Ο 27χρονος σχεδιαστής Δημήτρης Μαστόρος μπορεί να γεννήθηκε και να σπούδασε στις Βρυξέλες, αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα κι έμαθε από πρώτο χέρι τις ιδιαιτερότητες των γειτονιών του κέντρου. Στο εξώφυλλο του πρώτου εικονογραφημένου αφήγήματός του που κυκλοφόρησε από τον ιστορικό γαλλικό οίκο Futuropolis (που αποτελεί τμήμα των εκδόσεων Gallimard), ο τίτλος «Εξάρχεια» -γραμμένος με ελληνικούς χαρακτήρες- δίνει το στίγμα της περιοχής όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες του βιβλίου του. Το εξαιρετικό βιβλίο που σχεδίασε μόνος του, σε σενάριο που συνέγραψε με τον Βέλγο Νικόλα Γουτέρς. έχει ως πρωταγωνιστή τον Νίκο, ένα νεαρό που έλειπε για σπουδές στο εξωτερικό κι επιστρέφει στην Ελλάδα βρίσκοντας τον Εξαρχειώτη καφετζή θείο του στο νοσοκομείο και τη γειτονιά αλλαγμένη. Αποφασίζει να μην πάει διακοπές στο νησί, αλλά να μείνει στα Εξάρχεια να βοηθήσει τη θεία του. Εκεί βιώνει τη νέα πραγματικότητα που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια, με τα πολλαπλά πρόσωπα της κρίσης, τις καταστάσεις που ζει καθημερινά η γειτονιά και είναι οικείες στους κατοίκους της, τα επεισόδια, τις καταλήψεις και τις συγκρούσεις, το πάρκο Ναυαρίνου: όλα όσα γίνονται εκεί, μεταφέρονται στο ξένο κοινό, με ρεαλισμό, χωρίς ωραιοποιήσεις.
«Με τα κόμικς ασχολούμαι εδώ και αρκετό καιρό», λέει. «Στις Βρυξέλλες, όπου και γεννήθηκα, τα κόμικς είναι παντού, και μετά στην Αθήνα αγόραζα Βαβέλ, 9, και άλλα μανιωδώς (εκεί ανακάλυψα τους Λέανδρο, Τσούκη, Pazienza, Lavric, Altan) και άρχισα να φτιάχνω δικές μου ιστορίες. Έστειλα μια μέρα ένα δικό μου κόμικς στους Schooligans, που τότε έβγαιναν με την Ελευθεροτυπία. Το παραδέχομαι τώρα, ήταν ένα καρέ που είχα αντιγράψει από ένα κόμικ του Γιώργου Τσούκη, δεν φανταζόμουν τότε ότι θα το εξέδιδαν, ήμουν 15 ετών. Πάντως το δημοσίευσαν και έγινα σιγά-σιγά ο σκιτσογράφος του περιοδικού. Έκαναν παραγγελίες σκίτσα για άρθρα, κόμικς, έφτιαξα την πρώτη αφίσα του Schoolwave. Πολύ καλή φάση. Μετά τελείωσα το γαλλικό σχολείο στην Αγία Παρασκευή και έκανα έναν χρόνο στη σχολή Ορνεράκη. Απέτυχα δύο φορές να μπω στην Καλών Τεχνών, οπότε γύρισα στο Βέλγιο να φοιτήσω σε μια σχολή κόμικς που έχουν εκεί, το Saint Luc. Το προσχέδιο του κόμικ «Εξάρχεια, το πικρό νεράντζι» ήταν η πτυχιακή μου.
