Ασφαλώς θα θέλετε να μάθετε πώς είναι το σπίτι της Ειρήνης Παππά. Ε, λοιπόν, είναι μεγάλο και ωραίο. Ένας «πύργος» στην οδό Χοϊδά με αίθριο, τοξωτά γείσα, σκηνή, κήπο στο Λυκαβηττό και ένα είδος αυστηρής αίγλης που θυμίζει μοναστήρι.
Αλλά η Ειρήνη θέλει να το πουλήσει -το βαρέθηκε.
Αντιμετωπίζει, λέει, τη ζωή της σας μια άσκηση διαρκούς απογύμνωσης -το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η τέχνη της. Και (με μεγάλα διαλείμματα χηρείας) κάποιος μεγάλος έρωτας.
Παρ’ όλα αυτά λάμπει (πολύ πιο όμορφη απ’ τις εικόνες της) -μου λέει «Δος μου το χέρι σου» και το χαϊδεύει. Την ενοχλεί, ισχυρίζεται, η συνέντευξη. Θα 'θελε να 'μαστε μόνο φίλοι. Και δεν με ξέρει ούτε 40 λεπτά.
Της λέω πόσο όμορφη είναι. «Ναι, αλλά έχω και ταλέντο, ξέρεις».
Της λέω ότι φαίνεται καλά. Και μου απαντάει: «Υπάρχει ένα είδος απελπισίας που δεν μπορείς να είσαι πλέον λυπημένος. Που δεν αντέχεις άλλη λύπη. Κάθε άνθρωπος που είναι ενήμερος της μοίρας του ξέρει πότε χτυπάει το καμπανάκι. Ο χρόνος αρχίζει και μικραίνει. Συνειδητοποιείς ότι γεννήθηκες όταν δεν το ήθελες, κατοικείς ένα σώμα που δεν το ξέρεις και τελικά δεν ορίζεις τίποτα. Τότε δεν σου μένει παρά να υιοθετήσεις τη ζωή σου. Υιοθετείς ιδανικά, υιοθετείς αγάπες, απλώς και μόνο για να επιβιώσεις».
Η φήμη τίποτα δεν μου 'δωσε. Αντίθετα, έχει διαλύσει την προσωπική ζωή μου.
Η Ειρήνη Παππά έχει διαρκώς το βάρος του image της. Την τυραννάει η άγρια αγέρωχη «Ελληνίδα» του κινηματογράφου -θέλει να ξεμπερδεύει γρήγορα με τις παρεξηγήσεις και έτσι σου παρουσιάζει την πιο πεζή εκδοχή της καθημερινότητας της.
«Η φήμη τίποτα δεν μου 'δωσε. Αντίθετα, έχει διαλύσει την προσωπική ζωή μου. Γιατί ο άνθρωπος που θα με πλησιάσει, ας πούμε ερωτικά, έχει αγαπήσει προηγουμένως την εικόνα μου και τη μεταφέρει, σαν το γάλα που χύνεται, πάνω σε όλο μου τον εαυτό.
Δεν έχω σχέση εγώ μ’ αυτήνα! Είμαι άνθρωπος. Και τρυφερή και άγρια και όλα.
Έρχονται και περιμένουν ένα θηρίο με μαστίγια και εγώ, μέσα απ’ αυτή την εχθρικότητα (γιατί περί εχθρικότητας πρόκειται), πρέπει να μου 'βγει η Παναγία ν’ αποκτήσω έναν άνθρωπο -δεν με πιστεύει κανείς ότι τον θέλω».
Αρνείται το σκληρό της image: «Σκατά! Μια δειλή είμαι. Ακόμα και στο θέατρο βγήκα για να ξεπεράσω την τεράστια δειλία μου. Από μικρό παιδί ήμουνα μοναχή, κλεισμένη. Πέρασα χρόνια ταλαιπωρία για να αποτινάξω τις ηρωικές συμπεριφορές που μου επέβαλλε η εικόνα μου και να πω "Ειρήνη, είσαι αυτό που είσαι, -μια δειλή"».
Της λέω ότι είναι βάσανο αυτό το παρατεταμένο καλοκαίρι. «Εμένα μ’ αρέσει μόνο η άνοιξη» απαντάει.
