Νομίζω ότι όσο περισσότερες συνεντεύξεις έχεις πάρει, όσο περισσότερα πρόσωπα έχεις γνωρίσει, τόσο πιο δύσκολο είναι να ξεχωρίσεις και να σταθείς σε μερικά. Όπως και να 'χει το πράγμα, εγώ σε όλα σχεδόν τα πρόσωπα αυτά είμαι ευγνώμων. Γιατί με εμπιστεύτηκαν, γιατί μου άνοιξαν ένα μικρό δρομάκι στο ταξίδι της ζωής τους, γιατί με έβαλαν στην περιπέτειά της –άλλωστε, κάθε συνέντευξη ήταν μια περιπέτεια υπέροχη για μένα ή, τουλάχιστον, αυτό φανταζόμουν ότι θα είναι–, γιατί μου έδωσαν πράγματα που άνοιξαν τους ορίζοντές μου και με πλούτισαν, κάποτε μάλιστα και που με στήριξαν. Γιατί άρχισα με τις συνεντεύξεις από πολύ μικρή και σε εποχές όπου υπήρχαν όχι πρόσωπα απλώς αλλά τεράστιες προσωπικότητες. Αυτή την τύχη είχα.
Εγώ σε όλα σχεδόν τα πρόσωπα αυτά είμαι ευγνώμων. Γιατί με εμπιστεύτηκαν, γιατί μου άνοιξαν ένα μικρό δρομάκι στο ταξίδι της ζωής τους, γιατί με έβαλαν στην περιπέτειά της –άλλωστε, κάθε συνέντευξη ήταν μια περιπέτεια υπέροχη για μένα ή, τουλάχιστον, αυτό φανταζόμουν ότι θα είναι–
Θυμάμαι, για παράδειγμα, τέλη του '77, όταν πήγα να συναντήσω στο διαμέρισμά της, στην οδό Ασκληπιού νομίζω, την Έλλη Λαμπέτη. Πριν από λίγο καιρό είχα χάσει τον πατέρα μου ξαφνικά, νεότατο, σε τροχαίο, και ήμουν συντετριμμένη. Ήταν ο πρώτος θάνατος που βίωνα μέσα στην οικογένειά μου, η πρώτη φορά που ένιωθα τη σημασία των λέξεων «ήταν» και «τέλος» στην απόλυτη, στην τρομακτική τους διάσταση. «Τίποτα πια, ποτέ, δεν θα είναι όπως χτες» σκεφτόμουν συνεχώς, απελπισμένη, και κανείς δεν μπορούσε να με παρηγορήσει. Όπως μιλούσαμε με τη Λαμπέτη, το είπα και σε κείνη. «Τίποτα, ποτέ, δεν μπορεί να είναι όπως χτες, καμιά μέρα δεν μπορεί να είναι ίδια με την προηγούμενη για κανέναν, έτσι είναι, αυτό είναι η ζωή» μου απάντησε τότε γλυκά, σαν να έλεγε το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο. Δεν το είχα σκεφτεί έτσι ποτέ μου. Ήταν καθισμένη σ’ ένα μικρό κρεβάτι, το φως ερχόταν από ένα γυμνό ηλεκτρικό λαμπιόνι, σκεπασμένο μ' ένα χαρτί περιοδικού, σε κάποιο ράφι πίσω, τα μακριά μαύρα μαλλιά της έπεφταν στο πρόσωπο, έβλεπα μόνο τα σκοτεινά της μάτια να λάμπουν.
Ήξερα ότι εκείνη είχε χάσει πρόωρα σχεδόν όλους τους δικούς της, τους γονείς της και πέντε αδέρφια, και ότι της είχε απομείνει μόνο μια αδερφή, ότι αντιμετώπιζε ήδη προβλήματα με την υγεία της. «Μου δίνετε, δίνετε και στον κόσμο, την αίσθηση της τραγικότητας» της είπα. «Όχι, δεν θεωρώ τον εαυτό μου εξαίρεση ως προς αυτό. Φυσικά, είμαι πάνω από τον μέσο όρο, αλλά ξέρω ότι υπάρχουν κι άλλοι που μπορούν να τα χάσουν όλα σε μια στιγμή» μου απάντησε περήφανα. Έφυγα από το σπίτι της ξαλαφρωμένη, σαν ένα δροσερό αεράκι να είχε φυσήξει στην ψυχή μου, σαν να ωρίμασα ξαφνικά. Στο «μάθημά» της αυτό, χρειάστηκε, δυστυχώς, να καταφύγω αρκετές φορές στα χρόνια που ακολούθησαν. Την ίδια δεν την ξανασυνάντησα από τότε. Αργότερα παρακολούθησα από μακριά, όπως όλοι, τον Γολγοθά της με την αρρώστια. Τον παρακολούθησα με συγκίνηση και με θαυμασμό, γιατί εγώ ήξερα πόσο γενναία γυναίκα ήταν.
Ο Κάρολος Κουν μου έδωσε ένα άλλο «μάθημα» στην πρώτη και μοναδική συνέντευξη που του πήρα, οκτώ περίπου χρόνια αργότερα. Τον συνάντησα, θυμάμαι, στο μικρό διαμέρισμά του στην οδό Λυκαβηττού, παρά τις προειδοποιήσεις του για τον σκύλο και φύλακα-άγγελό του, τον Ξανθία, που μου όρμησε, όταν μπήκα, και καιροφυλακτούσε ανάμεσά μας μήπως και… κινηθώ όσο κράτησε η επίσκεψη. Το σπίτι, χαμένο στο ημίφως και στις σκιές, εξωπραγματικό θα έλεγα, σαν μια παράξενη σκηνή, ήταν όχι απλώς λιτό αλλά σχεδόν άδειο από πράγματα, εκτός από τα απολύτως απαραίτητα έπιπλα και κάποια αντικείμενα, κάτι βότσαλα για παράδειγμα, που είχαν για κείνον «μια άλλη διάσταση», συναισθηματική. «Δεν μ' ενδιαφέρουν η ιδιοκτησία, τα χρήματα, ποτέ δεν με ενδιέφεραν, αφήστε που είναι και βάρος. Βρίσκομαι στην περίοδο που πρέπει να αφήνει κανείς τα πράγματα που έχει» μου είπε.
Τι χρειάζονταν τα πράγματα – ο ίδιος εξέπεμπε τέτοια μαγεία, ήταν η μαγεία… Κάτι η μαγεία, όμως, κάτι ο μύθος, κάτι το τρακ που είχα, κάτι ο Ξανθίας, η ώρα περνούσε και η συνέντευξη, παρότι μιλούσαμε, δεν προχωρούσε. Ο Κουν το έβλεπε. «Μη στενοχωριέστε» μου είπε τότε μ' εκείνο το καλοσυνάτο, τρυφερό του χαμόγελο. «Είναι φυσικό. Δύο άνθρωποι πρέπει να γνωριστούν, να μιλήσουν πολύ, για να καταλάβουν ο ένας τη γλώσσα του άλλου, για να μπουν ο ένας στη γλώσσα του άλλου και να συνεννοηθούν». Ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την επομένη και τα πήγαμε θαύμα. Έκτοτε, θυμόμουν το «μάθημα» αυτό του Κουν σε κάθε σχεδόν συνέντευξη που έπαιρνα. Όταν, μάλιστα, έβλεπα ότι ο συνεντευξιαζόμενος είχε πρόβλημα, του διηγόμουν την ιστορία, «ο Κουν το είπε» έλεγα και τα πράγματα εξομαλύνονταν.
Έχω έναν ακόμα λόγο για να θυμάμαι τον Κάρολο Κουν, πάρα πολύ συχνά, όταν η μέρα φεύγει και κοιτώ τα παράθυρα των αντικρινών σπιτιών πριν ανάψουν τα φώτα. Είναι μια περίεργη ώρα. «Διασχίζοντας, μικρός, τον Βόσπορο, με το καραβάκι, θυμάμαι που έβλεπα την παραλία με τα σπίτια να τα φωτίζει ο ήλιος καθώς έδυε, και τα παράθυρά τους να φαίνονται σαν τρύπες. Τρύπες… τρύπες… "Υπάρχει ένας κόσμος εκεί πίσω, που μου είναι άγνωστος, που μου είναι ξένος" σκεφτόμουν. Με φόβιζαν αυτές οι άγνωστες τρύπες κι από τότε, όταν δύει ο ήλιος, κάτι μαύρο έρχεται και μια μοναξιά και το μυαλό μου αρχίζει να πενθεί» μου είχε πει, μιλώντας για τη μοναξιά του, ιδιαίτερα εκείνη την εποχή. Είναι από τα πιο συγκλονιστικά πράγματα που άκουσα ποτέ, παίρνοντας συνεντεύξεις, η εικόνα ήρθε φοβερή και καρφώθηκε στο μυαλό μου, δύο χρόνια μετά, με την είδηση του θανάτου του.
Θα αλλάξουμε, όμως, κλίμα. Οι συνεντεύξεις με τους πολιτικούς είναι μια άλλου είδους εμπειρία και είχα την τύχη να συνομιλήσω, εκτός των άλλων, με όλους –πλην του Κωνσταντίνου Καραμανλή– τους πρωθυπουργούς της χώρας, μεταδικτατορικά.
Από τον Γεώργιο Ράλλη δεν ξεχνώ την απλότητα, την ανθρωπιά και το αληθινά δημοκρατικό του φρόνημα. Η συνάντησή μας έγινε στο γραφείο του στη Βουλή, παραμονές των εκλογών του 1981, αλλά προέκυψε κάτι έκτακτο και η συνέντευξη δεν ολοκληρώθηκε. Κλείστηκε αμέσως ραντεβού για το απόγευμα της επομένης. Την άλλη μέρα το μεσημέρι χτυπάει το τηλέφωνό μου και μια γυναικεία φωνή μου λέει: «Σας θέλει ο πρόεδρος». Δεν είχα προλάβει να καταλάβω ποιος πρόεδρος ήταν, τα πιάτα έπλενα, στο σπίτι γινόταν ένας μικρός χαμός, κι ακούω αμέσως τη φωνή του κ. Ράλλη να με ρωτάει αν μπορούμε να συναντηθούμε νωρίτερα. Γιατί υπήρχε και κάτι επίσημο μετά και ήθελε κάποιο περιθώριο χρόνου, αν θυμάμαι καλά, για να ετοιμαστεί.
«Βεβαίως» του είπα, αλλά διέκρινε, φαίνεται, κάποιον δισταγμό στη φωνή μου και με ρώτησε, επίμονα, αν μου δημιουργείται πρόβλημα. Το πρόβλημά μου ήταν αν θα μπορούσα να ειδοποιήσω, τελευταία στιγμή, την μπέιμπι σίτερ για την τρίχρονη κόρη μου να έρθει νωρίτερα. «Θα τα καταφέρω» άρχισα να λέω, αλλά δεν με άφησε να πω δεύτερη κουβέντα. «Να κοιτάξετε πρώτα το παιδί σας και να έρθετε στην ώρα σας κι εγώ θα δω τι θα κάνω» μου είπε σε τόνο που δεν επιδεχόταν αντίρρηση. Αυτός, ο πρωθυπουργός της χώρας, είχε προσαρμόσει το πρόγραμμά του στο δικό μου πρόγραμμα για το χατίρι ενός μικρού παιδιού! Δεν το ξέχασα ποτέ αυτό.
Ο Γεώργιος Ράλλης έχασε τότε, τον Οκτώβριο του '81, τις εκλογές από τον Ανδρέα Παπανδρέου που έφερε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Τον Παπανδρέου τον είχα συναντήσει για πρώτη φορά το 1977. Η πρώτη του μεγάλη συνέντευξη-πορτρέτο στην ελληνικό περιοδικό Τύπο δημοσιεύτηκε τότε στη «Γυναίκα», ανοίγοντας τον δρόμο και προς τους πολιτικούς, μάλιστα όχι μόνον ως πολιτικά αλλά και ως ανθρώπινα όντα. Το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν αξιωματική αντιπολίτευση ακόμα κι εγώ πήγαινα στο ραντεβού μου με τον αρχηγό του –που μου το είχε κλείσει η Σύλβα Ακρίτα–με μεγάλη περιέργεια.
Το Καστρί ήταν προσπελάσιμο τότε, ένα απλό σπίτι μέσα σ’ έναν πράσινο κήπο. Ο Ανδρέας, στην ακμή πάνω, ακτινοβολούσε, η περίφημη «προσωπική γοητεία» του δεν ήταν μύθος. Ήρθε ο ίδιος να μας υποδεχτεί και να μας οδηγήσει στο γραφείο του, το ιστορικό γραφείο του Γεωργίου Παπανδρέου. Είχα δύο μαγνητόφωνα μαζί μου και τα έβαλα, θυμάμαι, ταυτόχρονα και τα δύο, για ασφάλεια… Ήταν απλός, ευγενικός και άνετος και σε κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια με το διαπεραστικό του βλέμμα. Μου έκανε αμέσως εντύπωση ότι απαντούσε πριν ολοκληρώσω την ερώτηση – είχε καταλάβει το νόημά της με τις πρώτες λέξεις. Γελαστά, αλλά τρέμοντας από μέσα μου, τον ρώτησα «αν είναι πράκτορας των Αμερικανών!» Ήταν μια… μυθική ερώτηση αυτή εκείνη την εποχή κι ονειρευόμουν μήνες τη στιγμή που θα βρισκόμουν μπροστά του για να του την κάνω. Μου απάντησε το ίδιο γελαστά και δίχως να… τρέμει και ο ίδιος, φαντάζομαι.
Αργότερα, με ρώτησε αν θέλω ένα ουζάκι, ήταν πρωί ακόμα – ήπιε εκείνος. Διακόψαμε για λίγο, για ένα σύντομο ραντεβού ενδιάμεσα, τριγύριζα στο σπίτι, μου έκαναν εντύπωση τα γυμνά καλώδια καρφωμένα εξωτερικά στους τοίχους. Ήμουν στο σαλόνι και κοιτούσα τους δίσκους όταν άνοιξε η πόρτα και η Μαργαρίτα Παπανδρέου, πανύψηλη, γελαστή και ξαναμμένη, ντυμένη σαν να ερχόταν από εκδρομή, με ρώτησε αν ήθελα ένα ποτήρι κρασί. Δεν ήθελα. Ξανάκλεισε την πόρτα κι ούτε την ξαναείδα. Υπήρχε ανεμελιά και ελευθερία, ο αέρας μιας οικειότητας που σ' έκανε να αισθάνεσαι σαν στο σπίτι σου. Έφυγα χωρίς να μου ζητήσει κανείς «να δει ο πρόεδρος τη συνέντευξη» –γραμματέας του ήταν η συμπαθέστατη κυρία Φούλα τότε–, δεν με ρώτησαν καν πότε θα δημοσιευτεί η συνέντευξη. Έφυγα με την αίσθηση ότι αυτός ο άνθρωπος, τη στιγμή τουλάχιστον που σου μιλάει, ό,τι κι αν σου λέει, δεν αμφιβάλλεις ότι είναι η αλήθεια. Και καταλάβαινα όλες τις γυναίκες που τον ερωτεύτηκαν.
