Δημοσιογράφος: Την είδα, πίσω από το τζάμι, να έρχεται περνώντας κάθετα τη λεωφόρο. Το ραντεβού μας ήταν σ' αυτό το σαλόνι του ξενοδοχείου. Αριστερά, μπαίνοντας, ήταν το μπαρ. Ο ήλιος την ανάγκαζε να φοράει γυαλιά. Κάθισε στην καρέκλα κι ακούμπησε την τσάντα της δίπλα. Άνοιξε την ταμπακιέρα κι έβαλε το τσιγάρο στο στόμα, χωρίς να το καπνίζει. Η υπερβολική ζέστη δεν την εμπόδιζε να δείχνει τα αισθήματά της -τη θερμότητά της- που ήταν κάτι σπάνιο. Παρήγγειλε μπύρα. Άκουγα γι' αυτήν, το 1972, ότι κάθε βράδυ γεμίζει ένα υπόγειο στην Πλάκα. Εκεί τραγουδούσε. Χαμός να μπεις. Την είδα για πρώτη φορά στο σπίτι της Καίτης Γκρέυ, πολύ αργότερα, ένα βράδυ. Κάθονταν στην καρέκλα της σοβαρή, απόμακρη. Τιμούσε, ως κωφό ή βωβό πρόσωπο, την εορτάζουσα. Στη φρουρά της. Της άναψα το τσιγάρο. Άρχισε με σταθερή φωνή.
Γιώτα Γιάννα: Δεν καπνίζω. Δεν είμαι καπνίστρια. Είναι η ταμπακιέρα και η μάρκα του Δημήτρη. Δεν τον αποχωρίζομαι ποτέ. Το '74, 19 χρονών χάθηκε στην Κύπρο. Μπήκε στη μάχη, δέκα εννιά χρονών, τι να κάνανε; Δεν πήγα ποτέ. Δεν το αντέχω. Βάζω το τσιγάρο στο στόμα. Κάνω την κίνηση. Κι αν ανάψω τσιγάρο, δεν πάω τον καπνό κάτω. Γι' αυτό έχω φωνή ακόμα. Ποτέ δε σταμάτησα το τσιγάρο του Δημήτρη. Το κρατώ. Τον αισθάνομαι εδώ.
Γεννήθηκα μια μέρα που 'βρεχε. Που 'βρεχε μονότονα. Όπως στο τραγούδι. Το τραγούδαγα. Εδώ, απέναντι από την Αγία Τριάδα στους Αμπελόκηπους, μεγάλωσα. Εξαιρετική γειτονιά. Ωραίοι άνθρωποι. Η μητέρα μου ήταν από τη Μικρά Ασία. Την έχασα, σχεδόν, μόλις γεννήθηκα. Δεν τη γνώρισα. Τη φαντάστηκα από τον πατέρα μου όταν μιλούσε γι' αυτήν, από τις φωτογραφίες στο σαλόνι. Ελένη την έλεγαν. Ο πατέρας μου, ο Αποστόλης, ήταν Θεσσαλός. Παντρεύτηκε μια γυναίκα κι έκανε μαζί της δύο παιδιά τον Γιάννη, τον Δημήτρη που χάσαμε. Με ρώτησε για να ξαναπαντρευτεί. Η νέα μάνα μου Ευγενία ήταν καλότατη μαζί μου. Σαν να με γέννησε η ίδια. Το ίδιο και τα νέα αδέλφια μου. Δούλευε σε ταξί ο πατέρας. Πέθανε νέος. Ξαναπαντρεύτηκε η νέα μάνα μου· ήταν πολύ πιο νέα από κείνον.
Ήμουν πάντα αδύνατη. Δεν τρώω κρέας. Ποτέ. Αγαπώ τις σαλάτες. Τα λαδερά. Το τυρί. Κάνω ποδήλατο. Οι ταξιτζήδες με γνωρίζουν. Γεια σου, Γιωτάρα, φωνάζουν. Όταν περνώ. Πάνω στη σέλα του. Κι εδώ και στα Μεσόγεια. Δεν οδήγησα ποτέ. Με ταξί και τις δημόσιες συγκοινωνίες κινούμαι. Θέλω να βλέπω ανθρώπους, όψεις, ψυχές. Μέχρι να κλείσω τα μάτια. Όπου δε θα βλέπω.
