Πολύτιμο αρχειακό υλικό από τον ιστορικό αγώνα στο Παναθηναικό Στάδιο μεταξύ του Τζιμ Λόντου και του Γεωργιανού παλαιστή Kola (Nicholas) Kwariani, τον οποίο παρακολούθησαν 100.000 Αθηναίοι (υπολογίζεται ότι άλλοι 50.000 έμειναν εκείνη την ημέρα χωρίς εισητήριο). Στο βίντεο ακούγεται η φωνή της Ρόζας Εσκενάζυ στο τραγούδι «Στο Λεβέντη Μας Τζιμ Λόντο». Παραθέτουμε ένα πολύ εγκυκλοπαιδικό σχόλιο του συγγραφέα Γιώργου Μουσταΐρα από την ιντερνετική σελίδα του Περί Γραφής :
"Είναι γνωστοί οι στίχοι του τραγουδιού «Αν Μ' Αξιώσει Ο Θεός», που έγραψε ο Μάρκος Βαμβακάρης στα 1936. Όπου, για να δώσει έμφαση και να υποδηλώσει το μεγαλείο του μεγάρου, που ονειρεύεται να φτιάξει, αν τον αξιώσει ο Θεός να αποκτήσει λεφτά, χρησιμοποιεί τα ονόματα τεσσάρων διάσημων, διεθνώς, προσώπων. Μεταξύ αυτών και του Τζιμ Λόντου.
Σχεδόν άγνωστο, από την άλλη, παραμένει ένα τραγούδι του κορυφαίου συνθέτη της σμυρνέικης σχολής, που κυριάρχησε στα μουσικά πράγματα της χώρας κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου, του Παναγιώτη Τούντα κι αναφέρεται ειδικά στον Τζιμ Λόντο. Γράφτηκε το 1934, το τραγουδά η Ρόζα Εσκενάζυ κι έχει τίτλο: «Στο Λεβέντη Μας Τζιμ Λόντο». Αναφέρεται στους άθλους του Παγκόσμιου Πρωτοπαλαιστή, που γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου το 1897, στο Κουτσοπόδι του Άργους, με το όνομα Χρήστος Θεοφίλου και το 1910 μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου διέπρεψε στην πάλη κι έγινε παγκοσμίως γνωστός με το ψευδώνυμο Τζιμ Λόντος. Στις 8 Ιουνίου το 1930 ανακηρύχθηκε Παγκόσμιος Πρωταθλητής, τίτλο που «κράτησε» μέχρι το 1946, οπότε κι απεσύρθη από τους επίσημους αγώνες. Εκείνο το διάστημα έδωσε περί τους 2.500 αγώνες κι ηττήθηκε λιγότερες από 10 φορές!
Πέθανε στην Καλιφόρνια, στις 19 Αυγούστου 1975, από ανακοπή καρδιάς.
Αλλά ας δούμε τι λέει το τραγούδι:
Μες στη καινούργια τη γενιά,
το πρώτο παλικάρι,
μέσα σε όλο το ντουνιά,
κάθε Ρωμιού καμάρι.
Το ατσαλένιο σου κορμί,
Ανατολή και Δύση,
ακόμα δεν ευρέθηκε,
κανείς να το νικήσει.
Ρεφρέν (δις)
Πέτα τους κάτω Λόντο μου,
λεβέντη μου να ζήσεις.
Όλους μπροστά στα πόδια σου,
κανένα μην αφήσεις.
Όπως το Ρώσο τον τρανό,
το Ρώσο το βαρβάτο,
με λεβεντιά τον έστρωσες,
σωρό - κουβάρι κάτω.
Και το μεγάλο Γερμανό,
τον Πολωνό και άλλους,
μόνον εσύ τους νίκησες
κι αυτούς τους πιο μεγάλους.
Ρεφρέν (δις)
Παρατηρήσεις:
1. Ρώσο εννοεί τον Κόλλα Κβαριάννυ, Πολωνό τον Στανισλάβ Σμπίσκο και Γερμανό, πιθανώς, τον Σόνεμπεργκ.
2. Με το «Πέτα τους κάτω Λόντο μου» αναφέρεται στο φημισμένο «αεροπλανικό κόλπο» του Λόντου, όπου σήκωνε τον αντίπαλό του στον αέρα, τον στριφογύριζε και τον πέταγε στο καναβάτσο...
Το τραγούδι:
Το τραγούδι δεν διακρίνεται για την στιχουργική του ποιότητα, περιγράφει, πάντως, το θέμα του και πετυχαίνει το σκοπό του που είναι η απόδοση τιμής στον ήρωα. Να μην ξεχνάμε ότι τα λόγια του γράφτηκαν, εν τάχει, για να αποδώσουν τον θρίαμβό του επί του Κβαριάννυ, που συνέβη την ίδια χρονιά.
Η μουσική του είναι ένα πάντρεμα των δρόμων Χιτζάζ και Χιτζασκιάρ, βασισμένη σε παλιό μικρασιάτικο μοτίβο, πάνω στον τόνο του ντο. Ο ρυθμός του τσιφτετέλι".
