Ονομάζομαι Θάνος Αλέξανδρος Δημήτρη Μούρραης Βελλούδιος. Εγεννήθηκα εις την οδόν Λυκαβηττού και Ακαδημίας, όπου είχαμε ένα σπίτι 27 δωματίων, το 1895.
Ο πατέρας μου Δημήτριος, βοηθός επί 15 χρόνια του αστρονόμου Χέρσελ Λεζέν στο Παρίσι, ήτο καθηγητής στο Πολυτεχνείο Αθηνών, εις τα μαθηματικά. Η μητέρα μου Ειρήνη ήτο κόρη του αρχαιολόγου πρυτάνεως του Πανεπιστημίου Αθηνών Αθανασίου Ρουσοπούλου, του οποίου σύζυγος ήτο η Λουίζα Μούρραη, μία Αγγλίδα κυρία ευγενούς καταγωγής των δουκών του Άρθουρ, ένας εκ των οποίων είχε έλθει και έδωσε την ζωήν του εις την Ελληνικήν Επανάστασιν του 1821.
Σπουδάζοντας στο Σεγκάλ
Η μητέρα μου πέθανε ενάμισι χρόνο μετά την γέννησίν μου και ο πατέρας μου, που επέθανε και αυτός το 1909, εφρόντισε να μας μεγαλώση, μαζί με την αδελφήν μου, την γνωστήν ξεναγόν Μαρίκα Βελλουδίου, όσον καλύτερα ημπορούσε.
Επήγαμε πρώτον εις το νηπιαγωγείον της Γερμανικής Σχολής για ένα χρόνο και εν συνεχεία εις το νηπιαγωγείον των αδελφών Τριανταφυλλίδου, επί της οδού Πανεπιστημίου, απέναντι από το Αρσάκειον.
Μετά ταύτα εγώ επήγα εις το Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον του Δημητρίου Μακρή, όπου έβγαλα το τότε σχολαρχείον, και μετά επήγα εις την Α’ γυμνασίου, εκεί κάπου εις την οδό Θησέως, πάροδον της οδού Ερμού.
Εμεγάλωσα τη καλή φροντίδι των πολύ καλών συγγενών μου, του Μιχαήλ Βελλουδίου, εφόρου του Ωδείου Αθηνών και μαθητού του Ταλανμπέρ, μαθητού του Σοπέν στο Παρίσι. Αυτός μας εφρόντιζεν, καθώς και η θεία Αρετή Βέρθα, κόρη του εκ μητρός πάππου μου Ρουσόπουλου.
Είχα μαζί μου την ελληνικήν σημαίαν, ως είδος σαβάνου εάν έπεφτα πουθενά, την οποία επήγα και την εκρέμασα εις την πύλην αυτού του οικοδομήματος, που ήτο η σχολή των Τούρκων ευελπίδων, και επέστρεψα ταχύτατα εις το αεροπλάνο μου, του οποίου η ξύλινη έλιξ περιεστρέφετο, διότι δεν είχα σβήσει την μηχανήν, και απεγειώθην από το λασπώδες εκείνο έδαφος.
Αφού έβγαλα το γυμνάσιον, με έστειλαν στο Σεγκάλ της Ελβετίας, εις ένα πολύ καλό ινστιτούτον, όπου είμεθα 300 μαθητές από 30 διαφορετικές εθνότητες. Εκεί έγινα φίλος με τον κύριον Μεσσηνέζη, του οποίου θείος ήτο ο Μιχαήλ Εμπειρίκος, εν Λονδίνω.
Εκεί, εις το Σεγκάλ, ήρχοντο και επετούσαν τα πηδαλιούχα του κόμητος Ζέπελιν κι εγώ αμέσως ενεπνεύσθην την αγάπην διά το πέταγμα. Έτσι, πηγαίνοντας εις την Αγγλίαν, εις το γραφείον των Εμπειρίκων, των εφοπλιστών, μου εδόθη η ευκαιρία.
