Γεννήθηκα σε μια ιδιωτική κλινική στο κέντρο της πόλης. Μεγάλωσα στην πλατεία Αγάμων, τη σημερινή Αμερικής, μια αστική περιοχή τότε. Το σπίτι τού παππού μου ήταν στην οδό Αχαρνών, στον Άγιο Νικόλαο, το σπίτι τής γιαγιάς απ' την μεριά τής μάνας, βρίσκεται κάτω από τον λόφο τού Στρέφη. Ανάμεσα σ'αυτές τις γειτονιές μεγάλωσα τη δεκαετία του '60.
Έζησα το «θαύμα» τής «ανοικοδόμησης», της τσιμεντοποίησης δηλαδή ολόκληρης τής Αθήνας αλλά και την τσιμεντοποίηση τών συνειδήσεων, τις δηλώσεις πολιτικής νομιμοφροσύνης... Με τη χούντα, ήρθε κι έδεσε το τσιμέντωμα. Θυμάμαι τη φωτογραφία του «εθνάρχη» Καραμανλή πάνω σε αμαξάκι οικοδομής μέσα σε εργοτάξιο να χαμογελά θριαμβευτικά. Η Αθήνα - κι αργότερα όλη η Ελλάδα - σε αντιπαροχή.
Η μεγάλη εσωτερική μετανάστευση. Νεαρά κορίτσια στέλνονταν απ' τα χωριά να μπουν υπηρετριούλες στα αστικά σπίτια. Οι άντρες θυρωροί, περιπτεράδες, λαχειοπώλες αλλά και στα εργοστάσια ή την οικοδομή. Οι οικοδόμοι, που όταν διαδήλωναν "έτρεμε ο τόπος", καθώς γράφανε τότε. Ο πολιτισμός χτυπούσε την πόρτα κι εμείς ανοίξαμε πρόθυμοι, ν' αριθμηθούμε στις σύγχρονες μητροπόλεις, εγκαινιάζοντας τα υπόγεια των πολυκατοικιών που θα γέμιζαν από την νέα φτωχολογιά των ψηφοφόρων.
Έγινε γενικότερα η ζωή μας θέαμα, σε όλες τις εκφράσεις κι εκφάνσεις της. Μια εικόνα σε πολύ στενό πλαίσιο, απολύτως ελεγχόμενο. Η κοινωνία ολόκληρη, ένα είδος θεματικού πάρκου. Ένα Λούνα Παρκ όπου εμείς βρισκόμαστε διαρκώς εγκλωβισμένοι στο τραινάκι τού τρόμου!
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με όλες τις ανέσεις και πήρα πολλή αγάπη απ τούς δικούς μου. Δεν υπάρχει ωστόσο παιδική ηλικία μη τραυματική. Και μόνο ότι σου ζητούν να μεγαλώσεις αποκηρύσσοντας το παιχνίδι, τις τρέλες, τις σκανταλιές, τις ώρες της τεμπελιάς, το ότι σου ζητά η κοινωνία να αρχίσεις στο όνομα τής ενηλικίωσης και της ωριμότητας να ψεύδεσαι, να κρύβεσαι, να αγνοείς την σεξουαλικότητά σου και να προσαρμοστείς από μόνος σου με το καλό, είναι το μεγαλύτερο τραύμα.
Στην εφηβεία πιστεύω αποφασίζεις πως θα το πάρεις αυτό που λέγεται ζωή. Ωστόσο, ναι, είχα ωραία παιδικά χρόνια. ενδιαφέροντα κι ανατρεπτικά.
Οι γονείς μου είχαν ένα επεισοδιακό διαζύγιο, τόσο, που γράφτηκε στον Τύπο τής εποχής! Είχανε πιάσει δυό ραχούλες και κονταροχτυπιόντουσαν με συνοδεία μεγαλοδικηγόρων.