Φωτογραφία σε στούντιο γύρω στο 1920.
"Λόντος και Κοριάνι", από τον Μάρκο Βαμβακάρη. Τραγούδι αφιερωμένο στον Τζιμ Λόντο για τη μεγάλη νίκη του επί του ...Κοριάνι (Kwariani).
Παρ’την αιμοβορία σου και τράβα στην πατρίδα σου, αγαπητέ Κοριάνι
που σ’ έστειλε ο Λόντος μας, σε μακρινό σιργιάνι
Ήρθες απ΄την πατρίδα σου τον ζόρικο να κάνεις,
κι ο κόσμος αν δεν σε γλύτωνε, κόντεψες να πεθάνεις.
Να ήσουνα μονάχα συ, κομμάτια πια να γίνει,
μα όσοι ευρεθήκανε, την πάθανε κι εκείνοι.
Κι έτσι λοιπόν ο Λόντος μας βρέθηκε παληκάρι,
κι όλος ο κόσμος τον αγαπά, του Άργους το καμάρι.
Αν μ αξιώσει ο Θεός (1935), από τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Αν μ αξιώσει ο Θεός λεφτά και αποχτήσω
θα χτίσω ένα μέγαρο τους πλούσιους να ελκύσω
Θα ρχόντουσαν πελάτες μου κορίτσια να χουν τρέλες
κι ο Βίλυ Φριτς θα σκάρωνε αφράτους αργιλέδες
Η Γκρέτα Γκάρμπο μάγκα μου θ ανάβει το τσιμπούκι
κι ο Ζακ Κιεπούρα στη γωνιά θα παίζει το μπουζούκι
Ο Τζίμι Λόντος για νταής θα κάθεται στις τσίλιες
κι η Λίλιαν η Χάρβεϊ θα διώχνει τις μπασκίνες
Πρέπει να χτίσω ένα τζαμί για όλα τα δερβίσια
και με κουπέ πολίτικο να ρχονται τα κορίτσια.
Φωτ. αριστ. : Carroll Photo Service .
Επιστροφή στο ριγκ μετά από μια μεγάλη απουσία για έναν αγώνα ενάντια στον ιταλό πρωταθλητή Primo Carnera, τον "Φρανκενστάιν" της πάλης. Το έπαθλο -54.000 δολλάρια- που ήταν και το μεγαλύτερο της χρονιάς πήγε στον Τζιμ Λόντο που απέσπασε τη νίκη μετά από ένα ιδιαίτερα σκληρό και αμφίρροπο ματς (Φλεβ. 1950).
Dempsey vs Λόντο και Λόντος vs Carnera με τον διαιτητή Max Baer -πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής του μποξ- να μετράει τον Carnera.
Προπόνηση παλαιστών.
Το προσκύνημα στα πάτρια εδάφη (Δημαρχείο 'Αργους, 1928), η επίσκεψη στον Ελευθέριο Βενιζέλο μαζί με τον Δημήτρη Τόφαλο, και αστεϊσμοί με τους πρωταθλητές του μποξ Tony Canzoneri (αριστ.) και Mickey Walker (δεξ.).
The Killing (1956), η δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους του Stanley Kubrick στην κατηγορία των films noirs. Σημαντικό ρόλο στην ταινία είχε ο Kola (Nicholas) Kwariani, ο γεωργιανός παλαιστής που αντιμετώπισε τον Τζιμ Λόντο στο θρυλικό αγώνα του Παναθηναικού Σταδίου. Ο Kwariani δεν ήταν καθόλου το είδος του κτήνους που περιέγραφε η εφημερίδα New York Times το 1958, αντιθέτως μιλούσε επτά γλώσσες και ήταν δεινός σκακιστής. Στην ταινία, έχει μείνει κλασική η εξής ατάκα του : "Ξέρεις, έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι ο γκάνγκστερ και ο καλλιτέχνης είναι το ίδιο πράγμα στα μάτια του κόσμου. Τους θαυμάζουμε και τους ηρωποιούμε, αλλά υπάρχει πάντα μια υπόγεια επιθυμία να τους δούμε να πέφτουν στο απόγειο της δόξας τους".
Στο εξώφυλλο της Chess Review o Kola Kwariani με τον Stanley Kubrick και τον πρωταγωνιστή της ταινίας Sterling Hayde.
Πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τον Kola Kwariani περιέχονται στο μπλογκ "AlluFunMarx. Αριστερά ...στη Μπλογκοσλοβακία". Αξίζει να τις αναδημοσιεύσουμε εδώ :
"Δεν ξέρουμε αν ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν ένας από τους χιλιάδες θεατές αυτού του αγώνα, ο Μάρκος όμως εμπνεύστηκε από την νίκη αυτή και ηχογράφησε το 1934 το ζεϊμπέκικο “Λόντος και Κοριάνι”. Όπως καταλαβαίνετε, ο περίφημος για την … αιμοβορία του Κοριάνι, δεν είναι άλλος από τον Κόλα Κβαριάνι.
O Κβαριάνι, που γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1903 ,ήταν κι αυτός παλαιστής παγκόσμιας κλάσης,κι αργότερα ασχολήθηκε με την διοργάνωση αγώνων κατς. Το ογκώδες σώμα του, ηάγρια εμφάνιση του, τα κουνουπιδοειδή αυτιά του και το ξυρισμένο και γεμάτο φλέβες και καρούμπαλα κεφάλι του, τον κατέτασσε στους “κακούς” του αθλήματος.
Πέρα από την επαγγελματική του ενασχόληση με την πάλη, ο Κβαριάνι ήταν ένας ικανός και μανιώδης παίκτης στο σκάκι.Στο νεοϋρκέζικο κλαμπ σκακιού “The Flea House” όπου σύχναζε σχεδόν καθημερινά στις δεκαετίες του ’50 και ’60, γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Στην ταινία του Κιούμπρικ “Το χρήμα της οργής (The Killing)” του 1956, ο Κβαριάνι ερμηνεύει τον ρόλο του Μορίς Ομπούκοφ , ενός πληρωμένου δολοφόνου, ο οποίος στρατολογείται από τον αρχηγό μιας συμμορίας μέσα στο κλαμπ σκακιού “The Flea House”.
To “Flea House” υπήρξε όμως και το σκηνικό για το πραγματικό θάνατο του Κβαριάνι. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο χαρακτήρας της περιοχής στην οποία βρισκόταν το κλαμπ αυτό άλλαξε δραματικά. Το κλαμπ πέρασε σε χέρια ανθρώπων που νοιαζόταν περισσότερο για τα κέρδη τους και λιγότερο για το σκάκι. Οι νέοι ιδιοκτήτες έβαλαν στις αίθουσές του ηλεκτρονικά παιχνίδια και μπιλιάρδα. Κακοποιοί και πόρνες άρχισαν να κάνουν στέκι τους την γειτονιά και το κλαμπ, ενώ οι παλιοί σκακιστές , ο Κόλα και οι φίλοι του, εξακολουθούσαν να παίζουν σκάκι εκεί.
Το Φεβρουάριο του 1980, ο Κόλα Κβαριάνι στα 77 του χρόνια, μπλέχτηκε σε ένα καβγά με 5 νεαρούς μαύρους που αλληλοβρίζονταν στην είσοδο του κλαμπ. Οι νεαροί χτύπησαν μέχρι θανάτου τον Κβαριάνι, ο οποίος ξεψύχησε λίγο αργότερα στο νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο.
Το τέλος της ζωής του “αγαπητού Κοριάνι” συνδύασε συμβολικά τις 2 αγάπες της ζωής του: την πάλη και το σκάκι.
Ο Βαμβακάρης έφυγε από την ζωή, τον Φεβρουάριο του 1972, δηλαδή 8 χρόνια νωρίτερα από τον Κβαριάνι. Αν ο Μάρκος μάθαινε τα στερνά του Κβαριάνι, ίσως έγραφε ένα ακόμα τραγούδι για τον αγαπητό (πραγματικά) Κοριάνι".
The Killing, η σκηνή στη σκακιστική λέσχη με τον Kola Kwariani.
Τζίμης ο Τίγρης (1966), ταινία μικρού μήκους του Παντελή Βούλγαρη.
Μερικές ακόμη δόξες της ηρωικής εποχής της πάλης : Ο Γάλλος "Appolon" (Louis Uni) λίγο πριν τον αγώνα του ενάντια στον Ernest Roeber στο πρώτο ίσως Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ελληνορωμαικής πάλης στην Νέα Υόρκη (25 Ιουλίου 1892), ο Angelo Poffo και ο Δημήτρης Τόφαλος (αρχείο Πελασγίας) που υπήρξε και προπονητής του Τζιμ Λόντου.
Ο Leo Jonathan, o πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής Sandor Szabo σε πτήση της Pan American (το 1950) και ο Edouard Carpentier. Οι περισσότερες φωτογραφίες προέρχονται από το ανεξάντλητο φόρουμ Wrestling Classics.
Οι ελληνικής καταγωγής αδελφοί Jimmy και William Demetral, παλαιστές και οι δύο.
'Ενα πλήρες βιογραφικό του Τζιμ Λόντου (με διαφορετική ωστόσο ημερομηνία θανάτου) έγραψε το 2004 για την εφημερίδα Αργολίδα ο Γιώργος Αντωνίου. Το αντιγράφουμε όπως δημοσιευτήκε από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.
