«O γίγας λαός». Το είπε πριν από λίγες μέρες ο Μίκης Θεοδωράκης μιλώντας για τον λαό των συλλαλητηρίων, για το πλήθος που λέει το Όχι στους συμβιβασμούς για το Όνομα και ξορκίζει ξανά τις «απειλές εναντίον της χώρας». Πριν από λίγες ώρες η ομιλία του στην Πλατεία Συντάγματος δεν επανέλαβε τη συγκεκριμένη έκφραση. Φιλοξένησε όμως και με το παραπάνω όλες τις εκδοχές αυτού του μυθικού λαού της Δικαιοσύνης στη χώρα που την επιβουλεύονται και την περικυκλώνουν. Ποιοι; Όσοι βεβαίως δεν έχουν σοβαρή Ιστορία και θέλουν να κλέψουν τη δική μας Ιστορία. Αλλά και οι άλλοι, οι διεθνείς δυνάμεις που παρουσιάστηκαν πάλι σαν «μαύρα σύννεφα» στον γαλάζιο ουρανό μας.
Ο Μίκης Θεοδωράκης στάθηκε ως γνωστό και επικός και λυρικός και δραματικός στην τέχνη του. Στα λόγια του όμως στο συλλαλητήριο αναγνωρίζει κανείς το συναξάρι του ελληνικού εθνορομαντισμού. Σε όσα είπε δονούνταν η άρνηση κάθε διαπραγμάτευσης ως επονείδιστης παράδοσης και η μεγάλη αδιαφορία για το τι καταλαβαίνουν οι άλλοι, οι «ξένοι»- λες και ζούμε μόνο με όσα θέλουμε να ακούμε και να πιστεύουμε απέναντι στον καθρέφτη.
Το φλογερό κήρυγμα κατά των «εθνομηδενιστών» το μεσημέρι της Κυριακής στο Σύνταγμα ήταν κάτι άλλο από την κλασική αγιογραφία του αντιστεκόμενου λαού- που ήταν παρούσα στον αριστερό συνθέτη από το ΄50. Ο λόγος του συλλαλητηρίου σμίγει με το ρεύμα που αρνείται να συνομιλήσει με την πραγματικότητα επιλέγοντας εδώ και χρόνια την εθνικιστική πολιτική φαντασία. Το αγκάλιασε αρχικά ο ριζοσπαστισμός των Πλατειών πριν από καιρό. Τώρα το ρεύμα οδεύει προς τις δεξιές περιοχές της ελληνικής ιδεολογίας και έχει υπόκρουση τις μουσικές του Μίκη.
Από την άλλη τώρα ένα πολιτικό προσωπικό φοβισμένο μην βρεθεί «εκτός ρεύματος» άκουγε συνθήματα και φωνές που οδηγούν στην παραλυτική ακινησία και στην εκτροπή των συλλογικών αγωνιών προς έναν εξωπραγματικό μονόλογο. Ενώ η πολιτική γι αυτά τα ζητήματα είναι αναγκαστικά πολυφωνική. Δεν θα ’πρεπε να αποζητάει κανείς απλώς τον αντίλαλο της «ψυχής» του, ούτε μια ακόμα ευκαιρία να αφηγηθούμε τα δεινά και τις κακοτυχίες της Ιστορίας του. Υπό κανονικές συνθήκες τα εθνικά συμφέροντα είναι κάτι διαφορετικό από τη στροφή γύρω από τα τραύματα της Ιστορίας.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, κεντρικός ομιλητής και σημείο αναφοράς ενός έκθαμβου Σκάι (που θύμισε στρατευμένη τηλεόραση ή την αναμετάδοση των παρελάσεων στην ΕΡΤ), επανέλαβε ουσιαστικά το όραμα της «Σπίθας» για την Ελλάδα και τον ελληνισμό. Αποθεώθηκε όμως και από ανθρώπους που ύψωναν στεντόρειες φωνές για την ευρωπαϊκή Ελλάδα, κατά του απομονωτισμού και των αγανακτισμένων πλατειών. Ένα τμήμα του αντιλαϊκισμού χειροκρότησε αυτά που αναθεμάτιζε.
