Τα Άνω Λαδάδικα είναι ένας συμβατικός όρος, που γεννήθηκε όταν η προέκταση της Τσιμισκή χώρισε στα δύο τα Λαδάδικα. Τα «Κάτω», τα ξέρεις, έχουν γίνει πρωτοσέλιδο της διασκέδασης εδώ και δεκαετίες. Στα «Άνω» – που θα σε παρακαλέσω να μην μπερδέψεις με τον Φραγκομαχαλά, όπως πολλοί συνηθίζουν και ο οποίος αρχίζει στα όριά τους, μέχρι πρότινος πήγαινες για μια μπουγάτσα του «Νέον», με θέα το μαγικό νεοκλασικό του Ωδείου. Πήγαινες να μυρίσεις, να εξερευνήσεις, ρομαντικός περιηγητής, τη κατατομή της παλιάς εμπορικής γειτονιάς, να δεις πώς ήταν η Θεσσαλονίκη πριν την τυλίξουν οι φλόγες της μεγάλης πυρκαγιάς του 1917. Να χαζέψεις τους μεγαλόπρεπους Οίκους των μεγάλων εμπορικών οικογενειών του 19ου αιώνα, Εβραίοι λαδάδες, Έλληνες χονδρέμποροι, Βαλκάνιοι, Ιταλοί και Γάλλοι που πλούτισαν από το εμπόριο του όπιου και της βδέλλας, που και τα δυό κρατούσαν κραταιά θέση στη φαρμακολογία των περασμένων αιώνων. Καπηλειά, ξενοδοχεία, οίκοι ανοχής, θαμμένα κάτω από τη σκόνη του καιρού, ξεχαρβαλωμένα παντζούρια, ερμητικά κλειστές σκαλιστές σιδερόπορτες, σκουπιδαριό, ευτραφείς αρουραίοι, μυρωδιά από παλιό καπνό, υγρασία και μια εγκατάλειψη που ολοκληρώθηκε με το σεισμό του 1978. Το χρήμα και το εμπόριο άλλαξαν ιστορία, άλλαξαν γειτονιές. Ξέμειναν κάποιες χονδρικές με είδη σπιτιού, σχοινιά, είδη συσκευασίας, κάποιες βιοτεχνίες.
Είχες κι άλλο ένα λόγο να περάσεις από δω, «Τα σουτζουκάκια του Λάμπρου» (Ολ. Διαμαντή 23, Άνω Λαδάδικα, 2310 53 32 49). Μια σχεδόν υπαίθρια ψησταριά με λαϊκό προφίλ που έψηνε τον διάσημο μεζέ της, μέχρι που ο γιος Παναγιώτης μετακόμισε πρόσφατα ακριβώς απέναντι, σε ένα εξίσου λαϊκό μαγεριό, που ταΐζει από το λαχειοπώλη, τον άστεγο, τους εναλλακτικούς μουσικούς και τους δικηγόρους της γειτονιάς –λίγο παραπέρα είναι τα Δικαστήρια. Τα λαχανικά έρχονται από το δικό του μποστάνι στο Χορτιάτη μαζί με τα άγρια χόρτα, η μοσχαροκεφαλή-σουξέ ψιλοκόβεται μέσα σε έναν πεντανόστιμο ζωμό, το χοιρινό λιώνει κυριολεκτικά και γίνεται λουκούμι στο φούρνο μαζί με τις μελωμένες πατατούλες του. Κάνει και εξαιρετικό σουτζουκάκι με ρώσικη, ντολμαδάκια, σπαλομπριζόλα, συκώτι, μπιφτέκι, αληθινές τηγανητές πατάτες σε τραγανή, λεπτή ροδέλα και οπωσδήποτε, τη σαλονικιά καυτερή πιπεριά στα κάρβουνα.