Θεοφίλου Χρήστος ( Τζίμ Λόντος)
Σε εποχές σαν τη σημερινή που το αθλητικό ιδεώδες δοκιμάζεται ποικιλότροπα και ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά τον αθλητισμού είναι η έντονη εμπορευματοποίηση του, η ιστορία του Χρήστου Θεοφίλου (Τζίμ Λόντου) από το Κουτσοπόδι Άργους, ηχεί σαν παραμύθι, ένας μύθος που διήρκεσε μισό περίπου αιώνα και συνεχίζει να γοητεύει έως και σήμερα…Ο μικρόσωμος αυτός Κουτσοποδιώτης που το όνομα του έγινε συνώνυμο της σωματικής δύναμης και λεβεντιάς, έχει καταγραφεί πλέον με έντονα γράμματα στη νεώτερη ελληνική-και ιδιαίτερα τη τοπική- αθλητική ιστορία. Τα κατορθώματα του Τζίμ Λόντου επι ισχυρών ξένων αντιπάλων, οι διαδοχικές του νίκες στις παλαίστρες και των πέντε ηπείρων, σε εποχές κατά τις οποίες οι ελληνικές διακρίσεις σε διεθνείς στίβους ήταν ακόμη περιορισμένες, ενσάρκωναν κρυφούς πόθους του απλού λαϊκού ανθρώπου, του πρώτου μισού του προηγούμενου αιώνα, ταυτίστηκαν με το εθνικό μας γόητρο, τη λαϊκή συνείδηση. Ο Τζίμ Λόντος έχει καταγραφεί ως το σύμβολο της ρώμης, του προσέδιδαν υπερφυσικές ικανότητες και αρετές, ήταν ο Ρωμιός με τη λαϊκή καταγωγή που έγινε ξακουστός σ’ όλη την οικουμένη, ενώ ο τύπος της εποχής τον χαρακτήριζε υπεράνθρωπο, νέο Ηρακλή, και Άδωνη, τον θεωρούσε ως άξιο συνεχιστή των φημισμένων αρχαίων Αργείων οι οποίοι διακρίνονταν στο αγώνισμα της πάλης, ή τον συνέκριναν με τον Δαυίδ αφού νικούσε πανίσχυρους αντιπάλους που υπερίσχυαν κατά πολύ της σωματικής του διάπλασης.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Χρήστος Θεοφίλου ήταν ένα από τα 13 παιδιά της εύπορης σχετικά οικογένειας του Θεόφιλου και της Παναγιώτας Θεοφίλου από το Κουτσοπόδι Άργους και γεννήθηκε κατά άλλους το 1896 – χρονιά αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων γι’ αυτό και χαρισματικός όπως έγραφε κάποια από τις εφημερίδες – κατά άλλους γεννήθηκε το 1897. Σε ηλικία 13 ετών, μη αντέχοντας την αυστηρή κηδεμονία του πατέρα του εγκατέλειψε – μαζί με τον Χρήστο Τζέκα- το Κουτσοπόδι και αποφάσισε να αναζητήσει τη τύχη του στη Γη της Επαγγελίας, όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες μετανάστες. Τα πρώτα του χρήματα ο έφηβος Χρήστος τα κέρδισε δουλεύοντας ως υπάλληλος – για άλλους ως αρτίστας – στον ιππόδρομο κάνοντας ακροβατικές φιγούρες επάνω σε άλογα.
Στη συνέχεια, με βάση δημοσιεύματα της εποχής, τον συναντάμε να ποζάρει ως μοντέλο για τους σπουδαστές της Σχολής Καλών Τεχνών του Μπέρκλεϊ. Ήταν η εποχή που αποφασίζει να μάθει κάποια τέχνη για να επιβιώσει. Γράφεται λοιπόν στη Χριστιανική Αδελφότητα Νέων (ΧΑΝ) της οποίας τμήματα λειτουργούσαν οι ομογενείς μας σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες. (Σημειώνουμε ότι την εποχή εκείνη- το 1906- όλη η Ελλάδα αλλά και οι απανταχού ομογενείς μας, μαζί τους και ο μικρός Χρήστος, συγκλονίζονται από την Ολυμπιακή νίκη του επίσης Πελοποννήσιου Δημήτρη Τόφαλου στην άρση βαρών. Ο Τόφαλος μετά από λίγα χρόνια μεταπηδά στην ελεύθερη πάλη και έμελλε να γίνει ο προπονητής του Τζίμ Λόντου). Ο μικρός Χρήστος παράλληλα με τις σπουδές του και συνειδητοποιώντας έγκαιρα τη μυϊκή του δύναμη εγγράφεται στο αθλητικό τμήμα της ΧΑΝ και αφού έμαθε τα πρώτα μυστικά της παλαιστικής τέχνης, σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα κατακτά το εσωτερικό πρωτάθλημα της Αδελφότητας στη περιοχή και μετά από 4-5 χρόνια το εσωτερικό πρωτάθλημα σ’ όλη τη χώρα. Η φήμη του τότε άρχισε να εξαπλώνεται αφού ο τύπος άρχισε ν’ ασχολείται μαζί του. Ο Χρήστος τότε στέλνει κάποια αποκόμματα εφημερίδων από αγώνες του σε θέατρα στο πατέρα του στο Κουτσοπόδι του οποίου οι γνώσεις για τη πάλη περιορίζονταν στους μπεχλιβάνηδες (παλαιστές) των πανηγυριών. Θυμωμένος απαντά στο γυιό του: “Αν είναι να καταντήσεις μπαχλιβάνης εκεί που πήγες, τότε φρόντισε πρώτα ν’ αλλάξεις τ’ όνομά σου”.
