Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κυψέλη. Η μάνα μου είχε καφετέρια στη Φωκίωνος Νέγρη, οπότε από παιδάκι ήμουν πέρα-δώθε στην πλατεία. Θυμάμαι τα πανκιά με σκισμένο τζιν παντελόνι, άσπρο ψηλό πόνι μποτάκι, τζιν μπουφάν και τα μαλλιά λοφίο να κάθονται στη σειρά και να με τρομάζουν. Πέρναγα από μπροστά τους γρήγορα-γρήγορα όταν σχόλαγα από το σχολείο, γιατί τους φοβόμουν. Οι γονείς μου εκεί μένουν ακόμα, εγώ μένω στο Μαρούσι πια, δίπλα στο Μall. Η αλλαγή είναι μεγάλη. Έχω μείνει στο Γαλάτσι, στην Κυψέλη και στα Εξάρχεια, τέρμα Καλλιδρομίου, ψηλά, σε ένα σπίτι σε ταράτσα, που ουσιαστικά ήταν δύο σπίτια σε ένα. Το καθιστικό, η κουζίνα και το μπάνιο στη μία πολυκατοικία και η κρεβατοκάμαρα στη διπλανή – περπάταγες πενήντα μέτρα μέχρι εκεί. Όταν έβρεχε, χρειαζόσουν ομπρέλα και το βράδυ το σκεφτόσουν να σηκωθείς για να πας στην τουαλέτα.
• Οι γονείς μου δεν είχαν καμία σχέση με την τέχνη, ήταν cool όμως όταν πήγαινα και τους έλεγα: «Χθες το βράδυ έβαφα έναν τοίχο και με κυνήγαγαν οι μπάτσοι, αλλά, ευτυχώς, γλίτωσα». Ανησυχούσαν, βεβαίως, και μου έλεγαν «μην τα κάνεις αυτά, γιατί άμα σε πιάσουν, θα σε αφήσουμε στο κρατητήριο», πιστεύω όμως ότι το γούσταραν και λίγο στα κρυφά. Ήμουν καλός μαθητής, αλλά επειδή ήμουν περίεργος τύπος στο σχολείο, οι καθηγητές δεν μου έβαζαν καλούς βαθμούς. Στα μαθηματικά ο καθηγητής μού είχε 14 και στις Πανελλήνιες έγραψα 19,9. Μετά ήρθε και μου είπε «συγγνώμη, αλλά σε έβλεπα να βαριέσαι». Όντως βαριόμουν. Πέρασα στην Αρχιτεκτονική στον Βόλο χωρίς να έχω κάνει καν μαθήματα σχεδίου.
• Η πρώτη φορά που πήγα για γκράφιτι ήταν με έναν φίλο μου από το χωριό της μάνας μου, τα Λεγρενά, που σχεδίασε ένα Cypress Hill κάτω από μια μπασκέτα. Δεν το έκανα εγώ, αλλά κόλλησα. Ήταν βράδυ, αλητεία και με είχε ξετρελάνει. Με αυτόν κάναμε παρέα το καλοκαίρι στις διακοπές, μετά τον βρήκα στην Αθήνα και φτιάξαμε crew. Όλοι ήμασταν παιδάκια, 14-15 χρονών, εγώ ήμουν 13, ο πιο μικρός. Το πρώτο crew μας ήταν η RNC (άρνηση), μετά έγινε COP (σιωπή), στη συνέχεια SAR και εξελιχθήκαμε σε πολύ κωλόπαιδα. Βάφαμε τρένα και μας τρέχαν οι μπάτσοι, ήταν καθημερινή υπόθεση αυτό το πράγμα. Βγαίναμε για bombing πέντε άτομα με σπρέι και ήμασταν ο φόβος και ο τρόμος των Πατησίων. Γίναμε adrenaline junkies, ήταν συναρπαστικό να σε κυνηγάνε και να τρέχεις. Από 1996 μέχρι το 2000 ήμουν εθισμένος στην αδρεναλίνη. Το ζητάγαμε το κυνηγητό. Λέγαμε «να πάμε εκεί που είναι πιο safe ή εκεί που είναι αλητεία;». Και πηγαίναμε στην αλητεία.
Ο καλλιτέχνης που συνεργάζεται με μια γκαλερί στο εξωτερικό είναι στο επάγγελμα, μπορεί να ζήσει από αυτό, να πληρώσει τους λογαριασμούς του, το ενοίκιό του. Εδώ είναι πολύ δύσκολο, ακόμα και στις καλές γκαλερί πια – μιλάω για έναν σχετικά νέο καλλιτέχνη, δεν ξέρω τι γίνεται με τους πιο φτασμένους.
• Στον Βόλο, στην Aρχιτεκτονική, ήταν άλλη πραγματικότητα. Την αλητεία και το crew το αντικατέστησαν οι συμφοιτητές και άλλαξαν και τα ενδιαφέροντά μου: υπήρχε πια η Αρχιτεκτονική, τέχνη, μουσική... Είχα πάντα το κατάλοιπο του γκραφιτά, αλλά οι καθηγητές μου –ο Ψυχούλης, ο Τζιρτζιλάκης, ο Αριστείδης ο Αντωνάς, άνθρωποι που επηρέασαν πάρα πολύ τον τρόπο που σκέφτομαι– ήξεραν αυτό που έκανα και το γούσταραν. Ειδικά η φάση του παράνομου και του bombing μου είχε δώσει ένα εφόδιο, γιατί ήξερα πώς να κινηθώ μέσα στην πόλη κι όταν μας έδιναν ένα πρότζεκτ στη σχολή και την ελευθερία να κάνουμε πράγματα, είχα ανοιχτούς ορίζοντες και ήξερα τι να κάνω. Δεν ήθελα να κάνω γκράφιτι, ήθελα κάτι πιο καλλιτεχνικό. Ήταν και οι επιρροές της εποχής, τότε που εμφανίστηκε ο Banksy και άλλαξαν τα πάντα, έτσι προσπάθησα να φτιάξω κάτι δικό μου, πιο art. Έπαιρνα τη λογική του γκράφιτι, έπαιρνα και τη λογική της Αρχιτεκτονικής και της τέχνης μαζί σε ένα mix και την έκανα ένα πράγμα. Το 2001, όταν ήμουν στην πρώτη χρονιά της Αρχιτεκτονικής, γνωρίζω και τη Zoe. Ήταν θρύλος στο γκράφιτι από το 1996, ήταν η Zelda. Τη γνώρισα στην Αθήνα, αλλά έφυγε στο Βερολίνο για να σπουδάσει, έτσι πήγα κι εγώ να τη βρω. Έμεινα έναν μήνα εκεί όπου γινόταν χαμός κι έβλεπες τα πάντα στον δρόμο, ακόμα και Banksy, ήταν πολύ hot φάση το Βερολίνο εκείνη την εποχή. Πήγα τρία χρόνια στη σειρά, από έναν μήνα κάθε φορά, κι έκανα τα πρώτα μου έργα στο εξωτερικό. Ήταν τρελό το vibe. Θυμάμαι, είχαμε μπει σε μια κατάληψη όπου όλα τα δωμάτια ήταν με installation, βαμμένα με έργα, street art και χύμα, λίγο χίπικη φάση, αλλά «στριταρτοχίπικη». Δεν ξέρω πώς είναι πια, έχω να πάω από τότε.