Οι πεζοδρομήσεις, τα καλλιτεχνικά γκράφιτι, το πρόγραμμα της Βιοκλιματικής Αναβάθμισης που ολοκληρώθηκε μέσα στο 16, έκαναν το πρώτο «μπαμ», άνοιξε η πεντανόστιμη «Ακαδημία», η πίτσα «Poselli», το εκκεντρικό «Takadum», το μοδάτο «Chilai», μπαράκια και καφέ, η πλατεία Εμπορίου έγινε μόδα. Τα Άνω Λαδάδικα χωρίστηκαν στα δύο, τα αναπτυγμένα και τα ακόμη παρθένα. Αλλά γι' αυτό το κομμάτι θα σου μιλήσω άλλη φορά.
Η γειτονιά γίνεται talk of the town, οι ψαγμένοι διαβλέπουν εδώ τα νέα Λαδάδικα που υπόσχονται να κρατήσουν ένα άλλο, εστέτ προφίλ με άρωμα κοσμοπόλιταν Ευρώπης.
Στην επέκταση των γκρεμισμένων μεγαλείων, σιγά-σιγά, τα φτηνά ενοίκια γέμισαν με στούντιο για εναλλακτικούς μουσικούς τα κτίρια των παλιών βιοτεχνιών, το «Olicatessen» (B. Oυγκό 4), όταν ενάμισι χρόνο πριν, o A. Στεφανίδης αποφάσισε να θάψει μια επιστημονική καριέρα για να γίνει νεο-μπακάλης με έμφαση στα απανταχού της Ελλάδας ελαιόλαδα. Τα ράφια γρήγορα γέμισαν με λιχουδιές ψαγμένες και τα καλύτερα της new age τοπικής παραγωγής, γρήγορα το ανακάλυψαν οι τουρίστες και μεις που πηγαίνουμε κάθε πρωί για τις μαγικές μπαγκέτες που γεμίζουν με καλούδια από το ψυγείο.
Λίγο πριν, το «Μαιτρ και Μαργαρίτα» (Βεροίας, 22314007586) εγκαινίασε τη νεογέννητη, χοτ πιάτσα της Βεροίας. Ντεκόρ γκριζωπό, το πιο εντυπωσιακό εδώ είναι ο τίτλος του Μπουλγκάκοφ. Και οι ξόχαρες τζαμαρίες. Τα παιδιά και ο Λάμπρος που μαγειρεύει ερμητικά κλεισμένος στον εαυτό του, πίσω από την ανοιχτή κουζίνα, δεν γουστάρουν τις πολλές τσιριμόνιες, ό,τι έχουν να στο πούν, θα στο μαγειρέψουν σε μια κουζίνα σαν ραβασάκι με την πιο νόστιμη ερωτική εξομολόγηση. Κρασιά ελληνικά άγνωστα στο ευρύ κοινό, παστός τόνος από την Κάλυμνο, λικουρίνος από τη Χαλκιδική, υπέροχο κρίταμο τουρσί, λαδοτύρι της Ζακύνθου, μεζές ψαγμένος, ζηλευτός. Και μια ελαχίστως νεοδημιουργική κουζίνα όνειρο, γκιουζλεμέδες γεμιστοί με πικάντικο αρνίσιο κιμά που συνοδεύονται από κεφίρ, μια υπέροχη σαλάτα που συνδυάζει τα αντίδια, τη ρόκα και το σπανάκι με σκοτύρι της Ίου, νεκταρίνια και φυστίκια Αιγίνης, μοσχαρίσια σπαλομπριζόλα που μαρινάρεται σε πετιμέζι και ελληνικό καφέ, πλιγούρι στο τηγάνι που μεταμορφώνεται σε ζουμερό πλιγουρότο με γαρίδες, καλαμάρι, λαχανικά και άρωμα βασιλικού, αχνιστά μύδια που αρωματίζονται με κρόκο Κοζάνης, κρασί και λουίζα.
