Το πλησίον στην τσιμεντούπολη οικογενειακό θέρετρο, πρώτα ως καθαρτήριο αποπνικτικού εγκλωβισμού και μετά ως επίγεια κόλαση που καταλήγει στη θάλασσα. Η εξοχική κατοικία –αυτός ο διαχρονικός πυλώνας (μικρο)αστικού παραθερισμού– ως τόπος μαρτυρίου, αγωνίας, οδύνης και ανείπωτης φρίκης. Η Πομπηία όχι ως τουριστικό μαυσωλείο και σύμβολο αιώνιου εναγκαλισμού κορμιών παραδομένων στη λάβα αλλά ως τραγική αναπαράσταση χθες, εδώ, δίπλα μας.
Ο αριθμός των νεκρών που αυτή την ώρα ήδη δικαιολογεί τον προσδιορισμό «εκατόμβη», οι αγνοούμενοι, τα ρημαγμένα σπίτια που υπήρξαν εστίες ανεμελιάς και απόδρασης και τώρα είναι κακοφορμισμένοι όγκοι, ερείπια, αποκαΐδια, οι εικόνες των ανθρώπων που βρήκαν καταφύγιο στο νερό και έμοιαζαν σαν να βρίσκονται στα αποτεφρωτήρια νεκρών στις όχθες του Γάγγη στο Βαρανάσι. Όλα αυτά στο Μάτι...
Όσοι βίωσαν αυτή την τραγωδία στο πετσί τους μπορούν να λένε ότι τουλάχιστον αυτοί επέζησαν. Οι υπόλοιποι βρισκόμαστε σε κατάσταση μανιοκατάθλιψης και εκφράζουμε εκ του μακρόθεν θλίψη, οργή, αποτροπιασμό, πένθος, εθνικό αυτομαστίγωμα, καταγγέλλοντας θεσμούς, κυβερνήσεις, δικαίους και αδίκους και επιδεικνύοντας μνήμη χρυσόψαρου.
Εκεί όπου πηγαίναμε πιτσιρικάδες και άτρωτοι σε πάρτι γνωστών (και αγνώστων, αλλά γνωστών των γνωστών μας) και ξεμέναμε καμιά φορά, αδυνατώντας να οδηγήσουμε στην κατάστασή μας. Στο Μάτι, που έχει (είχε;) κι ένα θερινό σινεμά που λέγεται «Μαϊάμι».
Πείτε ό,τι θέλετε, αλλά είναι αλλιώς όταν ο τόπος της φρίκης είναι κοντινός και οικείος και η τραγωδία (τις συνθήκες της οποίας το μυαλό αδυνατεί να συλλάβει, μένοντας μουδιασμένο) συμβαίνει σ' ένα προάστιο της Αθήνας ουσιαστικά, σε οικισμούς-δορυφόρους της πρωτεύουσας, όπου θα υπέθετε κανείς ότι η απόσταση αναπνοής από τα διάφορα κέντρα ελέγχου και πρόληψης καταστροφών θα έσωζε τους ανθρώπους, αν όχι τις περιουσίες τους.
Είναι η μέρα με τη νύχτα σε σχέση με τις πυρκαγιές ρουτίνας «των τσοπάνηδων» που θυμάμαι να χαζεύουμε ανέμελα στα γύρω βουνά μικροί τα καλοκαίρια στην Κεφαλονιά.
Την προηγούμενη μέρα από τις φονικές πυρκαγιές είχα βρεθεί σ' ένα εξοχικό κοντά στη Χαλκίδα περιστοιχισμένο από δέντρα και δίπλα στη θάλασσα. Το θαλασσινό νερό ήταν σαν ψαρόσουπα (ή, πιο ρεαλιστικά, σαν κάτουρο) που δεν «χλιάρωνε» με τίποτα κι εμείς καθόμαστε έξω στο τραπέζι και αργοσβήναμε υπό τη ζεστή ανάσα του λίβα, σαν να είχε εγκαταστήσει κάποια δύναμη της φύσης ένα αόρατο υπαίθριο air condition μονίμως στο mode θέρμανσης για τον βαρύ χειμώνα. Παράνοια.
Εκ των υστέρων σκεφτόμουν επίπονα και μαζοχιστικά τι θα γινόταν αν βλέπαμε ξαφνικά τις φλόγες να καλπάζουν προς το μέρος μας. Ας φανταστεί κανείς –αν μπορεί– τη φωτιά να τον κυκλώνει ανεξέλεγκτη, μέχρι να της παραδώσει ανήμπορος το κορμί του που μετατρέπεται σε κάρβουνο, σαν τη σκηνή του ονείρου στον δεύτερο Εξολοθρευτή (λυπάμαι, ακόμα και στα πιο τραγικά γεγονότα αναζητώ αναλογίες με σκηνές μυθοπλασίας – είναι μια παρηγοριά), με το ωστικό κύμα φωτιάς που κάνει στάχτη τα παιδιά στις κούνιες.
Ποτέ δεν είναι όπως τον φαντάζεται κανείς ο όλεθρος που προκαλείται από «φυσικού» τύπου καταστροφές. Ποτέ δεν μπορεί να ξέρει, πριν τον βιώσει και καταφέρει να βγει σώος και να τον θυμάται. Δεν μπορεί να αποδοθεί με τεχνικούς, επιστημονικούς ή ακόμα και με αλληγορικούς όρους ο απόκοσμος, παραλυτικός βόμβος και ίλιγγος του σεισμού ή η ύπουλη ανάπτυξη της φωτιάς.
Πρόκειται για απόκοσμες καταστάσεις που δύσκολα συνηθίζονται. Και όταν συμβαίνουν καλοκαίρι, σε συνθήκες αποπνικτικής ατμόσφαιρας και νεκρής φύσης, μοιάζουν ακόμα πιο απόκοσμες.
Ο θερινός τρόμος είναι ο πιο έντονος και ο πιο αλλόκοτος και οι άνθρωποι που τον βιώνουν φαίνονται εντελώς απροετοίμαστοι, καθώς περιφέρονται απέλπιδες, με αμφίεση παραθερισμού και με το μισό μυαλό ξεχασμένο ακόμα στη ραστώνη που διαταράχτηκε με τον πιο βάναυσο τρόπο. Όσοι βίωσαν αυτή την τραγωδία στο πετσί τους μπορούν να λένε ότι τουλάχιστον αυτοί επέζησαν, ακόμα κι αν έχασαν φίλους, γνωστούς, συγγενείς, σπίτια, ζώα.
Οι υπόλοιποι βρισκόμαστε σε κατάσταση μανιοκατάθλιψης και εκφράζουμε εκ του μακρόθεν στα «κοινωνικά μέσα» θλίψη, οργή, αποτροπιασμό, πένθος, εθνικό αυτομαστίγωμα, καταγγέλλοντας θεσμούς, κυβερνήσεις, νοοτροπίες, αυθαίρετα, αυθαιρεσίες, κακοτεχνίες, οργανωμένες αρπαγές πόρων, δικαίους και αδίκους και επιδεικνύοντας μνήμη χρυσόψαρου πιο έντονη και από αυτή των ίδιων των χρυσόψαρων.
Η συμφωνημένη συλλογική λήθη του Αυγούστου θα τα σκεπάσει όλα πάλι, και του χρόνου το καλοκαίρι ξανά από την αρχή, με αφορμή μια άλλη «ασύμμετρη απειλή» παρόμοιας ή διαφορετικής φύσης.
σχόλια