Πέντε χρόνια αργότερα, όταν τον ξανασυνάντησα, αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης πλέον, παραμονές των εκλογών του '81, το σκηνικό είχε ανατραπεί. Η εξουσία ύψωνε σιγά-σιγά το ψυχρό τείχος της – από το κόμμα είχαν ζητήσει τις ερωτήσεις, ένα πλαίσιο, τουλάχιστον, της συνέντευξης, η οποία έγινε, τελικά, στο γραφείο του στη Βουλή, σε χρόνο ασφυκτικά περιορισμένο. Ο ίδιος, ευγενικός πάντα, ελάχιστη σχέση είχε εξωτερικά με τον γοητευτικό άντρα που ήξερα. Τα μαλλιά του ήταν κάτασπρα και είχε παχύνει πολύ, ακόμα και στο πρόσωπο.
Το σκηνικό, όλα τα σκηνικά είχαν αλλάξει δραματικά, και στη συνέντευξη που μου παραχώρησε λίγο πριν από τις εκλογές του Ιουνίου του '89. Ήταν ο πρωθυπουργός της χώρας, συμπλήρωνε οκταετία, ο «ανεμοστρόβιλος Δήμητρα Λιάνη» είχε μπει, εν τω μεταξύ, στη ζωή του, το «σκάνδαλο Κοσκωτά», ταυτόχρονα σχεδόν με το Χέρφιλντ –όπου κρίθηκε, κρεμασμένη σε μια κλωστή, η ζωή του– είχε ξεσπάσει. Ήταν μια έκπληξη για μένα ότι με περίμενε ο ίδιος στην κορυφή της εσωτερικής σκάλας που οδηγούσε από τον μικρό χώρο υποδοχής στο ισόγειο, στον επάνω όροφο της βίλας της οδού Μυρτιάς 18.
Είχα ξαναπάει εκεί πριν από λίγους μήνες, όταν η ίδια η κ. Λιάνη με είχε καλέσει, μέσω του εξαδέλφου της Γιώργου Λιάνη, για να συζητήσουμε για την πρώτη συνέντευξη που αποφάσισε να δώσει και, όπως τη συμβούλεψε, «επέλεξε» εμένα γι' αυτό. Ο ίδιος με συνόδευσε στην Εκάλη, ένα απόγευμα που απουσίαζε ο Παπανδρέου. Μου έκανε εντύπωση το περιβάλλον –ήταν «ημιπολύτιμο»– και τα πρόσωπα, η κυρία Μπέμπα, η κ. Τουρλουμούση, άσχετα, ακόμα και ενδυματολογικά, προς τον Παπανδρέου που ήξερα. Περιμένοντας να εμφανιστεί η κ. Λιάνη, η φίλη της θεώρησε σκόπιμο να με ενημερώσει πόσο εκείνη κουράζεται περιποιούμενη τον πρόεδρο, προχωρώντας μάλιστα και σε περιγραφές και μορφασμούς το λιγότερο απρεπείς. Η «θρυλική αεροσυνοδός» εμφανίστηκε επιτέλους, ήταν μια πληθωρική ξανθιά όντως, καθόλου «το τσόκαρο», όπως έγραφαν τότε ορισμένες εφημερίδες, είχε, μάλιστα, μια αφέλεια, θα έλεγα, που την έκανε συμπαθή.
Αρχίσαμε να μιλάμε, αλλά μας διέκοψε ένα τηλεφώνημα του Δημήτρη Μαρούδα και απότομα το κλίμα άλλαξε. Έφυγα, ωστόσο, με τη διαβεβαίωση ότι η συνέντευξη θα γινόταν και ότι θα τηλεφωνούσα την επομένη για να κλείσουμε την ημέρα και την ώρα του ραντεβού. Τελικά, τη συνέντευξη την πήρε, για το «Marie Claire», η Τίνα Πολίτη – συμβαίνουν αυτά, τι να γίνει… Το θέμα είναι ότι δεν μου το είπε η ίδια η κ. Λιάνη αυτό, δεν βγήκε ποτέ στο τηλέφωνο στις δύο ή τρεις φορές που της τηλεφώνησα, όπως είχαμε συμφωνήσει. Όλο η κ. Τουρλουμούση απαντούσε και όταν πια μου είπε ότι η κ. Λιάνη δεν μπορεί να μου μιλήσει γιατί «είναι στο μπάνιο μέσα στα αφρόλουτρα, και να ξαναπάρω αύριο», την παρακάλεσα να της μεταφέρει το αυτονόητο για τη συμπεριφορά της και, ασφαλώς, δεν ξανατηλεφώνησα.