Η ζωή διαμορφώνεται ανά δεκαετίες ή εικοσαετίες. Αλλάζουν τα δεδομένα των περιοχών. Μετά την Πλάκα -που έμεινα πολλά χρόνια- πήγα στην Εθνική Οδό, πάνω σε μεγάλα θηρία. Η Εθνική Οδός ήταν το κάτι άλλο. Τότε. Ξεκινούσαν όλοι οι Αθηναίοι και ερχόντουσαν, σαν νυχτερινή εκδρομή, να μας ακούσουν. Ερχόταν η Ρίτα. Συνοδευόμενη από τον Λάκη που τη φρόντιζε και τον φρόντιζε. Ήταν πάρα πολύ φίλοι. Εγώ δεν ήμουν πρωτοκλασάτη, ήμουν όμως καλλιτέχναρος. Έτσι λέγανε. Κι εδώ έφαγα ψωμί. Δεν το ξεχνώ. Με τη φωνή μου. Τα συκώτια μου.
Εκεί, στην Εθνική Οδό, ήταν η μεγάλη Τζένη Βάνου. Το καλύτερο των καλυτέρων. Μια φωνάρα τεράστια, με μια καριέρα απίστευτη. Όπου να τραγουδήσει, το καλλιτεχνικό μπριγιάν διακρίνεται και στη λάσπη. Σαν φως. Από τον πηλό προήλθαμε. Από τη λάσπη. Κι εκεί θα πάμε. Στάχτη. Κι αποκαΐδια. Μπορεί να βουτήξεις μέσα και να μην τη βρεις, να την πατήσεις. Την Τζένη δεν την πάτησε κανείς. Κυρία. Βγήκε και δουλεύει. Εξαιρετικός άνθρωπος χαμηλών τόνων. Δεν κάηκε από τον έρωτα. Δεν καίγεται κανείς από τον έρωτα. Και από τα αποκαΐδια παίρνεις δύναμη. Δεν είσαι κούκλα, κύριε. Σε πιάνω και ξέρω είσαι συ. Πιάνουμε το χέρι του άλλου και ξέρουμε τι πιάνουμε, δεν πιάνουνε το άγαλμα ή τις φιγούρες που βάζουνε κάθε βράδυ στα μαγαζιά και κάνουνε τις κούκλες. Η Βάνου είναι μέγιστο θέμα. Εθνικό θέμα.
(Ακούγεται ένας σκύλος να γαυγίζει.)
Αυτό που με κρατάει είναι ο εαυτός μου. Τίποτα άλλο. Ποιος να με κρατήσει; Οι σεισμοί; Οι καταποντισμοί; Το ψέμα; Αυτό μ' έκανε δυνατή και αυστηρή. Ευάλωτη και αυστηρή. Δεν πλησίαζα κάτι που θα μου έθιγε τις ηθικές μου χορδές. Μπορεί να μου δώσεις ένα σπίτι, να με εξαφανίσει αυτό. Δε με νοιάζει. Και να μου πεις, έλα να καπνίσουμε ένα τσιγάρο, και να με αφορά. Δε θέλω αυτό. Με ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Δε με νοιάζουν τα λεφτά. Είναι σαν τα τρόλεϊ και χειρότερα. Γυρίζουν. Πρέπει να αλλάζουν χέρια. Δεν είναι κακό, δεν έχω πικρίες με τα παιδιά. Μ' αρέσουν οι νέοι άνθρωποι. Τη διάρκεια αγαπώ. Πιστεύω ότι είμαι ένας καλλιτέχνης κι εγώ, χωρίς να έχω μεγάλη διάκριση, διαχρονική. Έχει σημασία να σε βλέπει ο άλλος, να σε ακούει. Να σε ακούει τότε, να σε ακούνε και τα παιδιά του. Και να είσαι ο εαυτός σου. Αυτό είναι συγκινητικό. Σπουδαίο.