Διαβάζοντας προσεκτικά τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Τζόνι Ντεπ στο «Rolling Stone», μία από εκείνες τις πολυήμερες, περιπετειώδεις, έντονα περιγραφικές, σχεδόν ψυχαναλυτικές συνομιλίες του ρεπόρτερ με τον εναλλακτικό σταρ στην έδρα του δεύτερου, που χρονολογούνται από την εποχή του Τζακ Νίκολσον, το απογοητευτικό συμπέρασμα είναι πως, μετά απ' όλες τις γλαφυρές και εξομολογητικές λεπτομέρειες, τους μπάφους και τα δάκρυα, τα ανέκδοτα και τις αναμνήσεις, το θέμα είναι τα (πάρα πολλά) δολάρια.
Κανείς, ακόμα και ο πιο επιφυλακτικός απέναντι στην περσόνα του χαριτωμένου Τρελοκαπελά / Ψαλιδοχέρη / Παίδαρου / Εντ Γουντ / Τζακ Σπάροου, δεν περίμενε πως ο πιο beat ηθοποιός της φουρνιάς των ομορφόπαιδων από τα '80s θα κατέληγε να ασχολείται με πονηρούς καταχραστές αντί για τίμιες καταχρήσεις και με χρηματικές καταθέσεις που έκαναν φτερά, στη θέση καλλιτεχνικών προθέσεων που στερεύουν επικίνδυνα.
Ως άλλος Έλβις, με μακρύτερη και σίγουρα όχι τόσο ουρανομήκη εκτόξευση στη στρατόσφαιρα της φήμης, ο Αμερικανός ηθοποιός μοιρολογεί με τον τρόπο του τους φίλους που έχασε, με πιο πρόσφατη απώλεια τον Τομ Πέτι, γλύφει τις πληγές του χωρίς τάσεις πλήρους συσκότισης στις γκρίζες σκέψεις του και διακόπτει τις σινερόκ αφηγήσεις του με την πεζή πραγματικότητα που επικρατεί στη ζωή του.
Ο Τζόνι ξεκίνησε ως μουσικός και συνεχίζει, περιοδεύοντας με την μπάντα «προσωπικής ανακούφισης» που διατηρεί, τους Hollywood Vampires. Ο Νίκολας Κέιτζ, λίγο μεγαλύτερος σε ηλικία και προερχόμενος από βέρο χολιγουντιανό τζάκι, τον οίκο των Κόπολα, του συνέστησε το σινεμά για να βγάλει περισσότερα χρήματα ‒ πρώτο σημάδι λανθάνουσας φιλαργυρίας για έναν νεαρό που υποτίθεται πως δεν είχε οικονομικό κίνητρο και στην πορεία διακρίθηκε για τη γενναιοδωρία του προς το οικογενειακό του περιβάλλον και όχι μόνο.
Ο Ντεπ πέρασε με επιτυχία από τους ρόλους του αρσενικού ενζενί, δηλαδή του αναλώσιμου pretty face στον «Εφιάλτη στον δρόμο με τις λεύκες», και το σπιρτόζικο σίριαλ «21 Jump Street», στην προσωρινή θέση του ζεν πρεμιέ, πριν προσγειωθεί στην αγκαλιά του Τιμ Μπέρτον, με τον οποίο κούμπωσε περίφημα και δοξασμένα σε ένα μοναδικό ζευγάρωμα οραματιστή σκηνοθέτη με πρόθυμη «μούσα».
Είχε έγκαιρα καταλάβει πως δεν του ταίριαζε καθόλου η «ίσια» καριέρα, σαν του Τομ Κρουζ για παράδειγμα, γι' αυτό και ορκίστηκε να μην ξανακάνει ταινία σαν το «Nick of Time», τη δράση του οποίου διέσχισε υπνοβατώντας.
Με ύφασμα τη ροκ, πατρόν τον Μάρλον Μπράντο και στρίφωμα από τον Χάντερ Τόμπσον, τον δημοσιογράφο με τον οποίο δοκίμασε ναρκωτικές αποδράσεις και μια γεύση από αυθεντικό χάσιμο μυαλού, ο γιος της (μοχθηρότατης, όπως έχει πει ο ίδιος) Μπέτι Σου από το Κεντάκι δεν εφάρμοσε τις παραδοσιακές μεθόδους υποκριτικής, προτιμώντας να επιτίθεται στους ρόλους του με εξωτερικές μεταμορφώσεις και μια βουβή πόζα τόσο καλά υπολογισμένη που τον κράτησε ψηλά στα μάτια των φαν του για τουλάχιστον 15 χρόνια.
