Πριν μερικές μέρες, την Κυριακή 5 Ιουνίου, προβλήθηκε από την ΕΡΤ2 μια συνέντευξη του γνωστού βιολιστή της «κλασικής μουσικής» Λεωνίδα Καβάκου στον Λάμπη Ταγματάρχη. Όπως διαβάζαμε και στο δελτίο Τύπου του σταθμού:
«Ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΡΤ, Λάμπης Ταγματάρχης, αναλαμβάνει ξανά… “κατ’ εξαίρεση” τον ρόλο του δημοσιογράφου και υποδέχεται τον Λεωνίδα Καβάκο στα στούντιο της ΕΡΤ για μία αποκλειστική συνέντευξη με αφορμή το Διεθνές Masterclass Βιολιού και Μουσικής Δωματίου του κορυφαίου Έλληνα μουσικού».
Ο Καβάκος είναι ένας παγκοσμίου φήμης αναγνωρισμένος και βραβευμένος βιολιστής και διευθυντής ορχήστρας, και στο χώρο του, στο χώρο της «κλασικής μουσικής» εννοώ, έχει πολύ υψηλό status – κάτι που δεν αμφισβητείται από κανέναν. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει πως οι απόψεις του περί μουσικής γενικότερα, που εκφράστηκαν δημοσίως από την κρατική TV, δεν κρίνονται κι αυτές.
Ας μεταφέρουμε μερικά από ’κείνα που είπε ο κ. Καβάκος στον… κατ’ εξαίρεση δημοσιογράφο κ. Ταγματάρχη. Ακούμε λοιπόν τον Λεωνίδα Καβάκο να λέει:
«Κανείς δεν ασχολείται σε περισσότερο βάθος με το φως αυτό (σ.σ. της Ελλάδας). Το φως αυτό δεν είναι μόνο το φως του ηλίου που έρχεται εδώ, είναι και κάτι άλλο. Και σίγουρα θεωρώ τον εαυτό μου όχι απλά ευτυχή, αλλά ευλογημένο που μπόρεσε να… γεννήθηκε, τέλος πάντων εμφανίστηκε εδώ πέρα σ’ αυτό το χώρο… και ο οποίος είναι ένας χώρος από τον οποίο δεν θα περίμενε κανείς να προκύψει ένας βιολιστής, ο οποίος θα μπορεί να σταθεί παγκοσμίως για πολλά χρόνια.(…) Η Ελλάδα είναι δυστυχώς μια χώρα που δεν φημίζεται καθόλου για την μουσική της παιδεία. Στην Ελλάδα η μουσική, δυστυχώς, εξαντλείται, στον πολύ κόσμο, σε κάποια… στα λαϊκά, ούτε καν στα δημοτικά».
«Στην Ελλάδα έχει περάσει αυτή η απαράδεκτη, η εγκληματική άποψη ότι εμείς εδώ έχουμε περισσότερη σχέση με την Ανατολή απ’ ό,τι έχουμε με τη Δύση. Αυτό είναι έγκλημα(…) Έχει περάσει αυτή η αντίληψη ότι εμείς εδώ είμαστε περισσότερο Ανατολίτες και δεν έχουμε τόσο σχέση με τον δυτικό πολιτισμό της Ευρώπης, που είναι ό,τι πιο απαράδεκτο μπορεί κανείς να εκφράσει (σ.σ. η εν λόγω... εγκληματική άποψη) και κυρίως ως Έλλην».
«Ο Έλλην θεωρεί ότι είναι πιο κοντά, να το απλά έτσι, σ’ ένα τσιφτετέλι ή σ’ έναν αμανέ τούρκικο παρά στη μουσική του Μπαχ.(…) Όταν σκεφτεί κανείς τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και να προσπαθήσει να τοποθετήσει έναν απ’ αυτούς κοντά ή στον Μπαχ ή στον αμανέ – πού θα πάει πιο κοντά;».
«Θα σας πω γιατί παρουσιάζομαι έτσι μονόπλευρος, απόλυτος. Θεωρώ ότι… όπως μιλάω για την ψυχολογική επίδραση που έχει η μουσική και οι Τέχνες… θεωρώ ότι η ψυχολογική επίδραση που έχει το κείμενο ενός δημοτικού τραγουδιού είναι μία ψυχολογική επίδραση ανάτασης, (ενώ) η ψυχολογική επίδραση που έχει το κείμενο ενός ρεμπέτικου τραγουδιού ή λαϊκού είναι μία ψυχολογική επίδραση απόλυτης παρακμής».