Δεν ξέρω αν υπάρχει το κοκαλάκι της νυχτερίδας. Υπάρχει μια προσέγγιση προς τη ζωή, γιατί δεν κατηγορώ, δεν ενοχλώ. Που θα μπορούσα με τις γνωριμίες που έχω, και το ξέρουν πολύ καλά πολλοί άνθρωποι, να προσεγγίσω σε καλύτερα πράγματα. Καλύτερα δεν ξέρω ποια είναι. Ένας δίσκος μικρός, τότε, ήταν εδώ άλλοτε. Εγώ είμαι το ίδιο. Δεν έχω αλλάξει. Είμαι ευθυγραμμισμένη. Ό,τι έκανα το οφείλω στο χαρακτήρα μου. Και στις επιτυχίες και στις αποτυχίες. Η επιτυχία μου δεν είναι δισκογραφική, για να με ξέρουν και παραέξω. Να σε ξέρουν παραέξω είναι πολύ σημαντικό για την πώληση. Εγώ δεν έχω να πουλήσω τίποτα. Δεν πουλάω τον εαυτό μου, ούτε τα ρούχα μου για να πάρω άλλα. Εγώ, μια τραγουδίστρια που δεν έχει δισκογραφία. Γιατί το περιθώριο θα έρθει πάλι στην επιφάνεια. Λάμπει σαν αστέρι ψηλά. Ένας καλός δρομέας, αν πάθει κράμπα, δε σημαίνει πως την άλλη φορά δε θα κάνει ρεκόρ. Εγώ δεν είμαι για όλα. Είμαι για ορισμένους ανθρώπους. Αυτοί έρχονται όπου είμαι, όχι για το κάθισμα. Τη σειρά. Κάποτε δούλεψα στο Σου Μου, στην Ιερά Οδό. Πήγαινε να δεις. Ρώτα. Ποιοι δουλεύουν εκεί. Τα μεγαλύτερα ονόματα.
Ό,τι δεν ήθελα να κάνω δεν το έκανα. Αντιστάθηκα. Είμαι ροκ. Είμαι αυτό. Και αυτό θέλω να αγαπάνε οι άνθρωποι. Αυτό γουστάρουνε. Είμαι αγριοκάτσικο πάνω στα κεραμίδια, στην άκρη του γκρεμού. Χωρίς να πειράξω κεραμίδι για να τρέξει νερό. Ποτέ δεν πείραξα κανένα, αγαπήθηκα πολύ. Απ' όλα τα μέταλλα. Το μουντό. Το σκούρο. Μου ταιριάζει γιατί μέσα βγάζω φως. Έχω μια δική μου λογική. Ανάβω κεριά στο σπίτι, αγαπώ το λίγο φως. Έτσι κάνω το χώρο ευχάριστο. Εκεί ηρεμώ. Το χώρο της δουλειάς μου, ό,τι και να 'ναι, τον διαμορφώνω στα μέτρα μου.
Εγώ κάνω ταβανοθεραπεία. Κοιτώ το ταβάνι από το κρεβάτι. Ατελείωτη ώρα. Μέχρι να ζαλιστώ. Υπάρχει τόση μοναξιά. Αν χτυπήσεις την πόρτα, ό,τι υπάρχει στο σπίτι θα κεράσω. Λικέρ, ουίσκι, ούζο. Ό,τι βρεθεί. Τα πάντα υπάρχουνε. Αγάπη πάνω απ' όλα. Η αγάπη θεραπεύει. Αγαπήθηκα πάρα πολύ. Και με τις ρυτίδες μου και όλα μου. Τι πάει να πει μου δίνεις και σου δίνω; Ποτέ δεν ήμουν έτσι. Θέλω να κοιμάμαι λίγο και κοιμάμαι λίγο. Από τη στιγμή που σκέφτομαι τον εαυτό μου, δεμένα τα χέρια, εμένα που είμαι αντάρτης, κλειστά τα μάτια μου, να μην αναπνέω, να μη βλέπω τα πουλιά, τα ζώα, τους ανθρώπους, τη θάλασσα, τον ήλιο, να μην ακούω τις φωνές, τα πράγματα. Ό,τι ν' ακούω μου φέρνει αγαλλίαση. Θέλω να ακούω μια φωνή στο σπίτι. Γιώτα, το γάλα σου, ζεστάθηκε· ετοίμασα το τραπέζι. Κοιμάμαι λίγο, γιατί σκέφτομαι ότι θα κοιμάμαι κάποια φορά για πάντα. Χωρίς φώτα, χωρίς μουσικές, χωρίς παρέα. Δεν ξέρω αν υπάρχει μουσική μετά το θάνατο. Δε μου το 'πε ο Δημήτρης. Μόνο αυτόν ακούω. Του τραγουδώ «πού πάνε εκείνα τα παιδιά, της θύελλας και του βοριά, που πέθαναν για λευτεριά;». Αυτό μόνο. Τίποτε άλλο. Το τραγουδώ.
