«ΕΓΩ ΘΑ ΤΗ ΘΥΜΑΜΑΙ πάντα ως γυναίκα βιαίως ελεύθερη και θαρραλέα, που βάδιζε στην κόψη του ξυραφιού κι ενσάρκωνε μέσα της όλες τις τερατώδεις αντιθέσεις που συγκεντρώνει ο άνθρωπος, όλες εκείνες τις αμφιβολίες, την τρωτότητα και την αμέλεια, το θηριώδη ατομικισμό και την αναζήτηση κάποιου άλλου να μοιραστεί την απελπισία και, τέλος, όλη αυτή τη μεγάλη αγωνία που είμαστε ικανοί να εκπέμψουμε μπροστά στην πραγματικότητα του κόσμου, αυτήν την ερημιά απ' την οποία είναι φτιαγμένοι οι λιγότερο υποδειγματικοί συγγραφείς, οι λιγότερο ακαδημαϊκοί, οι λιγότερο ηθικοπλαστικοί, αυτοί που δεν προσπαθούν να δώσουν μια καθωσπρέπει καλή εικόνα του εαυτού τους, οι μόνοι από τους οποίους δεν μαθαίνουμε τίποτα, αλλά επίσης οι μόνοι που έχουν το σπάνιο θάρρος να εκτίθενται λεκτικά στα γραπτά τους –στα οποία απολαμβάνουν να ξεσπάνε– και τους οποίους εγώ θαυμάζω βαθιά, γιατί μόνο αυτοί παίζουν ουσιαστικά, και θεωρώ πραγματικούς συγγραφείς».
Μ’ αυτά τα υπέροχα λόγια φιλοτεχνεί το πορτρέτο της Μαργκερίτ Ντιράς ο Ισπανός συγγραφέας Ενρίκε Βίλα-Μάτας στο βιβλίο του «Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ» (Καστανιώτης). Ποια ήταν όμως στην πραγματικότητα η Μαργκερίτ Ντιράς; Τι μυστικά έκρυβε η σεναριογράφος του «Χιροσίμα, αγάπη μου», η συγγραφέας του «Εραστή» και της «Οδύνης», η δημιουργός του θεατρικού «Σαβάνα Μπέι» και της καλτ ταινίας «Ίντια Σονγκ» κι άλλων περίπου εξήντα έργων που την ανέδειξαν στην πιο μαχητική, την πιο γοητευτική και την πιο σκληρά εργαζόμενη γυναίκα στη βιομηχανία της κουλτούρας στη μεταπολεμική Γαλλία;
Ως συγγραφέας η Ντιράς δεν γνώρισε την επιτυχία αμέσως. Επηρεασμένη αρχικά από τον τρόπο γραφής του Ιταλού διανοουμένου Έλιο Βιτορίνι, και με μόνο τον Ρεϊμόν Κενό να την ενθαρρύνει όταν τα χειρόγραφά της απορρίπτονταν από τον Γκαλιμάρ, πέρασε μια εικοσαετία στην αφάνεια, δημοσιεύοντας πληθώρα έργων σε ισχνότατο τιράζ.
Τις απαντήσεις έδωσε το 1998, δυο χρόνια μετά τον θάνατο της Ντιράς, η δημοσιογράφος Λορ Αντλέρ στο «Μαργκερίτ Ντιράς: Ζωή σαν μυθιστόρημα», που προκάλεσε σάλο στη Γαλλία, ενώ εδώ δημοσιεύτηκε το 2004 από τις βραχύβιες, όπως αποδείχτηκε, εκδόσεις Ηλέκτρα (μτφρ. Μ. Κράλλη). Μ' ένα μεταπτυχιακό πάνω στις φεμινίστριες του 19ου αιώνα, πρώην σύμβουλος του Φρανσουά Μιτεράν για θέματα πολιτισμού και διευθύντρια για ένα διάστημα του ραδιοφωνικού σταθμού France Culture, η Λορ Αντλέρ δεν ανήκε στις στρατιές των φανατικών θαυμαστών της Ντιράς. Τουλάχιστον ως το 1984, χρονιά σημαδιακή για την ίδια –είχε χάσει ένα από τα παιδιά της–, στη διάρκεια της οποίας έτυχε να διαβάσει το «Φράγμα στον Ειρηνικό».
