Ήταν το προηγούμενο ένα Σαββατοκύριακο που σκιαζόταν κατά τόπους από σκέψεις και συζητήσεις περί θνητότητας (και ματαιότητας – μαζί πάν' αυτά), με αφορμή το τέλος –από την «παλιοαρρώστια»– ενός ανθρώπου που για πάνω από δύο δεκαετίες (από τότε που ήμασταν μικρομέγαλα και ψοφάγαμε για νουάρ ενήλικες καταστάσεις) μας είχε προσφέρει καταφύγιο στο μικρό του μπαρ στην πλατεία Μαβίλη. Μέσα σ' αυτό το κλίμα είδα και την είδηση του αιφνίδιου θανάτου, από καρδιακή προσβολή, του πρωταθλητή στίβου και κατόπιν φωτογράφου Θανάση Καλογιάννη και με επηρέασε, υπέρ το δέον ίσως, αποκτώντας δυσοίωνες συμβολικές διαστάσεις. Είχε να κάνει, βεβαίως, και η ηλικία του (52 χρονών μόλις) αλλά και το γεγονός ότι είχε επιστρέψει πρόσφατα από τη Βραζιλία με τη σύζυγό του Λάουρα ντε Νίγκρις για μόνιμη μετεγκατάσταση στην πτωχή και ταλαίπωρη πατρίδα. Η γκαντεμιά, δηλαδή, σε όλο της το μακάβριο μεγαλείο.
Δεν τον είχα γνωρίσει προσωπικά ποτέ τον άνθρωπο, παρά μια φορά μόνο εκεί προς τα τέλη της δεκαετίας του '90 που είχα πάει στο φωτογραφικό του στούντιο για κάτι που είχε να κάνει με μια συνέντευξη/φωτογράφιση της επίσης πρωταθλήτριας (ύψους), αλλά και κατόχου αργυρού μεταλλίου στην Ολυμπιάδα της Ατλάντας, Νίκης Μπακογιάννη. Θολή ανάμνηση και το μόνο που μου έχει μείνει είναι η εικόνα του πορτρέτου του Σάι Μπάμπα σε περίοπτη θέση στο στούντιο, δείγμα της περίεργης δημοτικότητας που απολάμβανε ο μεσσιανικός γκουρού σε διάφορους αλληλοεξαρτώμενους και μη κύκλους της αθηναϊκής κοινωνίας. Νομίζω, ήταν ήδη με τη Λάουρα ντε Νίγκρις, μυθική σχεδόν προσωπικότητα τότε στον χώρο των lifestyle και γυναικείων εντύπων και στον κόσμο της ελληνικής μόδας εν γένει, που τότε έβγαινε από την παλαιότερη εσωστρέφεια μιας χούφτας καταξιωμένων «μόδιστρων» και ανοιγόταν σε πιο (μετα)μοντέρνες αντιλήψεις. Πολύ συμπαθής και σούπερ cool όσες φορές είχε τύχει να τη δω τότε εκ του σύνεγγυς –δεν έχω την περιέργεια για πιο insider πληροφορήσεις, με απασχολεί κυρίως το φαίνεσθαι, αυτό που προσλαμβάνεται από μια κάποια απόσταση–, αλλά όχι απόμακρη ή ξινή σαν κάτι «δικές μας» του χώρου, και πάντα διακριτικά λαμπερή (σόρι, κιόλας, αλλά αν δεν είναι ανεπιτήδευτα λαμπερή μια σοφιστικέ ξανθιά Βραζιλιάνα, δεν ξέρω τι μπορεί να είναι).
Είμαστε προορισμένοι εκ της συστάσεως μας να διαχειριζόμαστε θανάτους, αρρώστιες, αποτυχίες, αγώνες, απογοητεύσεις, προβλήματα. Αυτό είναι τελικά που μας διαχωρίζει από τα ζώα και γι' αυτό τα ζηλεύουμε και τα αγαπάμε τόσο πολύ.
Εκτιμώ (και ζηλεύω) ιδιαιτέρως όσους και όσες αλλάζουν δραματικά πίστες, πετυχαίνοντας να εξασφαλίσουν και δεύτερη (ή και τρίτη ακόμα, σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις) πράξη στο έργο της ζωής τους. Συνεπώς, μου φαινόταν αν μη τι άλλο ενδιαφέρον το στόρι του Θανάση Καλογιάννη: εξαιρετικά ταλαντούχος αθλητής από την επαρχία που εγκατέλειψε πρόωρα τους στίβους και άλλαξε περιβάλλον για να γίνει φωτογράφος, αποφεύγοντας παράλληλα να εξασκήσει το επάγγελμα στο οποίο είχε επισήμως εκπαιδευτεί (ήταν πτυχιούχος της Οδοντιατρικής). Στη συνέχεια, εγκατέλειψε τη χώρα για να ζήσει με τη γυναίκα του στην πατρίδα της, όπου ασχολούνταν επαγγελματικά με τη φωτογραφία και την κινηματογραφία εσχάτως, ενώ εκείνη είχε αλλάξει πίστα επίσης, δημιουργώντας κοσμήματα. Τελικά, επέστρεψαν για να συμβεί το τραγικό γεγονός και να ολοκληρωθεί πρόωρα και δυσοίωνα ένα όμορφο και καλογραμμένο στόρι. Κρίμα.
Στο πλαίσιο όλων αυτών, θυμήθηκα και το «Netflix Comedy Special» του κωμικού Marc Maron (52 χρονών επίσης) που είδα τις προάλλες και αναλώνεται σε μεγάλο βαθμό στα «ζητήματα θνητότητας» που τον κατακλύζουν σ' αυτήν τη φάση της ζωής του: «Είμαι σε ηλικία που δεν ξέρω πραγματικά πόσο μου μένει, οπότε δεν είμαι σίγουρος ότι έχω χρόνο για να κάτσω να δω ολόκληρους κύκλους από τις τηλεοπτικές σειρές που μου προτείνει κάποιος». Ο Maron είναι θεός γενικά κι έχει περάσει από σαράντα κύματα, οπότε έχει βάρος και η άποψή του και οι αγωνίες του και τα αστεία του, που σπανίως είναι αμιγώς κωμικά εδώ και καιρό. Πριν από μερικά χρόνια είχε γράψει κι ένα βιβλίο με τον τίτλο Attempting Normal (Επιχειρώντας το κανονικό), στο οποίο, μεταξύ άλλων, επιχειρούσε να βρει κάποιον λειτουργικό μπούσουλα ζωής με βάση έναν κλονισμένο αλλά ανθεκτικό ανθρωπισμό: «Είμαστε προορισμένοι εκ της συστάσεως μας να διαχειριζόμαστε θανάτους, αρρώστιες, αποτυχίες, αγώνες, απογοητεύσεις, προβλήματα. Αυτό είναι τελικά που μας διαχωρίζει από τα ζώα και γι' αυτό τα ζηλεύουμε και τα αγαπάμε τόσο πολύ. Όλες οι ωραίες ιστορίες, τα αστεία, η τέχνη, η σοφία, οι επιφοιτήσεις, τα ζόρια, τα σκατά, έχουν την αφετηρία τους στον τρόπο με τον οποίο ο καθένας μας διαχειρίζεται την ανθρώπινη υπόστασή του».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια