Με τον κ. Νίκο Τσακνή συναντηθήκαμε σε μια άδεια Αθήνα, με 42 βαθμούς υπό σκιά. Νωρίς το απόγευμα, με τα κράσπεδα να φλέγονται κι ελάχιστους ανθρώπους να κυκλοφορούν – αποκλειστικά τουρίστες. Την ώρα που πήγαινα στο ραντεβού μας, σκεφτόμουν ότι αν χρειαζόταν να μεταφέρω σε κάποιον από αυτούς το θέμα της συζήτησής μας θα ήταν σχεδόν αδύνατον – γιατί πώς να εξηγήσεις σε κάποιον Γιαπωνέζο ή Γερμανό τι σημαίνει «μάγκας», «μαγκιά» και «μπέσα», αυτά δηλαδή που αναλύει εξαντλητικά στο βιβλίο του «Η εγκυκλοπαίδεια του μάγκα» που μόλις κυκλοφόρησε. Είναι ένα συναρπαστικό χρονικό της εξέλιξης του μάγκα και της μαγκιάς παράλληλα με την ελληνική Ιστορία, από τους αρχαίους χρόνους μέχρι και σήμερα. Αυτό που συνειδητοποίησα την ώρα της συζήτησης είναι ότι ενώ είναι εύκολο να εικονογραφήσεις το πορτρέτο του μάγκα μέχρι και τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, είναι αδύνατο να συγκεκριμενοποιήσεις τη σημερινή εικόνα του. Φεύγοντας από την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, σκεφτόμουν πόσο μπροστά ήταν ο Ρασούλης, όταν έγραφε πριν από τριάντα χρόνια τους στίχους για το τραγούδι «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το τρένο»…
— Γιατί γράψατε ένα βιβλίο για τη μαγκιά;
Ένα βιβλίο; Αρχικά, η πρόθεση ήταν να γίνει ένα σχόλιο, εκτενές πάντως, για ένα φαινόμενο που άξιζε έναν λίβελλο. Το φαινόμενο ήταν ο «τζάμπα μάγκας». Και κατέληξε μια πρόκληση –ανοιχτή φυσικά– γύρω από αυτό το θέμα της λεγόμενης μαγκιάς και του μάγκα. Οι πρώτες υποψίες άρχισαν, όταν έπρεπε να συμφιλιωθεί κανείς με την ιδέα ότι μια πολεμική εναντίον του «τζάμπα μάγκα» θα συγκέντρωνε την απόλυτη αποδοχή. Προφανώς γιατί όταν όλοι είναι εναντίον του «τζάμπα μάγκα», όταν έχουμε δηλαδή την υπόδειξη μιας απαξίας, τότε όλοι πρέπει να είναι υπέρ του μάγκα, δηλαδή της αξίας, που αυτός υποτίθεται ότι έχει. Οπότε, ή θα έπρεπε να προσδιοριστεί αυτή η αξία ή το πράγμα να πάρει την τροπή που πήρε. Στην καλύτερη περίπτωση, μια χιουμοριστική ή σαρκαστική σκιαγράφηση ενός τέτοιου τύπου, του «τζάμπα μάγκα», θα ήταν απλώς μια πιο εκλεπτυσμένη δυσφήμιση.
Δεν ήταν «μάγκας» ο Ανδρέας Παπανδρέου που «την έφερε» στον Κωνσταντίνο Καραμανλή στο θέμα της προεδρίας; Δεν ήταν μάγκας ο Αρχιεπίσκοπος; Δεν ήταν μάγκες όσοι έπαιρναν το πρωτάθλημα, ασχέτως του πώς το έπαιρναν; Δεν ήταν μάγκας ο Τσοβόλας, όταν «τα 'δινε όλα»; Γενικά, δεν υπήρχε χώρος, πεδίο επιτυχίας, επίπεδο δράσης, τομέας ανταγωνισμού, όπου ο νικητής να έχει κάποιο άλλο κύριο προσόν από τη μαγκιά. Μπροστά της ωχριούσαν η πειθώ, η προειδοποίηση, η πειθαρχία, ο ελιγμός, τα σωματικά προσόντα, η άσκηση, η γενναιοδωρία: όλες αυτές ήταν τζάμπα λέξεις.