Εγκλωβισμένοι άνθρωποι στον οικογενειακο-κοινωνικό περίγυρο και τους εγωϊσμούς τους. Όμως, ουδέν κακόν αμιγές καλού. Έμαθα από νωρίς να μην πιστεύω όσα γράφουν οι εφημερίδες...
Tριγυρίζω στα ερτζιανά από το 1980. Ξεκίνησα στην ΕΡΤ, στο Τέταρτο Πρόγραμμα με μια ζωντανή δίωρη βραδινή εκπομπή, Το Πάρτι του Σαββάτου. Μουσικές επιμέλειες, ραδιοφωνικά θεατρικά ως ηθοποιός, αλλά κι αργότερα στην παραγωγή μιάς κι έκανα σκηνοθεσία στη «μεγάλη τού γένους» σχολή Σταυράκου κι αμέσως μετά στην Θεατρική Σχολή τής Ευγενίας Χατζίκου.
Με το που έσκασε η ελεύθερη ραδιοφωνία, βρέθηκα στο Κανάλι 15 του Ρούσσου Κούνδουρου μαζί με Μηλάτο, Δασκαλόπουλο, Μανίκα, Πάσσαρη, Σαββάτη, Πουλικάκο κι άλλους πολλούς, είχε μαζευτεί εκεί όλο το εναλλακτικό «αφάν γκατέ» της εποχής! Ακολούθησαν Flash 96.1, Ηχώ FM, 90.2, Rock FM...
Πήγαινα γενικά όπου μου δίνανε βήμα και μπορούσα να εκφραστώ ελεύθερα, σεβόμενη κατά το δυνατόν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα κάθε σταθμού. Δεν θυμάμαι κιόλας ποτέ να ζήτησα δουλειά, σε βρίσκανε δεν τούς έβρισκες, ήτανε τέτοιες οι εποχές. Λίγοι εξάλλου είχανε τότε την δυνατότητα να κάνουν εκπομπές, να έχουν δηλαδή ακούσματα, να διαθέτουν ενημερωμένη δισκοθήκη αλλά και ευχέρεια λόγου.
Δεκαετία τού '90 άρχισα να γράφω διάφορα μικρά κειμενάκια, είχα κι ένα δισέλιδο στο Penthouse που τότε ακόμα ήταν ένα αξιοπρεπές περιοδικό ποικίλης ύλης, όπως και στο Playboy. Από το 2009 με βρίσκεις τα βράδια Στο Κόκκινο 105.5, όπου κάναμε εκπομπές και με τον Πουλικάκο ένα διάστημα.
Σήμερα βέβαια ο κόσμος δεν πολυακούει ραδιόφωνο. Ακόμα και το web radio είναι περισσότερο μια «παρεϊστικη» υπόθεση – όχι πως είναι κακό αυτό. Εξαίρεση κάποιες εξειδικευμένες μουσικές εκπομπές κλασικής, ροκ, έθνικ, τζαζ κ.λ.π. που έχουν διεθνές ακροατήριο.
Οι λίγοι «φανατικοί» του μέσου είναι που το κρατάνε ζωντανό, όμως το επίπεδο χαμήλωσε πολύ. Έγινε γενικότερα η ζωή μας θέαμα, σε όλες τις εκφράσεις κι εκφάνσεις της. Μια εικόνα σε πολύ στενό πλαίσιο, απολύτως ελεγχόμενο. Η κοινωνία ολόκληρη, ένα είδος θεματικού πάρκου. Ένα Λούνα Παρκ όπου εμείς βρισκόμαστε διαρκώς εγκλωβισμένοι στο τραινάκι τού τρόμου!
Το μότο είναι «η δουλειά να γίνεται όσο φθηνότερα». Κανείς δεν δίνει λεφτά για υποδομές, παραγωγούς, μουσικές βιβλιοθήκες... Αρκούνται στις playlist και παίζουν όλοι την ίδια συνταγή.
