Καταρρίπτει μύθους, προσφέρει νέες πολύτιμες πληροφορίες, παρουσιάζει αδημοσίευτο αρχειακό υλικό και σκιαγραφεί, με τη βαθυστόχαστη ματιά του, την κρισιμότερη ίσως περίοδο της εθνικής μας πορείας μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Όπως αναφέρει στη συζήτησή μας ο επιμελητής της έκδοσης, Ιωάννης Στεφανίδης, ο ιστορικός Νίκος Πετσάλης-Διομήδης, με το τρίτομο έργο του «Ο Βενιζέλος και η πρόκληση της Μεγάλης Ελλάδας. Γεγονότα και επανεκτιμήσεις» (ΜΙΕΤ), ουσιαστικά προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό μια συνολική και διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920. Πρόκειται για ένα κορυφαίο, πολυσέλιδο σύγγραμμα, που το διακρίνει η εξαιρετική εποπτεία των προσώπων του δράματος, η πολυδιάστατη ανάλυση των επιλογών τους και η βαθιά κατανόηση των «απρόσωπων» δυνάμεων της Ιστορίας, που καθόρισαν από κοινού την πορεία του έθνους.
Στον πρώτο τόμο δεσπόζει ο Εθνικός Διχασμός. Στους επόμενους δύο καλύπτονται η συμμετοχή της Ελλάδας στο Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι, το Μικρασιατικό και η πορεία προς τις εκλογές της 1ης/14ης Νοεμβρίου 1920. Στον τρίτο τόμο, ο Νίκος Πετσάλης-Διομήδης καλύπτει, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση και βάθος το κρίσιμο ελληνικό 1920: τις διπλωματικές μάχες του Βενιζέλου κατά τη μακρά διαπραγμάτευση που οδήγησε στη Συνθήκη των Σεβρών· την αγωνιώδη του προσπάθεια να εξουδετερωθεί διπλωματικά η απροκάλυπτη εχθρότητα της Ιταλίας· τη «μεγάλη χαμένη ευκαιρία» για στρατιωτική λύση του Μικρασιατικού μετά τις εντυπωσιακές επιδόσεις του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, το θέρος του 1920· τις καταλυτικές επιπτώσεις από τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου για τον ίδιο και τη χώρα κατά το σύντομο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ του θριάμβου των Σεβρών και των «μοιραίων» εκλογών.
Ο μεγάλος μύθος, που επίμονα διακινείται μέχρι σήμερα και ο ΝΠΔ καταρρίπτει τελειωτικά, αφορά τη δήθεν πρόθεση του Βενιζέλου να διεξαγάγει εκλογές για να τις χάσει και έτσι να απεμπλακεί από μια δυσχερή κατάσταση, συναισθανόμενος, υποτίθεται, το αδιέξοδο της μικρασιατικής πολιτικής του.
— Τι προσφέρει το τρίτομο έργο του Νίκου Πετσάλη-Διομήδη στην εγχώρια ιστοριογραφία;
Κατά την κρίση μου, πρόκειται για την εκτενέστερη και βαθύτερη έρευνα στο –τεράστιας έκτασης– υλικό που είναι διαθέσιμο για την περίοδο 1910-20. Η σημασία της περιόδου αυτής για την Ιστορία του ελληνικού κράτους και των Ελλήνων είναι ξεκάθαρη σε όλους, θέλω να πιστεύω. Η ιστοριογραφική παραγωγή για τη δεκαετία 1910-20 έχει στην αφετηρία της το μνημειώδες δίτομο έργο του δημοσιογράφου Γεωργίου Βεντήρη «Η Ελλάς του 1910-20», έκδοση του 1931. Ο ιστορικός Νίκος Πετσάλης-Διομήδης (ΝΠΔ) αξιοποίησε τον πλούτο των πηγών που έγιναν προσιτές στο πέρασμα οκτώ και πλέον δεκαετιών, για να δώσει την πληρέστερη δυνατή εξιστόρηση της περιόδου. Αναδεικνύει τη βαρύτητα πηγών, και μάλιστα ελληνικών, οι οποίες προηγουμένως παρέμεναν άγνωστες ή αναξιοποίητες. Ως προς την ερμηνεία των γεγονότων, το έργο του ΝΠΔ εντάσσεται στην ίδια γραμμή επιχειρηματολογίας που εγκαινίασε ο Βεντήρης, της κριτικής, δηλαδή, δικαίωσης της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου έναντι της στάσης των αντιπάλων του.