Το πιο ανόητο που θα μπορούσε να συμβεί, εν σχέσει με όλα τούτα που υποστήριξε ο Λεωνίδας Καβάκος στην εκπομπή τού κρατικού καναλιού, θα ήταν η καλλιτεχνική αποκαθήλωσή του, πόσω μάλλον η αποκαθήλωσή του με όρους «ρωμαϊκής αρένας» – από τους ρεμπετολόγους ενδεχομένως, από τους θιασώτες του λαϊκού τραγουδιού παραπέρα ή απ’ όποιους άλλους.
Ο Καβάκος είναι ένας παγκοσμίου φήμης αναγνωρισμένος και βραβευμένος βιολιστής και διευθυντής ορχήστρας, και στο χώρο του, στο χώρο της «κλασικής μουσικής» εννοώ, έχει πολύ υψηλό status – κάτι που δεν αμφισβητείται από κανέναν. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει πως οι απόψεις του περί μουσικής γενικότερα, που εκφράστηκαν δημοσίως από την κρατική TV, δεν κρίνονται κι αυτές, από τη στιγμή μάλιστα που φανερώνουν λυπηρή άγνοια από μέρους του (από μέρους του κ. Καβάκου) της ίδιας της μουσικής ιστορίας.
Κατ’ αρχάς, να πούμε, πως ο μουσικός διαχωρισμός μεταξύ Δύσης και Ανατολής είναι αντιεπιστημονικός και εν τέλει κάλπικος –το λέμε κάπως χοντρά–, αφού η δυτική μουσική ήταν στενά συνδεμένη και εξαρτώμενη από τη βυζαντινή μουσική από τα χρόνια του πρώιμου μεσαίωνα (με σχέσεις «μητέρας-θυγατέρας»), ενώ κι εκείνη (η βυζαντινή) ήταν «μακρινή εξαδέλφη», ως πυθαγόρεια κιόλας, της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Όλα τούτα μπορεί να φαίνονται κάπως απλουστευτικά, όμως σε αδρές γραμμές είναι έτσι.
Μάλιστα, αν δεν υπήρχε το φιλελεύθερο Βυζάντιο, που διαχώριζε το θέμα της θρησκείας από εκείνο της εθνικότητας (όπως απέδειξε περίτρανα ο εκχριστιανισμός των Σλάβων, με τις μεταφράσεις στα σλαβικά των ελληνικών εκκλησιαστικών κειμένων κ.ο.κ.), εν αντιθέσει με το ανελαστικό σε τέτοια ζητήματα Βατικανό (που επέμενε, παντού, στη χρήση της λατινικής), θα ήταν αδύνατον να αποκτούσε η δυτική μουσική… όψη και μορφή.
Γιατί, όχι μόνο προς ανατολάς, αλλά και προς τη Δύση μεταφέρθηκε ο βυζαντινός μουσικός πολιτισμός, όπως μας πληροφορεί και ο ομότιμος καθηγητής της Ιστορικής Μουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου Κωνσταντίνος Φλώρος στο μνημειώδες βιβλίο του «Η ελληνική παράδοση στις μουσικές γραφές του μεσαίωνα» [Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη 1998] και πιο συγκεκριμένα στα κεφάλαια «Πολιτικοί, εκκλησιαστικοί και μουσικοϊστορικοί συσχετισμοί μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης κατά τον 6ο, τον 7ο και τον 8ο αιώνα» και «Συσχετισμοί μεταξύ της βυζαντινής και της μεσολατινικής μουσικής θεωρίας – Η δωδεκάτροπη διδασκαλία». Αλλά ας μην προχωρήσουμε σε λεπτομέρειες…
