Ένα ολοκληρωμένο κείμενο μοιάζει με έντομο φυλακισμένο μέσα σε κεχριμπάρι. Δεν αφήνει πολλά περιθώρια ως προς το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί διαφορετικά, πώς θα μπορούσε να έχει αποδράσει από τη ροή που τελικά του δόθηκε. Όταν όμως ένα κείμενο δεν έχει γραφτεί ή βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της δημιουργίας, οι πιθανότητες που απλώνονται μπροστά του είναι άπειρες. Ωστόσο, από καταβολής κόσμου οι συγγραφείς γράφουν τα ίδια πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Γράφουν για τη μήτρα και τον θάνατο, για τον έρωτα και την απώλεια, για το καλό και το κακό, για το εγώ και τον εαυτό, για την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι, λοιπόν, αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι μέσα σε τέσσερις χιλιετίες μυθοπλασίας δεν υπήρξαν ποτέ δύο πανομοιότυπα από την αρχή έως το τέλος βιβλία. Ή μήπως υπήρξαν;
Το βιβλίο του Κωστή Μαλούτα «Μια φορά (και ίσως άλλη μία)» κυκλοφόρησε πριν από έναν χρόνο ακριβώς και πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Δεν είναι ένα βιβλίο που προσέχεις αν δεν σου το προτείνει κάποιος, δεν έχει κάτι το εντυπωσιακό στο εξώφυλλο, δεν σου τραβάει εύκολα την προσοχή στο βιβλιοπωλείο. Είναι, όμως, γραμμένο με εξαιρετικό τρόπο και είναι ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, αλλά, κυρίως, είναι ένα βιβλίο με στόρι από κάθε άποψη συναρπαστικό – και το στόρι που περιγράφεται στο βιβλίο και το στόρι που το συνοδεύει.
Ο Κωστής Μαλούτας έχει γράψει ένα βιβλίο για δύο βιβλία που γράφτηκαν ταυτόχρονα στο τέλος του προηγούμενου αιώνα, από διαφορετικούς ανθρώπους, σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, τα οποία είναι απολύτως όμοια. Έχουν ακριβώς τον ίδιο τίτλο, περιγράφουν ακριβώς την ίδια ιστορία –το ένα στα ισπανικά γιατί κυκλοφόρησε στην Ουρουγουάη και το άλλο στα γερμανικά γιατί κυκλοφόρησε στη Γερμανία– και έχουν και τα δύο ως κεντρικό ήρωα το ίδιο πρόσωπο, τον Ξερακιανό, έναν υπάλληλο και συνιδιοκτήτη βιβλιοχαρτοπωλείου που ζει μια μάλλον αδιάφορη ζωή, σε μια αδιάφορη πόλη που διασχίζει ένα ποτάμι. Η καθημερινότητά του, που περιγράφεται με πανομοιότυπο τρόπο και στα δύο βιβλία (λέξη προς λέξη, στις δύο διαφορετικές γλώσσες), περιλαμβάνει την αγωνία για μια εγχείρηση στην οποία πρόκειται να υποβληθεί, την ανάγνωση βιβλίων και τη σχέση του με τις δύο αδερφές του, τη Μικρή και τη Μεγάλη.
Προς το παρόν δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα να γράψω γι' αυτό που ζούμε. Νιώθω σαν να προσπαθώ να αποβάλλω οτιδήποτε έχει σχέση με την Ελλάδα και την κρίση και όλα αυτά που λένε ότι οι κακουχίες και το σκατό είναι αφορμή και πηγή έμπνευσης και διάφορα τέτοια.