— Από πού κατάγεται η έννοια του μάγκα; Πότε τη συναντάμε για πρώτη φορά;
Στα νεοελληνικά λεξικά είναι γνωστό ότι έχουν ενσωματωθεί κυρίως οι πληροφορίες που δίνει σχετικά ο αξιωματικός του πεζικού Χρήστος Βυζάντιος ήδη από το 1837, στην «Ιστορία του τακτικού στρατού της Ελλάδος». Εκεί αναφέρεται ότι τα άτακτα στρατιωτικά σώματα των κλεφταρματολών είχαν δικό τους κανονισμό λειτουργίας και διαιρούνταν σε «μάγκες», δηλαδή δεκανείς. Δύο ή τρεις τέτοιες «μάγκες» αποτελούσαν το «μπουλούκι» ή εικοσιπενταρχία. Από τη «μάγκα», λοιπόν, έχουμε τους μάγκες, με επικεφαλής τον «μαγκατζή». Το κύρος της λέξης εκτινάσσεται για πρώτη φορά την εποχή που τα ελληνικά πράγματα επηρεάζει το κόμμα της Μοσχόμαγκας του Κωλέττη, γνωστό και ως Γαλλικό… Λίγη σημασία έχει αν το προσωνύμιο στο κόμμα του πασίγνωστου ως προστάτη των παλικαριών της Ρούμελης το έδωσαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Το όνομα του μάγκα είχε συνδεθεί με το όνομα ενός κυβερνητικού κόμματος.
— Είναι αργκοτική λέξη; Είναι λέξη της γλώσσας των λαϊκών στρωμάτων ή «αγκαλιάζει σύμπασα την κοινωνία»;
Δεν είναι και σήμερα ένας συνθηματικός κώδικας; Όχι μόνο η λέξη, αλλά όλη η γλώσσα της πιάτσας, αυτή η αργκό που άλλοι την ονομάζουν «γλώσσα της οικειότητας» και άλλοι «φλωράδικα», δεν μοιάζει να δίνει συνέχεια ένα παρασύνθημα; Είτε για να εντυπωσιάσουμε είτε για να διαμαρτυρηθούμε ή, κυριότερα, για να συγκαλύψουμε ή να κρυφτούμε κάνουμε χρήση της κωδικής γλώσσας. Το θέμα, λοιπόν, είναι η χρήση της γλώσσας αυτής, χρήση που δίνει και τις επιμέρους σημασίες. Την ίδια ώρα, κι αφού την πιάτσα όλοι θέλουν να την εκμεταλλευτούν, αναγκαστικά εκμεταλλεύονται και τη γλώσσα της. Αλλιώς δεν είναι μάγκες. Αγκαλιάζει, λοιπόν, σύμπασα την κοινωνία…
— Λέτε ότι «η επίκληση της μαγκιάς αθωώνει κάθε ενέργεια με τον ίδιο τρόπο που προστατεύει από κάθε έλεγχο το επίθετο “λαϊκός”». Γιατί, κατά τη γνώμη σας, παραγκωνίζουμε όλες τις παραπολιτικές διαδρομές (μαχαιροβγάλτες, νονούς της νύχτας κ.λπ.) σε όλους τους ύμνους για τη μαγκιά;
Μάλλον μπορούμε να υποψιαστούμε αυτήν τη θεοποίηση του «λαϊκού» ανθρώπου ως «αυθεντικού», «απλού» και γενικά «αγνού» προσώπου, σε αντιπαραβολή με τον μη λαϊκό. Αλλά κι αυτός ποιος είναι; Πάντως, αν σταθούμε σε εκφράσεις όπως «υπέρ των λαϊκών συμφερόντων», «κάτω τα χέρια από τον λαό», «λαϊκή τέχνη» κ.ο.κ., τότε και κάποιος πατερναλισμός αναδύεται, όπως υποκρύπτεται και κάποιο συμφέρον στην υπεράσπιση των «καλών» υποθέσεων. Αρκεί να φέρουμε στο μυαλό μας την εικόνα και τον λόγο του προστάτη ή του κηδεμόνα στον χώρο των κομμάτων ή του συνδικαλισμού. Αυτή η μαγική επίδραση που έχει το επίθετο «λαϊκός» μοιάζει μ’ εκείνη που έχει ο «μάγκας». Και όπως δεν τα βάζουμε με τον λαό, έτσι δεν τα βάζουμε και με τον μάγκα. Ή, όπως δε στρεφόμαστε εναντίον της λαϊκότητας, αν τύχει και χαρακτηρίζει έναν φονιά, έτσι μάλλον δεν τα βάζουμε με τη μαγκιά όταν τη συναντάμε στον σκληρό πυρήνα της, με το εύκολο «επιχείρημα» ότι υπάρχουν και μάγκες που λερώνουν την υπόσταση της μαγκιάς. Αλλά η ίδια είναι υπεράνω πάσης αμφισβητήσεως, και στον λαό και στο Κολωνάκι, και στα ρετιρέ και στα υπόγεια, και στα δυτικά και στα βόρεια προάστια, αφού ο μάγκας έχει το προνόμιο η έννοια που τον στεγάζει να είναι «λάστιχο».