• Tο 2004, την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, με δύο φίλους μου πήγαμε με Ιnterrail για έναν μήνα σε όλη την Ευρώπη. Πήγαμε με 500 ευρώ ο καθένας για να τη βγάλουμε όλο τον μήνα. Αν βάλεις το εισιτήριο το τρένου και τα έξτρα για τα πλοία που πήραμε στο ταξίδι, ήταν πολύ λίγα λεφτά. Παρ' όλα αυτά, είναι από τις πιο σημαντικές εμπειρίες της ζωής μου. Βάφαμε παντού. Δεν είχαμε πού να μείνουμε και κοιμόμασταν στα παγκάκια. Το τρένο γέμιζε νερά γιατί κάναμε μπάνιο μέσα στην τουαλέτα, βάζαμε τον πισινό μας μέσα στον νιπτήρα και πλενόμασταν, πλενόμασταν σε τουαλέτες φαστφουντάδικων, σε βρύσες και σιντριβάνια. Πήγαμε και σε «κουλές» πόλεις. Στο Μόντε Κάρλο κοιμόμασταν στον Βασιλικό Κήπο, στα σιντριβάνια, σε μια πόλη όπου όλοι είναι κυριλέ και δεν υπάρχει δείγμα άστεγου, πήγαμε στη Βαρκελώνη και στη Μαδρίτη, αλλά και στη Σαραγόσα, στο Μονπελιέ, στο Παρίσι, στο Νότινγχαμ, στο Λονδίνο, στο Πόρτσμουθ, στο Άμστερνταμ, στις Βρυξέλλες και στο Μιλάνο. Μέσα σε έναν μήνα γυρίσαμε όλη την Ευρώπη. Αν συνδυάσεις καλά τις διαδρομές του τρένου, δεν χρειάζεται να μένεις σε ξενοδοχεία, γιατί κοιμάσαι σε αυτό. Κατεβαίναμε στη Βαρκελώνη κι όλο το βράδυ δεν κοιμόμασταν, βάφαμε και τρέχαμε από δω και από κει, παίρναμε το απογευματινό τρένο και κοιμόμασταν μέχρι το πρωί. Ή κοιμόμασταν μέσα στους σταθμούς για 3-4 ώρες μέχρι να έρθει το τρένο. Στο Άμστερνταμ μπορείς να κάνεις τα πάντα, εκτός από το να κοιμηθείς έξω. Μας έριξαν πρόστιμο 90 ευρώ, τα οποία δεν πληρώσαμε, βέβαια, ποτέ.
• Από το 2010 άλλαξαν κάποια πράγματα και προσανατολίστηκα προς τα έξω. Αποφάσισα να κυνηγήσω την τύχη μου και να φύγω όσο μπορώ. Πήγα Ιαπωνία, Βραζιλία, στο τέλος του 2010 έκανα ένα μεγάλο πρότζεκτ στην Οσάκα με φουσκωτά και το 2011 το «Wynwood Walls» στο Μαϊάμι, ένα μεγάλο πρότζεκτ που το ξεκίνησε ο Tony Goldman πριν από κάποια χρόνια. Αυτός είχε στην ιδιοκτησία του ξενοδοχεία και πολλά κτίρια στη Νέα Υόρκη και είναι υπεύθυνος για την ανάπλαση όλου του Μαϊάμι Μπιτς, την αναβίωση του αρ ντεκό. Πήρε το κομμάτι μιας περιοχής και της άλλαξε το όνομα, την έκανε Wynwood – σαν να άλλαξε όνομα στη Μεταμόρφωση ή στο Χαλάνδρι. Το Wynwood Walls είναι ένας περιφραγμένος χώρος με τοίχους που στο εσωτερικό του έχει εστιατόριο και γκαλερί και σκέφτηκε να καλέσει αρχικά γύρω στα 20 άτομα για να κάνουν μεγάλου μεγέθους έργα. Έχουν βάψει εκεί όλα τα μεγάλα ονόματα του παγκόσμιου street art. Όταν ξεκίνησε, η περιοχή ήταν γκέτο, δηλαδή «γκάνια», συμμορίες, δεν πάταγες, και σήμερα έχει πάνω από 500 τεράστια murals, γκαλερί. Είναι αξιοθέατο που υπάρχει σε όλους τους τουριστικούς οδηγούς και όλο το ενδιαφέρον του art budget στο Μαϊάμι στρέφεται προς τα εκεί. Στην πρώτη φουρνιά που έβαψε ήταν και ο Στέλιος ο Φαϊτάκης. Εγώ ήμουν στη δεύτερη φουρνιά, πήγα το 2011. Είχα ξεκινήσει να συνεργάζομαι ήδη με γκαλερί της Νέας Υόρκης –τότε με την Opera Gallery, τώρα με την Allouche Gallery–, οι οποίες γνώριζαν την curator εκεί. Ήταν η πρώτη φορά που πήγα στην Αμερική, μετά βρέθηκα στη Νέα Υόρκη. Εκεί έβαψα παράνομα για δύο ώρες στον δρόμο, κάτι που θεωρείται πολύ δύσκολο. Το έλεγα σε διάφορους Νεοϋορκέζους και δεν το πίστευαν. Οι περισσότεροι κάνουν στένσιλ, πέιστ, αυτοκόλλητα, κάτι γρήγορο.