Πρώτοι τίτλοι
Στα 20 του χρόνια ο Χρήστος Θεοφίλου έχει ήδη κατακτήσει τον τίτλο του πρωτοπαλαιστή ελεύθερης πάλης της Καλιφόρνια. Το όνομα του κυριαρχεί πλέον στην αθλητική επικαιρότητα αν και η ραγδαία άνοδος ενός Έλληνα μετανάστη δεν άρεσε στους Αμερικανούς. Ωστόσο ο Χρήστος συνεχίζει τη νικηφόρα του πορεία και το 1922 αναδεικνύεται πρωταθλητής στο λεγόμενο “Ερασιτεχνικό Πρωτάθλημα του Ειρηνικού”. Οι Αμερικάνοι έμπειροι σε αγώνες του είδους, διέβλεψαν την εξέλιξη του και επένδυσαν βέβαια στον ταλαντούχο νεαρό. Η επόμενη χρονιά, βρίσκει τον Χρήστο Θεοφίλου ως επαγγελματία παλαιστή ν’ αντιμετωπίζει αναγνωρισμένους αντιπάλους. Μια από τις πρώτες νίκες του ήταν αυτή επί του Ελληνοαμερικανού Μπιλ Ντέμετρας, νίκη που του χαρίζει τον τίτλο του πρωταθλητή Ελλάδας. Οι διαδοχικές νίκες του την επόμενη πενταετία είναι τέτοιες, που απασχολούν πιο συστηματικά τον ελληνικό τύπο, ο οποίος αφιερώνει εγκώμια στον διάσημο πλέον Έλληνα που κυριαρχεί στα διεθνή ρινγκ κατατροπώνοντας τους αντιπάλους του.
Πίσω στην πατρίδα
Τον Δεκέμβριο του 1928, και ενώ η δημοτικότητα του τόσο στην Αμερική όσο και στην Ελλάδα βρίσκεται στα ύψη, αποφασίζει να έλθει, για πρώτη φορά στη πατρίδα του, συνοδευόμενος από τον Δημήτρη Τόφαλο που είναι πλέον προπονητής του. Ενώπιον λοιπόν ελληνικού κοινού ο Τζιμ Λόντος αντιμετωπίζει τον διάσιμο τότε αμερικανοπολωνό γίγαντα Καρλ Σιμπίσκο. Τόσο στη πρωτεύουσα όσο και στην υπόλοιπη χώρα επικρατούσε αναβρασμός. Όλοι ήθελαν να δουν από κοντά τον θρυλικό Έλληνα. Φθάνει η ημέρα του αγώνα και ο Τζιμ Λόντος επευφημούμενος απο τα πλήθη το κατάμεστου Παναθηναϊκού Σταδίου καταφέρνει περιφανή νίκη επί του αντιπάλου του μέσα σε κλίμα πανζουρλισμού.
Γράφει ο Νικηφόρος Χάραδρος τότε στο Αργειακό Ημερολόγιο: “…Χωρίς ενδοιασμούς και με την αυτοπεποίθηση για τη νίκη ο Λόντος έπειτα από μια γιγαντομαχία στο στίβο του ενδόξου ελληνικού σταδίου, υψώνει υπερήφανο το τρόπαιο τη νίκης και τρόπαιο της φυλής του. Η Αργολίς ας στρέφει πάντοτε με ευλάβεια και σεβασμό σ’ αυτήν και η μνήμη της ας αποθέτει το θερμότερο φιλί της ευγνωμοσύνης…”.
Μετά τη νίκη του αυτή και ενώ ακόμη η πρωτεύουσα αλλοφρονούσε από ενθουσιασμό, ο Τζίμ Λόντος αποφασίζει να επισκεφτεί τη γεννέτειρά του. Φθάνει στο Κουτσοπόδι όπου βέβαια του επιφυλάχτηκε υποδοχή ήρωα. Εν τω μεταξύ τόσο στο Άργος όσο και τα περίχωρα του κυκλοφορούν φεϊγ-βολάν όπου καλούνταν οι κόσμος στο αρχαίο θέατρο για τη μεγάλη παλαιστική επίδειξη μεταξύ του συμπατριώτη και παγκόσμιου πρωταθλητή Τζίμ Λόντου και του Ολυμπιονίκη Τόφαλου επίδειξη της οποίας τα έσοδα θα διατίθενται υπέρ των αθλητικών συλλόγων της πόλης. Έγραφαν τα φεϊγ-βολάν: “Μοναδική ευκαιρία να γνωρίσωμεν και να θαυμάσωμεν τους δύο κολοσσούς τους εξυμώσαντας το εθνικό μας γόητρον. Η παρουσία παντός Έλληνος εκεί είναι ζήτημα τιμής, εθνικής υπερηφάνειας και ευγνωμοσύνης προς αμφότερους τους αθλητές μας”. Οι Αργείοι ανταποκρίνονται μαζικά και θερμά, ζουν ξεχωριστές στιγμές.