— Ποια στοιχεία μάς βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα την εποχή του Ελευθέριου Βενιζέλου αλλά και την πολύπλοκη προσωπικότητά του;
Όπως γίνεται αντιληπτό από τον τίτλο, ο Βενιζέλος βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού του έργου. Ο ΝΠΔ δεν παρουσιάζει απλώς τις ενέργειες του Βενιζέλου· εμβαθύνει και στην ιδεολογική του συγκρότηση, στα κίνητρά του, στην ψυχολογία του, προκειμένου ο αναγνώστης να αντιληφθεί τη δράση ενός πολιτικού που, σε κρίσιμες στιγμές, σήκωσε σχεδόν μόνος του το βάρος κρίσιμων επιλογών και χειρισμών – ιδίως απέναντι στις ηγεσίες δυνάμεων, από τη στάση των οποίων κρινόταν η πορεία της χώρας.
Κορυφαίο παράδειγμα για τη σημασία του ψυχολογικού παράγοντα αποτελεί η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου στον παρισινό σταθμό της Λιόν, στο Παρίσι, μόλις δύο εικοσιτετράωρα μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Ο ΝΠΔ στέκεται στον σοβαρότατο ψυχολογικό αντίκτυπο αυτής της ενέργειας, για να ερμηνεύσει αποφάσεις του Βενιζέλου με αρνητικά αποτελέσματα, όπως η άρνησή του να συναινέσει σε περαιτέρω προέλαση του (νικηφόρου) ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία ή η επιμονή του να αναβαπτιστεί στη λαϊκή εντολή, τη στιγμή που η χώρα είχε αποδυθεί σε μια ακόμα πολεμική προσπάθεια για την κατοχύρωση των κεκτημένων της ειρήνης. Επιμονή την οποία δεν έκαμψε ούτε η επανεμφάνιση του δυναστικού ζητήματος, έπειτα από τον αιφνίδιο θάνατο του βασιλιά Αλέξανδρου.
— Γιατί ήταν μοιραίες οι εκλογές του 1920 και πώς εξηγείτε την ήττα του Βενιζέλου μετά την τεράστια επιτυχία της Συνθήκης των Σεβρών;
Ο ΝΠΔ αφιερώνει δεκατέσσερα κεφάλαια –ολόκληρο το δέκατο και τελευταίο μέρος του έργου του– στις «μοιραίες» εκλογές της 1ης/14ης Νοεμβρίου 1920 και τις άμεσες συνέπειές τους. Σε αυτές τις 243 σελίδες, αλλά και σε άλλα σημεία του δεύτερου και του τρίτου, κυρίως, τόμου αναλύει εξονυχιστικά, θα λέγαμε, τόσο τις επιλογές του Βενιζέλου –εσφαλμένες, εκ του αποτελέσματος– όσο και τον ακραίο καιροσκοπισμό των αντιπάλων του. Και άλλοι μελετητές της περιόδου, με κορυφαίο τον Γιώργο Μαυρογορδάτο, έχουν αναδείξει τις συνθήκες, τα αίτια και τις συνέπειες εκείνης της εκλογικής αναμέτρησης. Ο ΝΠΔ προσφέρει ένα πολύ λεπτομερέστερο ψηφιδωτό της περιόδου, με μαρτυρίες από πρώτο χέρι, όπως το Ημερολόγιο του Γεωργίου Στρέιτ, εξ απορρήτων του βασιλιά Κωνσταντίνου και grey eminence της αντιβενιζελικής παράταξης.