• Την επόμενη χρονιά, το 2012, έκανα την πρόσοψη στο ελληνικό περίπτερο στην Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής στη Βενετία. Το 2013 πήγα στο Ντιτρόιτ για ένα πρότζεκτ παρόμοιο με αυτό του Wynwood Walls. Το Ντιτρόιτ είναι μια πολύ περίεργη πόλη, μια περιοχή που αναβαθμίζεται. Για να φανταστείς, αν ενδιαφερθείς να μετατρέψεις έναν ουρανοξύστη σε κάτι δημιουργικό, μπορεί να σ' τον δώσει ο δήμος τσάμπα. Ή μπορείς με 200.000 δολάρια να αγοράσεις ένα κτίριο 15 ορόφων. Είναι όμως μια εντελώς έρημη πόλη. Περπάταγα στο κέντρο της ανάμεσα σε ουρανοξύστες και δεν είχε μαγαζιά, ήταν όλα κλειστά κι αισθανόσουν σαν να έγινε πόλεμος ή σαν έπεσε επιδημία και οι άνθρωποι τα παράτησαν κι έφυγαν. Ένα τεράστιο γκράφιτι έγραφε Zombieland, τα φαστφουντάδικα ήταν σκονισμένα, αλλά με όλα τα αντικείμενα μέσα άθικτα, τις ταμπέλες τους, όπως όταν λειτουργούσαν. Και για μεγάλες αποστάσεις δεν βλέπεις ούτε έναν άνθρωπο, εμφανίζεται πού και πού κανένας που έρχεται να σου ζητήσει λεφτά. Κι όπου βλέπεις εκατό άτομα μαζεμένα, είναι για συσσίτιο. Μόνο εκεί βλέπεις κόσμο. Το Ντιτρόιτ ήταν μια πόλη πέντε εκατομμυρίων κι έφτασαν να είναι 800.000. Σε ποσοστό 80% τα κτίρια στο κέντρο κυρίως είναι εγκαταλειμμένα, έφυγαν όλοι και πήγαν στα προάστια. Εκεί, λοιπόν, υπάρχει μια γκαλερί, η Library Street Collective, που συνεργάστηκε με ένα άδειο κτίριο και σε κάθε όροφο έβαλαν street artists που έφτιαξαν murals στους τοίχους. Αυτός ήταν ο λόγος που πήγα. Κι εγώ, που έχω πάει κι έχω βάψει στις φαβέλες στη Βραζιλία, στο Ντιτρόιτ φοβήθηκα περισσότερο. Γιατί στις φαβέλες βλέπεις παιδάκια, βλέπεις χαρά. Μπορεί να εμφανίζονται 10χρονοι με όπλα, αλλά δεν είσαι μόνος σου, όπως στο Ντιτρόιτ – μπορεί να φωνάζεις βοήθεια και να υπάρχει ένας άνθρωπος. Είναι τρομακτικό και φοβερό πράγμα να βλέπεις να ερημώνουν οι πόλεις. Μου έκαναν και πλάκα, επειδή ήμουν ο μόνος Έλληνας στο πρότζεκτ: «Ήρθες από τη χρεοκοπημένη Ελλάδα στο χρεοκοπημένο Ντιτρόιτ».