Μπορεί, έτσι, να καταλάβει κανείς γιατί ανεβαίνοντας, τώρα, τη σκαλίτσα για να χαιρετήσω τον Παπανδρέου αισθανόμουν περίεργα και άβολα. Μου έκανε εντύπωση πόσο αδύνατος και χλομός ήταν και πόσο αδύναμος φαινόταν – σκιά του παλιού εαυτού του, πραγματικά. Ήταν, βέβαια, ευγενέστατος και εγκάρδιος όπως πάντα. Αλλά ήταν ξένος εκεί μέσα. Η κ. Τουρλουμούση, παρούσα και κλαμένη, γιατί κάποια εφημερίδα είχε γράψει για τον πατέρα της ότι κατηγορούνταν ή είχε συλληφθεί για καλλιέργεια ινδικής κάνναβης – ο Παπανδρέου μου είπε τον λόγο αγανακτισμένος, γιατί δεν το πίστευε, και προσπαθούσε να την παρηγορήσει. Θεωρούσε ότι της οφείλει. «Χωρίς τη Βούλα δεν θα είχε επιζήσει η Δήμητρα, της χρωστάει πολλά, κι εγώ έμμεσα, γι' αυτό» μου είπε σε τόνο δραματικό. Η Δήμητρα ήταν ασφαλώς παρούσα, όπως και τα σκυλιά της, ο Λεξ και η Εύα, που περιφέρονταν. Ήταν άνετη, δεν έθιξε το μεταξύ μας θέμα, σαν να μην το θυμόταν.
Την απασχολούσε τι έπρεπε να φορέσει για τις φωτογραφίες και ζητούσε τη συμβουλή του φωτογράφου μας, του Γιώργου Μονογιούδη, γι' αυτό. Ο Μονογιούδης είχε κουβαλήσει τα μηχανήματά του, τα φώτα του, τις ομπρέλες του, ήταν φανερό ότι ο Παπανδρέου ταλαιπωρούνταν με όλα αυτά –του έβαζαν μαξιλαράκια πίσω στην πλάτη, στον καναπέ όπου καθόταν, για να τον στηρίζουν–, αλλά δεν έλεγε τίποτα, υπέμενε καρτερικά, τόσο ευγενικός άνθρωπος ήταν. Εκείνη του έδινε ζωή, ήταν φανερό, τα μάτια του την έψαχναν παντού, η «Δήμητρα», «Δήμητρα» έλεγε συνεχώς, το «Μιμή» τον ενοχλούσε. Κάποιες στιγμές προσπαθούσε με νοήματα να μας πει ότι φτάνει, ότι είναι κουρασμένος, ότι ο χρόνος μας τελειώνει – όπως και τελείωσε. Δύο η ώρα ο Παπανδρέου αποσύρθηκε, έπρεπε να πάρει τα φάρμακά του και ν' αναπαυθεί. Η συνέντευξη έμεινε για την επομένη.
Η τελευταία φορά που είδα τον Ανδρέα Παπανδρέου ήταν στο ρεστοράν του ξενοδοχείου Μεριντιέν, το 1994, νομίζω, ένα Σάββατο λίγο μετά το μεσημέρι, όταν συζητούνταν στη Βουλή η ψήφιση του Προϋπολογισμού. Μπήκα τυχαία, για να διαλέξω ένα γλυκό με μια φίλη από τη Λάρισα, με την οποία καθόμασταν στο μπαρ του ξενοδοχείου δίπλα. Εκείνη πρόσεξε το ζευγάρι στο τελευταίο τραπέζι, στο βάθος της μακρόστενης και άδειας αίθουσας – «κοίτα ποιος είναι εκεί κάτω» μου είπε σχεδόν με δέος. Αποφάσισα να τους μιλήσω. Προχωρώντας στον διάδρομο, η Δήμητρα Λιάνη, στητή κι αγέρωχη μέσα στο μαύρο ταγιέρ της, με τα μαλλιά μαζεμένα κότσο, στυλ Εβίτα Περόν, με κοιτούσε με το πιο παγωμένο βλέμμα του κόσμου, ο Παπανδρέου, σκυφτός, είχε γυρισμένη την πλάτη. Η εικόνα της απόλυτης πλήξης, της απόλυτης ερημιάς.
Αναγνωρίζοντάς με, φτάνοντας στο τραπέζι τους, η κ. Λιάνη πετάχτηκε πάνω και σαν να είχε πατήσει κάποιο κουμπί ένα εγκάρδιο χαμόγελο φώτισε όλο το πρόσωπό της. Μ' αγκάλιασε, μάλιστα, και φιληθήκαμε – εκείνα τα καθ’ έξιν, μηχανικά φιλιά. Ξαφνιάστηκα, γιατί μου είχαν πει ότι «με είχε διαγράψει» – την ενόχλησε φοβερά μια συνέντευξή μου με τη Σοφία Κατσανέβα στη «Γυναίκα» το '90, γιατί σε κάποια ερώτηση είχε επισημάνει «αιχμή» εναντίον της. «Θα κάνουμε μια συνέντευξή μαζί;» τη ρώτησα, παρ’ όλα αυτά, περισσότερο για να πω κάτι. «Θα δούμε» απάντησε. Ο Ανδρέας Παπανδρέου παρακολουθούσε τη σκηνή με περιέργεια. «Τι κάνετε, κύριε πρόεδρε» στράφηκα προς εκείνον. Δεν με είχε αναγνωρίσει. «Είμαι η τάδε» του είπα. Σηκώθηκε πάνω αμέσως και με χαιρέτησε με θέρμη. «Κόψατε τα μαλλιά σας, γι' αυτό δεν σας γνώρισα», μου είπε. Τα είχα κόψει, πράγματι.
Τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη τον πρωτοσυνάντησα το 1978 – του πήρα τότε, για τη «Γυναίκα», την πρώτη του μεγάλη, μετά την αποστασία, συνέντευξη κι ενώ οι εφημερίδες αρνούνταν να γράψουν και το όνομά του ακόμα. Ήταν αρχηγός του Κόμματος των Νεοφιλελεύθερων τότε και η συνάντησή μας έγινε στην οδό Αραβαντινού, όπου και κατοικούσε εκείνη την εποχή. Θυμάμαι τα παλιά, βαριά έπιπλα και τα ασημικά, που όλα άστραφταν στο σαλόνι – εκεί κάναμε τη συνέντευξη, καθισμένοι σε δύο πολυθρόνες, η μία απέναντι στην άλλη. Το τρακ, απίστευτο, μου είχε περάσει – ο Μητσοτάκης μπορεί να σε κάνει να αισθάνεσαι άνετα απέναντί του, δεν σου αφήνει, όμως, περιθώρια για οικειότητες. Και είναι, βέβαια, χαρισματικός συζητητής. Μου έκανε αμέσως εντύπωση η ψυχραιμία και η μέχρις ακινησίας ηρεμία του στις επίμονες ερωτήσεις μου σε σχέση, κυρίως, με το πολιτικό του παρελθόν. Είχε κάνει κι είχε κλείσει τους λογαριασμούς μαζί του, αν οι άλλοι το θυμούνταν και το χρησιμοποιούσαν, δικό τους πρόβλημα!
Ήμουν έγκυος τότε, σε έναν περίπου μήνα γέννησα την κόρη μου, που όσο κράτησε η συνέντευξη, σαν τρελαμένη, με κλοτσούσε. Ντρεπόμουν και προσπαθούσα να σκεπάσω το «θέαμα» με τα χέρια μου – ένα πόδι που πεταγόταν από 'δω, το κεφάλι από 'κει. Ο κύριος Μητσοτάκης δεν φάνηκε να υποψιάζεται το παραμικρό από το δράμα μου – μιλούσε κοιτάζοντάς με όλη την ώρα στο πρόσωπο, απαθής.
«Εγώ ένα ήθελα, να μπω στη Βουλή και να κυβερνήσω την Ελλάδα» είχε πει στον αξέχαστο Ευάγγελο Τερζόπουλο, τον ιδρυτή της «Γυναίκας», λίγο πριν γίνει η συνέντευξη αυτή. Ήξερε πολύ καλά τι έλεγε. Η δεύτερη συνέντευξη που του πήρα, για την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» τη φορά αυτή, ήταν ως πρωθυπουργού της χώρας, παραμονές των εκλογών του 1993. Έγινε στο Μέγαρο Μαξίμου, υπήρχε μια επισημότητα, αλλά εκείνος με υποδέχτηκε εγκάρδια. Θυμάμαι τα τρία μαγνητόφωνα που τοποθέτησε δίπλα στο δικό μου, πάνω στο γραφείο του προέδρου, ο κύριος Γιάννης Πευκιανάκης, διευθυντής του γραφείου Τύπου του, ο οποίος παρακολούθησε όλη τη συνέντευξη σιωπηλός. Μια συνέντευξη όπου είδα για πρώτη φορά τον κύριο Μητσοτάκη να καπνίζει, και μάλιστα αρκετά – και για τελευταία. Αργότερα άκουσα ότι καπνίζει μόνο σε στιγμές μεγάλου εκνευρισμού. Αν πράγματι είναι έτσι, έχει μια σημασία για μένα. Όχι, ίσως, από ματαιοδοξία, γιατί κατάφερα να εκνευρίσω έναν πρωθυπουργό, αλλά έναν άνθρωπο για τον οποίο η γυναίκα του έχει πει σε συνέντευξή της ότι αν τον έκοβε κανείς κομματάκια, θα μπορούσε να τον προσφέρει ως βάλιουμ σε ασθενείς!
