Θυμάμαι κάποτε που μπορεί να διαφωνούσαμε με κάποιους για τα πάντα, υπήρχαν όμως κάποιες ελάχιστες και πολύτιμες σταθερές αξίες υπεράνω κριτικής και υπεράνω υποκειμενικών, αισθητικών και (μικρο)πολιτικών, κριτηρίων. Μία από αυτές ήταν τα κόμικς, τα καρτούν, οι γελοιογραφίες, το έργο, το πνεύμα και η αντίληψη του Αρκά από την εποχή της «Βαβέλ» ακόμα.
Είχε να κάνει και λίγο, υποθέτω, με το πέπλο μυστηρίου γύρω από τη «μυστική» του ταυτότητα (αλάνθαστο τρικ ανά τους αιώνες, που σε γλιτώνει από τις φθορές της διασημότητας), κυρίως όμως είχε να κάνει με το διεισδυτικό, αβίαστο και ανέμελα ασεβές χιούμορ, τη δημιουργία και τη συντήρηση εμπνευσμένων αρχετυπικών χαρακτήρων και με την αίσθηση ενός εικονογραφικού/αφηγηματικού σύμπαντος που παρέμενε οικουμενικό χωρίς να είναι «αλλού», διαφεύγοντας ως διά μαγείας σχεδόν από το εσωστρεφές και κλειστοφοβικό νεοελληνικό σύστημα παραγωγής σάτιρας. Μεγάλη δουλειά αυτό το τελευταίο, αν μπορείς να το καταφέρεις χωρίς ίχνη κανιβαλισμού ξένων επιρροών.
Ως γνωστόν, τα τελευταία χρόνια ο Αρκάς έχει επιλέξει, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι που παραδόθηκαν για λόγους προσωπικούς ή βιοποριστικούς στους αφόρητους περιορισμούς που επιβάλλει ένα ακραία διχαστικό κλίμα, την οδό της στράτευσης και της απολύτως προβλέψιμης κατεύθυνσης στις ατάκες των κεντρικών χαρακτήρων του, και ειδικά αυτού του μέσου καθημερινού τυπάκου που κουνάει το δάχτυλο, «καυτηριάζοντας» αποκλειστικά τις κωμικοτραγικές ανακολουθίες της εξουσίας των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Δεν έχει και πολλή πλάκα αυτό όμως και, όπως και να το κάνουμε, αντικειμενικά είναι εντελώς άχαρο να χαϊδεύεις τα πιο στοιχειώδη αντιπολιτευτικά ένστικτα, χωρίς καν τον κόπο μιας λίγο πιο βαθιάς υπονόμευσης, έστω και μόνο του συγκεκριμένου στόχου.
Ούτε ως γενικό σχόλιο περί επιδερμικού και υποκριτικού δικαιωματισμού δεν στέκεται. Εξάλλου, τα ρατσιστικά, σεξιστικά κ.λπ. αστεία δεν τα απαγορεύει κάποια σύγχρονη Ιερά Εξέταση (βρομάει ο τόπος από δαύτα), απλώς είναι «εύκολα», κακόβουλα, μαλακισμένα και φανερώνουν παντελή έλλειψη χιούμορ.
Περνάνε από μπροστά μου στα social media τα καρτούν του, τα κοιτάω, υπομειδιώ και λίγο, όχι λόγω ευθυμίας αλλά μάλλον λόγω συγκατάβασης για τη –μη χαρακτηριστική κάποτε για τον ίδιο– λαϊκίστικη κοινοτοπία που συχνά τα διακρίνει (ούτε ο Κώστας Μητρόπουλος στα πιο πασοκοσυντηρητικά του τέτοιο πράγμα, που κάποτε εκπροσωπούσε ακριβώς το αντίθετο από τον Αρκά ή τον Γ. Ιωάννου), και συνεχίζω τη μέρα μου πιο κατηφής.
Μπορεί να το έχει πάρει προσωπικά αυτό με την παρούσα κυβέρνηση (κακό πράγμα όμως η λογική του ξεκαθαρίσματος λογαριασμών για έναν καρτουνίστα), η οποία σαφώς έχει οδηγήσει πολύ καλό κόσμο στα κάγκελα. Τέλος πάντων, με γεια του με χαρά του, και δικαίωμά του. Δεν είναι ο μόνος που κατέληξε στην οδό της μονόπαντης ατζέντας, αυτός είναι ο κανόνας εδώ και καιρό για τους περισσότερους γελοιογράφους πάσης ιδεολογικής προαίρεσης.