• Στη Νότια Αμερική, επειδή ξέρουν από ΔΝΤ, Βραζιλία, Αργεντινή, όταν είδαν στις ειδήσεις ότι χρεοκοπήσαμε έρχονταν και μου έφερναν φαγητό και με κοιτούσαν με συμπόνια. Ήξεραν ότι αν μια χώρα μπει στο ΔΝΤ, «την έκατσε». Μου το έλεγαν όταν ήμουν εκεί το 2010 αυτό το πράγμα και δεν ήξερα τι είναι το ΔΝΤ, το ακούγαμε, αλλά δεν το χαμπαριάζαμε. Γέλαγα από μέσα μου κι έλεγα «εντάξει, νομίζουν ότι εμείς χρεοκοπήσαμε και θα είμαστε μέσα στη φτώχεια», επειδή εκεί ήταν φτώχεια πραγματική, μου ζήταγαν να πιουν λίγο από το νερό που έπινα, να τους βάλω λίγο σε ποτήρι απ' τα σκουπίδια ή να κόψω από το σάντουιτς που έτρωγα για να τους δώσω. Όταν ο άλλος σου ζητάει λεφτά, λες ότι το κάνει επειδή αυτή είναι η φάση του, αλλά όταν σου ζητάει ένα κομματάκι σάντουιτς, είσαι σίγουρος ότι πεινάει. Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω γιατί με κοιτούσαν με συμπόνια.
• Το 2015 έκανα την πρώτη ατομική μου έκθεση στη Νέα Υόρκη, που ήταν ορόσημο για μένα. Το λες ως πιτσιρικάς ότι «θα κάνω ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη» και το θεωρείς άπιαστο όνειρο. Για μένα έγινε πραγματικότητα. Τα δεδομένα στην τέχνη στη Νέα Υόρκη είναι διαφορετικά, το «μέτρια» εκεί είναι «πολύ καλά» εδώ. Είναι σούπερ. Οπότε, μπορώ να πω ότι πήγα μια χαρά. Ο καλλιτέχνης που συνεργάζεται με μια γκαλερί στο εξωτερικό είναι στο επάγγελμα, μπορεί να ζήσει από αυτό, να πληρώσει τους λογαριασμούς του, το ενοίκιό του. Εδώ είναι πολύ δύσκολο, ακόμα και στις καλές γκαλερί πια – μιλάω για έναν σχετικά νέο καλλιτέχνη, δεν ξέρω τι γίνεται με τους πιο φτασμένους. Πιο παλιά συνέβαινε κι εδώ.
• Αυτό που μου αρέσει στους καλλιτέχνες –street artists, μεγάλα ονόματα– που γνώρισα στη Νέα Υόρκη είναι που είναι πολύ απλοί και ήρεμοι άνθρωποι, δεν την έχουν «ακούσει» καθόλου. Και μπορεί να βγάζουν απίστευτα χρήματα, να είναι πάρα πολύ γνωστοί, αλλά είναι προσγειωμένοι και προσιτοί. Έρχονται να σου μιλήσουν, σου ζητάνε να βγεις μαζί τους, είναι ωραίο αυτό το πράγμα. Μου έκανε εντύπωση πόσο απλή ήταν η curator στο Μαϊάμι, πήγαμε και φάγαμε μπέργκερ, δεν είχε τίποτα το κυριλέ, δεν το έπαιζε κάπως, ήταν χύμα – στη δουλειά τους όμως είναι όλοι πάρα πολύ οργανωμένοι, σκυλιά. Όταν τέλειωσα το κομμάτι που ζωγράφιζα, της λέω «θα πάω Νέα Υόρκη για μια εβδομάδα» και βγάζει τα κλειδιά της και μου λέει «πήγαινε στο σπίτι μου!».