Αλλά λένε κάποιοι ο Μίκης είναι η Ελλάδα. Ο παλμός, η αιώνια εφηβεία, το σφρίγος της εναντίωσης, το δικαίωμα στο όνειρο. Η άρνηση των μικρών οριζόντων και η ποιητική πρόσληψη της ζωής ως διαρκούς αγώνα για μια ταυτότητα. Κάποτε κοινωνική, τώρα και όλο και περισσότερο εθνική και υπαρξιακή. Με αυτά τα λόγια απαιτούν να μην κρίνεται πολιτικά η ποιητική της ψυχής του. Πολιτικό συμβάν όμως ήταν το σημερινό. Και κεντρικό μάλιστα.
Όλα αυτά τα στερεότυπα για τον Μίκη Θεοδωράκη μπορεί να αρέσουν ή να μην αρέσουν, να συγκινούν ή και να αφήνουν μια πικρή γεύση. Κακώς όμως επανέρχεται η συζήτηση για τη θέση του στην ελληνική κουλτούρα των τελευταίων εξήντα χρόνων. Ποιος όμως αμφισβητεί το ρίζωμά του στο ατομικό βίωμα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, στην πολιτική και συναισθηματική βιογραφία τόσων γενιών;
Όμως αυτό το φλογερό κήρυγμα κατά των «εθνομηδενιστών» το μεσημέρι της Κυριακής στο Σύνταγμα ήταν κάτι άλλο από την κλασική αγιογραφία του αντιστεκόμενου λαού- που ήταν παρούσα στον αριστερό συνθέτη από το ΄50. Ο λόγος του συλλαλητηρίου σμίγει με το ρεύμα που αρνείται να συνομιλήσει με την πραγματικότητα επιλέγοντας εδώ και χρόνια την εθνικιστική πολιτική φαντασία. Το αγκάλιασε αρχικά ο ριζοσπαστισμός των Πλατειών πριν από καιρό. Τώρα το ρεύμα οδεύει προς τις δεξιές περιοχές της ελληνικής ιδεολογίας και έχει υπόκρουση τις μουσικές του Μίκη. Η Ιστορία κάνει κύκλους γύρω από τον πόλεμο και τη θυσία σαν να μην μας νοιάζει παρά αυτός ο τραγικός κύκλος που δεν λέει να κλείσει.
Μήπως επειδή εδώ γεννήθηκε η έννοια του τραγικού; Μόνο που αν το σκεφτούμε καλά ένα τραγικό προσαρμοσμένο στον Νίμιτς, στον Ζάεφ, στις βλέψεις του Μητσοτάκη, στους υπολογισμούς του Τσίπρα και σε αυτούς τους απροσδόκητα «συγκλονισμένους» ρεπόρτερ του Σκάι, ένα τραγικό δηλαδή στην υπηρεσία της μικρής πολιτικής και της ισχνής δημοσιογραφίας, είναι σκιά και χλωμή μίμηση περασμένων μεγαλείων. Είναι πολύ πιο κοντά στο κυνικό και στους δικούς του κινδύνους.
Άλλο είναι λοιπόν το ανησυχαστικό αυτής της στιγμής: το ότι ένας ολόκληρος κόσμος παγιδεύεται στις ίδιες λέξεις και σε παρόμοια μυθικά σχήματα που τον οδήγησαν και σε προηγούμενες ήττες. Και κάποιοι πολιτικοί, με όχημα πάντα την αναζήτηση της λαϊκής τους απήχησης, επιχειρούν ξανά να κολακεύσουν τον «γίγαντα λαό». Αδιαφορώντας για το τι θα βγει πάλι στο τέλος μετά τη ζύμωση και το μεθύσι.
σχόλια