Πολλές πρωτιές, θετικές και αρνητικές, του αποδόθηκαν για την πολιτεία του και άλλες τόσες εσχατολογίες (ο τελευταίος των...) υπό τη μορφή πάσης φύσεως και προδιάθεσης επικήδειων αναφορών, προκαλώντας τις αναμενόμενες εχθροπραξίες στα ηλεκτρονικά μέσα. Το βέβαιο είναι ότι θα πρέπει να ήταν ο πρώτος ή ένας από τους ελάχιστους 99χρονους που η αναγγελία θανάτου τους προκάλεσε αρχικά τόση έκπληξη, τύπου «Έλα ρε, σοβαρά; Συνέβη κι αυτό τελικά;». Ίσως να μην μπορούσε να προβλέψει κανείς πότε (και εάν;) θα πέθαινε ο Μητσοτάκης –η ακμαία μακροβιότητά του ανήκε στην περιοχή του μύθου, όπως και η «παροιμιώδης», υποτίθεται, γκαντεμιά του–, μπορούσε να προβλέψει όμως άνετα το μαλλιοτράβηγμα που θα επακολουθούσε κατά την αποτίμηση του τεθνεώτος, ο οποίος, εξ ορισμού σχεδόν, ήταν όχι μόνο ο πιο αμφιλεγόμενος ίσως από τους μεγάλους πολιτικούς της μεταπολεμικής γενιάς αλλά και ο πιο «εμβληματικός» στους συμβολισμούς, αρνητικούς κυρίως, που του επιφύλαξε να εκπροσωπεί μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης. Δικαίως ή αδίκως, του αποδόθηκε σε μια πολύ κρίσιμη πολιτική στιγμή ο κεντρικός ρόλος του καρτούν Κακού της ιστορίας –και κάποια στοιχεία στο παράστημα και στην κινησιολογία από Μπόρις Καρλόφ και Μπέλα Λουγκόζι βοήθησαν ακολούθως στην ενίσχυση και στη διαιώνιση της εικόνας αυτής– και από τότε δεν κατάφερε ποτέ να τον αποποιηθεί πειστικά στην αντίληψη του κοινού.
Περί της αξιολόγησης του πολιτικού βίου του υπάρχουν άλλοι, πιο αρμόδιοι συμπολίτες μας (δυο-τρία εκατομμύρια τουλάχιστον) να μιλήσουν. Μπορώ όμως να τονίσω πόσο υπερβολικά, τεμπέλικα, καθόλου πολιτικά και κυρίως βάναυσα κακόγουστα μου φαίνονταν πάντα όλα αυτά τα κακότροπα στερεότυπα που τον συνόδευαν, ίσως και επειδή μεγάλωσα σε φιλικά προσκείμενο οικογενειακό περιβάλλον. Κατά το ήμισυ τουλάχιστον: ο πατέρας ήταν Κρητικός, «βενιζελικός», κεντρώος και μητσοτακικός, ενώ η μαμά, ως πιο οπαδική δεξιά, απλώς ανεχόταν –και ανέχεται– το «ξένο σώμα» της οικογένειας Μητσοτάκη – πρόσφατα μάλιστα έσφιξε τα δόντια και πήγε να ψηφίσει τον Κυριάκο «για το καλό της παράταξης». Τον ρόλο του κακού της Ιστορίας τον έπαιζε ο Αντρέας σπίτι μας και εδώ που τα λέμε, αν το δούμε με κινηματογραφικούς όρους, εκείνος το είχε πιο πολύ. Μπορεί να διαφωνούσα για τα πάντα σχεδόν με τους γονείς, αλλά μπορούσα άνετα να συμμεριστώ τη δυσανεξία προς τη χωρίς προσχήματα δημαγωγία του Αντρέα πολύ περισσότερο από τα κραυγαλέα αντι-μητσοτακικά πρωτοσέλιδα του «Ποντικιού» («Αρχηγός ή κώλος;») και κατόπιν της «Αυριανής», με εκείνη τη φωτογραφία από την Κατοχή. Εν ολίγοις, ήταν πολύ πιο πιθανό να ακούσω το παιδικό και χαζοχαρούμενο αστειάκι «Ο Κώστας, ο Μήτσος και ο Τάκης» παρά το «Μητσοτάκη, κάθαρμα» που ενδεχομένως άκουγαν, σαν αντήχηση από τα Ιουλιανά, άλλα παιδάκια στο σπίτι τους.