• Έχω πει διάφορες ιστορίες για το b. κατά καιρούς, όλες απάτες, ψεύτικες. Η αληθινή είναι η εξής: υπήρχε ένας τύπος που είχε ένα τζαζ μπαρ κοντά στον Ερυθρό Σταυρό κι εγώ είχα βάψει εκεί ως Bugs, που ήταν το tag μου. Μου ζήτησε να με πληρώσει να κάνω κάτι τζαζ στο μαγαζί του και αποφάσισα να το κάνω. Το 1999 είχα βάψει όλη την περιοχή και δεν ήθελα να κάνω το ίδιο tag, να μη δώσω και στόχο στους άλλους που τους είχα βάψει τα ρολά – θα μάθαιναν ποιος είμαι. Όσο δούλευα το σχέδιο που του έκανα, έγραψα ένα b. για να το παίξω και λίγο πιο αρτιστίκ. Μου άρεσε και υπέγραφα έτσι. Στη συνέχεια υπέγραφα και ως Bugs και ως b. Αργότερα, στον Βόλο, όπου έκανα πράγματα που ήταν πιο street art, έβαζα το b. γιατί δεν κόλλαγε να βάλεις tag.
• Το street art το έχω στο αίμα μου, αλλά τώρα δουλεύω πιο πολύ στο στούντιο. Τον τελευταίο χρόνο δουλεύω τη νέα ατομική μου έκθεση σε συνεργασία με την Allοuche Gallery της Νέας Υόρκης. Είναι αρκετά πιο πολιτικοποιημένη. Είναι μια σειρά από έργα με ράφια σούπερ-μάρκετ, τα οποία, αντί για τιμές, έχουν στατιστικά στοιχεία που αφορούν την παγκόσμια φτώχεια, την κλιματική αλλαγή, την ελευθερία του λόγου. Είναι στην ουσία ένα concept που δουλεύω κι έχει σχέση με την κατάληψη του χώρου. Δηλαδή, καταλαμβάνω συμβολικά τον χώρο των ραφιών του σούπερ-μάρκετ και, αντί για τιμές, βάζω στατιστικά δεδομένα από παγκόσμιους οργανισμούς, τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, στοιχεία που είναι πραγματικά, από έρευνες: «το 50% του πληθυσμού της γης ζει με λιγότερα από 2,5 δολάρια τη μέρα», «το 1% του πληθυσμού της Γης κατέχει τον μισό πλούτο της Γης», «το 98% του πληθυσμού της Αιθιοπίας δεν έχει πρόσβαση στο Ίντερνετ», «με 60 δισεκατομμύρια δολάρια μπορεί να λυθεί το πρόβλημα της ακραίας φτώχειας, ενώ μπορεί να σπαταλιούνται 30 δισεκατομμύρια για αρώματα ή για παγωτό μόνο στην Ευρώπη και στην Αμερική». Αυτά τα δεδομένα μπορεί να δημιουργήσουν μια εικόνα για τον κόσμο σήμερα. Ο τίτλος της έκθεσης είναι «Space Occupied Space», με αρχικά SOS. Είναι μια κλήση στον κόσμο για το τι συμβαίνει σήμερα. Όλα αυτά τα δεδομένα στα προϊόντα που δημιουργώ είναι η αντίθεση στον χαρούμενο κόσμο της διαφήμισης, κάτι που δημιουργώ κι εγώ γενικά με τα έργα μου. Αυτό που κάνω είναι πολύ χαρούμενο, είναι ποπ, πολύ φάνκι, στην ουσία είναι κάτι που θέλεις να το έχεις, όπως οι συσκευασίες από τα δημητριακά και τις μαρμελάδες. Και χρησιμοποιώ αυτή την ικανότητα να φτιάχνω πράγματα που σε κάνουν να αισθανθείς οικεία ή σε ελκύουν για να πλησιάσεις και να διαβάσεις τα γραμματάκια που λένε: «5.000 άνθρωποι πεθαίνουν κάθε μέρα γιατί πίνουν νερό που δεν είναι καθαρό».
• Έχω μια αδυναμία: μου αρέσει πολύ το σούπερ μάρκετ. Τρελαίνομαι. Και όταν πηγαίνω σε μια ξένη χώρα, μου αρέσει να μπαίνω σε ένα σούπερ-μάρκετ και να βλέπω τα προϊόντα, έχω τρέλα με τις συσκευασίες. Είμαι συλλέκτης συσκευασιών instant noodles, οι πιο πολλές είναι απίστευτες.
• Είναι μεγάλο το όφελος που έχω από την street art. Με πρόφαση αυτό που κάνω μπορώ να έρθω κοντά σε καταστάσεις και σε μέρη που δεν θα μπορούσα να συναντήσω ως τουρίστας. Στις φαβέλες δεν θα πήγαινα ποτέ και πολύ δύσκολα θα ερχόμουν τόσο κοντά με τους ανθρώπους. Όταν ήρθε ένα παιδάκι εκεί και μου έφερε ένα κουτάκι Coca-Cola να πιω, επειδή έσταζα ολόκληρος από τον ιδρώτα, το έκανε επειδή εγώ ζωγράφιζα. Μου έπαιρναν τα πινέλα και ζωγράφιζαν κι αυτά, με αγκάλιαζαν, ενώ, αν πήγαινα ως τουρίστας κι έβγαζα απλώς φωτογραφίες, δεν θα μου μιλούσε άνθρωπος. Θα ήμουν παρείσακτος και μπορεί και να με έδιωχναν. Το ταξίδι δεν είναι επίσκεψη σε ζωολογικό κήπο, είναι κάτι που αξίζει να ζήσεις από μέσα. Είναι άλλο να πας σε μια χώρα και να κυκλοφορείς με έναν ντόπιο, να μείνεις στο σπίτι του, να τον ζήσεις στην καθημερινότητα και στη δουλειά του και άλλο να πας να δεις μόνο κάνα δυο αξιοθέατα. Άλλη Αθήνα θα δεις αν μένεις με έναν Έλληνα φίλο σου στη Νέα Ιωνία και σε πάει να φας σουβλάκι στα Πετράλωνα και άλλη αν πας μόνο στο Μουσείο της Ακρόπολης, στον Παρθενώνα και στην Πλάκα.
• Παρά το ότι έχω ακούσει ένα σωρό αρνητικά για την documenta, εμένα ως δράση μέσα στην Αθήνα μου άρεσε. Ξεκινώντας από τον τίτλο «Μαθαίνοντας από την Αθήνα», εμείς πρέπει να κάνουμε το αντίθετο, να μάθουμε από την documenta. Δεν είναι απλώς μια έκθεση εντυπωσιακή, με κατασκευές, γλυπτά, που σε κάνει να λες «πω πω, πόσα λεφτά έδωσε για να φτιάξει αυτό το πράγμα», και νομίζω ότι σε διδάσκει ότι υπάρχει η πόλη, η ενέργεια, οι χώροι, και μπορούμε να κάνουμε και από μόνοι μας τέτοια πράγματα. Δεν γίνεται να προσπαθήσεις να κάνεις κάτι που δεν είσαι, διοργανώσεις πέρα από τις δυνάμεις σου, όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ή να κάνεις κι εσύ μια documenta, αλλά πρέπει να κάνεις κάτι το οποίο είναι στα μέτρα σου, να το αγαπήσεις και να το κάνεις, να μην προσποιηθείς ότι είσαι κάτι άλλο. Η μεγαλομανία μάς έχει φάει. Αυτό που λένε ότι «η Αθήνα είναι το νέο Βερολίνο» δεν ισχύει, η Αθήνα έχει άλλο χαρακτήρα, πρέπει να εκμεταλλευτούμε όμως την ενέργεια που έχει. Κι αυτό που ακούς ως σχόλιο ότι «εδώ ο κόσμος πεινάει και αυτοί κάνουν την documenta» μπορείς να το πεις σχεδόν για τα πάντα. Δεν θα γινόταν ποτέ τίποτα με αυτό το σκεπτικό.
