Πριν από μερικούς μήνες έπεσε στα χέρια μου η πρώτη συλλογή με διηγήματα της Αντριάνας Μίνου, «ιστορίες γραμμένες στο στυλ του film noir και τα κλισέ του ρομαντικού κινηματογραφικού έρωτα», ένα βιβλίο με χιούμορ και λυρισμό που ανακατεύει τον σουρεαλισμό με ένα είδος υπολογιστικής ψυχρότητας, ένα outsider από έναν εκδοτικό του Ρεθύμνου που βρίσκεται ήδη στην δεύτερη έκδοση. Έχει τίτλο «Παιδικά νουάρ» και είναι γραμμένο με έναν παραληρηματικό λόγο που τρέχει και λαχανιάζει, χωρίς κόμματα και τελείες. Την Αντριάνα την αναζήτησα ως συγγραφέα αλλά στη συνάντησή μας με εξέπληξε ευχάριστα γιατί είναι μουσικός και, μάλιστα, με πλούσιο βιογραφικό και πολύ ενδιαφέρουσα δράση. Έχει μόλις γυρίσει ενθουσιασμένη από το Φεστιβάλ της Άμμου στην Γαύδο κι έχει να μοιραστεί ιστορίες για όσα έζησε και είδε. Δημοσιογραφικά οι πληροφορίες της είναι θησαυρός.
Η Αντριάνα είναι χαμογελαστή, ακομπλεξάριστη, σου δημιουργεί μια απίστευτη οικειότητα και από την πρώτη στιγμή νομίζεις ότι γνωρίζεστε χρόνια. Χαμογελάει ακόμα και όταν την αναγκάζουμε να περιπλανηθεί στους δρόμους του κέντρου με 40 βαθμούς υπό σκιάν για να την φωτογραφίσουμε μέσα στον ήλιο. Τη ρωτάω με τι ασχολείται όταν δεν γράφει και, ενώ είχα σκοπό η κουβέντα να γίνει κυρίως για το βιβλίο, μαθαίνω ότι είναι μουσικός. Διακεκριμένη μουσικός. Ζει στο Λονδίνο εδώ και 12 χρόνια, δουλεύει ως πιανίστρια και είναι η δημιουργός του Vladimir&Estragon Piano Duo και του Oiseaux Bizarres Ensemble. Ως ακαδημαϊκή ερευνήτρια έχει διοργανώσει το πρώτο Διεθνές Συνέδριο για τον Γιάννη Χρήστου στο Λονδίνο το 2013, έχει παρουσιάσει τη δουλειά της στο Πομπιντού, έχει γράψει λιμπρέτα για όπερες που παρουσιάστηκαν στο Άμστερνταμ, το Βερολίνο, την Αθήνα, έχει κυκλοφορήσει δίσκους, έχει συνθέσει μουσική για πολλές performances.
Την πρώτη χρονιά στην Αγγλία είχε έρθει η παλιά μου δασκάλα, η Νέλλη Σεμιτέκολο, που ήταν φίλη του Γιάννη Χρήστου, να κάνει μια συναυλία με έργα του και μου ζήτησε να τής γυρνάω τις σελίδες στις παρτιτούρες. Η παρτιτούρα του Χρήστου είναι χειρόγραφο και πρέπει να γυρνάς σελίδες πάρα πολύ γρήγορα. Έπαθα πλάκα με αυτή τη μουσική, μου άρεσε πάρα πολύ και πάντα υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού μου.
