Τι περίπτωση! Μια Nαπολιτάνα πεζογράφος, η πιο εξαγώγιμη πένα της σημερινής Ιταλίας, δημοσιεύει από το ’92 τη μια επιτυχία μετά την άλλη, χωρίς ποτέ να έχει εμφανιστεί δημόσια. Όλα αυτά τα χρόνια, κρυμμένη πίσω από το ψευδώνυμο Έλενα Φεράντε, φυλάει σαν κόρη οφθαλμού τη μάσκα της. Ούτε συναντήθηκε από κοντά με δημοσιογράφο, ούτε βέβαια φωτογραφήθηκε. Τα μόνα που δηλώνει είναι η καταγωγή και το φύλο της. Σαν να λέει, όσο πιο απροσπέλαστη η ιδιωτική ζωή μου, τόσο μεγαλύτερη η καλλιτεχνική ελευθερία μου. Οι λιγοστές της συνεντεύξεις, με εξαίρεση τη φετινή στο «Paris Review» που παραχώρησε ζωντανά στους... εκδότες της, έχουν δοθεί γραπτώς. Η Ζέιντι Σμιθ και η Τζούμπα Λαχίρι πίνουν κρασί στ’ όνομά της, αλλά η ίδια δεν συγχρωτίζεται με λογοτέχνες, είναι μια συγγραφέας-φάντασμα. Βαδίζει στα χνάρια του Σάλιντζερ και του Πίντσον, κρατιέται μακριά από το προσκήνιο. Κι όπως εκείνοι, έφτασε σιγά-σιγά να μυθοποιηθεί.
Κυρίαρχο θέμα στα βιβλία της Φεράντε, σχεδόν εμμονή, είναι το πώς διαμορφώνονται οι γυναίκες από το κοινωνικό περιβάλλον τους. Πώς παλεύουν να αντεπεξέλθουν σε πολλαπλούς ρόλους, ενώ διεκδικούν να κρατήσουν ένα κομμάτι του εαυτού τους αδέσμευτο. Η εμπειρία τού να είσαι γυναίκα, αυτός είναι ο θεμέλιος λίθος του έργου της. Μια διόλου ροζ εμπειρία, με άφθονες δόσεις βίας και ταπείνωσης απ’ ό,τι φαίνεται. Στην Ελλάδα είχαμε την ευκαιρία να πάρουμε αμέσως μυρωδιά από τη γραφή της χάρη σ’ έναν μικρό εκδοτικό οίκο που τη δεκαετία του ’90 ανοιγόταν στη σύγχρονη ιταλική πεζογραφία, τον Perugia. Από αυτόν κυκλοφόρησε το ’97 το πρώτο της μυθιστόρημα «Βάναυση Αγάπη» (μτφρ. Π. Σκόνδρας), το αφιερωμένο στη μητέρα της. Όπως έχει δηλώσει η Φεράντε, από τα 15 της ήδη είχε ξεκινήσει να γράφει ιστορίες για γενναία κορίτσια σε μεγάλους μπελάδες, έχοντας άντρες συγγραφείς για πρότυπα. Προτιμούσε να μιμηθεί τον Νταφόε, τον Φίλντινγκ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι, παρά την Τζέιν Όστιν ή τις αδελφές Μπροντέ. Άργησε να θεωρήσει κάποιο από τα γραπτά της δημοσιεύσιμο. Από το ντεμπούτο της, όμως, έδειξε πως, είτε μιλά για την πατριαρχική ναπολιτάνικη κοινωνία είτε για τα σεξουαλικά απωθημένα των ηρωίδων της, μπορεί να χτίσει με την πρόζα της μια πνιγηρή ατμόσφαιρα, απειλητική ακόμα και για τον αναγνώστη.
"Έκανα ήδη πολλά γι' αυτήν την ιστορία: την έγραψα. Αν το βιβλίο αξίζει κάτι, είναι αρκετό. Δεν πρόκειται να πάρω μέρος σε συζητήσεις και παρουσιάσεις, αν με καλέσουν. Δεν θα πάω να παραλάβω κανένα βραβείο, αν μου δοθεί. Δεν θα προωθήσω το βιβλίο, ειδικά στην τηλεόραση, ούτε στην Ιταλία αλλά ούτε κι έξω, αν τυχόν χρειαστεί... Αν δεν θέλετε να με υποστηρίξετε από δω και πέρα, πείτε το μου, θα καταλάβω"
Ο Σάντρο και η Σάντρα Φέρι των Editioni E/O, ενός από τους σοβαρότερους οίκους στην Ιταλία, ισχυρίζονται πως παραμονές της κυκλοφορίας του «Βάναυση Αγάπη» έλαβαν από τη Φεράντε ένα γράμμα όπου τους ξεκαθάριζε τα εξής: «Έκανα ήδη πολλά γι’ αυτήν την ιστορία: την έγραψα. Αν το βιβλίο αξίζει κάτι, είναι αρκετό. Δεν πρόκειται να πάρω μέρος σε συζητήσεις και παρουσιάσεις, αν με καλέσουν. Δεν θα πάω να παραλάβω κανένα βραβείο, αν μου δοθεί. Δεν θα προωθήσω το βιβλίο, ειδικά στην τηλεόραση, ούτε στην Ιταλία αλλά ούτε κι έξω, αν τυχόν χρειαστεί. Θα παραχωρώ μόνο γραπτές συνεντεύξεις, αλλά θα προτιμούσα να περιοριστούν στο ελάχιστο. Έχω δεσμευτεί απολύτως γι’ αυτό απέναντι στον εαυτό μου και την οικογένειά μου. Ελπίζω να μην πιεστώ ν’ αλλάξω άποψη. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό ίσως θα προκαλέσει κάποιες δυσκολίες στον εκδοτικό οίκο. Σέβομαι πολύ τη δουλειά σας, σας συμπάθησα και τους δυο αμέσως και δεν θέλω να προκαλέσω προβλήματα. Αν δεν θέλετε να με υποστηρίξετε από δω και πέρα, πείτε το μου, θα καταλάβω». Στο ίδιο γράμμα, σύμφωνα με τους εκδότες της πάντα, η Φεράντε επέμενε: «Πιστεύω πως τα βιβλία, αφού γραφτούν, δεν έχουν ανάγκη τον συγγραφέα τους. Αν έχουν να πουν κάτι, αργά ή γρήγορα θα βρουν αναγνώστες, αν δεν έχουν, δεν θα βρουν...».
Έπειτα από μια δεκαετία σιωπής, το 2002, βλέπει το φως στην Ιταλία ένα ακόμα μυθιστόρημά της, από τα πιο πολυμεταφρασμένα της σήμερα, το «Μέρες Εγκατάλειψης». Εδώ κυκλοφόρησε δυο χρόνια αργότερα, με την εγγύηση μάλιστα της Άγρας (μτφρ. Σ. Παπασταύρου). Με θυμάμαι να γαντζώνομαι πάνω του, από την πρώτη κιόλας παράγραφο: «Ένα απόγευμα του Απρίλη, αμέσως μετά το φαγητό, ο άντρας μου μού ανακοίνωσε ότι ήθελε να με παρατήσει. Αυτό το έκανε καθώς μαζεύαμε το τραπέζι, τα παιδιά τσακώνονταν ως συνήθως στο διπλανό δωμάτιο και το σκυλί ονειρευόταν γρυλίζοντας πλάι στο καλοριφέρ. Μου είπε ότι ήταν μπερδεμένος, ότι περνούσε δύσκολες στιγμές, ότι ένιωθε κουρασμένος, ανικανοποίητος, ως και τιποτένιος ακόμα...». Η Όλγα, επίδοξη συγγραφέας και αφηγήτρια της ιστορίας, έπειτα από δεκαπέντε χρόνια ανέφελου οικογενειακού βίου, στέκεται αποσβολωμένη δίπλα στον νεροχύτη, αντιμέτωπη με τον χειρότερο εφιάλτη της: ότι θα καταντήσει σαν εκείνη τη γυναικούλα από τη Νάπολη, την «κακομοίρα» των παιδικών της χρόνων, που σήκωνε τη γειτονιά στο πόδι, σπαράζοντας για τον άπιστο άντρα της.