Παγκόσμιος πρωταθλητής
Η επόμενη χρονιά, το 1929, είναι χρονιά δοκιμασίας για τον Τζίμ Λόντο, αφού με το μεγάλο οικονομικό κραχ χάνει, σχεδόν όλη την περιουσία του. (Δημοσιεύματα της εποχής τον θέλουν να διαθέτει τρεις φάρμες στο Εσκοντότο της Καλιφόρνια, μετοχές στους σιδηροδρόμους, ενώ φέρεται ως ο πρώτος καλλιεργητής αβοκάντος στις Ηνωμένες Πολιτείες). Ενώ έξω από τα ρινγκ αντιμετωπίζει αυτά τα προβλήματα, δεν πτοείται, απεναντίας το 1930 κερδίζει για πρώτη φορά τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή ελεύθερης πάλης, νικώντας στη Φιλαδέλφεια τον ως τότε κάτοχο του τίτλου Ντικ Σίκας. Τίτλο που διατήρησε έως το 1935 οπότε ηττήθηκε από τον Ντιν Ο’Μαχόνεΐ, για να το ξανακερδίσει μετά από δυο χρόνια και να τον διατηρήσει ως το 1947. Ουσιαστικά ο Λόντος υπήρξε επί 16 χρόνια παγκόσμιος πρωταθλητής στην ελεύθερη πάλη.
Σημειώνουμε ότι από το 1933 καθιερώνεται η χρυσή ζώνη, κυριολεκτικά χρυσή, αφού ήταν κατασκευασμένη απο πλάκες χρυσού συνδεδεμένες και διακοσμημένες με πολύτιμα πετράδια. Οι Εφημερίδες της εποχής ανέβαζαν το κόστος της σε 100.000 δολάρια. Όρος για την απόκτηση της ζώνης ήταν η διατήρηση επί 5ετία του παγκόσμιου τίτλου , κάτι, που ο Λόντος κατέκτησε.
“Ποδολαβές και χειρολαβές”
Η απήχηση που είχε τότε ο Λόντος σε κάθε του εμφάνιση στα διεθνή ρινγκ αλλά ιδιαίτερα στη χώρα του, τον φέρνει και πάλι στο Παναθηναϊκό στο Στάδιο- το 1933 – όπου αντιμετώπισε τον θηριώδους αναστήματος και υπερβολικού βάρους Κόλα Κβαριάνιν. Εξήντα χιλιάδες θεατές παραληρούν με το τέλος του αγώνα που έληξε νικηφόρα για τον παγκόσμιο πρωταθλητή. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και τρία χρόνια αργότερα – το 1936 – όταν οι αντζέντηδές του οργανώνουν νέο αγώνα, πάλι στο Παναθηναϊκό Στάδιο, αυτή τη φορά με τον Τούρκο Ντεναρλί. Ας δούμε εδώ πώς περιγράφει, με αρκετή δόση σαρκασμού, τον αγώνα αλλά και το κλίμα που επικράτησε, ο Δημήτρης Ψαθάς, την επόμενη ημέρα στα “ΝΕΑ”:
“Η Ελληνοτουρκική φιλία επέρασε χθες στιγμάς σκληρός δοκιμασίας εις το Στάδιον. Υπέστη χειρολαβάς και ποδολαβάς, κεφαλοκλειδώματα, ψαλιδοκλειδώματα και αεροπλανικά κόλπα τόσον άγρια, ώστε επί μιαν ώραν να ξεχαστούν τα σύμφωνα και να αναζήσει επί του ρινγκ, ολόκληρον το παλαιόν φυλετικόν μίσος και αι προαιώνιαι διαφοραί μεταξύ των δύο λαών. Η αγωνία του έθνους δια την έκβασιν της φοβέρας “γιγαντομαχίας” εγέμισεν ασφυκτικώς τις κερκίδες του Σταδίου, σ’ ενα συναγερμόν ενδιαφέροντος. Ενεφανίσθη ο Τζίμης. Δεν ήταν ενθουσιασμός εκείνος που τον υπεδέχθη. Ήταν εθνικό παραλήρημα. Αλλοφροσύνη. Πανζουρλισμός…”.
Το 1939 ο Λόντος παντρεύεται την σουηδο-γερμανικής καταγωγής αθλήτρια Αρβα Ρουχονάιτ, πρωταθλήτρια ανεμοπορίας από την οποία αποκτά τρία κορίτσια, ενώ ο πόλεμος τον απομακρύνει από τις παλαίστρες, εξ άλλου κοντεύει τα 50 του. Λίγο πριν το 1950 και ενώ κατέχει τον παγκόσμιο τίτλο σταματά την επαγγελματική του καριέρα στους επίσημους αγώνες ελεύθερης πάλης, συνεχίζει όμως να συμμετέχει σ ανεπίσημες παλαιστικές επιδείξεις.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50, και ενώ αγγίζει πλέον τα 60 του χρόνια αποφασίζει να τερματίσει την ένδοξη πορεία του. Τον τελευταίο του αγώνα, φιλικού χαρακτήρα, αποφασίζει να τον δώσει στην πατρίδα του. Είναι το 1956, με αντίπαλο τον Ιρλανδό Ράιτ. Είναι η εποχή κατά την οποία το Κυπριακό ζήτημα διέρχεται μια ακόμη κρίση εξ’ αιτίας της παρουσίας των Άγγλων στο νησί. Τόσο ο Τζίμ Λόντος όσο και ο Ιρλανδός αντίπαλος του στο ρινγκ – παραιτούνται των οικονομικών τους δικαιωμάτων από τον αγώνα,· χρήματα που τα αφιερώνουν για την ενίσχυση της Επιτροπής Κυπριακού Αγώνα αφού έχουν απέναντι τους τον κοινό εχθρό, τους Άγγλους αποικιοκράτες. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα μεγάφωνα του Σταδίου εκείνη την ημέρα μετέδιδαν συνεχώς το σύνθημα “Κύπρος – Λόντος: δυο θρύλοι σε μια προσπάθεια”.