Εθελοντής στην αεροπορία
Εξερράγη τότε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και το αγγλικό ναυαρχείο εζητούσε εθελοντάς. Έκανα μίαν αίτησιν, η οποία και εγένετο δεκτή και μου είπαν ότι θα με στείλουν εις τας σχολάς που είχαν εις το Μούνδρον.
Εγώ τότε επέστρεψα εις Αθήνας, όπου ο υποπλοίαρχος Μωραϊτίνης εζητούσε εθελοντάς διά την αεροπορίαν. Η ελληνική αεροπορία διέθετε τότε περί τα 10 αεροπλάνα κι εγώ ήμουν ένας εκ των πρώτων 5 αεροπόρων.
Εκεί, λοιπόν, με πρωτοεμύησεν εις το πέταγμα ο Μωραϊτίνης. Εζούσαμεν εις τρεις κωνικάς σκηνάς εις το Δέλτα του Φαλήρου. Μετά μας επήγε εις το Μούνδρον, όπου είχαν οι Άγγλοι σχολήν αεροπορικήν. Εκεί μας εκπαίδευσαν σε κάτι πρωτόγονα αεροπλάνα, και με 5 ώρες πτήσιν, επειδή οι Άγγλοι ήθελαν να έχουν επιτυχίας αεροπορικάς, μας έστειλαν να βομβαρδίσωμε το Γκέμπεν και το Μπρέσλαο, δύο θωρηκτά τα οποία είχαν εκχωρήσει οι Γερμανοί εις τους Τούρκους.
Επηγαίναμεν, λοιπόν, και επιπερίζαμεν με τις βόμβες τις τουρκικές και γερμανικές θέσεις κατά μήκος του Βοσπόρου και της Προποντίδος. Θυμάμαι ότι υπήρχε ένας μεγάλος προβολεύς, ο οποίος μας ενετόπιζεν αμέσως όταν επηγαίναμε να βομβαρδίσωμε, και όπου ο αεροπόρος Χάμπας τον έσβησεν αυτόν τον προβολέα, αλλά έσβησε και την ζωήν του, διότι τον επολυβόλησαν και τον έρριξαν.
Εκεί εμείναμε μέχρι τέλους του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με αρκετήν κακουχίαν. Εμέναμε εις κωνικάς σκηνάςκι ερχόταν ο κρύος βοριάς από τα Δαρδανέλλια και την Ρωσία κι εξεπαγιάζαμε, αλλά, τέλος πάντων, πόλεμος ήτο, οι Άγγλοι μας εχορηγούσαν τρόφιμα και βενζίνη.
Κι έτσι ετελείωσεν αυτός ο πόλεμος και επήγα εις το Φάληρον να συνεχίσω τις πτήσεις μαζί με τους άλλους αεροπόρους. Οπότε το 1919 άρχισε η Μικρασιατική Καταστροφή, όπου ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ενισχυόμενος από τους Άγγλους, μας επήγε εις την Μικράν Ασίαν.
Η κατάκτηση της Προύσσας
Εκεί εγώ είχα γίνει πια σημαιοφόρος της ναυτικής αεροπορικής υπηρεσίας, κι επειδή ήμουν αρχαιότερος από τους άλλους 6 ή 7 αεροπόρους, ήμουν διοικητής εις το αεροδρόμιον Καζαμίρ, έξω από την Σμύρνην. Από εκεί εκάναμε διαφόρους βομβαρδιστικάς επιχειρήσεις εις την εσωτέραν Μικράν Ασίαν.
Κι έτσι ήρθε η στιγμή όπου ο κύριος Δημήτριος Νότη Μπότσαρης, όταν ο στρατός μας είχε προχωρήσει μέχρι της Πανόρμου, επί της Προποντίδος, με διέταξε το πρωί της 25ης Ιουνίου 1920 να πάω να ιδώ την Μεραρχίαν Αρχιπελάγους, η οποία επρόκειτο να βαδίσει προς ανατολάς διά να καταλάβει την Προύσσαν.
