Από τους κορυφαίους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, ο πολυβραβευμένος Ουίλιαμ Στάιρον (1925-2006) υπήρξε μάλλον ολιγογράφος και, σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς της γενιάς του όπως ο Νόρμαν Μέιλερ ή ο Γκορ Βιντάλ, ούτε ανακατεύτηκε συστηματικά με την πολιτική ούτε ζήλεψε ποτέ την εφήμερη δόξα της δημοσιογραφίας.
Γεννημένος στη Βιρτζίνια, κοντά στην περιοχή όπου το 1831 πραγματοποιήθηκε μια από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις σκλάβων της νεότερης ιστορίας (γεγονός που του ενέπνευσε το πολύκροτο μυθιστόρημά του «The confessions of Nat Turner»), υπηρέτησε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως ανθυπολοχαγός των πεζοναυτών, έζησε για χρόνια στο Παρίσι και τη Ρώμη όπου συνδέθηκε με τους Τζέιμς Μπόλντγουιν, Ρομάν Γκαρί και Τρούμαν Καπότε, κι έγινε διάσημος το 1979 με το τέταρτο και δημοφιλέστερο μυθιστόρημά του, το «Sophie’s Choice», απ’ όπου και η ομώνυμη ταινία του Άλαν Πάκουλα με πρωταγωνίστρια τη Μέριλ Στριπ.
Με το που δημοσιεύτηκε η «Επιλογή της Σόφι» στις ΗΠΑ, σύσσωμη η κριτική υποκλίθηκε μπροστά στο επίτευγμα του Στάιρον ν’ αναμετρηθεί με την άβυσσο του ευρωπαϊκού Ολοκαυτώματος, προσφέροντας μια «σπλαχνική θέαση στο πιο μεγάλο κακό του 20ού αιώνα».
Όλως παραδόξως, αυτό το μυθιστόρημα που έκανε εκατομμύρια αναγνωστών να συνειδητοποιήσουν ότι το Ολοκαύτωμα δεν είναι υπόθεση αποκλειστικά εβραϊκή, αλλά αφορά ολόκληρη την ανθρωπότητα, παρέμενε επί δεκαετίες ανέκδοτο στη χώρα μας. Μέχρι που το 2005 κυκλοφόρησε από τον «Ποταμό» με τίτλο πιο πιστό στο βιβλίο από εκείνον που γνωρίζαμε από την κινηματογραφική εκδοχή του: όχι ως «η εκλογή» αλλά ως «Η επιλογή της Σόφι» (μετ. Ι. Παλμυρίδου).
Καλυμμένος πίσω από το προσωπείο ενός εικοσάχρονου και παρθένου ακόμα νεαρού από τον αμερικανικό Νότο, του Στίνγκο, ο οποίος καταφθάνει το 1947 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης παλλόμενος από τη φιλοδοξία να γράψει όπως ο Φλομπέρ, ο Τολστόι ή ο Φιτζέραλντ έργα που «σου κομματιάζουν την καρδιά», ο Ουίλιαμ Στάιρον αφηγείται στην «Εκλογή της Σόφι» το μοιραίο συναπάντημα του Στίνγκο με το αλλόκοτο ζευγάρι που συνθέτουν δυο ένοικοι της πανσιόν όπου διαμένει, του Νέιθαν και της Σόφι.
Κυκλοθυμικός κι ευκατάστατος Εβραίος διανοούμενος ο πρώτος, όμορφη κι εύθραυστη Πολωνή καθολική η δεύτερη, δίνουν την εντύπωση ανθρώπων αποφασισμένων να ρουφήξουν ως το μεδούλι τους χυμούς της μεταπολεμικής ζωής. Οι ερωτικές τους περιπτύξεις, ωστόσο, είναι θορυβώδεις και οι καβγάδες που συνήθως τις ακολουθούν φανερώνουν απελπισία και οργή…
Πολύ σύντομα ο Στίνγκο θα παρασυρθεί από τον ανεμοστρόβιλο που συνταράσσει το ζευγάρι, επωμιζόμενος εκουσίως τον ρόλο του μάρτυρα της σχέσης τους και του έμπιστου εξομολογητή. Αυτός που μέχρι τότε ήταν ανέγγιχτος από αγάπη κι ανίδεος απέναντι στον θάνατο, θα γνωρίσει μες στο καλοκαίρι του '47 και τα δυο, «αποτυπωμένα στο ανθρώπινο πάθος και την ανθρώπινη σάρκα».