Η περιγραφή της ζωής του βασικού χαρακτήρα είναι το ένα μέρος του βιβλίου. Το άλλο είναι η περιπέτεια των έκπληκτων συγγραφέων τους (και των ακόμα πιο έκπληκτων εκδοτικών τους) από τη στιγμή που κάποιος ανακαλύπτει ότι τα βιβλία τους είναι απολύτως όμοια. Οι πωλήσεις τους εκτοξεύονται, γίνονται παγκόσμια best seller, οι κριτικοί και το κοινό παραληρούν, διοργανώνονται συνέδρια, ημερίδες και αφιερώματα σε ολόκληρο τον κόσμο και συγγραφείς, εκδότες και κριτικοί περιοδεύουν παντού και σχεδιάζουν το επόμενο βήμα –με το κέρδος πάντα στο μυαλό τους–, επιχειρώντας να επαναλάβουν την ίδια απρόσμενη επιτυχία. Αυτήν τη φορά, όμως, με συγκεκριμένο σκοπό και σχέδιο.
Υπάρχουν κι άλλες συμπτώσεις στο βιβλίο που φτάνουν (και ξεπερνούν) τα όρια του μεταφυσικού, όπως οι απολύτως όμοιες κριτικές που γράφονται γι' αυτό από διαφορετικούς ανθρώπους, ενώ η διαπίστωση που υπάρχει στο ξεκίνημα του βιβλίου επιβεβαιώνεται σχεδόν σε κάθε σελίδα του: «Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ιδιότητες της πραγματικότητας είναι η μη προβλεψιμότητά της, ακόμα και στις περιπτώσεις που λειτουργεί με τον πιο απλό, προβλέψιμο τρόπο – παρόλο που ίσως κάποιοι υποστήριζαν ότι ακριβώς τότε αποδεικνύεται πιο μαγική». Αν το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει από κάποιον ξένο μεγάλο εκδοτικό, ίσως να είχαν γραφτεί άπειρες κριτικές που θα ανέλυαν το «φαινόμενο» της μοναδικότητάς του και όλοι να μιλούσαν για έναν νέο, ιδιοφυή συγγραφέα που επινόησε αυτή την πρωτότυπη ιστορία απίστευτων συμπτώσεων που ξεπερνάει και τα όρια της πιο τρελής φαντασίας. Εδώ χάθηκε μέσα στον κυκεώνα των νέων κυκλοφοριών.
Ο Κωστής Μαλούτας έχει μόλις ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Καλών Τεχνών και ασχολείται με τη λογοτεχνία και τη μουσική. Έχει σπουδάσει ηχοληψία και παίζει στους Ρο(-) όταν έχουν ντράμερ, δηλαδή σπανίως. Το «Μια φορά (και ίσως άλλη μία)» είναι το πρώτο του βιβλίο, γράφει όμως σχεδόν καθημερινά κείμενα στο μπλογκ του, το meteorοslogos.blogspot. Δεν έχει καμία σχέση με τα social media, δεν έχει Facebook, δεν έχει καν Ίντερνετ στο σπίτι για να μην του αποσπάει την προσοχή από το γράψιμο. «Το χρησιμοποιώ όταν πηγαίνω στο σπίτι των γονιών μου» λέει. «Ψάχνω να βρω ό,τι έχω σημειώσει σε ένα word και μετά κάνω copy paste εκεί όσα με ενδιαφέρουν». Δεν έχει καν smartphone. «Ασχολούμαι με τη συγγραφή, αλλά όχι full time, γράφω όποτε μου 'ρθει. Ζω με τα δύο κατοστάρικα που μου δίνει ο πατέρας μου κάθε μήνα. Υποτίθεται ότι ψάχνω για δουλειά, αλλά δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος, δεν ξέρω αν τα πράγματα που κάνω, η ζωγραφική, η ηχοληψία, το γράψιμο, ενδιαφέρουν πολύ κόσμο στην Ελλάδα του 2016. Θα μου άρεσε να δουλεύω σε ένα βιβλιοπωλείο ή να μεταφράζω, και από κει και πέρα να κάνω τα δικά μου. Δεν έχω ιδέα πώς μπαίνεις σε αυτό το κύκλωμα». Πίνει πορτοκαλάδα με ανθρακικό και είναι αμήχανος, γιατί αυτή είναι η πρώτη του συνέντευξη. «Γράφω επειδή είναι το πιο κατάλληλο μέσο για μένα για να εκφραστώ, το μέσο που θεωρώ πιο συνολικό, ολοκληρωτικό» λέει. «Το καλύτερο πράγμα που μου έκανε η Καλών Τεχνών είναι ότι στο δεύτερο έτος κατάλαβα πως η ζωγραφική δεν είναι για μένα κι εγώ δεν είμαι για τη ζωγραφική. Δεν μου πάει η αφαίρεση, το να πρέπει να εκφράσεις κάτι σε δύο διαστάσεις. Νομίζω ότι οι άνθρωποι έχουν μια εμμονή με το να διηγούνται και να ακούνε ιστορίες, στο σχολείο τρελαινόμουν να λέω ανέκδοτα, έβαζα σάλτσες... Η αφήγηση μιας ιστορίας είναι για μένα ανάγκη».