Παρουσιάστηκα στη σκηνή με τη Βέμπο. Ως ταλέντο. Έχω ντοκουμέντα. Φωτογραφίες. Ένα παιδί στη γειτονιά, ακούγοντάς με να τραγουδώ, να παίζω φυσαρμόνικα, με οδήγησε στο πάλκο. Στη σκηνή. Έφτασα να 'μαι στην Πλάκα επί Χούντας. Γινότανε χαμός κάθε βράδυ. Στο υπόγειό μου δεν έπεφτε καρφίτσα. Μας απαγόρευαν τραγούδια και εγώ σε συνεννόηση με την πόρτα -τα παιδιά- το παράβαινα και τα έλεγα.
Προσπερνάω. Πολλές φορές άνθρωποι μού χτυπούσαν τον ώμο για να γυρίσω να δημιουργήσουμε μαζί κάτι καλύτερο για μένα, για την καριέρα μου, γιατί θα μπορούσα να έχω καριέρα, κι εγώ άνοιγα χώρο να περάσουν. Και συνέχιζα το δρόμο μου. Ήμουν σε άλλο φεγγάρι. Είμαι γνωστή σε κάποιους. Για μένα πολλούς. Μια χούφτα να 'ναι για μένα, μου αρκούν. Αυτοί έρχονται και μ' ακούνε. Αφού ο Θεός μού αφήνει το λαρύγγι ανοιχτό. Το εργαλείο του λαιμού. Όμως σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν. Είναι λυπηρό αυτό. Δε θέλω να το ζήσω.
Όπου τραγουδούσα, ερχόντουσαν παιδιά εικοσάχρονα και φαντάροι, λέγανε «κυρία Γιώτα, μου κόψανε το φως, το νερό». Εγώ, να. Να. Ερχόντουσαν κι από την άλλη την περίσταση. Θέλω να φάω έναν πατσά, λέγανε. Και πηγαίνανε και τρυπιόντουσαν. Ένας θεός, άγγελος, πέθανε. Πάρ' το και φύγε. Του 'λεγα. Το κάνω αυτό, παρ' όλο που πέρασα λούκια και πολύ δύσκολα. Με υψηλή αξιοπρέπεια ενός απλού ανθρώπου που στο χώρο έγραψε κάποια πράγματα μες στη νύχτα. Η νύχτα δεν είναι εκείνη που κρύβει πράγματα. Κρύβει και η μέρα. Η νύχτα είναι μαγική. Εκεί ανήκω.
Μ' αρέσει η νύχτα και το περιθώριο. Ακριβώς και είμαι αντιστάρ. Ναι, και θέλω να μη μου φαλτσάρουν οι χορδές μου.
(Ακούγεται ένας σκύλος να γαυγίζει.)
Δε φοβάμαι το θάνατο. Δεν τον φοβάμαι. Δε θέλω να πεθάνω για να μπορέσω να πράξω καλύτερα πράγματα, γι' αυτά που δεν μπόρεσα να κάνω. Δεν μπόρεσα να σταματήσω εκεί που ήταν ο Δημήτρης, στον τόπο που σκοτώθηκε. Ήθελα να ήμουν κοντά του. Δεν μπόρεσα αυτό να το κάνω. Θα ήθελα να πεθάνω εγώ και να έχει ζήσει ο Δημήτρης. Γιατί αυτός ήταν δέκα εννιά χρονών. Δεν παίζω με τα νούμερα και το ξέρεις. Ούτε καν με ρώτησες τι και πώς. Τι είσαι, πώς είσαι, πώς βγήκες, τι έκανες; Ρωτάς εγκάρδια. Και το εκτιμώ δεόντως. Ήθελα να μην έφευγε, ήθελα να υπήρχε. Θα μπορούσε να πορευτεί με τους άλλους ανθρώπους. Δεν μπορώ με τη σκέψη εκείνου. Είναι ένα βαθύ πλήγμα αυτό, οικογενειακό, που μας καίει και μας πάει βήμα βήμα. Τοίχο τοίχο. Δεν εστιάζω εκεί, ότι έχω βαθύ πόνο και φταίνε οι άλλοι. Δε φταίνε οι άλλοι.