Ο Λόντος στο Άργος
Τη παρουσία του Λόντου στην Ελλάδα οι Αργείοι δεν την άφησαν να πάει χαμένη. Απεναντίας, το δ.σ. του Παναργειακού δια του τότε προέδρου του- και μετέπειτα δημάρχου – Γιώργου Θωμόπουλου του απευθύνει πρόσκληση για μια παλαιστική επίδειξη στο αρχαίο θέατρο της πόλης. Ο Λόντος την αποδέχεται ευχαρίστως και ως ημερομηνία ορίζεται η 7η Οκτωβρίου. Προσφέρει μάλιστα το σύνολο των εισπράξεων για κοινωφελείς σκοπούς.
Το 60%να χρησιμοποιηθεί για την αγορά χώρου προκειμένου ν’ ανεγερθεί νέο γυμναστήριο το οποίο το διαθέτει στην κοινότητα Κουτσοποδίου “δια την ικανοποιήσιν μονίμων, αυτοτελών, γενικών και κοινοφελών αναγκών κατά προτεραιότητα σχολικών, οδικών, υγιεινής, μορφωτικών, εξωραϊστικών και άλλων”, όπως αναφέρονται σε σχετική του επιστολή προς το κοινοτικό συμβούλιο. Η επανεμφάνιση του θρυλικού πλέον Λόντου, μετά από τρεις δεκαετίες, στο Άργος θέτει σε συναγερμό τη πόλη και τα γύρω χωρία, παίρνει το χαρακτήρα λαϊκού πανηγυριού. Ο παγκόσμιος πρωταθλητής φθάνει πριν το μεσημέρι στον σιδηροδρομικό σταθμό όπου τον υποδέχονται ενθουσιωδώς τα πλήθη ενώ παιανίζει η Φιλαρμονική των φυλακών Τίρυνθας. Εν μέσω ζητωκραυγών και επευφημιών φθάνει με αυτοκίνητο στο Δημαρχείο όπου τον περιμένει ο δήμαρχος και το δημοτικό συμβούλιο, εκπρόσωποι των τοπικών αρχών ανάμεσα τους και εκπρόσωποι της Ένωσης Ποδοσφαιρικών Σωματείων Αργολιδοκορινθίας.
Στις 3 το απόγευμα στο αρχαίο θέατρο υπάρχουν 12.000 θεατές. Έγραφε η Ασπίδα τότε:
“Εις 8 χιλιάδας ανήλθον τα κοπτέντα εισιτήρια, εις πλέον ων 12 χιλιάδων υπολογίζονται κατά τους μετριώτερους υπολογισμούς οι θεαταί, αφού πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν αι προσκλήσεις οι δικαιούμενοι ατέλειας και οι παντός είδους τζαμπατζήδες που λόγω του απερίφρακτου του θεάτρου εύρισκον τρόπον εκ διαφόρων κατευθύνσεων να φθάνουν εις αυτό χωρίς να πληρώσουν. Τοιούτην κοσμοσυρροήν ασφαλώς θα τη ζήλευε το θέατρον της Επιδαύρου…”.
“Αεροπλανικό κόλπο”
Ο Λόντος βέβαια προσφέρει μοναδικό θέαμα στους πολυπληθείς συμπατριώτες του, και με το περίφημο αεροπλανικό του κόλπο που εφαρμόζει αυτή τη φορά στον αντίπαλο του Πανάγο ξεσηκώνει το κόσμο. ‘Έπι πολλήν ώραν το Αρχαίον Θέατρον του Άργους μεγαλειώδεις εμφάνισην εδονείτο απο το ατελεύτητο χειροκρότημα για το τιμημένο τέκνο της Αργολίδος τον Τζίμ Λόντον” σημειώνει η εφημερίδα Ασπίς.
Το λεγόμενο αεροπλανικό κόλπο, η λαβή αυτή που έκανε διάσημο τον Λόντο ήταν δικό του δημιούργημα. Ευέλικτος, ταχύς αλλά και δυνατός ο Λόντος, με άρτια τεχνική, αφού αρχικά προσπαθούσε να κουράσει τον αντίπαλο του, έσκυβε ξαφνικά έπιανε τον αντίπαλο με το ένα χέρι, τα πόδια, ενώ το άλλο χέρι τοποθετούσε στο λαιμό του αντιπάλου. Τον σήκωνε ψηλά, τον στριφογύριζε κάμποσες φορές και στη συνέχεια τον έριχνε βαρύ στο καναβάτσο. Ήταν μια λαβή δικής του έμπνευσης και συνήθως αποτελούσε και τη κορύφωση κάθε αγώνα του. Το αεροπλανικό κόλπο προσπάθησαν να το εφαρμόσουν και άλλοι παλαιστέςστη συνέχεια, όχι πάντα με επιτυχία.