Έχω κρατήσει μια λίγο παλιότερη (4-5 χρόνια;) γελοιογραφία του Ηλία Μακρή στην «Καθημερινή», όπου απεικονίζεται χωρίς λόγια ο Τσίπρας στο κρεβάτι του ψυχαναλυτή που έχει τη μορφή του Μαρξ και έχει σηκώσει το περίστροφο στον κρόταφό του, όχι επειδή είναι τόσο ιδιοφυής ή σπαρταριστή αλλά επειδή προσκαλεί στο αστείο έναν μέσο κοινό παρονομαστή που δεν έχει παραδοθεί σε κάποια αεροστεγή ατζέντα, όπως έκαναν και οι γελοιογραφίες του ΚΥΡ κάποτε.
Το ίδιο το είδος της γελοιογραφίας έτσι κι αλλιώς έχει περιθωριοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, έρμαιο της γενικής παθογένειας των έντυπων μέσων, και λειτουργεί πλέον ως συλλογή από προμελετημένα memes, συχνά ανέμπνευστα, κακόβουλα και μοχθηρά. Οι ατέλειωτες γελοιογραφίες με τη Μέρκελ ή τον Σόιμπλε σε κατάσταση λυσσασμένου παροξυσμού και ντυμένους με ζαρτιέρες και στολή Ες-Ες (που θύμιζαν το σκετς του Σεφερλή με τίτλο «Αδέλφω Χίτλερ») είναι μόνο ένα παράδειγμα και ίσως το πιο ήπιο στην πραγματικότητα.
Υπάρχουν και όρια όμως (όχι ηθικού αλλά αισθητικού τύπου) και νομίζω ότι ο Αρκάς τα υπερέβη με την πρόσφατη ανάρτησή του που φανερώνει και κάποια ανησυχητικά συμπτώματα μανίας καταδιώξεως, στην οποία εμφανίζεται επιβλητικό (και φλύαρο) το σλόγκαν «Απαγορεύονται αστεία: ρατσιστικά, σεξιστικά, ομοφοβικά, politically incorrect, fat shaming, body shaming», ενώ δίπλα ο τυπάκος επιχειρεί να αρθρώσει ανέκδοτο που και καλά δεν προσβάλλει δυνητικά κανέναν («είσαι πολύ ξινός, είπε η ντομάτα στο λεμόνι»).
Τι να πεις... Ούτε ως γενικό σχόλιο περί επιδερμικού και υποκριτικού δικαιωματισμού δεν στέκεται. Εξάλλου, τα ρατσιστικά, σεξιστικά κ.λπ. αστεία δεν τα απαγορεύει κάποια σύγχρονη Ιερά Εξέταση (βρομάει ο τόπος από δαύτα), απλώς είναι «εύκολα», κακόβουλα, μαλακισμένα και φανερώνουν παντελή έλλειψη χιούμορ.
Και επίσης, ήθελα να 'ξερα, όλοι αυτοί που τυραννιούνται τόσο βάναυσα στη χώρα μας από τις στυγνές επιταγές της «πολιτικής ορθότητας» έχουν κοιτάξει τα πρωτοσέλιδα των εθνοχριστιανικών ξεκωλοφυλλάδων που κρέμονται στα περίπτερα και στάζουν ξεφτίλα, παρακμή και χουντίλα; Έχουν χαζέψει τη «δημόσια» –μη συνδρομητική, τέλος πάντων– τηλεόραση (κρατικοδίαιτη και ιδιωτική, αλλά εν προκειμένω κυρίως τη δεύτερη, η ΕΡΤ κουβαλά άλλου τύπου βαριές αμαρτίες) για να διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι το μήνυμα που περνά το μέσο στον κόσμο, που, ελλείψει άλλων επιλογών, παρακολουθεί εκπομπές απίστευτης χυδαιότητας, τρομολαγνείας, μικροαστικής ηθικολογίας μετεμφυλιακού τύπου και εκφασισμού;