Κοντολογίς; Η συμβολή του Βυζαντίου στη μουσική εξέλιξη της Δύσης υπήρξε μοναδική και ακρογωνιαία, με την Οκτώηχο του Ιωάννη Δαμασκηνού να αποτελεί τη βάση των εκκλησιαστικών ψαλμών και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Φυσικά τη βυζαντινή μουσική δανείστηκαν και οι Οθωμανοί, από τον 15ον αιώνα και μετά. Διαβάζουμε στο βιβλίο των Χρίστου Τσιαμούλη – Παύλου Ερευνίδη «Ρωμηοί Συνθέτες της Πόλης (17ος – 20ος αι.)» [Δόμος, Αθήνα 1998]:
«Η μουσική μας ιστορία είναι τόσο παλιά όσο και ο ελληνικός πολιτισμός, και πολλοί μουσικοί του θρύλου και της ιστορίας κοσμούν την αρχαία και βυζαντινή εποχή. Η μουσική της Μικράς Ασίας, μητέρας πολλών πολιτισμών, διατήρησε μέσα της ζωντανά όλα τα μουσικά στοιχεία, ήχους, ρυθμούς και όργανα που ταξίδεψαν μέσα στο χρόνο, από την αρχαία εποχή στο Βυζάντιο, κι ύστερα από τη μεταβυζαντινή περίοδο μέχρι τον αιώνα μας. Μέσα στο παλάτι του Σουλτάνου, στους ντερβίσικους τεκέδες και στις χριστιανικές ταβέρνες της Πόλης (μεϊχανέ) άνθησε και ζυμώθηκε η τέχνη της μουσικής που αναφέρεται συνήθως με τους όρους: κοσμική, λόγια ή κλασική μουσική της Ανατολής».
Δεν χρειάζεται να πούμε πως τα δεκάδες μακάμια της κλασικής οθωμανικής μουσικής, έχουν το ανάλογό τους στη βυζαντινή μουσική. Παραδείγματος χάριν: το ραστ είναι ο ήχος πλάγιος του δ’, το ουσάκ είναι ο ήχος πρώτος με μόνιμη ύφεση στο ΖΩ (φα), το χιτζάζ είναι ο ήχος πλάγιος του β’ κ.ο.κ.
Τα μακάμια της κλασικής οθωμανικής μουσικής πέρασαν βεβαίως στα πολίτικα και στα σμυρνέικα τραγούδια και εν συνεχεία στα πειραιώτικα ρεμπέτικα (Μάρκος Βαμβακάρης). Με τις «παραλλαγές» τους φυσικά, καθότι όλα τούτα εξελίχθηκαν μέσα στους αιώνες ή τις δεκαετίες.
Οι λαϊκοί δρόμοι των ρεμπέτικων, πιο συγκεκριμένα, είναι επί της ουσίας μετεξελίξεις των μακαμιών, για συγκερασμένα εννοείται όργανα (όπως ήταν τα μπουζούκια).
Το πώς από το ρεμπέτικο, τώρα, φθάσαμε στο λαϊκό τραγούδι του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, του Μητσάκη, του Καλδάρα και των υπολοίπων και πώς οι λαϊκοί δρόμοι «δυτικοποιήθηκαν» ακόμη περισσότερο (ματζόρε, μινόρε) είναι κάτι πιο πρόσφατο και, υποθέτω, πολύ πιο γνωστό.
Αν δεν υπήρχε το φιλελεύθερο Βυζάντιο, που διαχώριζε το θέμα της θρησκείας από εκείνο της εθνικότητας, εν αντιθέσει με το ανελαστικό σε τέτοια ζητήματα Βατικανό (που επέμενε, παντού, στη χρήση της λατινικής), θα ήταν αδύνατον να αποκτούσε η δυτική μουσική... όψη και μορφή.
Ωστόσο, τίποτα δεν μπορεί να σπάσει αυτή την πανάρχαια αλυσίδα.
Ένας συνάδελφος του Λεωνίδα Καβάκου (βιολιστής κι εκείνος) και το «συνάδελφος –πιστέψτε το– τιμά απείρως τον Καβάκο, ο μέγας Νίκος Σκαλκώτας (1904-1949) ήταν ο πρώτος λόγιος συνθέτης που επιχείρησε να απενοχοποιήσει (στο χώρο του) το ρεμπέτικο τραγούδι (καιρό πριν τον Μάνο Χατζιδάκι).
Όλοι πλέον γνωρίζουν ή τουλάχιστον εκείνοι που είναι πιο κοντά σε τέτοια θέματα το έργο του Σκαλκώτα «Κονσέρτο για δύο βιολιά (με ρεμπέτικο θέμα)» (1944-45).