Μπορεί να έφταιξα κι εγώ στο θέμα της καριέρας. Δε μου αρέσει αυτή η λέξη «καριέρα». Λέμε πιο μπροστά. Καλά είμαι στο βαπόρι που είμαι. Το παράσημό μου ξέρεις από πού είναι; Από τους μεγάλους καλλιτέχνες που λένε, τι τραγουδισταρού είναι αυτή. Αυτό μου φτάνει. Ξέρεις τι γαλόνι είναι αυτό; Δούλεψα και στη Συγγρού, ένα διάστημα. Όχι μόνο στη Συγγρού. Οι άνθρωποι που λένε αυτό, που δε συνυπήρξαμε επαγγελματικά. Μ' ακούγανε, ερχόντουσαν. Όλοι έχουν έρθει. Καλός άνθρωπος και πάρα πολύ καλή καλλιτέχνις. Και τελευταία το είπε και μια άλλη κυρία, απορώ με σένα! Δεν πειράζει, δεν είμαι καλά εδώ που είμαι; Δε διαμαρτύρομαι. Είμαι καλά.
Έχω πολλές ευαισθησίες. Είμαι ευαίσθητος άνθρωπος. Δε φαίνεται αυτό. Δε φαίνεται, γιατί βλέπουν ένα σκληρό άνθρωπο. Η σκληρότητα είναι άμυνα για να μην είσαι πολύ ευαίσθητος.
(Πίνει νερό από το ποτήρι. Το αδειάζει.)
Πολλά είδαν τα μάτια μου. Κι άκουσαν τ' αυτιά μου. Φόνος να γίνει στο μαγαζί μπροστά μου και να με ρωτήσει ο πολισμάνος τι είδα. Δεν ξέρω. Δεν είδα. Θα τους πω. Έχω πάντα το στόμα κλειστό. Δε γνωρίζω τίποτα.
Πολλές φορές παίρνω το ΚΤΕΛ και πάω στο Λουτράκι. Αριστερά στο δρόμο είναι το τάγμα. Υπηρέτησε μετά το Κιλκίς. Κρύο, ζέστη, εγώ εκεί. Τους παίρνω τσιγάρα, μπισκότα, καραμέλες. Νομίζω πίσω από τη σκοπιά, στην πύλη θα βγει να τον δω. Τον βλέπω με το λουκάνικο στον ώμο να φεύγει από κει με το πλοίο, για την Κύπρο. Το '74. Δέκα εννιά ετών, στην Ελδύκ. Δεν πήγα ποτέ στην Κύπρο. Τον φαντάζομαι ζωντανό. Μετά το χαμό του, ήρθαν να με πάρουν για μεγάλα μαγαζιά. Μου μιλάγανε για διαφήμιση και τέτοια. Ήμουν νεκρή. Είπα, όχι. Αρνήθηκα. Έκανα ένα σοβαρό χειρουργείο. Επέζησα. Είχα λίγα λεφτά στην άκρη και πήρα τα Χρυσά Κλειδιά. Αυτά μέχρι το '79. Μετά στο Κανόνι, με τη Στέλλα. Ωραία φωνή. Καλό παιδί. Όμως ξανάπεσα. Δεν ξεπερνιέται. Δεν είναι μικρό πράγμα. Απλά υπάρχει. Προσεύχομαι και υπάρχω. Όπως όλοι. Όπως κάθε άνθρωπος που χάνει έναν άνθρωπο. Δεν το βάζεις στην πάντα αυτό. Στην πάντα είμαι εγώ. Τα αγόρια όταν λένε την αλήθεια είναι όμορφα. Με σκλαβώσανε οι φατσούλες τους στο Λουτράκι. Τα ματάκια τους που είναι όμορφα, η καλοσύνη που εκπέμπουν τα μάτια τους. Ο Δημήτρης είναι το σημείο αναφοράς στη ζωή μου.
Θα επανέλθω ως Γιώτα με τη φυσαρμόνικα. Σαν γάτα που είναι περήφανη. Αυταρχίλα. Είχα ένα γάτο χρόνια μαζί μου. Έξυνε τα νύχια του στην κουρτίνα. Δεν έσπαγε τίποτα. Περνούσε ανάμεσα στα βάζα, στα άνθη, χωρίς να ρίξει τίποτα. Σηκώθηκε αέρας. Έτσι θέλω να φύγω, όπως ήρθα. Δε θέλω να φύγω σορός.
σχόλια