— Είμαστε ένα μάγκικο έθνος, κ. Τσακνή;
Αν πάρουμε λίγο ανάποδα τα πράγματα, εύκολα καταλήγουμε στη διαπίστωση ότι όλοι θέλουν να λέγονται «μάγκες». Όμως, ποιος θίγεται με την κατηγορία ότι δεν είναι μάγκας; Ποια εικόνα προσβάλλεται; Ποιες ζωτικές έννοιες υπονομεύονται; Τι είναι εκείνο που προκαλεί τη μαχητική αντίδραση; Ποιο σημείο πυροδοτεί γενική αναστάτωση; Πριν απ’ όλα και πριν απ’ όλους, πάντως, θίγονται όσοι απεικονίζουν τη μαγκιά με θετικά λόγια, γιατί έτσι έχουν ήδη ορίσει ένα πεδίο μάχης μ’ εκείνους που την αντιστρατεύονται ή δεν την επικαλούνται ως κάτι συμβολικό ή ως αξία. Λοιπόν, το όλο θέμα μοιάζει να έχει στοιχεία συλλογικού αυτοχαρακτηρισμού. Σε έναν από τους πιο σαφείς και πιο αποδεκτούς ορισμούς της εθνικής συνείδησης γίνεται λόγος για τη συνειδητή γνώση κάθε ατόμου ότι είναι μέρος ενός έθνους, ότι παίρνει μέρος στις ισχυρές ομαδικές ελπίδες, οι οποίες και ενώνουν το άτομο με τα άλλα που το περιστοιχίζουν και έτσι δημιουργείται η κοινή θέληση όλων όσοι ανήκουν σε αυτό και σε κανένα άλλο έθνος.
— Ποιος είναι ο επαγγελματίας μάγκας;
Ο μάγκας άπαξ και πει ότι είναι μάγκας, πρέπει και να το δείξει. Κι αυτή η δείξη της μαγκιάς γίνεται επάγγελμα. Και μάλιστα προσοδοφόρο. Ο μάγκας πρέπει να δείξει ότι αξίζει. Πώς; Την εποχή που τον αναγνωρίζουμε ως πρωταγωνιστή, τις τελευταίες δεκαετίες δηλαδή, δείχνοντας ότι κερδίζει. Παλιά, η μαγκιά είχε μια άκρα διακινδύνευση, για οτιδήποτε ο μάγκας κατακτούσε: όνομα, χρήμα ή θέση στην ιεραρχία κάποιας μαγκαρίας. Σήμερα, το επάγγελμα να πουλάει κανείς τα περιβόητα φύκια για μεταξωτές κορδέλες είναι πολύ πιο ακίνδυνο. Και το πώς κερδίζει, βέβαια, είναι δευτερεύον θέμα για τον ίδιο. Δεν τον απασχολεί καθόλου αν το κέρδος του έχει την παραμικρή συμμετοχή σε οποιαδήποτε κοινωνική λειτουργία. Το δεύτερο, αν όχι και το πρώτο επάγγελμα, στις μέρες μας είναι η μαγκιά. Μαγκιά που κλέβει κάποιος τόσο τον διπλανό του όσο και το Δημόσιο, μαγκιά που λαδώνει, «ξεπλένει», τεμπελιάζει, κοροϊδεύει το σύμπαν, δωροδοκείται, διαβάλλει και όλα τα σχετικά και πληκτικά των τελευταίων δεκαετιών. Αυτή η δείξη της μαγκιάς που αναστήθηκε από τις στάχτες της στα μέσα της δεκαετίας του ’80 είναι ένα άκρως αντιαισθητικό φαινόμενο και, απ’ ό,τι φαίνεται, και οικονομικά απέβη ολέθριο.