Οι υπόλοιποι τον γνώριζαν μέσω tabloid συσχετισμών με τη Γουινόνα Ράιντερ, την Κέιτ Μος και τον πρόωρο θάνατο του Ρίβερ Φίνιξ έξω από το δικό του Viper Room, το παλιό ποτάδικο όπου σύχναζε ο Μπάγκσι Σίγκελ και το οποίο είχε μετατρέψει σε γκόθικ κλαμπ στη Sunset Boulevard του Λος Άντζελες.
Μία από αυτές τις μεταμορφώσεις τού χάρισε την αθανασία, μια θέση στους θρύλους της Disney και την παράδοξη αγάπη των μικρών παιδιών που μέχρι τότε τους ήταν ακατανόητος από τον «Νεκρό» του Τζάρμους, το «From Hell» ή το «Blow». Ο Τζακ Σπάροου, το ακαταμάχητο μπάσταρδο του Κιθ Ρίτσαρντς και του Πέπε λε Πιου, είναι το δικό του μωρό και έδωσε ομηρικές μάχες με την Disney για να το πλάσει όπως εκείνος ήθελε και όπως φοβόντουσαν οι κοστουμαρισμένοι φύλακες μιας κατάλληλης για ανηλίκους περιουσίας.
Ο θρίαμβος και οι συνέχειές του βοήθησαν τον Ντεπ να κάνει παράλληλη καριέρα, όπως αντίστοιχα υποστηρίζουν τον κάθε Τζέιμς Μποντ να θέτει τις βάσεις για το επόμενο βήμα. Μόνο που οι «Πειρατές της Καραϊβικής» δεν λένε να τελειώσουν, μόλο που ο αρχιπειρατής έχει πατήσει τα 50 προ πολλού και βρίσκεται αντιμέτωπος με πολλά προβλήματα, με μεγαλύτερο όλων τη στροφή του Χόλιγουντ σε ισοπεδωτικά ηθικοπλαστικές ετυμηγορίες.
Ανάμεσα στο πρώτο επεισόδιο της σειράς, το 2003, και το λιγότερο επιτυχημένο απ' όλα, το περσινό «Dead men don't tell tales», μεσολάβησαν πολλές ταινίες του Ντεπ, ανάμεσα στις οποίες οι καλύτεροί του ρόλοι ήταν στο «Ψάχνοντας τη Χώρα του Ποτέ» και ο εντυπωσιακός φονιάς/κουρέας του στο «Sweeney Todd» αλλά και μια εκτεταμένα δημοσιοποιημένα ιδιωτική ζωή που όλα δείχνουν πως τον έβλαψε στα μάτια του κοινού, της βιομηχανίας και προσωπικά.
Ο άνθρωπος που ζούσε ως bon vivant στη Γαλλία με τη Βανέσα Παραντί και τα παιδιά τους, πίνοντας κόκκινο κρασί και κάνοντας διακοπές στο εξωτικό αλά Μάρλον νησί τους δεν υπάρχει πια. Η, μάλλον, δεν υφίσταται η εικόνα που δημιούργησε γύρω από αυτό το ιδανικό σκηνικό.
Η βίαιη λήξη του γάμου του με την Άμπερ Χερντ, στα πρόθυρα του #metoo και του #timeisup, και μάλιστα μία ημέρα πριν από την κηδεία της μητέρας του, το 2016, τον έφερε σε κατάσταση κατάθλιψης, την οποία περιγράφει σταράτα στη συνέντευξη στο «Rolling Stone», παράλληλα με την απογοήτευσή του για την εξαφάνιση των διάσημων ηρεμιστικών Quaaludes από την αγορά!
Ταυτόχρονα, ανακάλυπτε πως οι λογιστές που ο ίδιος είχε επιλέξει όταν οι δουλειές του φούντωναν και χρειαζόταν αναδιάρθρωση στα σχέδια επενδύσεων τον πούλησαν, όπως ισχυρίζεται, παραβιάζοντας την εμπιστοσύνη που επέδειξε ο πολυάσχολος πελάτης.
Πρόκειται για μια κλασική δικαστική διένεξη του άσχετου καλλιτέχνη με τους επιτήδειους μάνατζερ που, από τη μεριά τους, διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους με καταγεγραμμένες αποδείξεις που είναι έτοιμοι να προσκομίσουν πως προειδοποιούσαν συχνότατα τον Ντεπ για τις σπατάλες του, είτε αυτές αφορούσαν τα 5 εκατομμύρια για τον κανονιοβολισμό της στάχτης του Τόμπσον στα ουράνια, είτε το νοικιασμένο έναντι 30.000 δολαρίων μηνιαίως διαμέρισμα της μητέρας Μπέτι Σου στο Λος Άντζελες, είτε τις κορυφαίες ετικέτες κρασιών, το σκάφος και τις 14 επαύλεις, ακόμη και έναν μισθωτό υπάλληλο που είχε ως μοναδική του απασχόληση να μεταφέρει μουσικές και άσχετα λόγια στο ακουστικό του Ντεπ, για να τον βάζει σε κλίμα ενσυναίσθησης, όταν γύριζε ταινίες.