Τέλος καριέρας
Τη μοναδική του τεχνική και την εμπειρία από τη επιτυχημένη πορεία του στα ρινγκ ο Τζἰμ Λόντος προσπαθεί εκεί λίγο από το 1970 να τη μεταφέρει στους νέους αθλητές. Είναι πλέον η εποχή που αναλαμβάνει σχετικές τηλεοπτικές εκπομπές στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν και έχει στη πλάτη του 8 περίπου 10ετίες, ακούραστος, προσπαθεί να συντηρήσει την επαφή του με την πάλη. Ο Λόντος πέθανε το Σεπτέμβριο του 1975 από ανακοπή της καρδιάς σε ηλικία 80 ετών. Εν τω μεταξύ η αίγλη του Λόντου αλλά και του Καρπόζηλου, του Λαμπράκη, του Καμπαφλή και άλλων πρωτοπαλαιστών συνεχίζει να εμπνέει τους νεώτερους, αφού με τη δύση της καριέρας τους, εκεί λίγο πριν το 1970 ξεφυτρώνουν σ’ όλη τη χώρα αυτοσχέδιοι παλαιστικοί αγώνες.
Πολλοί θυμόμαστε τις περιβόητες “συγκρούσεις γιγάντων” τους “θρυλικούς “αγώνες κατς, αγώνες ” μέχρι τελικής εξοντώσεως”, όπως διαφημίζονταν από τις αφίσες την εποχή εκείνη. Τόσο στα ποδοσφαιρικά γήπεδα του κέντρου, στου Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ όσο και σε αυτά της επαρχίας αλλά και σε κινηματογράφους – θυμίζω την Αριζόνα στο Αργός και την Αίγλη στο Ναύπλιο, στήνονταν πρόχειρα ρινγκ με μαινόμενους δήθεν παλαιστές έτοιμους να κατασπαράξουν τον αντίπαλο. Αγώνες κατά κανόνα σικέ με πρωταγωνιστές τον Παπαλαζάρου, τον Μπουράνη, τον Δουρβετάκη, τον υιό Καρπόζηλο και βέβαια τον Μεγαρίτη, οι οποίοι ουδέποτε εξοντώθηκαν από τους αιμοσταγείς , αιμοβόρους Αττίλιο, Κοριένκο κ.α. που εμφανίζονταν πότε με ουρά, πότε με μάσκες, με φόρμες και ό,τι άλλο σκαρφίζονταν τότε οι πονηροί ατζέντηδες προκειμένου να προσελκύσουν θεατές. Βρισκόμαστε στην εποχή όπου η ελεύθερη πάλη, το κατς, έχει πλέον εκφυλιστεί πλήρως γι αυτό η διάκρειά του είναι βραχύβια και σβήνει. Δεν υποστηρίζει βέβαια κανείς και δεν υπεραμύνεται της γνησιότητας των παλαιστικών αγώνων της εποχής του Λόντου, αφού οι Αμερικάνοι οργανωτές αγώνων, οι διάφοροι ατζέντηδες έμποροι του θεάματος γνώριζαν πολύ καλά το κερδοφόρο παιχνίδι τόσο της ελεύθερης πάλης, της πυγμαχίας κ.λ.π. την εποχή εκείνη, αλλά και αργότερα. Παρ’ όλα αυτά, ο Λόντος με τους διαδοχικούς θριάμβους του στις παλαίστρες και των πέντε ηπείρων, με τη παγκόσμια φήμη του, την κατοχή του παγκόσμιου τίτλου και της χρυσής ζώνης επ χρόνια, τις ευεργεσίες του (αγώνες για τις ελληνικές παροικίες σε Αμερική, Νότια Αφρική, Αυστραλία, σεισμοπαθείς Επτανήσου κ.α.), με την απόκτηση φήμης και χρήματος, τις επαφές του με αρχηγούς κρατών (είχε φιλοξενηθεί στη Τουρκία από τον Κεμάλ, τον είχε τιμήσει ο Νίξον για το φιλανθρωπικό του έργο), αλλά πρωτίστως με τα τεράστια μυϊκή του δύναμη, όλα αυτά έδιναν λαβή στη λαϊκή φαντασία να πλάσει μύθους γι’ αυτόν, τού έδωσαν θρυλική, μυθιστορηματική διάσταση.
Για τη περιοχή μας ο απόηχος όλων αυτών είναι ακόμη πιο έντονος λόγω της καταγωγής του από το Κουτσοπόδι, το οποίο τίμησε, τον διάσημο χωριανό του με εκδήλωση που οργάνωσε ο δήμος το 1995, ένα αφιέρωμα στο ίδιο αλλά και το αγώνισμα της πάλης, με την συμμετοχή Ελλήνων πρωταθλητών και Ολυμπιονικών.
Γιώργος Αντωνίου.
Εφημερίδα Αργολίδα, ένθετο «Αργολίδα σελίδες», Χριστούγεννα 2004.
σχόλια