Les villes crèvent et moi je rêve Mao Maο
Όταν βουλιάζουν τα πλοία μου και πλημμυρίζουν τα λιμάνια μου φωνάζω τον Μεγάλο Τιμονιέρη. Καθόμαστε σε κάτι σκαμπώ και διαβάζουμε το κόκκινο βιβλιαράκι, αυτό με το βινύλ εξώφυλλο που αντέχει σε αστικά καλοκαίρια.
(Εννοείται πως κάτι Αισθηματικές αγωγές,κάτι Πύντσον και κάτι Αλτουσέρ έχουν καταχωνιαστεί στο ντουλάπι με τις κατσαρόλες. Σιγά μην ξεγελαστεί η Πρώτη Μύτη.)
''΄Αντε μάζεψε σκυλάκι της μπουρζουαζίας'', μου λέει τρυφερά -'' η επανάσταση δεν είναι πρόσκληση σε δείπνο''.
Κι αρχίζω να ρίχνω και να ρίχνω στη μαύρη των σκουπιδιών.
-Αχ, αχ, ωχού ωιμέ φωνάζουν τα άπαντα του Καντ κι ο Γκαίτε κι ο Βολταίρος και τα νηπενθή του Καρυωτάκη.
-Χελπ μι, εντεμουά, βοηθάτε διανοούμενοι χτυπιούνται οι Μολιέροι κι οι Ζανζενέδες στον πάτο της σακούλας.
''Μην ξεχάσεις τα σιντί του Ρουβά κι όλα τα λαχανί μπλουζάκια απ' το Ζάρα'', με αγριοκοιτάζει ο Καπετάνιος με τα σχιστά μάτια. Χτυπάω αλύπητα τον καπιταλισμό μου και τον ελιτισμό μου και τον παλιοαστικό ρομαντισμό μου
-όλα εις τον πάτο της μαυροσακούλας.
''Και να μην ξαναδείς Γκοντάρ μικρή Κινέζα, τι να ξέρει από πικρό ρύζι ο μπουρζουάς;'', ψιθυρίζει λίγο πριν τα επιτεύγματα γίνουν περισσότερα από τα λάθη μου.
σχόλια