ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ 2004, έπειτα από μια μαραθώνια συνεδρία, η επιτροπή του πιο πολυπόθητου λογοτεχνικού βραβείου της Βρετανίας απένειμε το Booker στο μυθιστόρημα «Η γραμμή της ομορφιάς», το πρώτο στην ιστορία του θεσμού με γκέι θεματολογία, γραμμένο από έναν άγνωστο στο πλατύ κοινό αλλά δημοφιλή στην ομοφυλοφιλική κοινότητα συγγραφέα, τον Άλαν Χόλινγκχερστ.
«Δεν νιώθω ειδική γκέι περηφάνια για την πρωτιά, ούτε θα ήθελα να δω τίτλους του τύπου “ο Χόλινγκχερστ κερδίζει σεβασμό για τους γκέι” ή “μάχεται για τα δικαιώματά τους”», έσπευσε να δηλώσει ο ίδιος: «Πρέπει να δεχτούμε ότι οι εποχές έχουν αλλάξει. Η γκέι λογοτεχνία αποτελεί μέρος της σύγχρονης λογοτεχνίας, κι ως τέτοια πρέπει να διαβάζεται και να κρίνεται».
Η «Γραμμή της ομορφιάς», ογκώδης και λεπτοδουλεμένη, δεν είναι από τα βιβλία που διαβάζονται μονορούφι.
Ο πενηντάχρονος τότε πεζογράφος και πρώην αρχισυντάκτης του λογοτεχνικού ενθέτου των Τimes, TLS, μπορεί να μη γλίτωσε τα κραυγαλέα πρωτοσέλιδα που τόνιζαν την «ιδιαιτερότητα» της διάκρισής του, αλλά αποζημιώθηκε μ’ έναν ωκεανό εγκωμίων, απολύτως εναρμονισμένων με την απόφαση της επιτροπής. Αν το πρώτο του μυθιστόρημα «Η βιβλιοθήκη της πισίνας» (εκδ. Ζαχαρόπουλος) είχε γίνει δεκτό ως ένα κράμα «υψηλού λογοτεχνικού ύφους και φτηνού σεξ», το τέταρτο διαβάστηκε (και) ως μια οξυδερκής τοιχογραφία της Βρετανίας των χρόνων του ’80, καθώς η εμμονή του Χόλινγκχερστ με τον έρωτα και τον αισθητισμό είναι αριστουργηματικά κεντημένη πάνω στην αυταρέσκεια, την υπεροψία και την απληστία των ισχυρών της θατσερικής περιόδου.
Η «Γραμμή της ομορφιάς» (μτφρ. Ι. Διονυσοπούλου, Καστανιώτης) εκτυλίσσεται μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων που έφεραν τη Σιδηρά Κυρία στην εξουσία –το 1983 και το 1987– και εξιστορεί την κοινωνική άνοδο και πτώση ενός νεαρού ομοφυλόφιλου, του Νικ Γκεστ, παράλληλα με τη σεξουαλική του ωρίμανση. Επαρχιώτης μικροαστός αλλά αριστούχος της Οξφόρδης και ορκισμένος εστέτ, έτοιμος να ξεκινήσει το διδακτορικό του πάνω στον Χένρι Τζέιμς, ο Νικ εισέρχεται εν μία νυκτί στο αριστοκρατικό σύμπαν ενός μπον-βιβέρ βουλευτή των Τόρις, του Τζέραλντ Φίντεν, ως νοικάρης της σοφίτας του αρχοντικού της οικογένειας στο Νότινγκ Χιλ.
Φιλοξενούμενος (όπως δηλώνει και το επώνυμό του) σ’ έναν κόσμο που λαχταρά να κατακτήσει, αλλά στον οποίο είναι ξένο σώμα, και μονίμως ανήσυχος μήπως η ομοφυλοφιλία του τού φορτώσει το στίγμα του αναξιόπιστου και ασυνεπή, ο ήρωας του Χόλινγκχερστ σαγηνεύεται από την «ομορφιά» της ζωής των οικοδεσποτών του. Συμμετέχει στα πάρτι και τις δεξιώσεις τους σε πύργους που αποτελούν «ένα μείγμα μουσείου τέχνης και πολυτελούς ξενοδοχείου», χορταίνει το βλέμμα του με Σεζάν, Γκογκέν, βικτοριανές αντίκες και ροκοκό μπουαζερί, χάνει την παρθενιά του κρυμμένος μέσα στους υπέροχους ιδιωτικούς κήπους του Κένσινγκτον, και μοιάζει ν’ αδιαφορεί για «τον βαθμό της ύβρεως που αντιπροσωπεύει όλος αυτός ο συντηρητισμός κι ο πλούτος» σε μια εποχή άκρατης φιλελευθεροποίησης και αναταραχής.
Αμήχανος μέσα στο δανεικό και πολυκαιρισμένο σμόκιν του, πάντα όμως με μια φράση από μυθιστόρημα του Τζέιμς στο στόμα και αλλεπάλληλες ερωτικές φαντασιώσεις να του γαζώνουν το μυαλό, ο Νικ Γκεστ γλιστράει μεταξύ του περιβάλλοντος των Συντηρητικών κι αυτού –του σαφώς λιγότερο εκλεπτυσμένου– των ανερχόμενων, αυτοδημιούργητων επιχειρηματιών.
Από συνεσταλμένος εραστής ενός μη λευκού υπαλλήλου της Πρόνοιας εξελίσσεται σε ζιγκολό στο πλευρό ενός Λιβανέζου κροίσου, και παραδίδεται με τη σειρά του στη «φίνα λευκή πυρίτιδα της ηδονής», την κοκαΐνη. Η όμορφη περίοδος της ζωής του έχει ημερομηνία λήξης και όχι μόνο επειδή θα χάσει την εμπιστοσύνη των Φίντεν, εν μέσω σκανδάλων που αμαυρώνουν την υπόληψη του βουλευτή. Η κοινότητα των γκέι μαστίζεται πια από το ΑΙDS. Και η σκιά της αρρώστιας απειλεί τον ορίζοντα του Νικ…
Η «Γραμμή της ομορφιάς», ογκώδης και λεπτοδουλεμένη, δεν είναι από τα βιβλία που διαβάζονται μονορούφι. Η πλατιά, όμως, καλλιέργεια του Χόλινγκχερστ και η τόσο καλά χωνεμένη μαθητεία του στην τέχνη του Τζέιμς, η λεπτή του ειρωνεία ακόμα κι όταν καταπιάνεται με περιγραφές άγριου σεξ, η τόλμη του να μιλήσει για τον ομοφυλοφιλικό έρωτα χωρίς να απολογείται, αλλά φωτίζοντάς τον απ’ όλες τις πλευρές, και η ολοζώντανη ανασύσταση εκ μέρους του μιας αδίστακτης δεκαετίας, συναντιώνται σ’ αυτό το μυθιστόρημα με τέτοια μαεστρία, ώστε δεν θέλεις να τελειώσει ποτέ.