Εγώ επετούσα με το πρωτόγονο αεροπλάνο μου, το Μπλεριό, πάνω από την μεραρχίαν, η οποία ήτο συγκεκροτημένη από Αιγαιοπελαγίτες στρατιώτες. Επετούσα χαμηλά, πάνω από τα κεφάλια των, αυτοί δε επετούσαν με ενθουσιασμόν τα δίκωχά των κι εγώ έβλεπα εις το βάθος το όρος Όλυμπος της Βιθυνίας να λαμπυρίζει με την χιονισμένην κορυφήν του, η δε ευωδία από τα δένδρα έφθανε μέχρι του αεροπλάνου μου.
Έτσι πετώντας έφθασα επιτέλους εις την Προύσσαν. Εκεί δεν είδα καμμίαν κίνησιν να περιμένη την προχωρούσαν Μεραρχίαν Αρχιπελάγους. Τότε διέκρινα εις τα παρυφάς της Προύσσης, μέσα σε σύδενδρα υψηλοτάτων δένδρων, έναν ανοικτόν χώρον κι ένα στρατιωτικόν οίκημα, καθώς εφαίνετο, και απεφάσισα αιφνιδίως να κατεβώ.
Είχα μαζί μου την ελληνικήν σημαίαν, ως είδος σαβάνου εάν έπεφτα πουθενά, την οποία επήγα και την εκρέμασα εις την πύλην αυτού του οικοδομήματος, που ήτο η σχολή των Τούρκων ευελπίδων, και επέστρεψα ταχύτατα εις το αεροπλάνο μου, του οποίου η ξύλινη έλιξ περιεστρέφετο, διότι δεν είχα σβήσει την μηχανήν, και απεγειώθην από το λασπώδες εκείνο έδαφος. Την ίδια στιγμή ομοβροντίες πυκνών εχθρικών πυροβολισμών από τους Τσέτας, τους ατάκτους Τούρκους, οι οποίοι ήσαν κρυμμένοι εις το δάσος κι εκαραδοκούσαν, ενημέρωσαν τους επικεφαλής της στρατιάς διά την παρουσίαν των.
Με την καταστροφήν υπεχωρήσαμεν κι εμείς, και πετώντας από το Καζαμίρ προσγειωθήκαμε στο Τατόι, όπου μας είχαν εκχωρηθή μερικά αεροπλάνα από την εκστρατείαν των Εγγλέζων εις την Οδησσόν. Εκεί εκπαιδευόμεθα εις αυτά τ’ αεροπλάνα. Κατόπιν επεξέτειναν το αεροδρόμιον, όπου και νυν είναι η σχολή των λεγόμενων Ικάρων.
Εγώ εξεπαίδευα τους άλλους αεροπόρους, τους οποίους ωνόμαζα νεοσσούς, διότι η ονομασία Ίκαρος διαλαμβάνει μεν την ορμητικότητα των εφήβων, αλλά διαλαμβάνει και στοιχεία τινά απειθαρχίας και ανυπακοής, διότι ας μην ξεχνάμε ότι ο Ίκαρος παρήκουσε την εντολήν του πατρός του, με συνέπεια τον τραγικόν θάνατόν του.
Εγώ ανέκαθεν προσπαθούσα να γίνω από ναυτικός αεροπόρος, να αποκτήσωμε στρατηγικήν αεροπορίαν, την οποία επιτέλους αποκτήσαμεν. Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης,ως υπουργός, συνήνωσε τας δύο αεροπορίας ξηράς και θαλάσσης κι έκανε στρατηγικήν αεροπορίαν.
Υπηρετούσα συνέχεια ως το ’35, οπότε υπέβαλα την παραίτησίν μου, διότι εγώ επήγα εις την αεροπορίαν διότι μου άρεσε το ίπτασθαι. Δεν επήγα να δημιουργήσω ένα παρελθόν, παρόν και μέλλον, όπως άλλοι, διότι είχα οίκοθεν ένα παρελθόν.