Στο μεταξύ, η γειτονιά γίνεται talk of the town, οι ψαγμένοι διαβλέπουν εδώ τα νέα Λαδάδικα που υπόσχονται να κρατήσουν ένα άλλο, εστέτ προφίλ με άρωμα κοσμοπόλιταν Ευρώπης. Για να καταλάβεις, εδώ παίζει η ίδια διαφορά ανάμεσα στου Ψυρρή (Κάτω Λαδάδικα) και το Σύνταγμα, αν θες να παραλληλίσεις τη φάση στα καθ' ημάς πρωτευουσιάνικα. Και αίφνης, μέσα στον φετινό Σεπτέμβρη γίνεται το μεγάλο ταρατατζούμ: ένας Γορίλας αποκτά αδελφάκι, ένα νεοκλασικό ετοιμάζεται να γίνει ξενοδοχείο και ένα Ύψιλον γυρίζουν μια νέα σελίδα στην πόλη, που δεν θα είναι ποτέ πια η ίδια. Τουλάχιστον στη Βεροίας, η οποία απέκτησε σε χρόνο μέχρι να πεις κύμινο, ένα εργαστήρι με ντιζάιν κόσμημα, το mots της Μαρίας (Βεροίας 4), ένα μικρό παντοπωλείο-μεζεδοπωλείο στριμωγμένο ανάμεσα στον Γορίλα (Βεροίας 3) και το Mahalo (Βεροίας 5) αδελφάκι του. Ο Γορίλας είναι το ποτάδικο μιας ομάδας που τα έχει όλα-μαζί με το ταλέντο –από γραφίστες και bartenders μέχρι φωτογράφους και ειδικούς περί των socials. Τον Γορίλα μπορεί να τον είχες συναντήσει παλιότερα, σαν το πρώτο τρισχαριτωμένο Van Bar που έφτιαχνε τα ποτά του στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. 200 ετικέτες, κοκτέιλ, χαμηλών τόνων ιντάστριαλ αισθητική, χαμός στο ίσιωμα του πεζοδρομίου κάθε ΣΚ. Φαγητό δεν είχε. Οπότε το Mahalo έρχεται να αναλάβει την πείνα από το πρωί μέχρι το όποτε της νύχτας. Ήμουν εκεί την ώρα που άνοιγε αυλαία, απ' έξω το θρυλικό, κουκλί food truck που έκανε το όνομα διάσημο στα food festivals της Θεσσαλονίκης. «Civilized Food», μπέργκερς με άρωμα Κούβας, σάντουιτς με μαύρο ψωμί και παστράμι, νιόκι με μανιτάρια και pancakes με σοκολάτα είναι το είδος που έκανε διάσημο το πρώτο περιπλανώμενο street food της πόλης που τώρα στο Mahalo αποκτά μια πιο στέρεα κουζίνα στην ίδια λογική. Μπραντς, φρέσκα υλικά, φαγητό του δρόμου σε μια κοσμοπολίτικη εσπεράντο, mahalo πάει να πει κάτι σαν εκτίμηση ή σεβασμός στα χαβανέζικα.
Στο ενδιάμεσο, το start-up elektronio (Βεροίας 3) του Π. Ζάρκου που κατασκευάζει ηλεκτρονικά ποδήλατα σε καλεί να «ξαναφανταστείς το όχημά σου», ένα hair-pub, pub-κομμωτήριο (Βεροίας 4), δίνουν μια νέα ευκαιρία στον παλιό δρόμο των σιδεράδικων, πυρετωδώς αναμένονται νέες αφίξεις και ένας οίκος διοργάνωσης γάμων, βαφτίσεων και λοιπών διασκεδάσεων, της κουμπάρας μου Κυριακούλας Σιδηροπούλου.