Η έμπνευση για το βιβλίο τού ήρθε ένα βράδυ, όταν, γυρίζοντας στο σπίτι του από ένα μπαρ όπου είχε πάει να γιορτάσει τα γενέθλια ενός φίλου, ξαναδιάβασε για τρίτη φορά το «Κουτσό» του Χούλιο Κορτάσαρ. «Ήμουν στο σημείο στο οποίο κάποιος περιγράφει σε μια ηρωίδα το χαλί που θυμάται από τα παιδικά του χρόνια, που πάνω του ήταν ζωγραφισμένη η πόλη Οφίρ στη Μεσοποταμία. Μου θύμισε ένα άλλο βιβλίο που έχω γράψει και δεν θα κυκλοφορήσω ποτέ, που σε κάποιο σημείο του λέω ότι ο καλύτερος χαρακτηρισμός για μια πόλη είναι ένα χαλί που μπαίνει πάνω από τη γη, και σκέφτηκα "κοίτα να δεις, μέσα στο ίδιο κείμενο τόσο κοντά οι δύο λέξεις, πόλη και χαλί!". Και μέχρι να τελειώσω την παράγραφο σκεφτόμουν "φαντάσου να είχαμε γράψει την ίδια πρόταση ή να είχαμε γράψει το ίδιο βιβλίο!". Έγραψα έξι σελίδες σκελετό από την αρχή μέχρι το τέλος και μετά άρχισα να δουλεύω την ιδέα. Βασικά, πιστεύω πολύ στην ιδέα. Αν έχεις μια καλή ιδέα, από κει και πέρα τα πράγματα μάλλον αρχίζουν και συμβαίνουν μόνα τους, δημιουργείται το domino effect και όλα αρχίζουν και μπαίνουν στη θέση τους».
«Σε βασανίζει το θέμα της πρωτοτυπίας;». «Ενστικτωδώς μάλλον, δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά θα ήθελα αυτό που γράφω να μην έχει ξαναγραφτεί. Το επιδιώκω, και το δεύτερο, που το έχω έτοιμο, θεωρώ ότι είναι πολύ πρωτότυπο και αρκετά καλύτερο από το "Μια φορά (και ίσως άλλη μία)". Γενικά, μου αρέσουν τα "καλοκαμένα" πράγματα που είναι πραγματικά, αλλά είναι και λίγο κεκλιμένα. Άμα μου σκάσει μια ιδέα την ακολουθώ, ενστικτωδώς μάλλον. Δεν ξέρω αν θα προκύψει κάτι που θα είναι πρωτότυπο, απλώς μου κεντρίζει το ενδιαφέρον. Αλλά, ναι, σε κάποιον βαθμό η πρωτοτυπία είναι κάτι που θα ήθελα να χαρακτηρίζει αυτό που κάνω».
«Τι σου αρέσει να διαβάζεις;». «Αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι ο Κορτάσαρ, ο Βόνεγκατ, ο Κάφκα, Μέλβιλ. Τώρα διαβάζω για λόγους έρευνας για την κρυπτογραφία, για τα ιδεογράμματα, την αποκωδικοποίηση και διάφορα τέτοια. Πιο πριν διάβαζα για την αλχημεία στη Μεσόγειο».
«Ελληνικά δεν διαβάζεις;». «Όχι ιδιαίτερα». «Φαίνεται αυτό. Το βιβλίο σου θα μπορούσε να έχει γραφτεί οπουδήποτε, δεν έχει ούτε ίχνος ελληνικότητας. Ήταν κάτι εσκεμμένο;». «Ναι, προς το παρόν δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα να γράψω γι' αυτό που ζούμε. Και σε αυτό και στο επόμενο, που είναι ήδη ολοκληρωμένο, νιώθω σαν να προσπαθώ να αποβάλλω οτιδήποτε έχει σχέση με την Ελλάδα και την κρίση και όλα αυτά που λένε ότι οι κακουχίες και το σκατό είναι αφορμή και πηγή έμπνευσης και διάφορα τέτοια. Θέλω να σκέφτομαι πώς θα ήταν αν όλα ήταν καλά, τι θα με ενδιέφερε, κάτι πιο βαθύ και ανθρώπινο. Είναι σαν να προσπαθώ να προσεγγίσω κάτι πανανθρώπινο».
«Έχει δικά σου στοιχεία ο Ξερακιανός;». «Μοιραία ναι, τουλάχιστον στο πώς βλέπω τον εαυτό μου σε ορισμένες φάσεις. Μοιάζουμε λίγο στην ατολμία, στη συστολή ώρες-ώρες, αλλά είναι φανταστικό όλο αυτό, δεν είμαι εγώ». Λέει ότι του αρέσει να λέει βλακείες με τους φίλους του, να βγαίνουν και να πίνουν, να βλέπει ταινίες, αλλά κυρίως να γράφει. Δεν είναι πολύ κινητικός άνθρωπος. «Με ρώταγε ένας φίλος που κάνει γυμναστική "καλά, πώς σου σκάνε οι αδρεναλίνες;" και του είπα "όταν βάζω λέξεις στη σειρά"».
Λίγο πριν φύγουμε από το café τον ρωτάω πώς θα αισθανόταν αν έβγαινε ένα βιβλίο ίδιο με το δικό του, πώς θα του φαινόταν αν κάποιος μοιραζόταν ακριβώς την ίδια ιδέα και τις ίδιες λέξεις. «Έχει βγει», μου λέει κάπως συνωμοτικά. «Το βιβλίο αυτό δεν είναι μόνο του και δεν λήγει στις σελίδες του, έχει βγει κι ένα δεύτερο ακριβώς ίδιο, με ψευδώνυμο. Από άλλον εκδοτικό. Το περίεργο είναι ότι το πήρε χαμπάρι ένας μπλόγκερ που ήρθε στην παρουσίαση πριν από μερικές μέρες και μου το έδωσε να το υπογράψω! Το πήραν είδηση και σε ένα φόρουμ. Είναι το ίδιο βιβλίο, με διαφορετικές λεπτομέρειες, υποτίθεται από κάποιον Ιρλανδό συγγραφέα σε ελληνική μετάφραση. Ξέρεις τι ονειρευόμουν τις προάλλες; Ότι ανακάλυπτε κάποιος το "μεταφρασμένο" και με τραβούσαν στα δικαστήρια και τέτοια».
Το «Μια φορά (και ίσως άλλη μία)» του Κωστή Μαλούτα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εκάτη. Το "μεταφρασμένο" βιβλίο υπάρχει επίσης στα βιβλιοπωλεία και περιμένει να το ανακαλύψεις.
σχόλια