«Αν χάσω τις εκλογές, θα φύγω από την ηγεσία της ΝΔ» μου είχε πει σε κείνη τη συνέντευξη – αυτή ήταν τότε η μεγάλη είδηση. Και κράτησε τον λόγο του. Πολλοί εκτίμησαν αργότερα ότι ήταν λάθος –ένα ακόμα λάθος του– αυτό. Τον ρώτησα αν το μετάνιωσε, στην τελευταία συνέντευξή μας, το '95, για την «Ελευθεροτυπία» πάλι. «Δεν είναι ώρα να το πούμε. Πάντως, εφόσον είχα πει ότι θα φύγω, θα το έκανα – είμαι ο μόνος Έλληνας πολιτικός που το έκανε αυτό. Το ερώτημα είναι γιατί να το πω. Δεν το μετάνιωσα, γιατί το είπα. Πρέπει να υπάρχουν κανόνες» απάντησε. Η συνέντευξη γινόταν στο γραφείο του, στην Αραβαντινού, εκείνος έπινε τον καφέ του, τρώγοντας σιγά-σιγά μια καθαρισμένη ωμή αγκινάρα. «Γιατί τρώτε αγκινάρα;», δεν άντεξα να μη ρωτήσω. «Γιατί μ' αρέσει» μου είπε.
Από τον Κώστα Σημίτη συνέντευξη είχα πάρει παραμονές των εκλογών του Νοεμβρίου του '89. Δεν είχε άλλον τίτλο τότε πλην αυτόν του μέλους του Εκτελεστικού Γραφείου, ενώ η εισήγησή του στην Κεντρική Επιτροπή της 6ης Αυγούστου, όπου κατήγγειλε την «προσωποπαγή δομή του κόμματος», είχε εκτιμηθεί ως η πρώτη «αντιηγετική κίνηση» μέσα στο ΠΑΣΟΚ. Με είχε δεχτεί στο γραφείο του στην οδό Ακαδημίας ανάμεσα σε χιλιάδες βιβλία, ευγενής και τυπικός. Θυμάμαι το έντονο βλέμμα του, που, στιγμές στιγμές, το αντιλαμβανόμουν να με παρακολουθεί διερευνητικά πίσω από τα μικρά παραλληλόγραμμα γυαλιά του. «Υποστηρίζουν ορισμένοι ότι περιμένετε να είστε ο διάδοχος του Παπανδρέου και μελλοντικός πρωθυπουργός. Πώς το ακούτε αυτό;» τον ρώτησα, μεταξύ άλλων πολλών. «Με ενόχληση» μου είχε απαντήσει.
Κλείνω με τη συνέντευξή μου με τον Αλέξανδρο Ιόλα, το '83, γιατί είχαν γραφτεί και ειπωθεί πολλά γι' αυτήν. Πολλά, απαξιωτικά, όμως, είχε πει κι ο ίδιος ο Ιόλας, μετά τη δημοσίευσή της, σε ορισμένους νεότερους δημοσιογράφους ή υποψήφιους δημοσιογράφους, οι οποίοι πήγαιναν και τον ρωτούσαν για μένα! Όσα τους έλεγε, αν τα έλεγε, τα «αναπαρήγαν», στη συνέχεια, με άφατη ηδονή – είχα κατορθώσει αυτό που δεν μπόρεσαν να κάνουν οι ίδιοι ως «αυλή» του ή ως «πολιορκητές της αυλής». Δηλαδή, ότι δεν έδωσε ο Ιόλας συνέντευξη, ή ότι δεν είπε αυτά τα πράγματα, ή ότι είχαμε συμφωνήσει να τη δει πριν δημοσιευτεί και αθέτησα τον λόγο μου, ότι «πήγε μια κυρία (δεν θυμόταν τ' όνομά μου, λάθος το έλεγε) κάποια μέρα εκεί πέρα μ' ένα παιδάκι και να τι έπαθε».
Λοιπόν, ασφαλώς και την έδωσε τη συνέντευξη, υπήρχε, και υπάρχει, μαγνητοφωνημένη σε κασέτες. Ασφαλώς και είπε αυτά τα πράγματα κι άλλα ακόμα που, επειδή άγγιζαν τα όρια της χυδαιότητας, τα παρέλειψα. Από σεβασμό στα πρόσωπα που αφορούσαν, γιατί εθίγοντο. Και γιατί ήθελα, και προσπαθούσα πάντα, οι συνεντεύξεις μου να στέκονται από ένα επίπεδο ποιότητας και άνω – η «άλλη εμπορικότητα» δεν μ' ενδιέφερε. Ασφαλώς και δεν έκανα συμφωνία με τον Ιόλα να δει τη συνέντευξη, ούτε καν μου το ζήτησε. Εξάλλου, ήταν «κανόνας» για τη «Γυναίκα» –και τηρήθηκε πάντα– να μη «βλέπουν», δηλαδή να ελέγχουν ή να λογοκρίνουν, οι συνεντευξιαζόμενοι τις συνεντεύξεις. Ο λόγος για τον οποίο δεν έγινε μια συνέντευξη που είχα προσπαθήσει να πάρω την περίοδο εκείνη από τον Χαρίλαο Φλωράκη ήταν ακριβώς αυτός.