Ο λόγος έχει γίνει «ξύλινος», στεγνός, διεκπεραιωτικός, αγοραίος ή απλώς, ό,τι να 'ναι. Εκστομίζονται δε τόσα «μαργαριτάρια» που τα κάνεις άνετα θηλιά να κρεμαστείς, ενώ και τα μουσικά ακούσματα έχουν ευτελιστεί. Επικρατεί παντού μια εφιαλτική ομοιομορφία. Έχουμε επιπλέον τώρα τον τρόμο της πολιτικής ορθότητας: Ο νεοσυντηρητισμός με το κουστουμάκι τού εργαλειακού δικαιωματισμού.
Υπήρξα από τα πρώτα κορίτσια στην Ελλάδα που βρέθηκαν πίσω από τα decks. Δεκαπέντε χρόνια ντιτζεϊλίκι σερί κάθε βράδυ από το 1980 ως το 1995,τα περισσότερα στο No Name πίσω από το Χίλτον αλλά και στο Αεροδρόμιο, το Camel club και πολλά ακόμα μαγαζιά.
Νύχτες ατέλειωτες, πιώμα πολύ, καταστάσεις απερίγραπτες, φιλίες, έρωτες, συνεργασίες κι όταν καλοκαίριαζε, έπιανα τα νησιά. Έπειτα ο κόσμος τότε έβγαινε και ξενύχταγε καθημερινά, όχι μόνο τα Σάββατα, χαμός μιλάμε, φουλ δουλειά... Ποιο ρεπό, αστειεύεσαι, έπρεπε να συντρέχει κάποιος πολύ σοβαρός λόγος!
Πέρασα κι από το σινεμά, τη διαφήμιση, όμως στη μουσική και κυρίως την ευπροσήγορη νύχτα ένιωθα καλύτερα από παντού. Κι εκεί έμεινα. Εκτός δε από τις γνωστές μουσικές, τις αναφορές και τα λεγόμενα παρηγορητικά παλιά τραγουδάκια που συνθέτουν το μουσικό περιβάλλον τής ζωής μου, αναζητώ κι ακούω διάφορα πράγματα που μ'ευχαριστούν, ασχέτως μουσικού είδους.
Έζησα κανονικά το «μια ζωή πάνω-κάτω η Πατησίων», που λέει κι η Κατερίνα. Εξάρχεια, Κολωνάκι, Πλάκα και πίσω Πατησίων κι άντε απ την αρχή ξανά. Το lifestyle δεν υπήρχε σαν έννοια, σαν τρόπος ζωής, σαν τίποτα. Ψάχναμε να ζήσουμε έξω απ' το εμπόριο των πραγμάτων, σε μικρά θερμοκήπια φίλων, μέσα σε μια κοινωνία έξτρα συντηρητική. Όχι, ποτέ σε όλους αυτούς τους χώρους, στη ροκ σκηνή, στα στέκια, στη νύχτα κ.λπ. δεν αισθάνθηκα μειονεκτικά επειδή είμαι γυναίκα.
Γενικά, ουδέποτε ένιωσα στη ζωή μου υποδεέστερη ή «θύμα». Και αν έπεφτα κάποτε, έπεφτα μαχόμενη, που λέμε! Πορευόμουν εξάλλου με μια ευρύτερη παρέα ανθρώπων, γυναικών και αντρών που όλοι διαφέραμε κι όλοι έπρεπε να έχουμε το νου μας γιατί ήταν και οι εποχές περίεργες, όπως είναι βέβαια κάθε εποχή για τούς πολύπαθους ανθρώπους.
Είμαι μάλλον τεμπέλα κι έτσι δεν έμαθα ποτέ να παίζω καλά κάποιο μουσικό όργανο. Συμμετείχα εντούτοις από τη δεκαετία του '70 σε μπάντες, με πρώτη την Οπισθοδρομική Κομπανία τραγουδώντας, παίζοντας ντέφι και κυρίως, βασικό: έβγαζα στο τέλος το καπέλο όπου καθείς έριχνε ό,τι μπορούσε.