Αυτό το πρώιμο έργο της Ντιράς για τα παιδικά της χρόνια στην Ινδοκίνα, όπου το αίσθημα της αφόρητης μοναξιάς μεταμορφωνόταν σε λυτρωτική ελευθερία, επέτρεψε στην Αντλέρ να αντικρίσει το μέλλον αλλιώς και ταυτόχρονα την ώθησε να στήσει με τη συγγραφέα τα θεμέλια μιας μακρόχρονης επικοινωνίας. Όταν, δε, αργότερα συνέλαβε την ιδέα της βιογραφίας, ομολογημένο μέλημά της δεν ήταν ν’ απομυθοποιήσει την Ντιράς, αλλά να ερμηνεύσει πώς διαμορφώθηκε το στυλ της γραφής της. Πώς, δηλαδή, από την παραδοσιακή φόρμα των πρώτων της βιβλίων πέρασε σ’ έναν μελωδικό μινιμαλισμό, λες και είχε αλλάξει δέρμα.
Έπειτα από μια σειρά πολύωρων συζητήσεων μαζί της, είτε διά ζώσης είτε τηλεφωνικά, συζητήσεις που τερματίστηκαν με πρωτοβουλία του τελευταίου συντρόφου της Ντιράς, Γιαν Αντρέα, η Αντλέρ συνέχισε την έρευνά της σκαλίζοντας τα αρχεία των εκδοτικών οίκων με τους οποίους συνεργάστηκε η συγγραφέας, ταξιδεύοντας τόσο στη Γαλλία όσο και στο Βιετνάμ, και παίρνοντας συνεντεύξεις από ανθρώπους που την είχαν συναναστραφεί. Έχοντας, δε, κερδίσει την εμπιστοσύνη του γιου της, Ζαν Μασκολό, είχε το προνόμιο να συμβουλευτεί και δεκαοχτώ κούτες με αταξινόμητο υλικό, απροσπέλαστο ως τότε στους πάντες.
Η προσωπικότητα που αναδύθηκε τελικά μέσα από το βιβλίο της Αντλέρ είναι αμφιλεγόμενη, καθώς η πολιτική και προσωπική διαδρομή της Ντιράς εμφανίζουν αρκετά σκοτεινά σημεία. Παράδειγμα, η στάση της απέναντι στην αποικιοκρατία. «Η Ντιράς, όπως και πολλοί άλλοι, εκτιμούσε ότι οι αποικίες αποτελούσαν πλούτο για τη Γαλλία», δήλωνε τον Ιούνιο του 1998 η Αντλέρ σε συνέντευξή της στο περιοδικό «Lire», που αμέσως έκανε τον γύρο του κόσμου. «Είχε μάλιστα συνυπογράψει ένα βιβλίο γύρω από την αξία των αποικιών, τo “Γαλλική Αυτοκρατορία”. Από την Αλγερία κι έπειτα αλλάζει θέση και ριψοκινδυνεύει, κρύβοντας όπλα στο σπίτι της».
Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, επίσης, η συμπεριφορά της προκαλεί ερωτηματικά. Σύμφωνα με την Αντλέρ, η Ντιράς δεν αποτέλεσε ούτε εδώ εξαίρεση: ήταν μάλλον θετική απέναντι στον στρατηγό Πετέν. Κι ενώ διακήρυττε πως υπήρξε μια γενναία της Αντίστασης –ήταν στον ίδιο πυρήνα με τον Μιτεράν–, συμμετείχε ως το 1942 σε μια ελεγχόμενη από τους Γερμανούς επιτροπή, η οποία αποφάσιζε για το αν θα παραχωρηθεί ή όχι χαρτί στους Γάλλους εκδότες. «Η ίδια πάντοτε υποβάθμιζε τον ρόλο της εκεί, ισχυριζόμενη ότι δεν ήταν πάρα μια απλή γραμματέας, αλλά πρόκειται για ψέμα».