— Πώς άλλαξε η έννοια του μάγκα από την επανάσταση του ’21 μέχρι τη δεκαετία του ’60; Έχασε σταδιακά η έννοια το κύρος της ή συνέβη το αντίθετο;
Οι σχετικές έρευνες δείχνουν ότι αρχικά ο «μάγκας» κρατάει ένα ουδέτερο νόημα, παραπέμποντας κυρίως στον τρόπο οργάνωσης. Είναι το παλικάρι στις μάγκες των ατάκτων πολεμιστών της Επανάστασης. Αργότερα, είναι ο αναποκατάστατος κλέφτης και αρματολός που επανδρώνει τα καπετανάτα, τις ληστρικές συμμορίες ή τις ένοπλες σωματοφυλακές ισχυρών πολιτικών παραγόντων. Στη συνέχεια, «μάγκας» γίνεται ο αμνηστευμένος ληστής που εισρέει στα μεγάλα πολίσματα και στα λιμάνια της χώρας, όπου και ξεπέφτει ως περιθωριακός ή λούμπεν προλετάριος. Μέσα στους υπο-προλεταριακούς κύκλους συνεχίζει την παράδοση του παλικαρισμού, κρατώντας ορισμένους από τους κανόνες του κλεφταρματολισμού και του ληστρικού κώδικα, όπως και τη στάση της επιδεικτικής επιθετικότητας, το περιβόητο νταηλίκι. Ο μάγκας έχει ήδη εμφανιστεί στο προσκήνιο, όμως με κακό όνομα. Ώσπου φτάνουμε στην περίοδο του Μεσοπολέμου, όπου το όνομά του απογειώνεται. Ο μάγκας τότε δισκογραφεί και διαδίδεται στις ομόκεντρες ομάδες της πιάτσας. Μπαίνει στους τεκέδες και κατευνάζει το νταηλίκι του ή απογειώνει τη δημιουργικότητά του, συνθέτοντας τα ρεμπέτικα. Αλλά μπαίνει και στα «σαλόνια», με την επιθεώρηση, το λαϊκό θέατρο, την οπερέτα… Ειδικότερα με τον Καραγκιόζη απαλλάσσεται από τα αρνητικά και σκληρά του χαρακτηριστικά, τα οποία και γαλβανίζονται με τη συμπαθή καπατσοσύνη, την υπολογισμένη αποκοτιά και την παροιμιώδη λογοτιμητική εξήγηση. Οπότε έρχεται ο πόλεμος, και μάγκες ή ξέμαγκες μπαίνουν σ’ αυτόν και στην Αντίσταση. Μετά τον Εμφύλιο, καμία πολιτική παράταξη δεν έχει το ηθικό σθένος να προβάλει τον μάγκα ως πρότυπο. Μέχρι και την επταετία της χούντας ο μάγκας δεν έχει καμία αίγλη. Το φαινόμενο είναι περιθωριακό, ώσπου να γίνει μαζικό κύμα τη δεκαετία του ’80.
Μετά τον Εμφύλιο, καμία πολιτική παράταξη δεν έχει το ηθικό σθένος να προβάλει τον μάγκα ως πρότυπο. Μέχρι και την επταετία της χούντας ο μάγκας δεν έχει καμία αίγλη. Το φαινόμενο είναι περιθωριακό, ώσπου να γίνει μαζικό κύμα τη δεκαετία του '80.
— Πώς συνδέθηκε η λέξη «μαγκιά» με την παλικαριά και τη γενναιότητα;
Μα, ο μάγκας συνδέεται απόλυτα με την πολεμική παράδοση. Ο άτακτος πολεμιστής του Αγώνα, το παλικάρι στα καπετανάτα, ο ληστής, ο κούτσαβος με την κάμα στο ζωνάρι του, είναι όλοι οπλοφόροι. Η τόλμη του μαχητή είναι το μεγάλο προσόν. Ας σκεφτούμε απλούστατα το εξής: ποιος αρματολός θα αγνοούσε τους Οθωμανούς που τον διόρισαν και θα έβγαινε στο κλαρί ως κλέφτης, αν δεν το ’λεγε η περδικούλα του; Ποιος καπετάνιος θα διάλεγε για πρωτοπαλίκαρο έναν δειλό; Ποιος ληστής θα ήθελε μια συμμορία από «λαγούς»; Ποιος θα έδινε σημασία, ποιος θα ήθελε για «αντάμη», για αδελφό στην πιάτσα του Ψυρρή, ένα άτολμο κορόιδο; Υπάρχει μια παράδοση παλικαρισμού πολύ ισχυρή. Και αυτήν τη σφετερίζεται με πολύ θράσος ο μάγκας νέας εσοδείας. Υπάρχει ένα συνεχές –ευρύ συνεχές της κλεφτουριάς το έχουν αποκαλέσει– με συνεκτικό στοιχείο τον παλικαρισμό… Ο σύγχρονος σφετερισμός των όποιων αρετών του μάγκα του Μεσοπολέμου σημαίνει τον φερετζέ του κάθε επιτήδειου που έχει ανάγκη έναν τίτλο τιμής για να σκεπάζει τις κινήσεις του.