Αυτό κι ένα πιάτο φαϊ ήταν η αμοιβή μας στις ταβέρνες που παίζαμε. Δεκαετία του '80 μπήκα στην μπάντα τού Πουλικάκου, κρουστά και φωνητικά. Συμμετείχα στην παραγωγή του άλμπουμ Zorba the Freak του Παύλου Σιδηρόπουλου και πιο πριν ακόμα, στο εξώφυλλο του Εν Λευκώ με μια ομάδα φίλων από τους οποίους δεν ζει κανείς σήμερα, ούτε κι ο Παύλος άλλωστε...
Οι κοινωνίες αλλάζουν αργά κι επώδυνα, όχι μόνο με τους νόμους αλλά με τον συνδυασμό πολλών παραγόντων. Παιδεία, οικονομία, τέχνη, τεχνολογία δημιουργούν έναν νέο τόπο να σταθούν τα άτομα. Το προσωπικό παράδειγμα είναι το σημαντικότερο εχέγγυο και για όποιον λέει ότι οραματίζεται έναν άλλο κόσμο. Από θεωρίες, γκώσαμε. Το τι αξίες έχουμε, τι προτεραιότητες βάζουμε, πώς συμπεριφερόμαστε δείχνουν τι καπνό φουμάρουμε πραγματικά. Αν ο καθημερινός σου βίος δεν αντιστοιχεί με τα ιδανικά που πρεσβεύεις, είσαι ψεύτης.
Πιάσανε τελευταία όλοι να λένε το μακρύ και το κοντό τους για τα Εξάρχεια. Μα τα Εξάρχεια δεν είναι δοκιμαστικός σωλήνας, είναι μια ζωντανή γειτονιά με την ιστορία και τη σημασία της στο κέντρο μιας πόλης ρημαγμένης. Θα έμενε άραγε αυτή η περιοχή «αλώβητη» όπως θα θέλανε να τη θυμούνται κάποιοι, όταν μέσα σε μια δεκαετία καταρρεύσανε τα πάντα;
Μνημονεύουν έπειτα ορισμένοι τους «παλιούς, σοβαρούς αναρχικούς» - μα κι εκείνους εξίσου τους πολεμούσανε, το ξεχάσανε; Έπειτα η ζωή δεν σταματά, συχνά μάλιστα προχωρά έτσι που μας κλωτσάει, μας σαρώνει. Είναι πιστεύω απλώς άλλη μια «φάση» αυτό που συμβαίνει τώρα στο «Εξάρχειο». Θα περάσει κι αυτή. Ούτε οι μπάτσοι ασφαλώς είναι οι κατάλληλοι να λύσουν το πρόβλημα, ούτε οι αναρχικοί γίνεται να το παίζουν μπάτσοι, αλίμονο. Έχει πλακώσει κιόλας ένα σωρό κόσμος άγνωστος, περίεργος, δεν ξέρεις πια ποιον έχεις δίπλα σου!
Υπήρχανε φυσικά και παλιότερα στα Εξάρχεια κλεφτρόνια, χρήστες, λούμπεν, άποροι, τυχοδιώκτες κ.λπ., ποτέ όμως τόσος «λαός». Υπήρχαν έπειτα κάποια κοινά αποδεκτά όρια και κανόνες, σαν μια συνθήκη ανακωχής ανάμεσα στούς διάφορους-διαφορετικούς, κάτι που πλέον προφανώς δεν ισχύει γιατί ποιος να εκτιμήσει και να σεβαστεί τι και γιατί. Τίποτα σχεδόν δεν συνδέει πια όσους τριγυρίζουν στην πλατεία...Α! λάθος. Τα φράγκα, αυτά πράγματι «συνδέουν» κάποιους, οδηγώντας σε ανίερες συμμαχίες κατά καιρούς.