Μόλις ετελείωσα το πέταγμα δεν ήθελα να παραμείνω και να κάνω τον γραφιά, κι εζήτησα και ειργάσθην πρώτον με την εν Αθήναις βρετανικήν αποστολήν και κατόπιν με την αμερικανικήν αποστολήν, ως υπάλληλος αγγλομαθής. Γνωρίζω 5 γλώσσας, μεταξύ των οποίων πολύ καλά ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά. Τα ισπανικά και τα τουρκικά τα καταφέρνω ολιγότερον. Αυτές τις γλώσσες τις έμαθα εις το Σεγκάλ, όπου εφοίτησαν οι γιοί των πριγκιπάτων και των βασιλέων των γερμανικών βασιλείων. Αποστρατεύτηκα με τον βαθμόν του αντισμηνάρχου και παίρνω μίαν σύνταξιν, όχι μεγάλην, με την οποίαν ημπορώ κάπως να ζήσω ευπρεπώς.
Καλικάντζαροι και σουρεαλισμός
Εν συνεχεία, απησχολήθην με το να γράφω άρθρα, τα οποία εδημοσιεύοντο. Έγραψα το βιβλίον «Αερικά - ξωτικά και καλικάντζαροι», το οποίον εξέδωσε ο κύριος Τσιβεριώτης της «Ελευθεροτυπίας», εις πολυτελή έκδοσιν, η οποία νομίζω έχει εξαντληθή.
Προσεπάθησα με αυτό το βιβλίο να απεικονίσω αυτά τα σκανδαλιάρικα πνεύματα, διότι δεν είναι διάβολοι, να τα κάνω οικεία και να προσαρμόσω τα ελληνικά Χριστούγεννα εις τα ανά την υφήλιον Χριστούγεννα, αλλά οι Έλληνες προτιμούν τον Σάντα Κλάους με την άσπρη γενειάδα. Αλλά αυτό νομίζω ότι προσβάλλει την σεβασμιότητα δύο αγίων. Είναι πλαστοπροσωπία του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Βασιλείου. Δεν ημπορείς να είπης έναν κούκλο με άσπρη γενειάδα Άγιο Βασίλειο, διότι ο Άγιος Βασίλειος είχε μαύρη γενειάδα και εις αυτά η ορθοδοξία είναι πολύ τακτοποιημένη. Είναι ξένο δάνειο, όπως και το δένδρο των Χριστουγέννων.
Έγραψα ακόμη την «Ελληνοκεντρική φαντασιομετρική τέχνη για προχωρημένους», το οποίον αναφέρεται εις τον σουρεαλισμόν. Εγώ έκανα σουρεαλισμό όχι βασανιστικό της διανοίας, που ανάγεται εις το τίποτα, αλλά από απορριπτόμενα αντικείμενα στην υπερκαταναλωτική κοινωνία μας έκανα χρήσιμα σουρεαλιστικά αντικείμενα, τα λεγόμενα Objets, μερικά από τα οποία απεικονίζονται στο βιβλίο μου σε φωτογραφίες που έβγαλεν ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Εγώ, όταν σπούδαζα στο Σεγκάλ, επήγαινα εις την Ζυρίχην, εις το ζαχαροπλαστείον όπου εσύχναζεν ένας Ελληνοεβραίος εκ Ρουμανίας, ο Τριστάν Τζαρά, ο οποίος ίδρυσε το Κίνημα Νταντά. Εγώ έκανα εις την οδόν Μαυρομιχάλην εις τα Εξάρχεια το Κίνημα Ντακαντά, από τον κτήτορα της γκαλερί Νταγαδάκη, κι έκανα όλα αυτά τα αντικείμενα, εκ των οποίων μερικά αγόρασε ο Άγγλος συλλέκτης Έντουαρντ Γκρέις. Όμως αυτή η κίνησις, όπως έγραψε και μια κυρία, ήτο πολύ προχωρημένη διά τα ελληνικά δρώμενα. Διότι εμείς εδώ, εις την Ελλάδα, δεν παραδεχόμεθα μίαν αξίαν εάν δεν πάη πρώτα εις το εξωτερικόν και επανεισαχθή.