Στη συνέχεια, βέβαια, έγινε σύνδεσμος σε ομάδες αντιστασιακών, αλλά όταν χρειάστηκε ν’ απευθυνθεί στην Γκεστάπο για να ζητήσει πληροφορίες για τον συλληφθέντα πρώην άντρα της, Ρομπέρ Αλτέμ, δέθηκε με μια «πολύ περίεργη σχέση», κατά την Αντλέρ, με Γερμανό αξιωματούχο, τη φυλάκιση του οποίου «επεδίωξε με λύσσα μετά την απελευθέρωση»… Θολό παραμένει και το παρασκήνιο της διαγραφής της Ντιράς από το Κομμουνιστικό Κόμμα, όπου προσχώρησε με τη λήξη του πολέμου. Ο δακτυλοδεικτούμενος, πάντως, από την ίδια ως υπαίτιος, Χόρχε Σεμπρούν, το αρνιόταν ως το τέλος της ζωής του.
Από την έρευνα της Λορ Αντλέρ στα προσωπικά αρχεία της Ντιράς αποκαλύφθηκε ότι ούτε ο Κινέζος «Εραστής» ήταν αυτός που νομίζαμε. Πίσω από την ιστορία αγάπης του ομώνυμου βιβλίου της (Βραβείο Γκονκούρ 1984) κρυβόταν στην πραγματικότητα ένα δράμα: η Ντιράς είχε «πουληθεί» από τη μητέρα της στον πλούσιο εραστή, για να εξασφαλίζει τις δόσεις του ο ναρκομανής μεγάλος αδελφός της… Η πρώτη φορά που η μικρή Μαργκερίτ ένιωσε πως αξίζει κάτι ήταν όταν έφερε στο σπίτι χρήματα. Τότε, εικάζει η Αντλέρ, γεννήθηκε μέσα της και η επιθυμία να γράψει.
Ως συγγραφέας η Ντιράς δεν γνώρισε την επιτυχία αμέσως. Επηρεασμένη αρχικά από τον τρόπο γραφής του Ιταλού διανοουμένου Έλιο Βιτορίνι, και με μόνο τον Ρεϊμόν Κενό να την ενθαρρύνει όταν τα χειρόγραφά της απορρίπτονταν από τον Γκαλιμάρ, πέρασε μια εικοσαετία στην αφάνεια, δημοσιεύοντας πληθώρα έργων σε ισχνότατο τιράζ. Με το που έγινε όμως διάσημη τη δεκαετία του '80, «θεωρούσε τον εαυτό της εξίσου σημαντικό με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας», δήλωνε η Αντλέρ στο «Lire».
Πλούσια επιτέλους, μπορεί να «έκλεβε φακελάκια ζάχαρης από τα μπιστρό, αλλά ταυτόχρονα βοηθούσε με γενναιοδωρία τους φίλους της που είχαν ανάγκη. Η σχέση της με το χρήμα ήταν αρρωστημένη. Ανέφερε πάντα τις τιμές –του πουλόβερ, της φούστας, του αυτοκινήτου της– κι όταν μαγείρευε έλεγε πόσο της είχε κοστίσει κάθε πιάτο! Επένδυε πολύ στα ακίνητα και διακατεχόταν από αληθινό φόβο μήπως βγει χαμένη».
Πριν ξεκινήσει την έρευνα, η Αντλέρ έφερε μέσα της την εικόνα μιας σπουδαίας συγγραφέως που είχε βιώσει ως παιδί την αποικιοκρατία, που είχε διαλέξει μια στρατευμένη ενήλικη ζωή κι είχε πάρει πολλά ρίσκα. Τελειώνοντας το βιβλίο, ωστόσο, δεν αντίκριζε ούτε την αριστερή, ούτε τη φεμινίστρια, ούτε την αλκοολική πια Ντιράς, αλλά ένα μικρό, τσακισμένο κοριτσάκι, που δεν κατάφερε ν’ απαλλαγεί από τον πόνο. Ένα πλάσμα που σ’ όλη του τη διαδρομή αναζητούσε τρόπους για ν’ αποδείξει στη δεσποτική και εξαιρετικά βίαιη μητέρα του ότι υπάρχει.