— Ξεκίνησε να έχει αρνητική έννοια. Πώς κατέληξε να σκεφτόμαστε κάτι θετικό όταν ακούμε σήμερα τη λέξη «μάγκας»;
Το σήμερα μας πάει σε ένα πολύ κοντινό χθες. Τρεις δεκαετίες πριν δεν άρχισε να γίνεται ορατή μια «μάγκικη προπαγάνδα»; Οι χώροι διασκέδασης, η επιθεώρηση, ο Τύπος και η τηλεόραση δεν ήταν κέντρα διάδοσης της μαγκιάς νέας εσοδείας; Και, τελικώς, κάθε επίτευγμα, οικονομικό, πολιτικό, προσωπικό, δεν είχε μια τέτοια επωδό; Δεν ήταν «μάγκας» ο Ανδρέας Παπανδρέου που «την έφερε» στον Κωνσταντίνο Καραμανλή στο θέμα της προεδρίας; Δεν ήταν μάγκας ο Αρχιεπίσκοπος; Δεν ήταν μάγκες όσοι έπαιρναν το πρωτάθλημα, ασχέτως του πώς το έπαιρναν; Δεν ήταν μάγκας ο Τσοβόλας, όταν «τα ’δινε όλα»; Γενικά, δεν υπήρχε χώρος, πεδίο επιτυχίας, επίπεδο δράσης, τομέας ανταγωνισμού, όπου ο νικητής να έχει κάποιο άλλο κύριο προσόν από τη μαγκιά. Μπροστά της ωχριούσαν η πειθώ, η προειδοποίηση, η πειθαρχία, ο ελιγμός, τα σωματικά προσόντα, η άσκηση, η γενναιοδωρία: όλες αυτές ήταν τζάμπα λέξεις. Εδώ είμαστε και σήμερα, με μόνη διαφορά ότι ο επαγγελματίας μάγκας δεν βρίσκεται στην άνοδό του, αλλά περνάει κρίση.
— Ποιος είναι ο μάγκας νέας εσοδείας;
Δεν θα πέφταμε καθόλου έξω, αν λέγαμε ότι είναι ο τύπος που αναδύθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Αυτός που ανήκει σήμερα σε όλους ανεξαιρέτως τους πολιτικούς χώρους, που κυριαρχεί στον συνδικαλισμό, που βρίσκεται απολύτως στο φυσικό του χώρο στον τομέα της οικονομίας και στην πιάτσα, ο ίδιος που στελεχώνει το κράτος και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Αυτός που είναι ο απόλυτος πρωταγωνιστής στα θεάματα και στα ακροάματα, στη νύχτα και στον τζόγο, στην πορνεία και στην εμπορία ναρκωτικών. Ο τύπος αυτός, βέβαια, δεν ενσταλάχτηκε ξαφνικά στις φλέβες της κοινωνίας με ένεση. Το ήθος του καλλιεργήθηκε σταδιακά, έχοντας μια συγκεκριμένη πολιτική, οικονομική και πνευματική σκέπη.