«Μεγάλωσα κυρίως στην Καλαμάτα αν και δεν νιώθω πολύ Καλαματιανή γιατί δεν έχω κανέναν εκεί» λέει». Ο μπαμπάς μου έπαιρνε πολλές μεταθέσεις και πάντα σε κομβικά σημεία, έτσι άλλαζα πολύ συχνά σχολείο, οπότε κατέληξα να έχω μόνο μία φίλη που είναι κι αυτή το ίδιο ‘απροσάρμοστη’ με μένα. Κι αυτή, επίσης, έχει μόνο εμένα, είναι πάρα πολύ περίεργο. Μετά πήγα στη Θεσσαλονίκη για σπουδές, στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Σχολή “Μουσικής, επιστήμης και τέχνης”, όπου σπούδασα πιάνο. Μόλις τέλειωσα έμεινα στη Θεσσαλονίκη να δουλέψω σε σχολεία. Ωρομίσθια σε σχολεία και δασκάλα μουσικής στο ολοήμερο σχολείο. Τότε κατάλαβα ότι πρέπει να φύγω. Ήταν πολύ δύσκολα, ένιωθα σαν να με διώχνουν, ότι αυτή η χώρα είναι για τα μπάζα. Όχι μόνο λόγω κράτους, που είχε ανοργανωσιά. Ήμουν σε σχολεία εκτός Θεσσαλονίκης, σε χωριό, κι είχε μόνο έναν σιδηροδρομικό σταθμό από όπου περνούσε το τρένο κάθε τρεις ώρες, άδειο, έρημο, σαν φάντασμα. Ήταν σαν να είσαι στο Twin Peaks, ανατριχιαστικά, αισθανόμουν ότι οι άνθρωποι είναι όλοι από την ίδια οικογένεια. Δεν ήταν οι άνθρωποι του χωριού όμως το θέμα μου. Το θέμα μου ήταν οι καθηγητές που βαρυγκωμούσαν κάθε μέρα, όλη μέρα, από το πρωί μέχρι να σχολάσουν, για όλη τη χρονιά. Ζούσαν αγκομαχώντας και είχαν τη μουσική τελείως στην περιφρόνηση. Ήταν μια καλή καβάτζα για αυτούς το σχολείο, να έχουν ένα μισθό και να κάνουν διακοπές τρεις μήνες το χρόνο. Ο τρόπος που φέρονταν στα παιδιά δεν υπήρχε, αισθανόμουν ότι είχα γυρίσει πίσω στα ’50s. Τα παράτησα κι έφυγα να κάνω μεταπτυχιακό. Η υποτροφία που κέρδισα για το Master μου “Performing arts” και έπειτα για το διδακτορικό μου “Piano performance practice” αποτέλεσε την βασικότερη αφορμή για να φύγω.
Συνήθως παίρνω την πραγματικότητα και την μεταμορφώνω ή την αναποδογυρίζω. Ξεκινάω από ένα πράγμα και με παίρνει η μπάλα, το μυαλό μου δουλεύει περίεργα νομίζω. Μου το είχε πει και ένας νευρολόγος αυτό.
Μετά το μάστερ έκανα διδακτορικό στο Goldsmiths πάνω στη μουσική του Γιάννη Χρήστου. Δεν είχα ιδέα ποιος ήταν ο Χρήστου και η ιστορία είναι κάπως μεταφυσική. Την πρώτη χρονιά στην Αγγλία είχε έρθει η παλιά μου δασκάλα, η Νέλλη Σεμιτέκολο, που ήταν φίλη του Χρήστου να κάνει μια συναυλία με έργα του και μου ζήτησε να της γυρνάω τις σελίδες στις παρτιτούρες. Η παρτιτούρα του Χρήστου είναι χειρόγραφο και πρέπει να γυρνάς σελίδες πάρα πολύ γρήγορα. Έπαθα πλάκα με αυτή τη μουσική, μου άρεσε πάρα πολύ και πάντα υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Κάποια στιγμή έμαθα για τα άλλα κομμάτια που έκανε που είναι πολύ κοντά στο performance και όταν σκεφτόμουν το θέμα για το διδακτορικό και έκανα αίτηση στο Ωνάσειο για την υποτροφία, διάλεξα τον Χρήστου. Ήταν ένας τρόπος να μείνω κι άλλο στην Αγγλία, γιατί δεν είχα βρει ακόμα δουλειά. Έφτιαξα τους Oiseaux Bizarres Ensemble και με αυτούς κάνουμε ρεσιτάλ. Κάναμε έναν Επίκυκλο –είναι σχεδόν στα όρια του τρολ, κάναμε ένα συνέδριο και όλο το συνέδριο ήταν ο Επίκυκλος. Στο συνέδριο είχε έρθει μια γιαγιούλα να παρακολουθήσει και ήρθε να με ρωτήσει ‘έχετε κάποιο πρόβλημα με τα ηχεία σας, έχετε ξεχάσει κάτι ανοιχτό;’. Ήταν πάρα πολύ ωραίο αυτό. Εκεί που μιλούσαν οι άνθρωποι κάναμε ήχους με το στόμα και γύριζαν και μας κοιτούσαν.