Εγώ λέω καθένας που ενδιαφέρεται ό,τι μπορεί ας κάνει, χωρίς εύκολους αφορισμούς. Και ας δούμε επιτέλους τι συμβαίνει σε κάποιες άλλες αθηναϊκές γειτονιές πολύ πιο προβληματικές που επειδή δεν είναι τόσο εκμεταλλεύσιμες πολιτικά, δεν έχουν και την ανάλογη «διαφήμιση».
Έχουμε τώρα και τους μετανάστες, τους πρόσφυγες, ανθρώπους φτωχούς, ξεριζωμένους που κάποιοι τους σπρώξανε εδώ και μετά τους αφήσανε στην τύχη τους, λέγοντάς τους ουσιαστικά «και τώρα, μάγκες, βγάλτε τα πέρα μόνοι σας!».
Όταν όμως γκετοποιείς έναν πληθυσμό, τι περιμένεις να γίνει; Επόμενο είναι να στραφεί στα νταβατζιλίκια, την πορνεία, τη μικροδιακίνηση, την παραβατικότητα κ.λπ. Πέφτουμε τάχα από τα σύννεφα! Ταλαιπωριούνται που λες κι αυτοί, ταλαιπωριούνται και οι προηγούμενοι κάτοικοι που ξαφνικά δεν αναγνωρίζουν τη γειτονιά τους.
Οι νεοφερμένοι είναι πολλοί, άντρες κυρίως, είναι επίσης κουρασμένοι, θυμωμένοι, απελπισμένοι, έχουνε διαφορετικές γλώσσες, θρησκείες, συνήθειες, προκαταλήψεις. Όταν αυτά τα πληθυσμιακά ανακατέματα γίνονται με όρους φτώχιας και βίας, χωρίς υποστηρικτικές δομές και κινήσεις αναγνωριστικές ώστε να χτιστούν γέφυρες ανάμεσα στις κουλτούρες, τα αποτελέσματα δεν θα είναι καλά.
Εκεί απάνω βρίσκει έδαφος κι ο φασισμός. Όχι μόνο τα «Χρυσαύγουλα». Αυτούς τουλάχιστον τους ξέρουμε. Το πλέον επικίνδυνο είναι ο διάχυτος χρυσαυγιτισμός ως καθημερινή νοοτροπία. Η διάχυτη καφρίλα που εκπορεύεται από την τηλεόραση κυρίως, με όχημα την χρυσαυγουλίτικη αισθητική.
Τα πρότυπα ανθρώπων αφασικών. Τα σώματα αυτά τα ντυμένα σαν από το ίδιο μαγαζί υπολειμμάτων. Αλήθεια, δεν ασφυκτιούν μέσα σ'αυτά τα ρούχα-κορσέδες; Τα μούσκουλα, αυτά τα χείλη σαν πρησμένα αιδοία, τ'ασβεστωμένα χαμόγελα, διάφορες Μπάρμπι και Τζον-Τζόνηδες, ένα περίεργο μπέρδεμα συντηρητικούρας κι εκπόρνευσης. Κι ύστερα οι «ειδήσεις». Η πολυφωνία της Μίας και Μόνης Λύσης. Όλοι το ίδιο ποίημα. Με την ίδια σειρά, τα ίδια άθλια δήθεν ψυχαγωγικοενημερωτικά βιντεάκια. Οι απαραίτητες κλοπές-ληστείες της ημέρας. Διασπείρουν φόβο για να σου πουλήσουν «ασφάλεια». Εφιάλτης! Έχεις λέει το τηλεκοντρόλ. Έχεις επιλογή.
Τίποτα δεν έχεις. Διότι δεν είναι το θέμα αν βλέπεις εσύ τηλεόραση. Η τηλεόραση δημιουργεί ατμόσφαιρα, διότι βρίσκεται παντού. Σε εστιατόρια, καφενεία, χώρους αναμονής, σταθμούς τραίνων κ λεωφορείων, εμπορικά καταστήματα.