— Πώς συνδέεται η έννοια της μαγκιάς με την κουλτούρα της Μεταπολίτευσης και τον πλούτο; Τον λαϊκό καπιταλισμό;
Κάπως έτσι μοιάζει να είναι τα πράγματα. Ένα από τα σημαντικά στοιχεία της αναδυόμενης νοοτροπίας του μάγκα είναι ο μύθος του λαϊκού καπιταλισμού. Εδώ, δεσπόζουσα τάση δεν είναι μόνο ο εύκολος πλουτισμός αλλά εξίσου μια τάση εξομοίωσης με τον τρόπο ζωής και κοινωνικής προβολής όλων όσοι είναι εκ των γνωρίμων. Η μαζική αυτή τάση σημαίνει την επιθυμία για ταυτόχρονη άνοδο σε κάθε τομέα: Η επάρκεια σε ένα και μόνο πόστο, τομέα, τμήμα ή ειδικότητα στο μυαλό του νεοέλληνα μάγκα ισοδυναμεί με διαβατήριο για την οροφή κάθε άλλης πηγής ισχύος. Καμία υστέρηση, κοινωνική, οικονομική ή πολιτική δεν είναι νοητή: δεν αρκεί ο υπέρογκος μισθός, ούτε η προεδρία στο συνδικάτο, χρειάζονται και οι σπουδαίες πολιτικές γνωριμίες και το ανάλογο αυτοκίνητο πολυτελείας. Το χρήμα είναι το ακλόνητο συνοδευτικό που πρέπει να επιδεικνύεται έστω έμμεσα. Ωστόσο, και ενώ τα μικρά και μεγάλα σύμβολα της θορυβώδους ανόδου του αποτελούν πλέον κοινό τόπο, αυτά ακριβώς είναι και τα μόνα που δεν περιλαμβάνει στην πολιτική ανάλυση –το απόλυτο παιχνίδι του– ο ζωηρός αυτός τύπος. Αλλά δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς: η ιστορία της νοοτροπίας είναι η ιστορία της καθημερινότητας, ιστορία που του διαφεύγει του μάγκα, ακριβώς γιατί αποκαλύπτει το απρόσωπο περιεχόμενο της σκέψης του. Όπως λέγεται, κοινή δημόσια έκφραση σημαίνει ανύπαρκτα ιδιωτικά νοήματα.
Ο μάγκας άπαξ και πει ότι είναι μάγκας, πρέπει και να το δείξει. Κι αυτή η δείξη της μαγκιάς γίνεται επάγγελμα. Και μάλιστα προσοδοφόρο. Ο μάγκας πρέπει να δείξει ότι αξίζει. Πώς; Την εποχή που τον αναγνωρίζουμε ως πρωταγωνιστή, τις τελευταίες δεκαετίες δηλαδή, δείχνοντας ότι κερδίζει. Παλιά, η μαγκιά είχε μια άκρα διακινδύνευση, για οτιδήποτε ο μάγκας κατακτούσε: όνομα, χρήμα ή θέση στην ιεραρχία κάποιας μαγκαρίας. Σήμερα, το επάγγελμα να πουλάει κανείς τα περιβόητα φύκια για μεταξωτές κορδέλες είναι πολύ πιο ακίνδυνο.
— Πάμε στον μάγκα της δεκαετίας του ’80. Πόσο συνέβαλε η έννοια της μαγκιάς στη δημιουργία των κοινωνικών πραγμάτων; Πόσο άλλαξε η έννοια του μάγκα με την «αλλαγή»;
Όπως είναι γενικά παραδεκτό, δεν νοείται να δρα κάποιος κοινωνικά και ταυτόχρονα να μην αποβλέπει στην εξουσία να ονομάσει τον κόσμο – γιατί, άλλωστε, να μπορεί και να θέλει μόνο ο Καραγκιόζης, που δεν παύει ούτε στιγμή να ονομάζει τα πάντα και τους πάντες; Ε, λοιπόν, στην ίδια εξουσία να πλάσει τον κόσμο αποβλέπει με λόγια και με έργα και ο μάγκας: αυτός κατασκευάζει το σύμπαν που τον κατασκευάζει. Οι θεωρητικοί μιλούν για συλλογικές πράξεις ονομασίας, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε κακολογίες και συκοφαντίες, σε κριτικές και πολεμικές, βρισιές και διαβολές. Αν σ’ αυτό το πεδίο ο μάγκας είναι πρώτος, τότε καθώς ο ίδιος γίνεται πια καθεστώς, μας γνωστοποιεί τις ιδιότητές του, αλλά μας γνωστοποιεί και μια συμπεριφορά που εμείς πρέπει να δεχθούμε, μας υποχρεώνει σχεδόν να συμμορφωθούμε προς την κοινωνική στάση που αυτός ονομάζει πρώτος. Μ’ αυτή την έννοια μάλλον υπάρχει μερίδιο συμμετοχής της έννοιας της μαγκιάς στην κατασκευή των κοινωνικών πραγμάτων. Η κοινωνική κατάσταση κάπως έτσι διαμορφώνεται και από τη μαζική επέλαση της μαγκιάς. Αν σταθούμε στην απολύτως γενικευμένη χρήση του μάγκικου κώδικα, της μάγκικης αργκό, τότε ο μάγκας θα πρέπει να θεωρηθεί ο τέλειος προπαγανδιστής.