Και ασφαλώς, δεν έσπρωξα έτσι ξαφνικά την πόρτα του Ιόλα και μπήκα στο «ανάκτορό» του κάποια στιγμή, μια μέρα, μ' ένα παιδάκι… Δέκα μέρες πηγαινοερχόμουν εκεί πέρα, κυκλοφορούσα ελεύθερα στο σπίτι και στο μουσείο του, και είχαμε συνομιλήσει ώρες για να βγει εκείνη η συνέντευξη. Όταν πια είχαμε τελειώσει και συζητούσαμε για τη φωτογράφιση, τον ρώτησα αν μπορούσα να φέρω κάποια στιγμή και το πεντάχρονο παιδί μου να δει εκείνο τον εκπληκτικό, πράγματι, χώρο. Ευγενέστατος, δεν είχε καμιά αντίρρηση. Όσο για το όνομά μου, τέλος, ο Ιόλας μπορεί, πράγματι, να το είχε ξεχάσει και γιατί όχι, άλλωστε; «Ξεχνούσε», όμως, όλα τα ονόματα, ακόμα και των επωνύμων και των διασήμων, των Ελλήνων μόνο… Τον Καραμανλή, για παράδειγμα, τον αποκαλούσε «αυτός ο Καρά ο πώς τον λένε, αυτός ο Καραμελής» χλευάζοντας. Τον εαυτό του τον έλεγε «αυτός». «Αυτός δεν είναι εδώ τώρα, δεν ξέρω πού είναι, μπορεί να πήγε μια βόλτα στον κήπο» απαντούσε ο ίδιος, κάθε φορά που τον ζητούσαν στο τηλέφωνο.
Πιστεύω ότι ήθελε να δώσει εκείνη τη συνέντευξη, ήθελε να πει αυτά που είπε και ότι ήξερε πάρα πολύ καλά τι έλεγε. Είχε κάνει όμως ένα λάθος, δεν είχε υπολογίσει ότι η συνέντευξη μπορούσε να γίνει μπούμερανγκ για κείνον – όπως και έγινε. Ζώντας μακριά απ' την Ελλάδα, δεν μπόρεσε, ή δεν το σκέφτηκε, να εκτιμήσει τι σήκωνε και τι δεν σήκωνε ο τόπος, η εδώ νοοτροπία. Καλλιτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι ξεσηκώθηκαν εναντίον του, σε μια εκδήλωση, στο Γαλλικό Ινστιτούτο αν θυμάμαι καλά, τον πέταξαν, στην κυριολεξία, έξω. Απομονώθηκε από τότε. Και βρήκε αυτό τον τρόπο να αμυνθεί, ότι δεν τα είπε. Δεν θα έλεγε κανείς πως ήταν ο καλύτερος.
Τον Αλέξανδρο Ιόλα τον είχα γνωρίσει στη Νέα Υόρκη, την άνοιξη της ίδιας χρονιάς, από την τεχνοκριτικό Άνικα Μπαρμπαρίγου. Τον περιμέναμε, θυμάμαι, μέσα σ' ένα αυτοκίνητο, ύστερα από μια επίσκεψή του στον γιατρό του και πήγαμε όλοι μαζί στην γκαλερί του, όπου φιλοξενούσε τότε μια έκθεση της Μάρας Καρέτσου. Εκεί είδα αυτό τον άνθρωπο, για τον οποίο δεν ήξερα καλά καλά τι κάνει, να μεταμορφώνεται ξαφνικά σ' έναν όχι και τόσο προικισμένο θεατρίνο, να δίνει, χωρίς λόγο, μια μικρή αυτοσχέδια παράσταση, κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού του, αν οι θεατές του –κυρίως εγώ, ως νεοφερμένη μάλλον– τον θαυμάζουν. Μου φάνηκε τόσο μικρός σε κείνη την πόλη, όπου όλα, τα κτίρια, οι δρόμοι, τα πεζοδρόμια, τα αυτοκίνητα, ήταν τόσο μεγάλα, και ταυτόχρονα τόσο μάταιο αυτό που έκανε.
Ήταν ένα συναίσθημα περίεργο, έτσι μου κίνησε το ενδιαφέρον και του ζήτησα συνέντευξη αμέσως. Το ίδιο μικρός μού φάνηκε και στο τεράστιο «ανάκτορό» του στην Αγία Παρασκευή, όπου, ερχόμενος στην Ελλάδα, η συνέντευξη αυτή πραγματοποιήθηκε. Όταν με ξεναγούσε στους απέραντους μαρμάρινους σιωπηλούς χώρους του μουσείου του, με τα έργα των μεγάλων ολόγυρά μας. Κι όταν απομακρυνόταν, μόνος, στον πλατύ διάδρομο του πάρκου του με τ' αγάλματα, για να πάει να ταΐσει τα σκυλιά του, σκυφτός, παρότι είχε καταφέρει να διατηρήσει αρυτίδωτο, σαν ηλικιωμένος έφηβος, το πρόσωπό του. Και μ' έκανε να αισθανθώ μια λύπη τότε ο Ιόλας – όχι για τον ίδιο αλλά για τον άνθρωπο στη μοίρα του.
«Γυναίκα», Ιανουάριος 1999
σχόλια