Η συζυγική προδοσία έχει προσφέρει στη λογοτεχνία και αριστουργήματα και έργα του συρμού. Πώς να πρωτοτυπήσει κανείς, γράφοντας για κάτι τόσο τετριμμένο; Όποιος κι αν υπογράφει ως Έλενα Φεράντε, διάλεξε να ενστερνιστεί τη φωνή μιας σύγχρονης Μήδειας και να καταγράψει, με λαχανιαστό ρυθμό, μέρα με τη μέρα, το φλερτ μιας εγκαταλελειμμένης γυναίκας με την τρέλα, σκαλίζοντας τον ψυχισμό της όλο και βαθύτερα. Αποψιλωμένες από φιοριτούρες κι από μελοδραματικές κορώνες, οι «Μέρες Εγκατάλειψης» ζωντανεύουν μια γυναίκα ρημαγμένη και ταυτόχρονα επιθετική, όχι μόνο απέναντι στον πρώην σύντροφό της αλλά και στον εαυτό της, και στα ίδια της τα παιδιά. Κι όμως, τι ανακούφιση, στο τέλος τον τόνο δίνουν η γαλήνη και η αισιοδοξία.
Με τον καιρό, στα πρώτα μυθιστορήματα της Φεράντε ήρθαν να προστεθούν κι άλλα. Το έργο της άρχισε να μεταφράζεται στ’ αγγλικά, να διαβάζεται από περισσότερους, να διεκδικεί βραβεία, όπως το διεθνές IMPAC ή το ιταλικό Strega, χωρίς κανείς να γνωρίζει ποιος είναι, πώς μοιάζει, πώς ζει ο άνθρωπος που το δημιούργησε. Να, λοιπόν, που κάποια βιβλία μπορούν να σταθούν χωρίς δεκανίκια. Κρίνοντας, ωστόσο, από τον χαμό που έγινε πρόσφατα στις Ηνωμένες Πολιτείες, αν συνοδεύονται και από ένα πέπλο μυστηρίου, ακόμα καλύτερα.
Τα μυθιστορήματα με τα οποία η Φεράντε θριάμβευσε στον αγγλοσαξονικό κόσμο είναι αυτά που συνθέτουν την τετραλογία της Νάπολης: «My brilliant friend», «The story of a new name», «Those who leave and those who stay», «The story of the lost child». Και τα τέσσερα παρακολουθούν τις ζωές δύο χαρισματικών φιλενάδων, της Έλενα και της Λίλα, από τα παιδικά τους χρόνια σε μια ναπολιτάνικη φτωχογειτονιά ως την ωριμότητά τους, μακριά από το μισογύνικο και βίαιο περιβάλλον της γενέτειράς τους. Μπορεί κανείς να απαλλαγεί από το παρελθόν του; Αδύνατον, λέει με τον τρόπο της η Φεράντε, ενώ ξεδιπλώνει τις εσωτερικές μάχες που είναι καταδικασμένα να δίνουν μεγαλώνοντας αυτά τα έξυπνα, φιλόδοξα και μορφωμένα κορίτσια, αντιμέτωπα με τις τραυματικές αναμνήσεις τους. Επικεντρωμένη στη γυναικεία φιλία, με όλους τους ανταγωνισμούς και τις αντιζηλίες που ελλοχεύουν μέσα της, η τετραλογία της Νάπολης αποτελεί ταυτόχρονα μια τεράστια τοιχογραφία, ένα πολυπρόσωπο ανθρώπινο μωσαϊκό, από το οποίο αναδύονται μια σειρά από κοινωνικές, ιδεολογικές και πολιτισμικές αλλαγές που σημάδεψαν την Ιταλία του Νότου από το ’45 ως τις μέρες μας.
Ο πρώτος τόμος είχε προταθεί σε διάφορα εκδοτικά στην Ελλάδα αλλά, μεσούσης της κρίσης, αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη. Να, όμως, που η πλημμυρίδα των θετικών κριτικών και των δημοσιευμάτων για το φαινόμενο Φεράντε λειτούργησε και εδώ σαν πολιορκητικός κριός. Το «L’ amica geniale», όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του, θα κυκλοφορήσει από τον Πατάκη μέσα στο 2016, κι αν περπατήσει, θα πάρουν σειρά και οι επόμενοι. Η Δήμητρα Δότση, που ανέλαβε να το μεταφράσει, ισχυρίζεται πως «έτσι κι αρχίσεις να το διαβάζεις, εθίζεσαι, είναι αδύνατον να το αφήσεις απ’ τα χέρια σου. Η Έλενα και η Λίλα είναι φτιαγμένες από την ίδια πάστα με την Όλγα του “Μέρες Eγκατάλειψης”, αλλά η Φεράντε δεν εστιάζει μόνο στον ψυχικό τους κόσμο. Γύρω τους τοποτεθεί δεκάδες δευτεραγωνιστές –τα ονόματά τους καλύπτουν σελίδες!–, εγκιβωτίζοντας στο μυθιστόρημα πολλές ιστορίες που τρέχουν παράλληλα και που, αντί να σε αποπροσανατολίζουν, σε συνεπαίρνουν. Η πλοκή ξεκινά με τη μυστηριώδη εξαφάνιση της Λίλα, χωρίς ν’ αφήσει ίχνη πίσω της, και με την απόφαση της φίλης της, που είναι συγγραφέας, να ανασυστήσει σε βιβλίο τη διαδρομή τους. Ο πρώτος τόμος καλύπτει τα παιδικά κι εφηβικά τους χρόνια, φτάνοντας ως τον γάμο της Λίλα στα δεκάξι της και, με το που τον τελειώνεις, ανυπομονείς για τη συνέχεια».
Σύμφωνα με τη Δότση, πάνω που το σούσουρο είχε κοπάσει κάπως, η διεθνής επιτυχία της Φεράντε ερέθισε ακόμα περισσότερο την περιέργεια των Ιταλών. Οι φήμες οργιάζουν, κάποιοι υποψιάζονται πως πρόκειται για άντρα, για τον Ιταλό μυθιστοριογράφο Ντομένικο Σταρνόνε, κάποιοι λένε πως πίσω της κρύβεται ολόκληρη ομάδα, άλλοι στρέφουν το βλέμμα προς το ζεύγος Φέρι, εκδότες της και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Τίποτα δεν έχει επιβεβαιωθεί. Την περασμένη άνοιξη, στη συνέντευξή της στο «Paris Review», η Έλενα Φεράντε ομολογούσε ότι στην αρχή η απόφασή της να απέχει από τη δημοσιότητα οφειλόταν σε συστολή – «φοβόμουν να βγω από το καβούκι μου». Στην πορεία, εντούτοις, έφτασε να νιώθει πολύ εχθρικά απέναντι στα ΜΜΕ. Κι αυτό όχι μόνο επειδή τα τελευταία αξιολογούν τα λογοτεχνικά έργα ανάλογα με την αίγλη του δημιουργού τους σε πεδία εξω-λογοτεχνικά αλλά και επειδή, όταν δεν παρουσιάζεται με σάρκα και οστά ο συγγραφέας μπροστά τους, φροντίζουν να τον επινοούν.
σχόλια