Το διαδίκτυο δεν απέχει πολύ... Πολλοί ελπίσαμε στην εμφάνιση αυτής της νέας τεχνολογίας. Το μόνο που πιστεύω πλέον, είναι ότι δουλεύει για τον απόλυτο έλεγχο. Σε καταφέρνουν να τα λες όλα από μόνος σου πριν καν σε ρωτήσουν. Γιατί όλα γίνονται ανώδυνα. Εικόνα.
Δεν φοβάμαι εύκολα. Από τα 15 μου αλωνίζω στην Αθήνα μέρα-νύχτα, έχω συναναστραφεί ό,τι κόσμο θες. Αλλά και τώρα πηγαίνοντας κάθε βράδυ Στο Κόκκινο μ' εκείνη την ωραιότατη παλιατσαρία-αμαξάκι που μου χάρισε ο αδερφούλης μου, «underground» διαδρομές ακολουθώ: παίρνω την Αριστοτέλους όλο ευθεία, διασχίζω τη Σωκράτους από το παλιό Εφετείο, γεμάτη κορίτσια που κάνουν πιάτσα και νταβατζήδες, περνάω απέναντι, κάνω δεξιά τη Σοφοκλέους κι αριστερά τη Μενάνδρου να φτάσω στη Σαρρή.
Ε η Ευριπίδου είναι αυτό που λέω «αόρατο σύνορο»: Έχεις αφενός τη Σαρρή με τα θέατρα, τα εστιατόρια και τα μπαράκια της, όλα καθαρά, φωτεινά και περιποιημένα κυριλέ, αφετέρου την πολυεθνική, πλέον, πιάτσα των πλέον εξαθλιωμένων εξαρτημένων. Πηγαίνω κιόλας σιγά μην και πατήσω κανέναν γιατί στη μαστούρα τους δεν καταλαβαίνουν, με σεβασμό και διακριτικότητα. Καθόλου δεν τρομάζω, μόνο στενοχωριέμαι... Όμως δεν είμαστε όλοι ίδιοι, έπειτα ποτέ δεν ξέρεις αν θα πέσεις πάνω στον «τρελό» σε μια στιγμή έκρηξης τής απελπισίας!
Ναι, υπάρχει πολλή απογοήτευση, πολύς θυμός στον κόσμο για τις πολιτικές υποσχέσεις που δεν εκπληρώθηκαν, τις ελπίδες που δεν καρποφόρησαν. Εγώ πάλι δεν απογοητεύτηκα ακριβώς από την πολιτική, αλλά από τους ανθρώπους της. Δεν περίμενα, ξέρεις, εξαρχής πολλά από τούτη την κυβέρνηση, εκείνο όμως που δεν αντέχεται είναι ο κυνισμός της.
Στρατιές πιστοποιημένων φτωχών στην ουρά για το επίδομα... Αλλά τι τα θες, εξουσία και ηθικό πλεονέκτημα δεν ταιριάξανε ποτέ – αν βέβαια υποθέσουμε ότι είσαι πράγματι μια εξουσία «αλλιώτικη» ενόσω διατηρείς ανέγγιχτο όλο τον υφιστάμενο παρακρατικό μηχανισμό, αστυνομία, δικαιοσύνη κ.λπ.
Δεν γνωρίζω αν υπάρχει καλύτερη εναλλακτική, ξέρω όμως ότι κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτο κι ότι η συναίσθηση της προσωπικής ευθύνης είναι κάτι θεμελιώδες. Έπειτα δύσκολα σήμερα οι άνθρωποι οργανώνονται και διεκδικούν πράγματα με τρόπο επίμονο και συστηματικό. Καθένας κλείνεται στον μικρόκοσμό του, στα καθημερινά του ζωτικά προβλήματα επιβίωσης κι άμα θέλει λίγο να ξεφύγει, πάλι σε έναν μικρόκοσμο θα στραφεί, αυτό των υπολογιστών και του Διαδικτύου.