Μουσική ξεκίνησα να παίζω από το νηπιαγωγείο, είχα πάρει μια μελόντικα και έπαιζα και μετά οι γονείς μου με πήγαν στο ωδείο κι άρχισα πιάνο. Έχω άπειρες ώρες περάσει στο ωδείο, στο πανεπιστήμιο, αλλά γενικά, σε ό,τι κάνω είναι μέσα η μουσική. Έχω ζήσει τόσο πολύ μέσα σ’ αυτό που δεν μπορώ να το ξεχωρίσω από εμένα. Η μουσική είναι πολύ συνδεδεμένη και με το γράψιμο, είναι λίγο αχταρμάς. Έγραφα από αρκετά μικρή. Προφανώς όχι κάτι σημαντικό, αλλά από πολύ μικρή μου άρεσε να γράφω δικά μου κειμενάκια. Από το δημοτικό. Ήταν να προϋπήρχαν και απλώς βγήκαν στην επιφάνεια και η μουσική και το γράψιμο».
Τη ρωτάω πώς προέκυψε το βιβλίο, και γιατί το ονόμασε «Παιδικά νουάρ», ένας τίτλος που μάλλον σε αποπροσανατολίζει. «Είναι ένα βιβλίο με διηγήματα αλλά θα μπορούσε να είναι και ένα μυθιστόρημα» λέει, «υπάρχουν στοιχεία που επαναλαμβάνονται αρκετά συχνά μέσα στο βιβλίο και είναι και αρκετά ευδιάκριτα, δεν είναι παιδικά, δεν είναι νουάρ, γενικά είχα έναν καυγά με τον επιμελητή του βιβλίου με αυτό, κι αυτός επέμενε ότι δεν είναι ο σωστός τίτλος. Την εποχή που το έγραφα είχα φάει κόλλημα με τα φιλμ νουάρ και με το πόσο δισδιάστατοι είναι όλοι οι άνθρωποι σε αυτές τις ταινίες, το πόσο αφελές είναι όλο αυτό αλλά και αθώο και πολύ γλυκό. Εξ ου και το ‘παιδικό’. Η λέξη ‘παιδικό’ περιέχει όλο το φάσμα της λέξης, από το αφελές, το σαχλό, το παιδαριώδες, μέχρι το αθώο που είναι πολύ πολύτιμο. Είναι κυρίως ιστορίες αγάπης, αλλά κάπως περίεργες, παίζω με το κλισέ και το αποδομώ. Είναι αρκετά προσωπικό σαν βιβλίο, δεν το περίμενα ότι θα εκδοθεί. Γενικά δεν είχα σκεφτεί να εκδώσω, παρόλο που έγραφα από πάρα πολύ μικρή και είχα πάει κείμενά μου σε διαγωνισμούς. Δεν θεωρούσα ότι αφορούν κανέναν τόσο πολύ ώστε να πάει να αγοράσει ένα βιβλίο δικό μου. Πάντα έγραφα πολύ προσωπικά πράγματα».
«Και πώς βρέθηκες με βιβλίο στις εκδόσεις Παράξενες Μέρες;». «Ένα πρωί έπεσα πάνω στο site των εκδόσεων οι οποίοι δεν είχαν βγάλει ακόμα βιβλίο και δεν ξέρω γιατί, μου άρεσε το όνομά τους, διάβασα και το μανιφέστο τους και τους έστειλα όλα τα κείμενα που έγραφα εκείνη την εποχή. Τους άρεσαν και έτσι κάπως βγήκε το βιβλίο. Ήταν φανταστική συνεργασία γιατί βγήκε το βιβλίο όπως ήθελα, με το σκίτσο μου στο εξώφυλλο, γενικά είχαμε επικοινωνία αισθητική. Μου άρεσε που το εμπορικό δεν υπήρχει καθόλου σαν γνώμονας και σαν κριτήριο επιλογής».
Πώς γράφεις συνήθως;». «Συνήθως παίρνω την πραγματικότητα και την μεταμορφώνω ή την αναποδογυρίζω. Ξεκινάω από ένα πράγμα και με παίρνει η μπάλα, το μυαλό μου δουλεύει περίεργα νομίζω. Μου το είχε πει και ένας νευρολόγος αυτό. Αν μου δώσεις ένα πράγμα και συνεχίσω τον συλλογισμό, μπορώ να φτάσω μέχρι την Κίνα. Κι αυτό γίνεται με τεράστια ταχύτητα. Για αυτό και ο τρόπος που γράφω είναι χωρίς τελείες και κόμματα, χωρίς να λείπει όμως ο ειρμός. Είναι λίγο αυτιστικός, αλλά η διαδικασία μου αυτή είναι. Και μ’ αρέσει γιατί είναι αυτό το δημιουργικό πράγμα που δεν γίνεται να βαρεθείς αν το έχεις, μπορείς να κάθεσαι εκεί με τις ώρες και να νομίζεις ότι έχει περάσει ένα λεπτό. Κι αυτό είναι πάρα πολύ ωραίο».