Η γνωριμία με τον Σικελιανό
Τα ενδιαφέροντά μου είναι πάρα πολλά, διότι έχω πολλές καταβολές. Έχω μίαν ευρυτάτην εγκλυκλοπαιδικήν μόρφωσιν, διότι είχα εκ πατρός μεν την μουσικήν και τα μαθηματικά, εκ μητρός δε την αρχαιολογίαν και την ιστορίαν.
Ήμουν καλός κλειδοκυμβαλιστής, αλλά ήμουν επίσης καλός εις την αντισφαίρισιν, και έπρεπε να διαλέξω ή το τένις ή το πιάνο. Στο τέλος, εγκατέλειψα το πιάνο και με άφησε κι αυτό. Αγαπούσα το άθλημα της αντισφαιρίσεως. Δεν μου αρέσει το φουτ-μπολ. Πιστεύω εις τα ολυμπιακά αθλήματα και εις το ιδεώδες το οποίον μου εδίδαξαν ο Σικελιανός και η σύζυγός του, η Εύα Βακόφμαν-Πάλμερ. Της ομορφιάς της εκτελέσεως και όχι της εξουθενώσεως του ανθρώπινου σώματος και της υγείας. Διότι εμείς δεν έχομεν το παχύρρευστον αίμα αυτών των βορείων λαών. Είμεθα μεσογειακοί και είμεθα λεπτόρρευστοι και ντελικάτοι. Και δεν πιστεύω εις τας υπερανθρώπους, αλλά εις τας καλλιεπείς επιδόσεις.
Η γνωριμία μου με το ζεύγος Σικελιανού άρχισε ως εξής. Τότε, το 1927, που ήσαν ιππήλατα τα τραμ εις την οδό Σταδίου, επέβαινα εις ένα τέτοιο όχημα, οπότε μπροστά μου είδα μίαν κυρίαν με κάπως πυρόξανθα μαλλιά, ντυμένη αρχαϊκά, με μια κοτσίδα να κρέμεται από το κεφάλι της. Της εμίλησα αγγλικά και αυτή μου απήντησεν αμέσως ελληνικά: «Παρακαλώ να μου μιλάτε ελληνικά». Της λέω εγώ είμαι ο τάδε και αυτή μου απήντησε ότι είναι η σύζυγος του ποιητού Αγγέλου Σικελιανού. «Να ’ρθείτε χωρίς άλλο να μας ιδείτε εις την περιοχήν Ακαδημίας Πλάτωνος», μου είπε.
Εξεκίνησα, λοιπόν, μίαν ημέραν. Η περιοχή εκείνη διηυλακούτο από διάφορα ρυάκια με κρυσταλλίνου καθαρότητος νερό. «Θα ρωτήσετε και θα σας ειπούν», μου είχε περιγράψει η κυρία Σικελιανού.
Ρωτώντας έφτασα εις ένα υψηλόν ασβεστόχριστον μανδρότοιχον, όπου λέω αυτό πρέπει να είναι, διότι ηκούετο η στεντορεία φωνή του Σικελιανού, ο οποίος απήγγειλε τον «Αλαφροΐσκιωτο».
Εχτύπησα την πόρτα, μου άνοιξαν και είδα ένα μεγάλο μαρμάρινο τραπέζι γεμάτο άνθη και φρούτα εις την μέση και τον Σικελιανό με ένα ποδήρη – όχι χλαμύδα, ήταν ένα άσπρο πουκάμισο από την Λευκάδα, από την οποία κατήγετο, με άσπρα κεντήματα, ανδρικά. Η κυρία Σικελιανού εκάθητο εις μιαν μαρμάρινην έδραν με μαξιλάρες και τον ήκουγε που απήγγελλε.
Με υπεδέχθησαν, λοιπόν, εκεί και ήλθεν η κουβέντα για τις Δελφικές Γιορτές που προετοίμαζαν. Τους είπον ότι εγώ ειδικεύομαι εις τον αρτοζήνα ζεϊμπέκικο και θα μ’ ετιμούσαν εάν εχρησιμοποιούσαν αυτές τις γνώσεις μου, διότι θα ημπορούσα να έχω φαντάρους αληθινούς Έλληνας, να χορέψουν τον οπλίτην αυτόν χορόν.Εδέχθησαν με ενθουσιασμόν.