Μπορεί να διαφωνούσα για τα πάντα σχεδόν με τους γονείς, αλλά μπορούσα άνετα να συμμεριστώ τη δυσανεξία προς τη χωρίς προσχήματα δημαγωγία του Αντρέα πολύ περισσότερο από τα κραυγαλέα αντι-μητσοτακικά πρωτοσέλιδα του «Ποντικιού» και κατόπιν της «Αυριανής».
Η αλήθεια είναι ότι έμοιαζε ώρες-ώρες να το ζητάει κι ο οργανισμός του το σιχτίρισμα και να υπονομεύει αυτοκαταστροφικά ο ίδιος τις προοπτικές να αποκτήσει λαϊκό έρεισμα. Συχνά, χωρίς καμία πίεση. Όπως τότε που είχε ξεφουρνίσει το περίφημο «unfair» σχετικά με το δημοψήφισμα για το πολίτευμα (ατάκα που πετάς μόνο αργά το βράδυ σε πάρτι βασιλοφρόνων, επειδή θες να είσαι κοινωνικός) και μετά τον έδειχνε ο φακός να καπνίζει μέσα σε νέφος μαύρου νταλκά και βαθιάς περίσκεψης. Δεν το έβαλε όμως κάτω, ακόμα και μετά την πτώση της κυβέρνησής του, όταν αναγκάστηκε να εισέλθει στην τρίτη πράξη της πολιτικής του ζωής ως Επίτιμου, ως πατριάρχη-μάνατζερ πολιτικής δυναστείας που διαπερνά ήδη δύο-τρεις γενιές και πάει για τέταρτη, και ως «φωνής της λογικής» στο τρελό θηριοτροφείο του πολιτικού βίου εν Ελλάδι. Κάποια χολή τού αναλογεί σαφώς – προσωπικά, θα επέλεγα να του τη φυλάξω ακριβώς για τη διαιώνιση μιας οικογενειοκρατίας που μοιάζει καταπιεστική και κάπως δεν συνάδει με το αξιοκρατικό προφίλ ενός πούρου φιλελεύθερου, ασχέτως του αν ο Κυριάκος είναι πολύ πιο συμπαθής από τη συντριπτική πλειονότητα των στελεχών του κόμματός του.
Με τη θλιβερή αφορμή θυμηθήκαμε ότι υπάρχει και ο Χρήστος Σαρτζετάκης –αυτή η περιπτωσάρα που από «αδέκαστος ανακριτής» στην υπόθεση της δολοφονίας του Λαμπράκη έγινε «Αγκαλίτσας» στα πρόσχαρα '80s–, ο οποίος στο συλλυπητήριο μήνυμά του χαρακτήρισε τον εκλιπόντα «πρόσωπο στο οποίο οι Μοίρες είχαν επιδαψιλεύσει πολυπληθή τα προσόντα», σημειώνοντας ακολούθως «το μειλίχιο και την πραότητα του χαρακτήρος, τη δεκτικότητα του διαλόγου, την ευπείθειά του και ενδεχομένως συγκατάβασή του εις τον αντίλογο, οσάκις αντελαμβάνετο την ορθότητά του». Είναι βέβαιο ότι όντως υπήρξε –και υπάρχει ακόμα, όπως φαίνεται– ο Σαρτζετάκης είτε ως Ζαν Λουί Τρεντινιάν είτε ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή μήπως χτυπήσαμε μια μέρα όλοι μαζί στο κεφάλι και μας παρουσιάστηκε ως επιφοίτηση ή ως θεία δίκη για τις αμαρτίες μας;
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια