Η Κυρά μου η Τρέλα
Πώς ήταν έτσι, πώς μου εφάνη ως είχεν έμβει
κειο το βαπόρι μες στο λιμάνι με όκια τεφρά,
όπως το τύλιξε στ' αχνά μετάξια της σιγά η ρέμβη
ως το ρυμούλκησε μειλίχιο η νύστα μου εκεί αλαφρά.Ήρθε και στάθηκε μπερδικλωμένο σ' αχνή τολύπη
κ' ήταν σαν κάτι, κάτι ανείπωτο νάχε να πει,
κι ύστερα, παίρνοντας, σκυφτή επιβάτισσά του τη λύπη
ως ήρθε θάφευγε, με κυβερνήτη του τη σιωπή.
Κι η νύχτα έφτασε. Αχ, το βαπόρι μες στην ασβόλη,
τι τρέλα θάκανε ανεπανόρθωτη και μαγική;
Μη θα κεραύνωνε με μια του λέξη την έρμη πόλη
μη θα ξεμπάρκαρε τη φρίκη αμίλητη οτο μώλο εκεί;
Ή μη—βαρκάκια του—μ' άσπρες κορδέλες σταυροδεμένα
φέρετρα θάστελνε όξω—σαν κύματα και σαν αφροί—
όπου θα κείτονταν της γης τα νήπια μαχαιρωμένα
ή όπου όλοι όσοι αγαπήθηκαν, θάσαν vεκροί;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τίποτα, τίποτα... Μα πώς έτσ' ήταν, πώς μου εφάνη
αυτό το πλοίο; Στάθηκε αμίλητο μ' όψη φριχτή,
κι έφυγε, ως τόφερε η Κυρά μου η τρέλα μες στο λιμάνι,
αυτή που παίρνοντας με από το χέρι με περπατεί...
(Τα Νέα Ελληνικά 1 [Ιανουάριος 1952]).
Από το μπλογκ Κύκλος ποιητών δυτικής ακτής.
"Ως εκάθονταν, ως να έκλαιγε ήταν. Πόνο είχε η ψυχή του, ντέρτι.
Ώστε ν' απόθνησκε ήταν ο πόνος του πολύς. Ώστε να πάρη των ομματιών του και να φύγη. Μακρύ φτερό να πάρη και να πάη πίσ' απ' τον ήλιο. Να μη γλέπη πλειό ήθελε, μήτε ν' ακούη πλειό.
Στριμώχτηκε ο μαύρος. Τον κόλλησαν στον τοίχο. Κι ήμπε στην πάντα, πάει.
Αδρασκελιά τν' αδρασκελιά πισοπατώντας σα θερίο που μάχονταν παράδωκε αυτός το Γριπονήσι. Στραπατσαρισμένος διάβη το γιοφύρι. Νικημένος.
Κάτω τ' άρματα. Που θα πη, όξω αυτός με το σαντούρι του, όξω η Φλώρα η πεντάμορφη, η Αντριώτισσα, η ασικλού, η παινεμένη. Αυτή η πριμαντόνα με τα γούστα. Που χόρευε πάνω στο πάλκο τσάμικο στο νύχι και βάραε τη φτέρνα με το χέρι. Που τρεμοσπάραζε εκείνους τους κόρφους της σαν κόρδα. Πώπαιζε τα ζίλια και στριφογύριζε το ντέφι στον αέρα. Τώρα αδεκεί 'ταν που να μην έσωνε. Που νάταν η 'μέρα μαύρη που γεννήθη.
Εκεί αντίπερα στον άλλον όχτο τ' Έγριπου όξ' απ' τη μπαράγκα του Ξενύχτη κάθουνταν τώρα κι' έγλεπε το ομπρός του, να βράζη, να μπουρμπουλίζη σαν τον πόνο του το ρέμα, αχ αυτό το ρέμα, να διασταυρώνουνται οι φελούκες, γοργά σα γλάροι να περνούν και να πααίνουν τα τροχαντήρια κι' οι γολέτες.
Αυτόν τον κόσμο θώραε το ντουνιά απ' αγνάντια. Αυτή τη Χαλκίδα την πεντάμορφη, τη χώρα αυτή την παινεμένη, που την περιζώνει ερωτικά η θάλασσα, που τη γυρνοβολάν οι γλάροι. Κι' έχει αψηλά για κορώνα της το Κάστρο του Καραμπαμπά"
Οι Κονταρομάχοι, από το μπλογκ του Δημήτρη Αρβανίτη
"(...) Ηλεκτροφωτίστηκαν τα Μαρουχλέικα. Ξέπεσαν οι μοσκομάγκες. Ταπεινούς, κακόμοιρους τους κατάντησε η σκλαβιά, η φτώχεια, τους τελευταίους αυτούς κονταρομάχους του Έγριπου. Ποσύρθηκαν στους όξω μαχαλάδες, στα περίχωρα, σαν τα λιοντάρια στις σπηλιές των. Τρίφτηκαν τα κοστούμια τους και τα στιβάλια τους τα έρμα λυώσαν.
Σωριάστηκαν τα έλατα. Άραχλοι και πικραμένοι πορπατούνε. Χαμένοι. Σαν αφιονισμένοι σε κυττάνε. Λες και δε ζουν στον πάνου κόσμο. Λες και στον Άδη κοίτουνται, λεβέντες, σκλάβοι αλυσσοδεμένοι Δράκοι αυτοί σ' αφέντες Τούρκους.
Ναι, στον Άδη στέκουν σαν ψυχούλες πικραμένες, στον Άδη αυτόν:
Πούν' οι κοπέλλες ξέπλεκες,
οι νειοί ξαρματωμένοι,
που στέκουν οι σταυραητοί
χωρίς φτερό και νύχι...
Πολλοί κάνουν θελήματα κι άλλοι γενήκανε κοπέλια. Ως και ψαθάκια φόρεσαν καμπόσοι κατά πώς ο Χριστός τ' αγκάθινο στεφάνι. Και δε σέρνουν πιο στη μέση άρματα, μόν' το πικρύ μες στην καρδιά τους. Ξεροκαταπίνουν τη χολή τους, με το λίγο ζουμί τους βράζουνε.
Δεν πορπατούνε περήφανα σαν τότες, μόνο ριζά ριζά πάνε σκιαχμένοι. Σαν ίσκιοι διαβαίνουν χλιβεροί στα καλντερίμια. Βιάζουνται ώστε να φύγουν, να χαθούν μεσ' στα ντερσέκια. Σα να τους κυγνάν φαντάσματα, σα να τους φοβερίζουν οι διαβάτες. (...)
Κι όπου τους πετύχουν τίποτις περιηγητές γυναίκες κι' άντρες στέκουνται και τους πέρνουν στο φτερό το 'σταντανέ τους. Μπορεί για τα μουσεία να τους χρειάζουνται. Μπορεί σε τίποτες εκθέσεις να τους στήσουν στην Εγρώπη(...)"
Οι Κονταρομάχοι, από το μπλογκ του Δημήτρη Αρβανίτη
Νικόλας Άσιμος, Ουλαλούμ (ποίημα του Γιάννη Σκαρίμπα)
Ουλαλούμ του Γιάννη Σκαρίμπα από τη Σωτηρία Λεονάρδου. Ζωντανή ηχογράφηση στο Κύτταρο.
σχόλια