• Η Αθήνα μου αρέσει, και το λέω μετά από διάφορες εμπειρίες που είχα σε άλλες πόλεις. Μου αρέσει η ενέργεια που έχει και οι καταστάσεις στις οποίες μπορείς να βρεθείς. Όταν έρχονται φίλοι από το εξωτερικό και τους πάω βόλτα, είναι κάτι πρωτόγνωρο γι' αυτούς όλες αυτές οι καταστάσεις που συμβαίνουν, από το πιο απλό, από το γεγονός ότι όλοι είναι έξω και πίνουν τσίπουρα και καφέδες στον δρόμο μια καθημερινή και τους χτυπάει ο ήλιος, μέχρι τις δύσκολες καταστάσεις που θα ήθελα να μην υπήρχαν, αλλά σε προσγειώνουν και σε κάνουν να νιώθεις ότι δεν ζεις σε μια φούσκα. Έχω πάει σε κάτι τέλειες περιοχές, στην Ολλανδία π.χ., όπου νιώθεις λες και είσαι Ρlaymobil σε μια ψεύτικη χώρα, δεν το μπορώ αυτό το πράγμα. Είναι ωραίο να είναι όλα αποστειρωμένα και να μην πέφτει ούτε τσίχλα κάτω, αλλά αυτή η ελευθερία που έχεις εδώ να πετάξεις ή να μην πετάξεις την τσίχλα και αν την πετάξεις δεν έγινε και τίποτα είναι ωραία. Μπορεί να μην είναι το σωστό, αλλά είναι μέσα στο ταμπεραμέντο μας.
• Δύναμη στην παρούσα φάση μού δίνει η κόρη μου. Η αίσθηση ότι παίζουμε και ξεχνιέμαι, που νιώθω σαν παιδί και ζω στο τώρα. Οι βουδιστές μοναχοί σού λένε ένα πράγμα: «Ζήσε το τώρα». Είναι μεγάλη υπόθεση και δεν μπορείς να το κάνεις. Αν καθίσεις να παίξεις με ένα παιδί, μετά από μισή ώρα έχεις ξεχαστεί, παίζεις με τα παιχνίδια του κι έχεις ξεχάσει τα πάντα. Ξαναγίνεσαι κι εσύ παιδί. Αυτό μου δίνει δύναμη. Όσο παίζω μαζί της, δεν σκέφτομαι τίποτα. Η κόρη μου με άλλαξε πάρα πολύ. Δεν σκέφτομαι πια τόσο για την πάρτη μου, είναι άλλη η προτεραιότητα. Και η γυναίκα μου και το παιδί μου μού δίνουν χαρά.
• Η ζωή με έμαθε ότι αν θέλεις να επιβιώσεις πρέπει να αλλάξεις τον ελληνικό τρόπο σκέψης. Και να συνεχίσεις την προσπάθεια. Ο πατέρας μου λέει κάτι που το πέρναγα μέχρι τώρα στο ντούκου: «Να είσαι αξιοπρεπής, να μη είσαι λαμόγιο, να λες αυτό που εννοείς, να έχεις μια αξιοπρέπεια, όπως την είχαν παλιά». Ο παππούς μου και ο προπάππος μου μπορεί να μην είχαν λεφτά, να μην είχαν στην ουσία να φάνε, αλλά ήταν αξιοπρεπείς. Το σκέφτομαι συχνά τελευταία και λέω στον εαυτό μου «αυτό να το κρατάς στο μυαλό σου».
Ο b. συμμετέχει στο 2ο Public Art Festival του Studio 4 που θα γίνει 6/5-24/6, www.publicartfestival.gr