Ο Ντεπ αποκρούει με χιούμορ τους ισχυρισμούς των πρώην συνεργατών του και πάει αλλού το «αφήγημα», σε τεχνικές ατραπούς που καταδεικνύουν δόλιες παραλείψεις και παράτυπη αφαίμαξη της περιουσίας του. Χωρίς να έχει βάλει άνω τελεία στην καριέρα του, ο Ντεπ ετοιμάζεται, σύμφωνα με τα λόγια του δικηγόρου του, να τα βάλει με το τέρας που λέγεται Χόλιγουντ εκεί που όλοι οι προηγούμενοι κώλωσαν, γιατί δεν φοβάται κανέναν.
Ο δημοσιογράφος που πήρε την αξιοζήλευτη, τριήμερη συνέντευξη, ο Στίβεν Ρόντρικ («θα πάρεις Πούλιτζερ» τον προειδοποίησε ο Ντεπ) καταγράφει όσα βλέπει και αυτό που παρατηρεί ανάμεσα στις γραμμές και κάτω από τη γοητεία που ασκεί ο πάντα χαριτωμένος και ενίοτε νοηματικά ασύνδετος, όπως υπογραμμίζει, Ντεπ είναι ένας μοναχικός άνδρας, κλειδαμπαρωμένος σε ένα χρυσό κλουβί πολλών τετραγωνικών στην Αγγλία, περιτριγυρισμένος από άνδρες που πληρώνονται για να είναι εκεί, τον δικηγόρο, τον μάγειρα και την ασφάλειά του.
Ως άλλος Έλβις, με μακρύτερη και σίγουρα όχι τόσο ουρανομήκη εκτόξευση στη στρατόσφαιρα της φήμης, ο Αμερικανός ηθοποιός μοιρολογεί με τον τρόπο του τους φίλους που έχασε, με πιο πρόσφατη απώλεια τον Τομ Πέτι, γλύφει τις πληγές του χωρίς τάσεις πλήρους συσκότισης στις γκρίζες σκέψεις του και διακόπτει τις σινερόκ αφηγήσεις του με την πεζή πραγματικότητα που επικρατεί στη ζωή του.
Αυτό που λείπει από τη συνέντευξη είναι η αναφορά του Ντεπ στις επιδιώξεις και στις προσδοκίες που έχει από το επάγγελμά του καθαυτό, λες και απουσιάζει από την ατζέντα του το όνειρο μιας ενδιαφέρουσας συνεργασίας, ενός διαφορετικού ρόλου, ενδεχομένως μιας συμμετοχής σε ταινία φεστιβαλική, οσκαρική ή καθαρόαιμα ανεξάρτητη που θα αναστατώσει θετικά μια προδιαγεγραμμένη και φθίνουσα, όπως διαφαίνεται, πορεία.
Αν θέλουμε να βάλουμε τα πράγματα, τις πρόσφατες και τις επερχόμενες ταινίες του, κάτω, έχουμε επτά γεμάτα χρόνια φαγούρας, άστοχων επιλογών, άτυχων ευκαιριών και μιας γερής εκτόξευσης που τον συμπεριέλαβε μόνο τμηματικά: το «Rum Diary», που δεν ήταν εντελώς κακό, σημαδεύτηκε από τη γνωριμία του με τη Χερντ και ήταν η τελική του ωδή προς τον παλιόφιλο μέντορα Τόμπσον, δεν άγγιξε καθόλου το κοινό.
Το «Dark Shadows» του συνοδοιπόρου Μπέρτον τα πήγε μέτρια, το «Lone Ranger» του Γκορ Βερμπίνσκι των «Πειρατών» ήταν παταγώδες, παραφουσκωμένο φιάσκο, το «Transcendence» επίσης, το «Mordecai» τα ίδια και χειρότερα, το «Black Mass» που είχε οσκαρικές φιλοδοξίες φρέναρε απότομα (και ο ίδιος, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν έκανε κάτι σπουδαίο κάτω από τη χλωμή μάσκα του), ενώ η δεύτερη «Αλίκη» λαχάνιασε και έσκασε στη διαδρομή, σε σύγκριση με την πρώτη.
