Το Καρκινάγρι είναι το νοτιότερο χωριό της Ικαρίας. Μακριά από τα λιμάνια του Εύδηλου και του Αγίου Κήρυκου, τις Ράχες, που «ξυπνούν» μόνο τη νύχτα, και τις πιο κοσμοπολίτικες παραλίες του νησιού, όπως π.χ. η Μεσακτή ή ο Αρμενιστής, δεσπόζει στο πιο τραχύ κομμάτι του νησιού. Εκεί όπου οι απόκρημνοι βράχοι και η χαμηλή βλάστηση εναλλάσσονται με το απίθανο (και ατέλειωτο) γαλάζιο του ορίζοντα.
Τα κύματα του Ικάριου Πελάγους σμιλεύουν αργά και βασανιστικά, σχεδόν, θαρρείς, από καταβολής κόσμου, τα βράχια μπροστά στο χωριό και ενίοτε ταλαιπωρούν τους ντόπιους με την άγρια και απρόβλεπτη συμπεριφορά τους.
Τα ξέρω όλα αυτά γιατί πέρυσι το καλοκαίρι έτυχε να περάσω μερικές μέρες στο Καρκινάγρι μαζί με δύο φίλους. Ο ένας κατάγεται από κει.
Οι κάτοικοι της Ικαρίας έχουν μια περίεργη σχέση με τον χρόνο. Μοιάζουν περισσότερο να τον ορίζουν αυτοί παρά το αντίθετο. Και το παράδοξο είναι πως, άπαξ και κατέβεις στο νησί, προσαρμόζεσαι κι εσύ, είτε το θέλεις είτε όχι, στους ρυθμούς του.
Κάθε πρωί, λοιπόν, όταν ξυπνούσαμε, κατεβαίναμε στο ίδιο σκεπαστό καφενεδάκι με τους ασβεστωμένους τοίχους για να πιούμε καφέ. Το ωράριο λειτουργίας ήταν κάπως ευμετάβλητο και συνήθως καταλήγαμε αγουροξυπνημένοι να περιμένουμε τον ιδιοκτήτη.
Ακόμη κι όταν άνοιγε, όμως, δεν ήταν σίγουρο ότι κάποιος θα μας έπαιρνε παραγγελία άμεσα ή και γενικώς.
Οι κάτοικοι της Ικαρίας έχουν μια περίεργη σχέση με τον χρόνο. Μοιάζουν περισσότερο να τον ορίζουν αυτοί παρά το αντίθετο. Και το παράδοξο είναι πως, άπαξ και κατέβεις στο νησί, προσαρμόζεσαι κι εσύ, είτε το θέλεις είτε όχι, στους ρυθμούς του. Στην Αθήνα δεν υπήρχε περίπτωση να περιμένουμε μία ώρα για να παραγγείλουμε. Στην Ικαρία δεν μας ενόχλησε ποτέ.
Ίσως αυτό να είναι και το μυστικό της πολυδιαφημισμένης μακροζωίας των κατοίκων της. Η άρνησή τους να συμβιβαστούν με έναν αγχωτικό, ασφυκτικό τρόπο ζωής που για εμάς τους υπόλοιπους μοιάζει φυσιολογικός. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζουν και την τουριστική ανάπτυξη, κάτι που τους έχει βοηθήσει να διατηρήσουν αναλλοίωτα τα περισσότερα χαρακτηριστικά του τόπου τους και να αποφύγουν παθογένειες που βλέπουμε συχνά σε άλλα ελληνικά νησιά.
Τα τελευταία χρόνια αυτή η ελευθερία, αυτή η φοβερή ενέργεια που μοιάζει να κυκλώνει σαν σύννεφο ολόκληρο το νησί, διαδόθηκε σαν φήμη παντού, χάρη κυρίως στα εγχώρια και διεθνή ΜΜΕ, κι έτσι ορδές εκδρομέων κατακλύζουν κάθε καλοκαίρι χωριά και παραλίες. Κάποιοι επιλέγουν να κάνουν ελεύθερο κάμπινγκ, αν και δεν επιτρέπεται, σε διάφορα σημεία του νησιού (σ.σ. Καραβόσταμο και Φαράγγι του Να είναι τα πιο διαδεδομένα), άλλοι, λιγότερο περιπετειώδεις, πιάνουν δωμάτια.
Ειδικά τον Αύγουστο ο κόσμος είναι ακόμη πιο πολύς. Ένεκα τα περίφημα πανηγύρια του νησιού. Νομίζω, μάλιστα, ότι εκείνες τις μέρες διοργανώνονται γύρω στα τριάντα. Όλοι πηγαίνουν από πανηγύρι σε πανηγύρι, πίνουν και χορεύουν μέχρι να ξημερώσει κι έπειτα μπαίνουν σε όποιο αμάξι βρουν διαθέσιμο (σ.σ. στην Ικαρία όλοι παίρνουν οτοστόπ), για να γυρίσουν και να κοιμηθούν λιγάκι. Το βράδυ το πιάνουν πάλι από την αρχή.
Τις μέρες που δεν έχει πανηγύρι οι περισσότεροι ανηφορίζουν προς τις Ράχες. Εκεί υπάρχουν πολλά μπαράκια, ταβερνάκια, ρακομελάδικα και μαγαζιά με δυνατή μουσική. Ε, όπου δεν έχει μουσική όλο και κάποιος θα βρεθεί με μια κιθάρα στα χέρια και θ' αρχίσει το τραγούδι.
Εγώ βρέθηκα Δεκαπενταύγουστο στην Ικαρία, οπότε δεν θα μπορούσα να χάσω το μεγαλύτερο και πιο φημισμένο από αυτά, το πανηγύρι της Λαγκάδας.
Μετά από ανάβαση με αυτοκίνητο στο βουνό και μια πεζοπορία σε χωματόδρομο φτάνεις σε ένα μεγάλο πλάτωμα κάτω από τα δέντρα. Για να βρεις τραπέζι πρέπει να φροντίσεις να βρίσκεσαι εκεί πριν από το μεσημέρι. Το μενού λιτό και αρκετά φθηνό, ειδικά αν μιλάμε για μεγάλη παρέα. Κατσικάκι στη λαδόκολλα, πατάτες τηγανητές, σαλάτα. Και κρασί, άφθονο κρασί.
Οι μουσικοί παίζουν nonstop σχεδόν όλη τη νύχτα και οι άνθρωποι, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, πιάνονται χέρι-χέρι και χορεύουν σε κύκλους, δίχως σταματημό. Κι όταν τελειώσει ο Ικαριώτικος, βρίσκουν ταίρι και πιάνουν το βαλς. Ένα ατέλειωτο, εκστατικό, διονυσιακό γλέντι που υμνεί τη χαρά της ζωής και ξορκίζει τον θάνατο. Όπως έλεγε κι ένα παραδοσιακό τραγούδι με μάλλον κυνικό και απαισιόδοξο στίχο που άκουσα εκεί: «Τούτη η γης που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε». Όλοι, όμως, το τραγουδούσαν δυνατά και με το χαμόγελο στα χείλη.