Ενώ, λοιπόν, είχα ναύτες και αεροπόρους εις την διάθεσίν μου, διότι ήμουν εις την ναυτικήν αεροπορίαν, ήθελα να είναι αυτούσιοι φαντάροι διά τον οπλίτην αυτόν χορόν, και επήγα εις το παλάτι και ο τότε υπασπιστής του βασιλέως μου έδωσε 12 ευζώνους, τους οποίους εξεγύμναζα κάθε πρωί εις την αυλήν του Ζαππείου.
Ζεϊμπέκικο στους Δελφούς
Τους εξεγύμναζα εις τους βηματισμούς που είχα σκεφθή από τον Πυρρίχιον, εμπνευσμένος από τας απεικονίσεις εις τα αρχαία βάζα και τα νομίσματα. Οι απεικονίσεις αυτές είναι σαν στιγμιότυπα φωτογραφίας διαφόρων στάσεων, ή, όπως λέει ο λαός, κρατημάτων του χορού και κυρίως των βηματισμών των νεοελληνικών χορών, οι οποίοι δεν είναι παρά αυτούσιοι οι αρχαίοι χοροί. Έξαφνα ο τσάμικος είναι ο τροχαίος, ο συρτός είναι ο όρμος, το τσιφτετέλι είναι ο κόρδαξ, το ζεϊμπέκικο είναι ο αρτοζήν. Ζέι από το Ζευς και μπέκος, που θα πει άρτος εις την φρυγικήν γλώσσα την οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος.
Τους εδίδαξα αυτά και είχον επίδοσιν, διότι εγεννήθησαν με αυτάς τας παραδόσεις από τον ζωντανόν ελληνικόν λαόν που εχόρευε ζεϊμπέκικο όταν ήθελε να χαλαρώση.
Εγώ έκανα τας διαγνώσεις αυτάς ασχολούμενος. Είχα περί τας 90 φωτογραφίας από διάφορες ταβέρνες του Πειραιώς όπου εσύχναζα. Ήμουν θαμών αυτών των ταβερνών και εις τα υπόγεια της οδού Αθηνάς όπου κατέφευγε η μεγάλη ελληνική παράδοσις διά να επιζήση. Διότι ως αθηναιογεννημένος ενδιαφερόμουν να εμβαθύνω εις τα καμώματα του λαουτζίκου και όχι εις τα καμώματα του Κολωνακίου, τα οποία είχα αυτομάτως οίκοθεν, καθ’ ότι η πλατεία Κολωνακίου ήταν αμπέλι του παππού μου Ρουσοπούλου τω καιρώ εκείνω. Το δε σπίτι μας εις την οδό Λυκαβηττού και Ακαδημίας (τώρα έχει γίνει πολυκατοικία) ήτο μέσα εις ένα πευκώνα, οπότε η οδός Σταδίου ήτο ένα ρυάκι το οποίον περνούσες με μίαν σανίδα.
Η εκπαίδευσις κράτησε ένα μήνα. Και τότε τους επήγαμε εις τους Δελφούς. Η Εύα Σικελιανού είχεν ετοιμάσει τους χιτωνίσκους, τους προγόνους της ελληνικής φουστανέλας. Αυτά τα είχα μάθει από τον ρωμιορράπτην μου και διότι είχα 12 ειδών φουστανέλας, τας οποίας φορούσα εις τας εσπερίδας.
Αφού, λοιπόν, τους εξεγύμνασα επήγαμεν εις τις Δελφικές γιορτές του 1927. Ήμουν κι εγώ ντυμένος μ’ ένα χιτωνίσκο ιωνικό και εβαστούσα ένα τύμπανο και εκρατούσα τους ρυθμούς.