Χωρίς φαντασία και περιέργεια για το άγνωστο δεν πας πουθενά.
Η ελεύθερη φαντασία όπως κι ο ελεύθερος έρωτας είναι πράγματα φύσει επαναστατικά. Όλες οι εξουσίες εχθρεύονται την ευφορία, την ηδονή, τα όνειρα που θέλουν να γίνουν πραγματικότητα. Αλλά και η κοινωνία ονομάζει «διαφθορά» τη μεγαλοφυϊα των αισθήσεων κι είναι πιθανό να λογοδοτήσεις γι' αυτό ακόμη και στο ορκωτό δικαστήριο. Η φύση μάς υποδεικνύει να ζήσουμε σπαρτιάτικα και συλλογικά, σαν τα μυρμήγκια.
Εμείς όμως αντί να συμβιβαστούμε με αυτή τη σκληρή, αμείλικτη λογική, πορευόμαστε με γνώμονες την απληστία, το κέρδος και τη χειραγώγηση. Αιώνες τώρα δεν έχουμε καταφέρει κάτι καλύτερο. Φαντάσου μεγάλα μεγάφωνα στους δρόμους. Λέει: "Αυτό το μήνυμα που ακούτε είναι νεκρό". κι ύστερα: "Γι αυτό ακριβώς είναι νεκρό. Για να το καταλαβαίνουν όλοι".
Όχι, δεν γράφω ποίηση – γράφω κάποιες σκέψεις, με ένα χαριτωμένο τρόπο που σε κάποιους μπορεί να θυμίζουν ποιήματα. Πάντοτε έγραφα, από ημερολόγια μέχρι διηγήματα, για μένα βασικά. Μου αρέσει το χαρτί και το μολύβι. Η άσκοπη δραστηριότητα, οποιαδήποτε μορφή έκφρασης με ομορφιά, είναι η ανακούφισή μας, το στήριγμα όπου καταφεύγουμε για να αντέξουμε την παράνοια γύρω.
Βέβαια και μια «κλανιά» ν' αμολήσεις, το σύστημα είναι ικανό να την κάνει κονσέρβα και να την πουλήσει, ακόμα κι αν είναι στα μούτρα του! Έχουμε υποτίθεται ελευθερία έκφρασης, όμως το σύστημα πάλι καθορίζει πώς οφείλεις να εκφράζεσαι ώστε να γίνεσαι αποδεκτός.
Όχι, δεν γράφω ποίηση – γράφω κάποιες σκέψεις, με ένα χαριτωμένο τρόπο που σε κάποιους μπορεί να θυμίζουν ποιήματα. Πάντοτε έγραφα, από ημερολόγια μέχρι διηγήματα, για μένα βασικά. Μου αρέσει το χαρτί και το μολύβι. Η άσκοπη δραστηριότητα, οποιαδήποτε μορφή έκφρασης με ομορφιά, είναι η ανακούφισή μας, το στήριγμα όπου καταφεύγουμε για να αντέξουμε την παράνοια γύρω.
Στη λογική αυτή εντάσσονται πολλά απ'αυτά τα διάφορα «σεμινάρια δημιουργικής γραφής» που δεν περιορίζονται μόνο να σε μάθουν κάποιες τεχνικές αλλά θέλουν τάχα να σε μυήσουν στην ουσία της γραφής – μα αυτό δεν είναι κάτι που μπαίνει σε καλούπια και κανόνες τύπου πρόλογος, κυρίως θέμα, επίλογος. Είναι όπως η νέα τάση στη δημοσιογραφία: «Πώς νιώθετε;». Δεν υπάρχει πιο άκυρη κι αδιάκριτη ερώτηση! Άκου «πώς νιώθεις»... Γνωριζόμαστε κι από χτες;
Οι φίλοι παίξανε ρόλο σπουδαίο. «Είμαστε αυτοί που οι γονείς μας μάς έλεγαν να μην κάνουμε παρέα». Να, εδώ παρακάτω ήτανε το σπίτι τού Παύλου (Σιδηρόπουλου), πάντα φιλόξενο. Ένα πιάτο φαγητό από την κυρία Τζένη πάντοτε υπήρχε. Το ίδιο και το σπίτι του Άγγελου Μαστοράκη στις παρυφές των Εξαρχείων, το σπίτι του Nicolas Liber τού ζωγράφου, είχαμε και τον Σωτήρη τον Νάτση, ζωγράφος κι αυτός και άριστος γραφίστας.