Ίσως τα μέσα στο εξωτερικό να μην κάνουν την ίδια προπαγάνδα που κάνουν τα ελληνικά ΜΜΕ, όταν παρουσίαζαν την γειτονιά. Αλλά είναι λάθος, επίσης, νομίζω να δείξεις τα Εξάρχεια σαν μια αυτόνομη ουτοπία, η παρεξήγηση μπορεί να πάει και στα δύο άκρα
Στα Εξάρχεια πέρασα την εφηβεία μου, μέναμε με την μάνα μου επί της Αλεξάνδρας και έπειτα στην Στουρνάρη. Θυμάμαι ελευθερία, αμέλεια, χαβαλέ, μπάχαλα... Άλλος πλανήτης από τις Βρυξέλλες. Όσο ζούσα στα Εξάρχεια δεν σκέφτηκα να μιλήσω για τη γειτονιά, μετά, που πήγα στο Βέλγιο ξανά, είχε νόημα. Μετά τον Γρηγορόπουλο, όταν εμφανίστηκε η κρίση και έβλεπες άρθρα και ντοκιμαντέρ πολύ κλισέ, ήθελα να δείξω μια καθημερινότητα μέσα από μια ιστορία. Να τη δείξω σε ένα γαλλόφωνο κοινό, ξένο, τέλος πάντων. Στην αρχή η ιδέα ήταν να κάνω μικρές ιστορίες, νουβέλες, «Ένα βράδυ στα Εξάρχεια», αλλά έτσι δεν έβγαινε η σωστή ατμόσφαιρα για έναν ξένο που θα το διάβαζε. Έτσι συνεργάστηκα με έναν φίλο Βέλγο που πρότεινε μια μεγάλη ιστορία. Στο βιβλίο ακολουθούμε τον Νίκο. Ένα παιδί που μένει στο εξωτερικό, περίπου 26-27 ετών. Δεν ξέραμε πώς να τον βγάλουμε, οπότε τον είπαμε Νίκο στην αρχή και έτσι έμεινε (εγώ είχα σκεφτεί να τον πούμε Ορέστη). Το πού μένει και τι κάνει δεν μας ενδιαφέρει, το μόνο που ξέρουμε είναι ότι μεγάλωσε στα Εξάρχεια και ότι ζωγραφίζει. Επιστρέφει το καλοκαίρι για να πάει σε κάποιο νησί, και περνώντας από την Αθήνα κάθεται δυο μέρες στην θεία και στον θείο του, που έχουν ένα παλιό μπαρ κάπου στην Καλλιδρομίου. Ξαναβλέπει παλιούς φίλους, γνωστούς, δρόμους και προβλήματα: Το διαμέρισμα που νοικιάζει η θεία του το έχουν καταλάβει μετανάστες, ο παιδικός του φίλος ο Τζίμης παιδεύεται στο πάρκο Ναυαρίνου, υπάρχει πρέζα, βία... Αλλά ξαναβρίσκει την ατμόσφαιρα της γειτονιάς του και γουστάρει, οπότε αποφασίζει να κάτσει παραπάνω.
Πολλά πράγματα μέσα στο βιβλίο έχουν αυτοβιογραφική βάση, αναμνήσεις, αλλά δεν είναι η δική μου ιστορία. Μετά από τα πρώτα κεφάλαια ακολουθούμε άλλους χαρακτήρες, γέρους, σκύλους, κοπελιές, για να μείνει πρωταγωνιστής ο χαρακτήρας των Εξαρχείων. Με όλα τα καλά και τα άσχημα. Ήταν δύσκολο στοίχημα, όχι γιατί είναι παρεξηγημένη περιοχή, αλλά γιατί δεν μπορείς να πεις ό,τι νά 'ναι, να διαστρεβλώσεις την πραγματικότητα για το σενάριο. Δεν μπορώ να δώσω εγώ τα κλειδιά για να καταλάβει κάποιος τα πάντα για τα Εξάρχεια, δεν είναι ντοκιμαντέρ. Μπορώ να δείξω, να αγγίξω την καθημερινότητα, την ιστορικότητα, την αγωνιστικότητα της γειτονιάς μέσα από ομιλίες, tag-ιές.
Ίσως τα μέσα στο εξωτερικό να μην κάνουν την ίδια προπαγάνδα που κάνουν τα ελληνικά ΜΜΕ, όταν παρουσίαζαν την γειτονιά. Αλλά είναι λάθος, επίσης, νομίζω να δείξεις τα Εξάρχεια σαν μια αυτόνομη ουτοπία, η παρεξήγηση μπορεί να πάει και στα δύο άκρα. Προσπαθήσαμε με το βιβλίο να περιγράψουμε ουδέτερα την κατάσταση, βέβαια, είναι πάντα μια λεπτή ισορροπία. Μπορεί ο Έλληνας να μην συμφωνήσει με την απλοποίηση, τον συμβολισμό ορισμένων γεγονότων, που ήταν απαραίτητος για ένα ξένο κοινό. Κάποιοι μας είπαν ότι παρουσιάζουμε τα πράγματα πολύ μαύρα, μουντά. Θα δείξει όταν και αν μεταφραστεί. Πάντως, για μένα το βιβλίο είναι ένας ύμνος για τα Εξάρχεια, πολλά πράγματα με συγκινούν στην γειτονιά. Από την αρχιτεκτονική, τα tags, τα μπαρ, μέχρι και τα μπάχαλα, το πώς αντιμετωπίζει ο κόσμος την πίεση του κράτους, την πρέζα, τη σαπίλα. Το πώς προχωράει πληγωμένη, σέρνοντας το παρελθόν, όπως ένας βασικός χαρακτήρας του βιβλίου, ένα αδέσποτο σκυλί με ροδίτσες στα πίσω πόδια (εμπνευσμένο από τον Λουκάνικο και τα άλλα αναρχο-σκυλιά) σαν πνεύμα της γειτονιάς που συνδέει όλους τους χαρακτήρες. Το βιβλίο πιστεύω έχει μια γλυκόπικρη γεύση, σαν το νεράντζι. Το νεράντζι που δεν τρώγεται, αλλά σε ζαλίζει με την μυρωδιά.
Το βιβλίο εκδόθηκε στις 25 Αυγούστου. Σταθήκαμε τυχεροί με τον εκδοτικό οίκο που μας πήρε, ενδιαφέρεται για τα κοινωνικά θέματα, έχει απήχηση και μεγάλο κοινό στο Βέλγιο και στη Γαλλία. Είχε βγάλει και το 'Ρεμπέτικο' του Davis Prudhomme με επιτυχία. Ξέραμε ότι για να βγει το βιβλίο όπως το θέλαμε έπρεπε να παρουσιάσουμε ένα σοβαρό ντοσιέ, οπότε μας πήρε πάνω από έναν χρόνο για να το μοντάρουμε. Πήραμε καλές κριτικές, γράφτηκαν ωραία άρθρα και λάβαμε μέιλ με σχόλια από Έλληνες του εξωτερικού που με συγκίνησαν, που μας συγχαίρουν για την ατμόσφαιρα, την απεικόνιση των Εξαρχείων, κάτι που μου δίνει θάρρος για τη μετάφραση. Μέσα στον χρόνο θα γίνουν οι επαφές για την ελληνική έκδοση, λογικά.
Στα Εξάρχεια κάθε φορά που επιστρέφω υπάρχουν καινούργια στέκια αλλά και άλλα που κλείνουν, όπως το Mo better όπου πηγαίναμε συχνά πιτσιρίκια! Ένας φίλος μου σκηνοθέτης, ο Γαλαξίας, έκανε μια μικρού μήκους ταινία για αποχαιρετισμό. Δεν υπάρχουν προτιμήσεις, παλιά πήγαινα πολύ στο Rezin για καφέ και σκάκι, βόλτα τα σκυλιά και για μπάλα στο λόφο του Στρέφη, για ξίδια παντού.
Το βιβλίο έγινε με τη συνεργασία ενός Βέλγου σεναριογράφου φίλου μου, του Νικόλα Γουτέρς, που είχε βγάλει άλλο ένα βιβλίο στο παρελθόν. Ήμασταν μαζί στην σχολή κόμικς εδώ στο Βέλγιο και όπως συζήταγα μαζί του για το πρότζεκτ, μου πρότεινε να συνεργαστούμε, να φέρει την εξωτερική ματιά που έλειπε, να πλάσει τις αναμνήσεις σε ιστορία. Του έστειλα έναν μεγάλο φάκελο με φάσεις και πρωταγωνιστές της γειτονιάς, τον φιλοξένησα στα Εξάρχεια. Ήταν δύσκολο στην αρχή, σε πολλά δεν συμφωνούσαμε, ή μερικές φορές οι καλές του ιδέες δεν ταίριαζαν με την πραγματικότητα. Αλλά το παλέψαμε μέχρι τέλους και το γουστάραμε».
Το βιβλίο-κόμικ του Δημήτρη Μαστόρου μπορείς να το βρεις εδώ.