Οι γιορτές εσημείωσαν ένα πρωτοφανή θρίαμβον. Αλλά ο Σικελιανός παρουσίασε και το δράμα του «Προμηθέα Δεσμώτη», τον οποίον δεσμεύει ο Δίας διά να μη φέρει την φωτιά εις τους ανθρώπους, φρονών και αγαπών τα δημιουργήματά του, διότι προέβλεπε ότι με την χρησιμοποίησιν της φωτιάς θα εφθάναμε εις την βόμβαν νετρονίου. Βέβαια, είναι ο μπαμπούλας, ο οποίος συνεκράτησεν τελευταίως τον Γκορμπατσόφ και τον Ρίγκαν. Ώστε μεγάλον πόλεμον δεν θα έχωμεν, διότι μας χρειάζονται ως μισοπεθαμένους αλλά όχι ως πτώματα.
Μετά τις Δελφικές Γιορτές, εγώ ήμουν περιζήτητος χορευτής ‒ καθώς έλεγαν: ωραίος, πλούσιος, κομψός, αεροπόρος, αλλά είχα τον νουν μου εις την αεροπορίαν και δεν παντρεύτηκα και πέρασαν τα χρόνια και έμεινα εις το ράφι.
Μετά τις Δελφικές Γιορτές, εγώ ήμουν περιζήτητος χορευτής ‒ καθώς έλεγαν: ωραίος, πλούσιος, κομψός, αεροπόρος, αλλά είχα τον νουν μου εις την αεροπορίαν και δεν παντρεύτηκα και πέρασαν τα χρόνια και έμεινα εις το ράφι.
Η φιλία μου με τον Σικελιανό εκράτησε ως τον θάνατόν του. Ήτο ένας εντελώς εξαιρετικός άνθρωπος, που γεννιέται μια φορά στα 1000 χρόνια. Οι κακόγλωσσοι λένε ότι έφαγε τα χρήματα της Εύας Σικελιανού. Όλοι αυτοί είναι μικροί άνθρωποι. Ποιος διαβάζει σήμερα αυτούς τους ποιητάδες μας, που προβάλλονται ως οι ελίτ του πνεύματος, παίζοντας τον σνομπ και μιμούμενοι διαφόρους σχολάς και τα λοιπά; Ενώ ο Σικελιανός και η Εύα, από του λαού διά τον λαόν. Ναι, ήτο μέγας ανήρ.
Η γλώσσα και άλλα τινά
… Μου αρέσει η ποίησις του Σικελιανού, αλλά και ο Παλαμάς, ο Κάλβος, ο Βλαχογιάννης, ο Παπαδιαμάντης. Η γλώσσα αυτών, το λεξιλόγιον, το θεωρώ συγκλονιστικόν. Δυστυχώς την δημοτικήν δεν την γνωρίζω αρκετά, ώστε να αποδώσω σύνθετες αφηρημένες έννοιες. Προσπάθησα, αίφνης, να μεταφράσω το «αυτονόητον» και το μετέφρασα «από μοναχό του μπροσταδοσμένο».
Διαπιστώνω ότι εις τας ημέρας μας η γλώσσα έχει υποστή μίαν έκπτωσιν και αγανακτώ, παρ’ όλον ότι εκτιμώ τον πρωθυπουργόν κύριον Παπανδρέου, όταν τον ακούω να λέγη Ιούνης και Ιούλης. Εγώ που είχα 300 άνδρες κάθε Σεπτέμβριο στην κληρουχία, άκουσα Θεριστής και Αλωνάρης ή Ιούνιος και Ιούλιος. Το Ιούνης και Ιούλης είναι υπολείμματα της συνεργασίας κομμουνιστών και ναζιστών.
… Όχι δεν έχω καμμίαν σχέσιν με την πολιτικήν. Ουδέποτε ανήκα πουθενά, διότι είμαι κι εγώ άπιαστος, όπως η ελληνικότης, δι’ αυτό με εκτύπησαν αδυσώπητα και οι βασιλικοί λεγόμενοι και οι βενιζελικοί. Έξαφνα, όταν έδωσαν τα αριστεία ανδρείας εις όλους τους αεροπόρους, με άφησαν επιδεικτικώς απ’ έξω, εμένα τον κατακτητήν της Προύσσης ‒ διότι εγώ διεγίγνωσκα και έβαζα τον καθένα εις την θέσιν του.