(Σ’ αυτούς, δυστυχώς, δεν φαίνεται να συμπεριλαμβάνεται ο Λεωνίδας Καβάκος, ο οποίος είτε παραβλέπει είτε αγνοεί).
Εκεί λοιπόν, στο δεύτερο μέρος του, ο ευφυής έλληνας συνθέτης χρησιμοποιεί και παραλλάσσει το ρεμπέτικο τραγούδι τού Βασίλη Τσιτσάνη «Η μάγισσα της Αραπιάς» (1939). Το έργο υπάρχει ηχογραφημένο κατά πρώτον(;) στο CD της σουηδικής εταιρείας BIS “Chamber Concertos” από το 2003.
Όπως διαβάζουμε στις σημειώσεις του μελετητή/ ενορχηστρωτή τού έργου τού Σκαλκώτα Κωστή Δεμερτζή (από το σημειώσεις του CD της BIS “Nikos Skalkottas: Concerto for 2 Violins/ Concertino for 2 Pianos”):
«Η ιστορική μοναδικότητα του Κονσέρτου για 2 Βιολιά του Σκαλκώτα οφείλεται στο ότι είναι το πρώτο έργο νεοελληνικής κλασικής μουσικής, που χρησιμοποιεί το ρεμπέτικο τραγούδι, αφού στο 2ο μέρος του ακούγεται το “Θα πάω κει στην Αραπιά” του Βασίλη Τσιτσάνη(…) Η χρησιμοποίηση του θέματος του Τσιτσάνη από τον Σκαλκώτα οφείλεται πρώτα-πρώτα στο ευρύ και ρηξικέλευθο πνεύμα του συνθέτη, ο οποίος στο κάτω-κάτω, αν και έγραφε “κλασική” μουσική είχε μείνει εξίσου περιθωριοποιημένος από τον κοινωνικό του περίγυρο.(…) Ο Σκαλκώτας εισάγει τη ρεμπέτικη μουσική στην ελληνική συμφωνική δημιουργία με ένα έργο πρώτης κλάσεως. Η ιστορική στιγμή που συμβαίνει αυτό κάθε άλλο παρά είναι τυχαία: τον επόμενο χρόνο ένας άλλος έλληνας συνθέτης με καινοτόμες τάσεις, ο Γιάννης Α. Παπαϊωάννου, θα χρησιμοποιήσει σε δικό του συμφωνικό έργο, τον “Βασίλη τον Αρβανίτη”, ένα ζεϊμπέκικο που θα του έχει τραγουδήσει και χορέψει ο ίδιος ο Μυριβήλης. Τέσσερα χρόνια μετά, ο Μάνος Χατζιδάκις, με μια (πολύ γνωστή) διάλεξη για το ρεμπέτικο, θα καλύψει ιδεολογικά το συγκεκριμένο μουσικό είδος. Από τη δεκαετία του ’50 και μετά, το ρεμπέτικο θα αποτελέσει την πρώτη ύλη της μουσικής επανάστασης των Μίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι...».
Με το να εμφανίζεται ο Λεωνίδας Καβάκος ως επικριτής των ρεμπέτικων και των λαϊκών (και μάλιστα με βαριές εκφράσεις τού τύπου «απολύτου παρακμής»), επαναφέροντας στο προσκήνιο το μουσικό ψευτοδίπολο Ανατολή-Δύση, το μόνο που αποδεικνύει είναι πως αγνοεί όχι μόνο τη Μουσική Ιστορία, αλλά και την ελληνική «κλασική» μουσική ιστορία. Και για έναν οργανοπαίκτη τού δικού του επιπέδου και της δικής του παγκόσμιας αναγνώρισης κάτι τέτοιο δεν απέχει και πολύ από το… απογοητευτικό ή το απαράδεκτο.
Το ίδιο απογοητευτική και απαράδεκτη, σ’ ένα άλλο επίπεδο, υπήρξε και η παρουσία τού… «κατ’ εξαίρεση» στο ρόλο του δημοσιογράφου κ. Ταγματάρχη, ο οποίος ως αδαής μ’ αυτά τα ζητήματα, περιορίστηκε απλώς σε κάτι παρηγορητικά ψελλίσματα.
σχόλια