρόκ το οποίο συμπεριλαμβάνει ρόλους που αρχικά θα είχαν τραγουδήσει άνδρες καστράτοι και αργότερα, σε πιο ανθρωπιστικές και συμπονετικές εποχές οι γυναίκες υψίφωνοι.
Οι περισσότεροι ρόλοι στην εκκλησιαστική μουσική και την όπερα, τους οποίους σήμερα ερμηνεύουν ο Davies και οι ομόλογοι τους, είχαν αρχικά γραφτεί στον 17ο και 18ο αιώνα για τον θρυλικό καστράτο Carlo Broschi – γνωστό ως Φαρινέλλι - και τους ομοίους του: άνδρες τραγουδιστές που είχαν ευνουχιστεί πριν φτάσουν στην εφηβεία προκειμένου να διατηρηθεί η υψηλή κρυστάλλινη φωνή τους.
Η νέα γενιά αστέρων συμπεριλαμβάνει τον 33χρονο Αμερικανό Anthony Roth Costanzo, έναν "άψογο μουσικό" σύμφωνα με την εφημερίδα Le Monde, ο οποίος πρόσφατα θάμπωσε το κοινό του Λονδίνου στον ομότιτλο ρόλο του Ακενατών στην όπερα του Φίλιπ Γκλάς. Ο 38χρονος Γάλλος Philippe Jaroussky, του οποίου οι φανατικοί θαυμαστές ακολουθούν σε όλο τον κόσμο επιδεικνύοντας μεγαλύτερο ζήλο και από τους φαν των One Direction, και τον υποψήφιο για Γκράμμυ Bejun Mehta, μέλος της πιο διάσημης οικογενειας κλασικής μουσικής της Ινδίας (ο πατέρας του είναι εξάδελφος του κορυφαίου διευθυντή ορχήστρας Zubin Mehta.)
Και υπάρχει και ο 36χρονος Βρετανός σταρ Iestyn Davies, ο οποίος διαθέτει ήδη ένα Γκράμμυ και δύο πολυπόθητα βραβεία Gramophone και πρόσφατα τοποθετήθηκε δεύτερος στη λίστα των διεθνών αστέρων της όπερας με την μεγαλύτερη αίγλη από τον Telegraph, ξεπερνώντας τον κούκλο τενόρο Jonas Kaufmann και την εκθαμβωτική ντίβα Anna Netrebko. Όχι κι άσχημα για ένα αγόρι από το Γιορκ που τραγουδάει σαν κορίτσι. Αλλα τι στο καλό είναι ο κόντρα τενόρος και πως στο καλό έγιναν απέκτησαν τόση αίγλη;
ΚΛΙΚ ΣΤΟ ΒΙΝΤΕΟ:
"Πρόκειται μία φωνή που παράγεται όχι χρησιμοποιώντας την "τροπική" ή φυσιολογική φωνή ομιλίας αλλά την υψηλότερη έκταση που προκύπτει όταν ο συνδυασμός λαρυγγικών μυών και η τοποθέτηση των φωνητικών χορδών αλλάζουν ώστε ο αέρας που περνάει μέσα από τις χορδές να πάλλει μία σαφώς λεπτότερη εξωτερική στιβάδα" εξηγεί ο ίδιος ο Davies ανάμεσα σε ένα κονσέρτο στο Λονδίνο πριν φύγει για άλλες υποχρεώσεις στην Νέα Υόρκη και το Παρίσι.
"Συχνά συμβαίνει η παρανόηση ότι πρόκειται για μία "γυνακεία"φωνή αλλά όλοι οι άνδρες έχουν την δυνατότητα να παράξουν ήχο με την τεχνική του φαλσέττο, απλά κάποιοι επιλέγουν να το κάνουν συνέχεια." Αστειεύεται πως οι κόντρα τενόροι είναι η Φόρμουλα 1 του φαλσέττο: τραγουδούν διαρκώς χρησιμοποιώντας αυτό το τμήμα της φωνής τους." Στην ποπ, κατά τον τρόπο του Barry Gibb, πρόκειται περισσότερο για "έκταση της τραγουδιστικής φωνής τενόρου ή βαρύτονου. Έτσι όταν η μελωδία υψώνεται πολύ ή υπάρχει η επιθυμία μιας τέτοιας ποιότητας τόνου, μπορεί να κάνουν φαλσέττο."