Γιατί, όπως αποκαλύπτεται σταδιακά, οι νέοι του φίλοι είναι πλάσματα πολύ βασανισμένα, αγκιστρωμένα το ένα πάνω στο άλλο, ανήμπορα να υπάρξουν διαφορετικά. Πίσω από τον Νέιθαν κρύβεται ένας παρανοϊκός σχιζοφρενής εθισμένος στα ναρκωτικά και πίσω από τη Σόφι μια γυναίκα που είχε υπάρξει μάνα, μια Πολωνέζα αστή γαλουχημένη με τις αντισημιτικές κορώνες του πατέρα της, κάποια που νόμιζε ότι όσο οι Γερμανοί κυνηγούν τους Εβραίους η ίδια θα παραμένει ασφαλής, και η οποία όχι μόνο γνώρισε την κόλαση του Άουσβιτς αλλά προηγουμένως, υπό την απειλή όπλου, αναγκάστηκε να προβεί σε μια «επιλογή» απάνθρωπη, φρικιαστική.
Με το που δημοσιεύτηκε η «Επιλογή της Σόφι» στις ΗΠΑ, σύσσωμη η κριτική υποκλίθηκε μπροστά στο επίτευγμα του Στάιρον ν’ αναμετρηθεί με την άβυσσο του ευρωπαϊκού Ολοκαυτώματος, προσφέροντας μια «σπλαχνική θέαση στο πιο μεγάλο κακό του 20ού αιώνα».
Πλάθοντας αλησμόνητους χαρακτήρες, κρατώντας αμείωτο ενδιαφέρον ως την τελευταία σελίδα και, επιπλέον, μπολιάζοντας την αφήγησή του με τον απόηχο της αμερικανικής εμπειρίας του κακού, τον ρατσισμό απέναντι στους μαύρους που ο ίδιος ως γέννημα θρέμμα του Νότου γνώριζε καλά, ο Ουίλιαμ Στάιρον έγραψε ένα μυθιστόρημα όπου διασταυρώνονται τα πιο αντιφατικά συναισθήματα και το οποίο, όντως, σου κομματιάζει την καρδιά.
Κι όμως. Στα μέσα της δεκαετίας του '80, παρά την τεράστια επιτυχία του βιβλίου και της ταινίας που ακολούθησε, παρά τις διακρίσεις που είχε αποσπάσει o ίδιος ως τότε (Πούλιτζερ, American Book Award), η αυτοεκτίμηση του ήδη εθισμένου στο αλκοόλ και τα ηρεμιστικά Στάιρον είχε φτάσει στο ναδίρ.
Έντονοι σωματικοί πόνοι, μεγάλο ψυχολογικό άγχος, επιθετική συμπεριφορά, φοβίες, όλα μαρτυρούσαν ότι έπασχε από βαριά κατάθλιψη, την ασθένεια που είχε οδηγήσει στον θάνατο δεκάδες καλλιτέχνες –Βαν Γκογκ, Παβέζε, Βιρτζίνια Γουλφ, Χέμινγουεϊ, Σίλβια Πλαθ…– και από το προσκλητήριο της οποίας δεν είχε γλιτώσει ούτε ο επιζήσας του Άουσβιτς Πρίμο Λέβι.
Η αμηχανία και η έκδηλη απογοήτευση που επέδειξαν πολλοί διανοούμενοι μπροστά στην αυτοκτονία του Λέβι ώθησε τον Στάιρον στην απόφαση να εκθέσει δημόσια την προσωπική του κατάρρευση. Όχι επειδή η περίπτωσή του ήταν αντιπροσωπευτική –«η κατάθλιψη είναι υπερβολικά σύνθετη όσον αφορά τα αίτια, τα συμπτώματα και τη θεραπεία της για να εξαχθούν ανεπιφύλακτα συμπεράσματα από την εμπειρία ενός ατόμου»– αλλά επειδή ήθελε να θίξει ένα θέμα ταμπού που αντιμετωπίζεται με ντροπή και μυστικότητα.
Κάπως έτσι προέκυψε το αυτοβιογραφικό του δοκίμιο «Θέα στο σκοτάδι» (1990), το πρώτο δικό του κείμενο που μεταφράστηκε στα ελληνικά (μετ. Ι. Παλμυρίδου, Ποταμός 2003) και το οποίο επανεκδόθηκε πρόσφατα. Ένα κείμενο αναφοράς, καθηλωτικό, μεστό και ανακουφιστικά γαλήνιο, όπου ο Στάιρον εξιστορεί πώς, χάρη στην ενδοσκόπηση και την καθαρτήρια παραμονή του σε νοσοκομείο, κατάφερε έστω και με αργούς ρυθμούς να βρει την έξοδο από την άβυσσο. Το νήμα της ζωής του έμελλε να κοπεί το 2006 – από πνευμονία.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 30.9.2021