— Πώς απέκτησε η μπέσα το φωτοστέφανο της μαγκιάς;
Η μπέσα είναι γνωστό ότι αρχικά ήταν μια υπόθεση ζωής και θανάτου. Είχε σχέση με την αναστολή μιας βεντέτας, για ένα χρονικό διάστημα και μέσα σε συγκεκριμένο χώρο. Δηλαδή, εκεί όπου είχε εκδηλωθεί μια φονική διένεξη ανάμεσα σε δύο οικογένειες που ρύθμιζαν τις διαφορές τους με βάση τον νόμο του αίματος, όπως επέβαλλε το Canun, δηλαδή το αλβανικό εθιμικό δίκαιο. Για παράδειγμα, ο πατέρας ενός νεαρού άντρα που είχε δολοφονηθεί έδινε στον ίδιο τον εκτελεστή του γιου του την μπέσα, την υπόσχεση δηλαδή ότι δεν θα τον «χαλάσει», για προσδιορισμένο χρονικό διάστημα και μέσα στα όρια μιας περιοχής, που επίσης γινόταν συγκεκριμένη. Δινόταν λόγος, και ο λόγος τηρούνταν. Επιπλέον, την μπέσα ως κανόνα του ληστρικού κώδικα την περιγράφουν τόσο οι ληστές όσο και οι διώκτες τους. Στην περίπτωση αυτή η μπέσα είχε την έννοια του όρκου, ότι δηλαδή τα μέλη της συμμορίας ήταν υποχρεωμένα να μην προδίδουν σε καμία περίπτωση τους συντρόφους τους, με προβλεπόμενη τιμωρία τον θάνατο. Όλες οι πηγές συμφωνούν ότι ο ληστρικός αυτός κανόνας είχε κλεφταρματολικές καταβολές. Αργότερα, στις διάφορες μαγκαρίες, η μπέσα είχε σχέση με την υποχρέωση να κρατάνε τον λόγο τους τα μέλη της ημιπαράνομης φάρας και να μην προδίδουν τα μυστικά της. Όμως με τον καιρό η μπέσα ξεπέφτει σε μια διαβεβαίωση αλληλοπροστασίας, σε μια δέσμευση συνεργών. Η μπέσα έτσι ευτελίζεται και γίνεται ομερτά.Με αυτά τα δεδομένα, σήμερα, η υπόθεση είναι αστεία, ιδίως αν αναλογιστούμε ότι ο όρκος των συνεργών είναι μοτίβο αρχετυπικό. Και ύστερα, αν έστω φανταστούμε την μπέσα ως τήρηση του λόγου, ως έκφραση που δηλώνει την ειλικρινή δέσμευση, τι νόημα έχει να τη μεταχειριζόμαστε όταν μιλάμε για ένα από κοινού συμπεφωνημένο σχέδιο ή για ένα εξατομικευμένο συμβόλαιο ή, πολύ περισσότερο, όταν μιλάμε για αγαθοεργίες.
— Και ποιος είναι ο τζάμπα μάγκας;
Υποτίθεται ότι είναι αυτός που «λερώνει» τη μαγκιά, γιατί κινείται εκ του ασφαλούς, που δεν διακινδυνεύει, που δεν πληρώνει – αφού η μαγκιά πληρώνεται, σύμφωνα με τη θεωρία! Είναι αυτός που υποτίθεται ότι γελοιοποιεί την τόλμη του παλικαριού, το οποίο και πρέπει να χυμάει μέσα σ’ όλα χωρίς να «κωλώνει», να διακινδυνεύει πραγματικά. Οπότε, αυτός που κινείται εκ του ασφαλούς και για λόγους εντυπώσεων δεν είναι μάγκας. Και καθώς, όπως λέγεται, ο κίνδυνος είναι μεγάλο αφροδισιακό, έπεται ότι και ο μάγκας, ως γνήσιος ηδονιστής, πρέπει να τάσσεται υπέρ. Όσοι δεν διακινδυνεύουν, λοιπόν, όσοι βάζουν σε ενέργεια στρατηγήματα ώστε να δρουν στα σίγουρα και με λάβαρο τη φιγούρα, είναι τζάμπα μάγκες. Ενώ, αν έπαιρναν το ρίσκο, θα ήταν μοσχόμαγκες... Αν θυμηθούμε τις βροντερές καταγγελίες περί τζάμπα μαγκιάς στην ελληνική Βουλή –από όλες τις πτέρυγες προς όλες τις πτέρυγες–, θα έχουμε την πλήρη, σύγχρονη εικόνα. Όλα τα κόμματα είναι κατά δήλωσίν τους μάγκικα.