Ο Davies – του οποίου η φυσική φωνή ομιλία είναι χαμηλή και η "τροπική" φωνή τραγουδιού θα ήταν μπάσσου-βαρύτονου, η χαμηλότερη όλων δηλαδή, ήταν στην ύστερη εφηβεία όταν άρχισε να πειραματίζεται με την έκταση των μεσόφωνων ρόλων στις πρόβες της σχολικής χορωδίας. "Ένας φίλος μου είπε ότι ακουγόταν σωστή η φωνή μου και θα έπρεπε να ασχοληθώ σοβαρά" θυμάται. "Κι αυτό έκανα". Ακολούθησε η υποτροφία χορωδίας στο St. John's College, στο Καίημπριτζ, και συνέχισε τις σπουδές του στην Βασιλική Ακαδημία Μουσικής, όπου πλέον διδάσκει. Είναι περιζήτητος από όλες τις κορυφαίες όπερες και αίθουσες συναυλιών στον πλανήτη και έχει περισσότερες ηχογραφήσεις απ' ότι κεράκια στην τούρτα γενεθλίων του.
Αν όμως το να είναι κάποιος σήμερα κόντρα τενόρος φαντάζει συναρπαστική σταδιοδρομία και επαγγελματική επιλογή για τους νεαρούς τραγουδιστές, οι "πρόγονοί" τους δεν θα θεωρούνταν αξιοζήλευτοι αν λάβουμε υπόψη την φρικιαστική ιστορία των καστράτων. Οι περισσότεροι ρόλοι στην εκκλησιαστική μουσική και την όπερα, τους οποίους σήμερα ερμηνεύουν ο Davies και οι ομόλογοι τους, είχαν αρχικά γραφτεί στον 17ο και 18ο αιώνα για τον θρυλικό καστράτο Carlo Broschi – γνωστό ως Φαρινέλλι - και τους ομοίους του: άνδρες τραγουδιστές που είχαν ευνουχιστεί πριν φτάσουν στην εφηβεία προκειμένου να διατηρηθεί η υψηλή κρυστάλλινη φωνή τους. Το ότι μία τέτοια βάρβαρη πράξη νομιμοποιούνταν στο όνομα της τέχνης δύσκολα γίνεται αντιληπτό στην εποχή μας, αλλά η πρακτική αυτή κρατούσε σταθερή την προσφορά σοπράνο στις παπικές χορωδίες και τις βασιλικές αυλές τηρώντας ταυτόχρονα το χαριτωμένο έδικτο του Αγίου Παύλου πως "οι γυναίκες πρέπει να παραμένουν σιωπηλές στην εκκλησία."
Αυτός ο χερουβεικός ήχος μπορεί να προκαλέσει κι ένα στοιχείο αποστροφής. Αληθεύει πως υπάρχει κάτι δυνητικά γελοίο στην φωνή αυτή που προέρχεται από ανδρικό σώμα. Οι άνθρωποι αναφέρονται στους κόντρα τενόρους σαν να πρόκειται για τρίτο φύλο, ή κάτι σχεδόν γυναικείο.
Τον 17ο αιώνα δεν ήταν μόνο η εκκλησία στην οποία οι γυναίκες δεν ήταν ευπρόσδεκτες στα παπικά κράτη: οι νόμοι δημοσίας αιδούς απαιτούσαν να μην εμφανίζονται ούτε στην σκηνή. Οι καστράτοι λοιπόν αναλάμβαναν τον έναν ρόλο μετά τον άλλο στην νέοκοπη τέχνη της όπερας. Τον επόμενο αιώνα, καθώς η δημοφιλία της όπερας αυξανόταν, η ζήτηση για ταλαντούχους καστράτους ήταν τεράστια. Οι τραγουδιστές σαν τον Φαρινέλλι ήταν οι θεοί του ροκ της εποχής, με κοινό που τους λάτρευε σε όλη την Ευρώπη. "Ένας Θεός κι ένας Φαρινέλλι!" ήταν μία συχνή επευφημία της εποχής.