Μουσική και μουσικοί. Διάφορα προβάδικα και στούντιο, το βιβλιοπωλείο του Κωστή Νικολάκη, εκεί όπου γνώρισα τούς ποιητές Μιχάλη Κατσαρό, Γιώργο Μαρκόπουλο, Νίκο Καρούζο κι άλλους. Μετά ήταν τα κλαμπάκια, Κύτταρο, Rodeo, Hobby, αργότερα το Λούκι, το Snowball, ο Πήγασος, η Σοφίτα στην Πλάκα, το Σούσουρο, ήταν επίσης οι μπάντες, Socrates, Μπουρμπούλια, Εξαδάκτυλος, ο Σαββόπουλος τότε, ο Άσιμος, Σπυριδούλα, Last Drive, οι συναυλίες στο Σπόρτιγκ, στο Άλσος, σε πάρκα, σε πλατείες...
Η ζωή είναι ένα τσουκάλι φαγητό και θέλει ανακάτεμα διαρκώς ώστε να βγαίνουνε στην επιφάνεια τ' αρώματα αλλά και οι βρωμιές, τα περιττά. Είναι μια συνεχής αλλαγή κι όταν πεισμώνεις να κρατήσεις κάτι ως έχει, ή όπως το έχεις σχεδιάσει και δεν σού βγαίνει, τότε δυστυχείς. Κι οι σχέσεις αλλάζουν κι η αγάπη αλλάζει, όλα. Αν δεν θέλεις να καταλήξεις σαν την γυναίκα του Λωτ που πέτρωσε όταν κοίταξε πίσω της στο παρελθόν, μην αφήνεις την κουτάλα απ' το χέρι. Κουραστικό, δε λέω... μα πώς αλλιώς;
Κάθε χωρισμός πονάει και το ν' αφήσεις πίσω σου την ηρωϊνη που όπως λέει ο ποιητής "οδηγεί τον οργανισμό στον θάνατο μέσα από μια κατάσταση ευφορίας", είναι μια δύσκολη υπόθεση. Είναι όμως ασφαλώς μια απόφαση προσωπική - μόνο έτσι λειτουργεί. Σημασία μεγάλη έχει, να υπάρχει τόπος να γυρίσεις. Μιλώ βέβαια μεταφορικά γιατί βοήθεια ιδιαίτερη, δεν θα βρεις. Κανείς άλλος δεν μπορεί να το περάσει όλο αυτό για λογαριασμό σου, όσο πρόθυμος. Εντός σου θα αντλήσεις τη δύναμη. Όλα περνάνε, όλα. Και τα πάθη πληρούνται κάποτε. Το μόνο που έχεις είναι ο εαυτός σου. Αν τον χάσεις δεν μπορεί κανείς να σε στηρίξει. Δεν στηρίζεται το κενό.
Τα τελευταία χρόνια ζω στο σπίτι του Mr.Μήτs.o.s. στη Γ' Σεπτεμβρίου παρέα με τη Σίβα, τη γραία πιτμπουλίνα. Ο Mr. Μήτs.o.s. είναι ο άνθρωπός μου. Φίλος, σύντροφος, ένας ακούραστος πυροτεχνουργός τής σκέψης. Ένας αέρας αναμοχλευτής κάθε δόγματος και επιβολής. Τον αγαπώ πολύ.