Με δυο λόγια, η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 οφειλόταν, αφενός, στη στάση των Συμμάχων απέναντι στο «κράτος των Αθηνών», την περίοδο 1916-17 (αποκλεισμός και πείνα, Νοεμβριανά, έξωση Κωνσταντίνου), και, αφετέρου, στην εσωτερική πολιτική της κυβέρνησης Βενιζέλου μεταξύ 1917-1920 (στερήσεις, κερδοσκοπία, διώξεις και διακρίσεις για πολιτικούς λόγους, επιστράτευση και συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις). Πρέπει να σημειωθεί ότι τη διετία πριν από τις εκλογές του 1920, ο ίδιος ο Βενιζέλος συνήθως απουσίαζε από την Ελλάδα. Το διάστημα εκείνο ανάλωνε τις δυνάμεις του στην επιδίωξη των εθνικών διεκδικήσεων κατά τις μακρόσυρτες διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν των συνθηκών ειρήνης με τη Βουλγαρία και την Τουρκία. Εν τέλει, οι τεράστιες, για τα ελληνικά δεδομένα, διπλωματικές του επιτυχίες δεν αρκούσαν για να γεφυρωθεί το χάσμα που είχε ανοίξει στην κοινή γνώμη η αντιπαράθεσή του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, από το 1915.
— Ποιους μύθους θα λέγαμε ότι καταρρίπτει ο συγγραφέας μέσα από το έργο του;
Ο μεγάλος μύθος, που επίμονα διακινείται μέχρι σήμερα και ο ΝΠΔ καταρρίπτει τελειωτικά, αφορά τη δήθεν πρόθεση του Βενιζέλου να διεξαγάγει εκλογές για να τις χάσει και έτσι να απεμπλακεί από μια δυσχερή κατάσταση, συναισθανόμενος, υποτίθεται, το αδιέξοδο της μικρασιατικής πολιτικής του. Για τον αναγνώστη του τρίτου τόμου δεν μένει αμφιβολία ότι ο Βενιζέλος πίστευε ακλόνητα στην εκλογική του νίκη. Δύο επιμέρους μύθοι αφορούν το αποτέλεσμα των εκλογών του 1920. Πρόκειται για την «άδικη» ήττα των Φιλελευθέρων, λόγω του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος, και τον «θρίαμβο» του Σοσιαλεργατικού Κόμματος Ελλάδος (προγόνου του ΚΚΕ), που υποτίθεται ότι έλαβε πάνω από το 13% των ψήφων. Αφενός, οι ενωμένοι αντιβενιζελικοί έλαβαν περισσότερες ψήφους σε όλη την επικράτεια, ακόμα και αν συνυπολογιστεί η Θράκη, όπου δεν τους επιτράπηκε να εκθέσουν υποψήφιους. Αφετέρου, οι υπολογισμοί του ΝΠΔ δείχνουν ότι οι θιασώτες του μπολσεβικισμού έλαβαν μόλις 2,39% των συνολικών θετικών σφαιριδίων, που, κατά το σύστημα της εποχής, έριξαν οι ψηφοφόροι στις κάλπες.
Στο διπλωματικό πεδίο, καταρρίπτεται επίσης ο μύθος ότι ο Βενιζέλος είχε να επιλέξει ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη και ότι επέλεξε τη δεύτερη απορρίπτοντας την προσφορά της πρώτης. Τέτοια προσφορά, όμως, δεν υπήρξε. Είχαν γίνει τότε διερευνητικές συζητήσεις με μεσαία στελέχη της βρετανικής αντιπροσωπείας, ο Βενιζέλος δήλωσε το περίφημο ότι ήταν ο μόνος Έλληνας που θα μπορούσε να αρνηθεί την Πόλη, αλλά οι συζητήσεις αυτές δεν προχώρησαν, με ευθύνη των Συμμάχων.
— Υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες που έρχονται στο φως για πρώτη φορά;
Θα σταθώ σε δύο: Πρώτον, η απόφαση του Βενιζέλου να ανακόψει τη νικηφόρο προέλαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, πολύ πέρα από τα όρια της ελληνικής ζώνης κατοχής, με στόχο τη συντριβή του κεμαλικού κινήματος, προτού αυτό προλάβει να εδραιωθεί. Μάλιστα, ανακάλεσε τότε για μεγάλο διάστημα τη διοίκηση της Στρατιάς Μικράς Ασίας στην Αθήνα, προκειμένου να της στερήσει τη δυνατότητα οποιασδήποτε επιθετικής πρωτοβουλίας. Δεύτερον, η πρόθεσή του, έστω και με καθυστέρηση, να επιτρέψει την επανάληψη των επιχειρήσεων εν ονόματι της εφαρμογής της Συνθήκης των Σεβρών. Αυτό, βέβαια, θα γινόταν μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου. Το κρίσιμο στοιχείο, κατά τον ΝΠΔ, είναι ότι την πρωτοβουλία για τον νέο γύρο επιχειρήσεων φαίνεται ότι τον είχε η βρετανική κυβέρνηση και όχι ο Βενιζέλος, όπως εθεωρείτο μέχρι τώρα. Αυτό σήμαινε ότι θα δινόταν πλήρης βρετανική υποστήριξη στο εγχείρημα, χωρίς την οποία ο Βενιζέλος δεν θα προχωρούσε. Μάλιστα, σύμφωνα με μεταγενέστερη αφήγηση προσωπικού του φίλου, του Μανούσου Βολουδάκη, ο Βενιζέλος τού είχε εκμυστηρευτεί ότι, αν δεν είχε επαρκή στήριξη από Βρετανία και Γαλλία, θα τους ενημέρωνε ότι ο ίδιος θα πήγαινε στη Μικρά Ασία και «θα έκλεινε συμφωνία με τους Τούρκους».
— Ποιες θα λέγαμε ότι ήταν οι εσφαλμένες επιλογές του Βενιζέλου;
Ο ΝΠΔ προσεγγίζει την πολιτική του Βενιζέλου με αυστηρότητα, αλλά και ενσυναίσθηση που πηγάζει από την πολύπλευρη εποπτεία και κατανόηση των συνθηκών της εποχής. Όπως ανέφερα, τού καταλογίζει ως σφάλμα την παραμέληση της εσωτερικής διακυβέρνησης, ιδίως κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη των Συνθηκών Ειρήνης (1918-20), τη διεξαγωγή των εκλογών του 1920, αλλά και την ανάσχεση της επιθετικής δράσης του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1920. Σφάλμα μπορεί να θεωρηθεί και η επιμονή του Βενιζέλου να διατηρεί τον Αριστείδη Στεργιάδη στη θέση του ύπατου αρμοστή στη Σμύρνη. Βέβαια, ο Βενιζέλος τον θεωρούσε ως τον μόνο ικανό να χαλιναγωγήσει τόσο τους υπερπατριώτες στη Μικρά Ασία όσο και τους στρατιωτικούς, προκειμένου να μην επαναληφθούν έκτροπα, όπως εκείνα που αμαύρωσαν την απόβαση των ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη, τον Μάιο του 1919.
— Και ποια θα μπορούσε να είναι η κατάληξη του μικρασιατικού εγχειρήματος, ακόμα και αν ο Βενιζέλος παρέμενε στην εξουσία μετά τον Νοέμβριο του 1920;
Η δυνατότητα της Ελλάδας να παραμείνει εδαφικά στη Μικρά Ασία είναι ένα σύνθετο ζήτημα που συνδυάζει στρατιωτικούς, διπλωματικούς, δημογραφικούς, οικονομικούς και άλλους παράγοντες. Βραχυπρόθεσμα, όσο εκκρεμούσε η επικύρωση της Συνθήκης των Σεβρών (και από τους Συμμάχους) και η ελληνική κατοχή δεν εξελισσόταν σε αιμορραγία ανθρώπινων και υλικών πόρων, η κατοχή στη Μικρά Ασία αποτελούσε σοβαρό διαπραγματευτικό χαρτί. Ο ΝΠΔ δεν αμφιβάλλει ότι, αντιμέτωπος με μια αρνητική μεταβολή της διεθνούς συγκυρίας, ο Βενιζέλος δεν θα δίσταζε να αξιοποιήσει το διαπραγματευτικό αυτό χαρτί για να διασώσει, αν μη τι άλλο, τον μικρασιατικό ελληνισμό. Η εκτίμηση του συγγραφέα συνοψίζεται στον Επίλογο του έργου του ως εξής:
«Αλλά ναι, η Ελλάδα μπορούσε να είχε μείνει στη Μικρά Ασία για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, ώσπου ενδεχομένως να διαπραγματευθεί, από θέση σχετικής ισχύος, στρατιωτική απαγκίστρωση έναντι ανταλλαγμάτων, με βάση την αυτονομία της Σμύρνης, προνόμια των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, και φυσικά διατήρηση όλης της Θράκης. Προϋπόθεση μιας τέτοιας πολιτικής ήταν, βέβαια, ο Βενιζέλος να μην είχε αυτοκτονήσει πολιτικά –με τη συνέργεια του ελληνικού λαού– κάνοντας εκλογές τον Νοέμβριο του 1920. Τότε, είναι βέβαιο ότι, είτε ο ελληνικός στρατός με την έμπειρη ηγεσία του είχε καταφέρει να εξοντώσει το δοκιμαζόμενο κεμαλικό κίνημα, είτε όχι, οι δύο μεγάλοι ηγέτες, Βενιζέλος και Κεμάλ, θα είχαν βρει μια αμοιβαία ικανοποιητική λύση, στο πνεύμα της κατόπιν αγαστής συνεργασίας τους».
— Εσείς που είχατε την επιμέλεια της έκδοσης, ποιες σκέψεις σας άφησε η ανάγνωσή του;
Τις σκέψεις μου τις διατυπώνω στον Πρόλογο του επιμελητή, που δημοσιεύεται στον πρώτο τόμο. Εκεί αναφέρομαι σε μια διαπίστωση για την πιθανή έκβαση της πολιτικής του Βενιζέλου την περίοδο 1914-20. Όπως το είχε πει ο ίδιος, η πολιτική του, η οποία συνήθως χαρακτηρίζεται «μεγαλοϊδεατική», απέβλεπε να καταστήσει την Ελλάδα «σεβαστή εις τους φίλους της και τρομερά εις τους εχθρούς της». Όμως στην περίπτωση του Βενιζέλου δεν επρόκειτο απλώς για την, αταβιστική θα λέγαμε, επιδίωξη της Μεγάλης Ιδέας. Το ζήτημα ήταν να διασφαλιστεί η επιβίωση και η προκοπή των Ελλήνων στα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή σε μια εποχή που κορυφωνόταν η σύγκρουση εθνικισμών με αλληλοσυγκρουόμενα προγράμματα επέκτασης ή ολοκλήρωσης και καταστροφικές ή και εξοντωτικές συνέπειες για τους ηττημένους και τους απροστάτευτους (π.χ. τους Αρμένιους). Το πρόβλημα ήταν ότι, εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους του 1912, το ελληνικό στοιχείο αποτελούσε μειονότητα, περισσότερο ή λιγότερο πολυάριθμη ή ανθηρή, αλλά πάντως μειονότητα, από τη Μακεδονία και ανατολικότερα, με εξαίρεση την πόλη της Σμύρνης. Με δεδομένη την εμπειρία των Βαλκανικών και του Μεγάλου Πολέμου, θα ήταν μη ρεαλιστικό να αναμένει κανείς ότι σημαντικές ελληνικές κοινότητες θα επιβίωναν απρόσκοπτα σε εθνικά κράτη όπως η Βουλγαρία ή η κεμαλική Τουρκία. Επιδιώκοντας εδαφική συνέχεια από το Ιόνιο μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα και εδαφικό προγεφύρωμα στη Μικρά Ασία, ο Βενιζέλος προσέβλεπε, ως μη χείρον, στη συγκέντρωση των Ελλήνων της ευρύτερης περιοχής μέσα στα νέα, πιο ευρύχωρα, εδάφη του βασιλείου. Αυτό θα σήμαινε, βέβαια, αμοιβαία ανταλλαγή πληθυσμών υπό όρους απείρως ευνοϊκότερους από ό,τι τελικά συνέβη το 1922.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤOΥΣ ΤΡΕΙΣ ΤΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΔΩ
Η παρουσίαση του βιβλίου θα πραγματοποιηθεί από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης την Παρασκευή 1 Νοεμβρίου στις 19:00 στην Αίθουσα Γιάννης Μαρίνος
του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο ιστορικός Δημήτρης Πόρτολος και ο Ιωάννης Στεφανίδης, καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στο ΑΠΘ και επιστημονικός επιμελητής της έκδοσης. Τη συζήτηση θα συντονίσει ο Διευθυντής του Ιδρύματος κ. Κώστας Κωστής