Σ΄αυτή τη δουλειά έμαθα να σέβομαι την αντίθετη άποψη (πράγμα όχι εύκολο, όχι αυτονόητο στους... δαιδάλους του δημοσιογραφικού εγωκεντρισμού που, κακά τα ψέμματα, είναι «καύσιμο» σχεδόν απαραίτητο για να διαβαίνεις πιο σίγουρος και άνετος και ωραίος κι ανυποψίαστος τη λεωφόρο της δημόσιας έκθεσης). Έμαθα να σέβομαι και τη μονομανία (εξακολουθώ να θεωρώ ότι όλες οι ενδιαφέρουσες δημοσιογραφικές πένες ήταν και είναι σ΄ένα βαθμό εμμονικές είτε με κάτι είτε εναντίον κάποιου). Έφτασα ακόμα και να απολαμβάνω ένα καλό λίβελο ως είδος γραφής προς εξαφάνιση (το λίβελλο άλλωστε πολλοί ηγάπησαν, το λιβελογράφο ουδείς).
Σ΄αυτή τη δουλειά λοιπόν (πάνω από 15 χρόνια μουσικό ρεπορτάζ) προσέκρουσα κι εγώ κι οι απόψεις μου σε εμμονικούς. Να όπως ο κύριος Φώντας Τρούσας που τον σέβομαι γιατί είναι ακριβώς τέτοιος: μονομανής με τη λεπτομέρεια, ένα κινητό αρχείο της μουσικής των τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα κυρίως, δημιουργημένο λιθαράκι-λιθαράκι, δισκάκι-δισκάκι, χρονολογία-χρονολογία. Μ΄έχει «καταχερίσει» κατά καιρούς κι εμένα και άλλους του ρεπορτάζ, προσάπτοντάς μας ημιμάθεια ή αμάθεια κι αποδεικνύοντας με ιστορικές μαρτυρίες και ντοκουμέντα του λόγου του το αληθές. Εν προκειμένω τον προλαβαίνω. Είμαι ημιμαθής-μπορεί και αμαθής. Και έχω κάνει λάθη. Και προσεγγίζω τη μουσική με την ιδιότητα του εκστασιασμένου ή απογοητευμένου ακροατή και όχι του έμπειρου και επιστήμονα. Την προσεγγίζω δια των αισθήσεων και των αισθημάτων και όχι των χρονολογιών. Μου αρέσουν επίσης και οι άλλοι όταν προσεγγίζουν έτσι τη μουσική και δε σε περιμένουν στη γωνία για να σου αποδείξουν ότι κακώς σου αρέσει ό,τι σου αρέσει κι ότι εσύ κακώς μιλάς γιατί δεν είσαι παρά ημιμαθής. Αλίμονο εάν στην Τέχνη δεν υποκλίνονταν και οι άσχετοι κι οι ημιμαθείς, αλλά μόνον οι επιστήμονες και οι παντογνώστες. Ακόμα χειρότερα. Αγάπησα τον Ακη Πάνου προτού μάθω ποια χρονολογία έβγαλε τον πρώτο του δίσκο και με τι τίτλο. Και όχι μόνο τον Ακη Πάνου. Και το Θανάση Παπακωνσταντίνου. Και το Χατζιδάκι, το Ζαμπέτα, τον Κραουνάκη, το Μούτση και τον Σιγανίδη. Και το Μάλερ και τον Ξενάκη-σχετικά όψιμα πεδία μου. Και το Θέμη Αδαμαντίδη και τον Ορφεα Κρεούζη. Και χιλιάδες άλλους και παράταιρους. Και χιλιάδες άλλα και άσχετα.
Φοβάμαι ότι έτσι αναπαράγεται το γνωστό στερεότυπο περί της νεοελληνικής κλάψας, στερεότυπο που κατά καιρούς φορτώθηκε στις πλάτες κάθε δημιουργού που είχε έφεση στο «αντάτζο»: Από τη Νικολακοπούλου, το Μάλαμα και τον Περίδη, μέχρι κάποτε τον Αττίκ.
Αφού λοιπόν και ημιμαθής είμαι και υποστηρίζω το δικαίωμα στην αντίθετη άποψη γιατί θέλησα να απαντήσω στο δημοσίευμα του κυρίου Τρούσα;
Για τρεις λόγους.