Την ζωτικότητά μου οφείλω εις το γεγονός ότι ουδέποτε έζησα ως φυτόν. Εγεύθην όλων των αγαθών που χαρίζει η ζωή. Είχα καλούς και κακούς φίλους, αλλά κυρίως εφρόντιζα να κάνω πάντοτε το σωστό, αν όχι το δίκαιον.
… Οι μεγάλοι κανονίζουν με αρκετήν προνοητικότητα και αναλγησίαν τους μικρούς λαούς. Τώρα μας στήνουν την παγίδα των Ολυμπιακών Αγώνων, βασιζόμενοι εις την κουφότητα και την οίησιν του Έλληνος, ο οποίος θεωρεί ότι είναι ο Περικλής ή ο Κολοκοτρώνης και ουδέποτε ο Καραγκιόζης. Μας στήνουν μίαν παγίδα διά να γίνωμε ρεζίλι.
Οι Ολυμπιακοί δεν θα μας κάνουν καλό, διότι δεν έχομεν τα κότσια να φιλοξενήσωμε 30.000 κακομαθημένους εις ευμάρειαν και πολυτέλειαν αθλητάς και τους συνοδούς των από πλούσια κράτη. Μην κοιτάτε εις την Σεούλ, εις μίαν ασιατικήν κατεχόμενην χώραν. Εμείς εδώ είμεθα Έλληνες. Είμεθα και δεν είμεθα Ευρωπαίοι, δεν έχομεν ούτε συγγενείς ‒ τίποτα. Είμεθα κάτι ξεχωριστόν.
… Η Αθήνα μ’ ενοχλεί, έτσι όπως έχει καταντήσει ‒ με το τσιμέντο και το φουτ-μπολ. Καταλαβαίνετε, όλος αυτός ο φανατισμός και η βία στα γήπεδα ‒ πολύ ωραίον ολυμπιακόν πνεύμα!
…. Πολύ φίλος μου είναι ο Γιάννης Τσαρούχης, με τον οποίον ένα φεγγάρι είχα τσακωθεί. Βρίσκω ότι ο Τσαρούχης συνέλαβε αυτό το άπιαστο το οποίον λέγεται ελληνικότης και του έδωσε οπτικήν μορφήν με πολλή αδρότητα. Είμαι επίσης πολύ φίλος με τον λόρδον Λεζέ, που μένει εις το Κολωνάκι, με τον κόμητα Μπετούσι Χουκ από την Βιέννην και αλληλογραφώ με πολλούς καλούς φίλους εις το εξωτερικόν. Και, βεβαίως, ασχολούμαι πάντα με την λαογραφίαν. Χαίρομαι να ανακαλύπτω την ελληνευρεσίαν, να βρίσκω εις αυτόν τον αιωνίως κουρασμένο και προδωμένο λαό τα χρυσαφικά του.
… Την ζωτικότητά μου οφείλω εις το γεγονός ότι ουδέποτε έζησα ως φυτόν. Εγεύθην όλων των αγαθών που χαρίζει η ζωή. Είχα καλούς και κακούς φίλους, αλλά κυρίως εφρόντιζα να κάνω πάντοτε το σωστό, αν όχι το δίκαιον.
… Είμαι πάρα πολύ θρήσκος, διότι πιστεύω εις την ελληνικήν ορθοδοξίαν. Η ιδέα του θανάτου δεν με τρομάζει ‒ το μαρτύριον θα με ενοχλούσε. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλη ζωή. Πιστεύω όμως ότι το πνεύμα μου και η ψυχή μου πάει και συνενούται πάλι εις μίαν κεντρικήν πηγή ενεργείας. Μελετώ, είμαι θρησκευόμενος, με την έννοια ότι μου αρκεί η γήινη ορθοδοξία και ο γήινος Χριστός.
Επιμέλεια: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 11.9.2018