Στο «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές» ο ρόλος του έμοιαζε με φιλική συμμετοχή, ενώ στο «Fantastic Beasts» αποτελεί ψηφίδα ενός καστ αλλά και ενός ευρύτερου πρότζεκτ με σταρ τη συγγραφέα Τζ. Κ. Ρόουλινγκ. Η δημιουργός του Χάρι Πότερ αναγκάστηκε να υπερασπιστεί την επιλογή της ίδιας και των παραγωγών στο πρόσωπο του Τζόνι Ντεπ, γιατί, ευτυχώς γι' αυτούς, η άσχημη διαμάχη του Ντεπ με τη Χερντ έληξε με κοινό δελτίο Τύπου, κατά κάποιον τρόπο υπέρ εκείνου. Δηλαδή, δοκάρι κι έξω, με το Χόλιγουντ να τον έχει κατατάξει σε μια άτυπη λίστα υπόπτων για πιθανή υποτροπή και σίγουρα ψηλά στη black list των ακριβοπληρωμένων που δεν φέρνουν πίσω την παχυλή αμοιβή τους.
Το ποιο από τα δύο είναι μεγαλύτερο αμάρτημα αυτήν τη στιγμή κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Μέχρι πρότινος, η ανοχή στα προσωπικά ήταν δεδομένη, εκτός από περιπτώσεις αυστηρά παράνομης δραστηριότητας. Πλέον, ένας ηθοποιός υψηλού προφίλ, προϊόν που δεν κοντρολάρεται από τα στούντιο, όπως συνέβαινε τη χρυσή εποχή, υπόκειται σε σχολαστικό έλεγχο για τις απόψεις και τις πράξεις του και κρίνεται σε συνδυασμό με την απόδοσή του ή και ανεξάρτητα από την επιτυχία, όπως είδαμε πρόσφατα στη συνοπτική αποπομπή της Ροζάν Μπαρ.
Για το επόμενο «Fantastic Beasts» που βγαίνει στις αίθουσες το φθινόπωρο η Warner δεν κρύβει την παρουσία του Ντεπ ως Γκρίνενβαλντ, αλλά δεν τον προβάλλει εμφατικά. Το «City of Lies», ένα αστυνομικό δράμα με θέμα τους φόνους του Τουπάκ και του Notorious BIG, δεν έχει διαφημιστεί πολύ. Για το «Invisible Man» το μέλλον παραμένει ρευστό, αν και δεν ευθύνεται τόσο ο Ντεπ όσο το άσφαιρο λανσάρισμα του σύμπαντος των τεράτων της Universal με τη «Μούμια» του Τομ Κρουζ. Όσο για το «Richard says goodbye», μια κανονική κομεντί με μεγαλύτερο όνομα στο καστ αυτό του Ντεπ, είναι προγραμματισμένο για τον Σεπτέμβριο, επίσης χωρίς τυμπανοκρουσίες.
Επί χρόνια ο Τζόνι Ντεπ επιβίωνε ελέω «Πειρατών» ακόμα και με πατάτες, όπως ο «Τουρίστας», που, αν θυμάστε, μπορεί να μην περπάτησε εισπρακτικά στις ΗΠΑ αλλά έσκισε σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο. Επιπρόσθετα, οι μεγάλες εταιρείες που ποντάρουν στα ονόματα για τη διεθνή προώθηση των ακριβών τους επενδύσεων δεν είναι σίγουρο πως μπορούν να ποντάρουν στον Ντεπ για συνεντεύξεις.
Έχω συναντήσει τον Ντεπ τρεις φορές σε press junkets για το «From Hell», τους πρώτους «Πειρατές» και τον «Δημόσιο Κίνδυνο» του Μάικλ Μαν και μου έκαναν εντύπωση η ευγένεια και ο μειλίχιος χειρισμός των ερωτήσεων, σαν ένα μικρό παιδί που έψαχνε χαμηλόφωνα μια διαφορετικού τύπου απάντηση ‒ δεν μου αποκάλυψε ποτέ αν ήταν ο διάβολος στην «Ένατη Πύλη» του Πολάνσκι και επισήμανε πως το τρύπιο καουμπόικο καπέλο που φορούσε είχε γνωρίσει καλύτερες μέρες.
Τελευταία έχει αραιώσει τις εμφανίσεις του στο circuit των συνεντεύξεων και μετά την περίεργη, ακόμη και για τα δεδομένα του, παρατήρηση για τον Τραμπ («ποια ήταν η τελευταία φορά που ένας ηθοποιός δολοφόνησε έναν Πρόεδρο» είχε αναρωτηθεί φωναχτά), οι πιθανότητες λιγοστεύουν.
Η διαφήμιση των ταινιών, ωστόσο, προβληματίζει περισσότερο τα στούντιο. Όπως η επιχείρηση να περισώσει την τιμή και την κάποτε αμύθητη περιουσία των 650 εκατομμυρίων δολαρίων βαραίνει εκείνον. Στο μεταξύ, δείχνει ολοένα και περισσότερο τις ρυτίδες ενός πρόωρα γερασμένου Ντόριαν Γκρέι στο σινεμά, έχοντας κάνει χρήση παρατεταμένης άδειας μετ' αποδοχών.