— Πώς κατάντησε ο μάγκας να σημαίνει λαμόγιο;
Εξαρτάται ποιος μιλάει… Αν μιλάει ο μάγκας, ονομάζοντας άλλους «λαμόγια», για κάποια υπόθεση χρηματισμού ή υπεξαίρεσης για παράδειγμα, τότε το πρώτο πράγμα που σκέφτεται κανείς είναι ότι αν επρόκειτο για δικό του –τού μάγκα δηλαδή– κατόρθωμα, πολύ θα ήθελε ν’ ακούσει ότι ήταν «μαγκιά του». Το λαμόγιο, ο πάλαι ποτέ αβανταδόρος στην πιάτσα των παπατζήδων, μοιάζει να ανασύρθηκε απ’ τη ναφθαλίνη για να του αποδοθούν οι πάσης φύσεως ατασθαλίες του μάγκα, ώστε αυτός ο τελευταίος να μένει στο απυρόβλητο, να μη λερώνεται η «μαγκιά». Μόνη μάστιγα, λοιπόν, το λαμόγιο, που κατηγορείται από τον νεόμαγκα ότι ξεφτιλίζει την πλευρά της μαγκιάς που σημαίνει την ικανότητα, τη μαχητική πονηρία, την καπατσοσύνη, που εκπίπτουν σε μανούβρα, σε λοβιτούρα ή απάτη με στόχο την κερδοφορία. Αν, όμως, μιλάει ένας επικριτής του μάγκα, γι’ αυτόν το λαμόγιο δεν έχει στην ουσία καμία διαφορά από τον μάγκα νέας εσοδείας, είναι και οι δυο σκέτοι αεριτζήδες.
Και ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου του κ. Νίκου Τσακνή «Η εγκυκλοπαίδεια του μάγκα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Ο μάγκας, αν τον ψάξουμε στην απόλυτη τιμή της "αγιογραφίας" του, δεν υπάρχει. Κανένας δεν τον είδε ποτέ, παρά ως προβολή ενός κάποιου τύπου που θα θέλαμε οι άλλοι να έχουν καταλάβει ότι εμείς είμαστε. Δείχνοντας κάποιον ως μάγκα, εννοούμε ότι έχει τα δικά μας χαρακτηριστικά. Λέμε αμέσως ποιες είναι οι δικές μας ιδανικές αξίες, στο μεταίχμιο της επίγνωσης και της αυτοεξαπάτησης. Τι συνέβη; Ελλείψει άλλου προτύπου, κάποτε ενισχύθηκε ευρύτερα η ευκολία ταύτισης με τις ιδιότητες ενός περιθωριακού, αλλά εξαγνισμένου χαρακτήρα του παρελθόντος. Ο μάγκας νέας εσοδείας απαίτησε να έχει αυτός τον ρόλο. Υποτίθεται, λοιπόν, πως είναι ένας χαρακτήρας που περνάει από δεκαετία σε δεκαετία επηρεάζοντας και επηρεαζόμενος, ο οποίος φτάνει σήμερα εν επιγνώσει –όπως λέει– να προβάλλει τον αυτοχαρακτηρισμό του: ως μέρος ενός συνόλου, ως συν-δημιουργός μιας κοινής θέλησης όλων όσοι ανήκουν στην πλευρά της μαγκιάς και όχι σε κάποια άλλη. Το σύστημα του μάγκα. Το μάγκικο έθνος. Σε ό,τι αφορά το κοινό και τη στάση του απέναντι στην ιδεολογία της μαγκιάς, η όλη υπόθεση μοιάζει με περιστατικό υποκατάστασης, όπου η απάντηση στο εύκολο ερώτημα "πώς αισθάνεστε για τους μάγκες;" χρησιμεύει ως απάντηση στη δυσκολότερη ερώτηση "τι σκέφτεστε γι' αυτούς". Με άλλα λόγια, έχει εγκατασταθεί ένα σχήμα στο πλαίσιο του οποίου το αίσθημά μας για τους μάγκες είναι αυτό που μας ωθεί να σκεφτόμαστε θετικά γι' αυτούς. Ποιο, όμως, είναι το μαγικό παραμύθι που κρύβει τα πράγματα και αφήνει μόνο να "περνάει" το μάγκικο ύφος ζωής, με τους κώδικες λιωμένους στα μέτρα μιας aureamediocritas;».-