1. Διότι στη βιασύνη του να αποδομήσει τους, λατρεμένους της νέας γενιάς, Παπακωνσταντίνου και Χαρούλη, ειρωνεύεται την καταγωγή τους. Εγώ πάλι τη σέβομαι γιατί κι οι δυο δεν προσγειώθηκαν στα αστικά μας πράγματα υποδυόμενοι παρθενογένεση. Από τα χωριά τους άντλησαν επιρροές, καταρχάς. Από τη «Λάρ'σα» ο ένας κι από τα κρητικά «Εξω Λακώνια» ο άλλος. Μηχανολόγος μηχανικός ο ένας. Βοσκός ο άλλος. Με μνήμες και καθημερινότητα δημοτικού τραγουδιού κι οι δύο. Με τους ήρωές του καθένας. Θες πρώτα-πρώτα τον Γκαντάρα και το Μάνθο ο ένας; Τον Ξυλούρη ο άλλος; Θες μετά τον Αργύρη Χιόνη, τον Πεσσόα, τον Καρούζο, το Μπακούνιν και τον Σαββόπουλο ο ένας; Το Μαρκόπουλο και τον Ξαρχάκο ο άλλος; Δεν υποδύθηκαν πάντως ότι ήταν κάτι άλλο από «Λαρ΄σαίοι» και «Λασιθιωτάατσιδες». Όπως και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν υποδύθηκε ότι έφυγε ποτέ από τη γειτονιά του. Εκεί έμεινε και είδε το απομεσήμερο να στέκει «σαν αμάξικο γέρικο στην ανηφοριά». Ναι, υπάρχουν δημιουργοί που ανεξαρτήτως του βίου και της πολιτείας τους θα μείνουν και μόνον για ένα τέτοιο στιχο στην ιστορία. Και με όλο το σεβασμό κρύβει υπεροψία να τους αποδομείς εύκολα, αποδομώντας τη ζωή τους και τη ζωή όσων καθρεφτίστηκαν στα τραγούδια τους, ως «λαϊκό φολκόρ».
2. Διότι φοβάμαι ότι έτσι αναπαράγεται το γνωστό στερεότυπο περί της νεοελληνικής κλάψας, στερεότυπο που κατά καιρούς φορτώθηκε στις πλάτες κάθε δημιουργού που είχε έφεση στο «αντάτζο»: Από τη Νικολακοπούλου, το Μάλαμα και τον Περίδη, μέχρι κάποτε τον Αττίκ. Επιπλέον κάτω από τις γραμμές του κυρίου Τρούσα ανιχνεύεται μια επιχείρηση απόδοσης ιδιοτέλειας και ψευδο-μελαγχολίας σ΄αυτό το «αντάτζο». Στερεότυπο κι αυτό. Χρόνια ακούω κόσμο να ποινικοποιεί το δικαίωμα στη μελαγχολία. Και να κάνει δίκην προθέσεων. Παρεμπιπτόντως πολλοί καλλιτέχνες είναι «ιδιοτελείς». Και δημοσιογράφοι επίσης. Εξυπηρετούν το σκοπό και τη μονομανία τους. Φαντάζονται το κοινό να τους επευφημεί. Συλλέγουν like. Διαφορετικά θα έκαναν κάτι άλλο.
3. Διότι ο κύριος Τρούσας επιλέγει απ΄όλα τα τραγούδια του Θανάση Παπακωνσταντίνου να αναφερθεί στο «Μαύρο Γάτο» και στον «Πεχλιβάνη». Έκτοτε ακολούθησαν πολλά για ένα δημιουργό που δίσκο-δίσκο εξελισσόταν και, με την αγωνία του «μαθητή», έσπευδε να μοιραστεί τις καινούριες του ανακαλύψεις, χωρίς να κρύβει ότι είχε πραγματική δίψα να γνωρίσει τους ήχους και τα γραπτά και τις προσωπικότητες του κόσμου του και να τα μετουσιώσει σε στίχους. Ναι. Χτύπα Φώντα μου τον Παπακωνσταντίνου. Αλλά όχι στα ευκολάκια.
4. Διότι ο κύριος Τρούσας συνέδεσε την κακοδαιμονία της νεοελληνικής πολιτικής δηθενιάς με την επιτυχία των δύο αυτών ανθρώπων. Τους αποδίδει εμμέσως αν διάβασα καλά την αντανάκλαση της εποχής τους: τη δηθενιά της «μεταμοντέρνας αριστεράς των σαραντάρηδων και των... χατζατζάρηδων». Η πολιτική μπορεί να ήταν πράγματι έτσι όπως λέει-και άλλοι εκμεταλλεύτηκαν την ψευδο-ευδαιμονια και τους όρους της πολύ περισσότερο από αυτούς τους δυό που αναφέρει κι επειδή ο κύριος Τρούσας είναι και πεπαιδευμένος και ενημερωμένος αν θέλει να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου ας τον ανοίξει. Τι φταίνε όμως οι δημιουργοί για το γεγονός ότι ένα κομμάτι της μεταμοντερνίλας, τους αποθέωσε; Τι έφταιγε το ρεμπέτικο που έφτασε να χορεύεται πάνω σε πανάκριβα τακούνια;
Αυτά με το θράσος της αμαθούς ρεπόρτερ και την υπεροψία της φανατικής και...μονόπαντα συναισθηματικής ακροάτριας. (Put the blame on me boy).
σχόλια