Απέναντι από το παραμυθένιο Μπενσουσάν Χαν, το μέγαρο του Εβραίου εμπόρου Σαμουήλ Μπενσουσάν που χτίστηκε το 1894 και πλέον φιλοξενεί διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, το Ύψιλον είναι αναμφισβήτητα το ό,τι πιο τεράστιο έχει συμβεί στη νέα γειτονιά και όχι μόνο λόγω μεγέθους. Ο βιομήχανος Γιώργος Κύρτσης που το 1874 ίδρυσε στη Νάουσα τη μεγαλύτερη βιομηχανία επεξεργασίας βαμβακιού ήταν ο ιδιοκτήτης του υπέροχου νεοκλασικού που βγάζει στην ομώνυμη στοά. Παλιό χάνι ή εργαστήρια, η χρήση των παλιών κτιρίων της περιοχής μπερδεύεται μέσα στα χρόνια. Στο τέλος, μένει η ομορφιά. Το απέραντο λευκό μιας ανακαίνισης που εξελίσσεται και συνεχίζεται, μέχρι να βρουν τα 760 τετραγωνικά τον τελικό προορισμό τους σε ένα αέναο και δημιουργικό work in progress. Μια παρέα-ομάδα κι εδώ, πίσω από το εγχείρημα. Ρώτησα τα ονόματά τους αλλά δεν τρελαίνονται κιόλας να τα δημοσιοποιήσουν. Καθένας έχει τον τομέα του, όλοι μαζί δουλεύουν σαν τρελοί, σε ένα πρότζεκτ που φαίνεται να τους ξεπερνά. Όλοι από τον χώρο της τέχνης, του σχεδιασμού, των μπαρ, των social media. Από την πρώτη μέρα, τα τραπεζάκια της στοάς, το μπαρ, τα πολλά «μέσα», όλα γεμάτα. Από το πρωί με καφέ και laptops-καθένας μπορεί να έχει εδώ το δικό του γραφειάκι (co working spaces), με dj's το βράδυ και κοκτέιλ που τα λένε «Δόκτωρ Δρακατόρ», «Μαγιό Μπικίνι» και «Τσοκ Γκιουζέλ». Τα δωμάτια του 1ου ορόφου θα φιλοξενήσουν τη γαλλική φράξια της επόμενης 6ης Biennale, σκοπεύουν να δουν καλλιτεχνικές και κάθε λογής διοργανώσεις, έπεται artshop στο ισόγειο, τα έπιπλα είναι σχεδιασμένα από τα παιδιά, τα τρομερά γραφιστικά της ομάδας beetroot.
Στην κουζίνα, ένας εκκεντρισμός. Ο Δημήτρης Τσούκας από το Βόλο είναι μηχανολόγος, έχει σπουδάσει και μαγειρική. Όταν δεν τοποθετεί φωτοβολταϊκά στο Ντουμπάι, ζυμώνει το δικό του ψωμί, με το οποίο διατηρεί μια σχέση πάθους και εμμονής, φτιάχνει τα τουρσιά του. Η λογική της κουζίνας απλή, ένα μαμαδίστικο μαγειρευτό το μεσημέρι να σου θυμίζει οικογενειακή ζεστασιά, αφού είσαι εδώ και δουλεύεις. Ψωμί ολικής με καπνιστό καρότο, μουστάρδα, κάπαρη και κρεμμύδι, ένα άλλο υπέροχο σάντουιτς με παστράμι, βούτυρο και μουστάρδα ή σάντουιτς με πάστα από φασόλι, κολοκύθι και κόλσλοου αχλαδιού-οι vegans εδώ δεν θα μείνουν παραπονεμένοι – έχει και latte vegan. Δοκίμασα και μια σαλάτα με σταφύλι, ντομάτα, παξιμαδάκι και αβοκάντο, noodles με γκρανόλα και τουρσί αγγουράκι και ένα ωραιότατο κραμπλ.
Το Ύψιλον (Εδέσσης 5, 2310 530480, Facebook), όμως, είναι, πέρα από το μαγαζί της σεζόν, ένα κάλεσμα: έλα κι εσύ και πες μας την ιδέα σου. Την εποχή της συνέργειας, ο κόσμος ξαναχτίζεται μέσα από καινούριες παρέες.
Τα Νέα Άνω Λαδάδικα χωρούν σε δυό-τρία τετράγωνα. Πέρα απ' όσα διάβασες, είναι και κάτι μαγαζάκια φωλιές. Του τύπου άνοιξα μπαράκι που να χωράει εμένα και τους καναδυοτρείς κολλητούς. Πριν πέσεις για ύπνο, γίνε κι εσύ παρέα, όσο κρατάει μια μπύρα. Η νέα Θεσσαλονίκη έχει αϋπνίες.