Τη ρωτάω για τη ζωή της στο Λονδίνο και πώς είναι τα πράγματα μετά το Brexit για μια ελληνίδα που ζει εκεί. «Το Λονδίνο μου αρέσει» λέει. «Σκοπεύω να μείνω μόνιμα γιατί είμαι εκεί 12 χρόνια, έχω και δουλειά πολύ καλή, δεν χρειάζεται να ξεπατώνομαι για να ζήσω. Δουλεύω σε ένα σχολείο και παίζω πιάνο για μαθήματα κίνησης, οπότε δεν χρειάζεται να διδάσκω και είναι αρκετά ξεκούραστα. Το Λονδίνο έχει παραστάσεις, εκθέσεις, ακόμα και μια βόλτα να πας, είναι ωραίο αν έχεις δουλειά. Μένω και κοντά στη δουλειά και δεν χρειάζεται να κάνω αποστάσεις, νιώθω τυχερή. Όταν δεν είχα ένιωθα σαν το μηδέν. Έχω φρίξει λίγο με το Brexit, έρχονταν συνάδελφοι να απολογηθούν λέγοντάς μου ότι ‘δεν ψήφισα Brexit και δεν με αντιπροσωπεύει’, αλλά υπήρχαν πολλοί Αγγλάρες που τους έβλεπες με τις σημαίες στο δρόμο. Οι Άγγλοι είναι καθωσπρέπει και politically correct και προσέχουν επειδή τους το έχουν επιβάλλει αυτό το πράγμα. Δεν είναι ρατσιστές, αλλά επειδή τους πιπιλίζουν το μυαλό από μικρά ότι πρέπει να είμαστε inclusive, ότι είμαστε όλοι καλοί άνθρωποι και ίδιοι και δεν πρέπει να υπάρχουν διαφορετικά χρώματα. Ειδικά αν μένεις στο Λονδίνο, όλοι σου οι συμμαθητές είναι από παντού. ΟΚ, μέχρι εκεί. Το θέμα είναι ότι μέσα στις οικογένειες υπάρχει ο ρατσισμός, οπότε τώρα με το Brexit το μίσος απενοχοποιήθηκε μέσα από την καμπάνια πριν το δημοψήφισμα: ‘οι πρόσφυγες είναι υπεύθυνοι για όλα, θα μας ανατινάξουν’, και αφού υπάρχουν πολιτικοί που το χρησιμοποιούν αυτό ως παντιέρα, στην πραγματικότητα νομιμοποιήθηκε. Και όλοι ξεσπάθωσαν. Μέσα σε μια εβδομάδα ξέχασαν τον καθωσπρεπισμό και έγιναν ο εαυτός τους. Πού; Στο Λονδίνο που είναι το πιο multi culti μέρος στον κόσμο. Έχω σκιαχτεί λίγο».
«Πώς τα βλέπεις τα πράγματα στην Ελλάδα; Τουλάχιστον από δημιουργικής άποψης;». «Στην Ελλάδα είναι δύσκολο να κάνεις κάτι, πρέπει να είσαι δικτυωμένος, αυτή την αίσθηση έχω. Η αίσθηση που έχω είναι ότι πάντα ήταν δύσκολα, αν είσαι μόνος σου σε γράφουν κανονικά. Παρόλο που βλέπω ότι γίνονται αυτόνομα πράγματα, δεν πιστεύω ότι το formal πράγμα που υπήρχε στην Ελλάδα θα αλλάξει ποτέ. Έτσι θα είναι πάντα: οι πέντε άνθρωποι που ο ένας προωθεί τον άλλο και κάνουν αλλαξοκωλιές. Όταν είσαι λίγο διαφορετικός σε μυρίζονται, ακόμα κι αν δεν σε ξέρουν και σε πετάνε έξω κατευθείαν χωρίς να σου δίνουν ευκαιρία. Αυτή την αίσθηση έχω από την εμπειρία μου, κι ας μην ζω εδώ. Μου είναι πιο εύκολο να οργανώσω μια συναυλία στο Λονδίνο απ’ ό,τι εδώ. Και δεν έχω και τρελά κονέ στο Λονδίνο».
Το βιβλίο της Αντριάνας Μίνου «Παιδικά νουάρ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες.
σχόλια