Σήμερα δεν γνωρίζουμε πως ακριβώς ακούγεται ένας καστράτο, "ακόμα και σήμερα χρειάζεται να επισημαίνω πως δεν εφαρμόζεται αυτή η πρακτική στην σύγχρονη εποχή!" αναγκάζεται να πει ο Davies, αλλά όποια κι αν ήταν η δύναμη της φωνής τους, δεν επαρκεί για να δικαιολογηθεί το αποτρόπαιο αυτό παρελθόν. Σε ένα πρόσφατο προφίλ του στους New York Times, ο Philippe Jaroussky παραδέχθηκε πως αυτός ο χερουβεικός ήχος μπορεί να προκαλέσει ένα "στοιχείο αποστροφής", λέγοντας πως "αληθεύει πως υπάρχει κάτι δυνητικά γελοίο στην φωνή αυτή που προέρχεται από ανδρικό σώμα. Οι άνθρωποι αναφέρονται στους κόντρα τενόρους σαν να πρόκειται για τρίτο φύλο, ή κάτι σχεδόν γυναικείο."
Ο Davies είναι πραγματιστής. "Όπως καθετί διαφορετικό ή νέο, η άγνοια εκείνων που το αντιετωπίζουν γεννά τον φόβο" λέει. "Δεν αντιμετωπίζουμε πρόβλημα με τις προκαταλήψεις σήμερα, αλλά την δεκαετία του 1950, όταν τραγουδούσε ο Alfred Deller, εδεχχόταν συχνά επικρίσεις επειδή οι άνθρωποι πίστευαν πως δεν θα έπρεπε να του επιτραπεί να εργάζεται ως σολίστας στην σκηνή."
Ευτυχώς έχουμε εξελιχθεί όπως αποδεικνύουν οι θριαμβευτικές διακρίσεις και οι ευκαιρίες τις οποίες απολαμβάνουν οι κόντρα τενόροι σήμερα. Συγκεκριμένα ο Davies υπήρξε, όπως πιστεύει, ο πρώτος Άγγλος που ενσάρκωσε τον Όμπερον στο Όνειρο Θερινής Νυκτός του Benjamin Britten στην Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης (έναν ιστορικό ρόλο που είχε γραφτεί για τον Deller), ενώ πρόσφατα πρωταγωνίστησε και στην επιτυχημένη παράσταση του West End Ο Φαρινέλλι κι ο Βασιλιάς, μαζί με τον βραβευμένο με Όσκαρ Mark Rylance, παράσταση για την οποία εισέπραξε μία υποψηφιότητα για βραβείο Olivier και η οποία πιθανά θα μεταφερθεί και στο Broadway. Πρόκειται επίσης να προετοιμαστεί για να τραγουδήσει στην παγκόσμια πρεμιέρα της νέας όπερας του Thomas Adès 'Αγγελος Εξολοθρευτής στο φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ το καλοκαίρι του 2016, πριν μεταφερθεί στο Λονδίνο και την Νέα Υόρκη την επόμενη σεζόν.
Δεδομένου ότι η πλειοψηφία του ρεπερτορίου των κόντρα τενόρων προέρχεται από την εκκλησιαστική μουσική παράδοση και τον κόσμο της όπερας του 17ου και του 18ου αιώνα, η ευκαιρία να εργαστεί κανείς σε ολοκαίνουργια έργα πρέπει να είναι συναρπαστική, έτσι δεν είναι; "Για έναν σύγχρονο τραγουδιστή που εργάζεται ανά τον κόσμο, το ότι οι σύγχρονοι συνθέτες συνθέτουν νέα έργα με κόντρα τενόρους είναι δώρο" συμφωνεί. "Συχνά ξεχνάμε πόσο σημαντικό είναι να κρατάμε την μουσική ζωντανή όχι μονο με το να τραγουδάμε τα διάσημα έργα, αλλά και με το να δημιουργούμε νέα ώστε να τα απολαύσουμε και εμείς και οι μελλοντικές γενιές."
Στοιχεία από το BBC
σχόλια