Ένα βραδάκι τη συναντώ στο ρετιρέ της Ξενοκράτους. Εδώ υπήρξε το πατρικό της -με κόκκινο πηγάδι, κήπο και αυλή. «Ήταν στο φτωχό, Κόκκινο Κολωνάκι». Δώσανε το μικρό σπίτι αντιπαροχή και με την αδελφή της μοιράστηκαν τα διαμερίσματα.
Η Αθήνα κάτω βράζει. Η Ειρήνη έχει ανάψει κεριά μέσα σε φυσητό γυαλί για ημίφως. Δεν παύω να παρατηρώ πόσο όμορφη είναι. Κι ας λέει, με κούραση «Δεν μπορώ να γεράσω! Δεν μ’ αφήνουν! Δεν επιτρέπεται!».
Προχθές βγήκε στις αίθουσες η τελευταία της ταινία. Σκηνοθεσία: Μιχάλη Κακογιάννη. Τίτλος: «Πάνω, κάτω και πλαγίως». Υποδύεται μια μελομανή μητέρα που ερωτεύεται παράφορα τον ανιψιό της Μαρίας Κάλλας! Το γλέντησε, λέει. Από την πρώτη στιγμή που ο Κακογιάννης της διάβασε το σενάριο στο τηλέφωνο (από την Κύπρο όπου είχε πάει για Χριστούγεννα) ξεράθηκε στα γέλια.
Είναι ένα φιλμ ηθελημένα απλό- ένα είδος συνειρμικού ντοκιμαντέρ για την Αθήνα.
Φοράει ένα κατακόκκινο πουκάμισο (αγορασμένο 10 χιλιάδες από τη Ρώμη!, ένα φανελάκι και δύο ψεύτικα, χρυσά ενώτια –«να δίνουν λίγο φως στη μαύρη και χλομή της φάτσα».
Συχνά χτυπάει το τηλέφωνο (συνολικά 4 γραμμές) και απαντάει μονίμως σε άψογα ιταλικά. Κάποτε είχε σπίτι και στη Ρώμη!
Μιλάμε λίγο για τους κριτικούς. Είναι σαφές πως δεν τους εκτιμά ιδιαιτέρως. «Δέχονται ότι ξέρουν· εγώ θα προτιμούσα να ξεραθώ».
Της φαίνεται απωθητικό ότι χρησιμοποιούν τη γνώση για να αποκτήσουν εξουσία, τη στιγμή που ο ηθοποιός είναι πιο γενναιόδωρη ράτσα. Ειδικά στο θέατρο, που είναι μια τέχνη θνησιγενής. Λες τη φράση και χάνεται αυτοστιγμεί. Το μόνο που σκέφτεσαι είναι ότι μέσα στα κύτταρα αυτών που σε βλέπουν, μπορεί να μείνει το ίχνος κάποιας ανατριχίλας.
Δεν δέχεται ότι έχει ανταγωνιστική σχέση με τη Μελίνα. «Μελαχρινή εγώ, ξανθιά εκείνη! Ούτε καν έναν άντρα δεν διεκδικήσαμε μαζί. Απλώς ο κόσμος δεν έχει χρόνο να σκεφθεί, δεν μας βλέπει μαζί, άρα δεν συμπαθιούνται, λέει».
Επ’ ουδενί, όμως, δεν θα ‘θελε ν’ ασχοληθεί με την πολιτική. «Δεν θέλω να γίνω προεστός. Κάνω την ωραιότερη δουλειά του κόσμου -και μου φτάνει».
Όμως το θέμα στο οποίο η Ειρήνη Παππά γλιστράει διαρκώς, είναι ο έρωτας -οι άντρες. Έχει ένα είδος μικρής εμμονής: τα βάσανα της αγάπης, το σκαμπανέβασμα των σχέσεων, το πάθος και ο χωρισμός.
Δεν μασάει τα λόγια της. Δεν κρύβει τίποτα.
― Έχεις φάει ξύλο, Ειρήνη Παππά;
― Όλοι έχουμε φάει.
«Μπορείς να πιστέψεις ότι εγώ κάποτε έζησα σαν καλόγρια; Περάσανε 10 συναπτά χρόνια και δεν με είχε αγγίξει άνθρωπος, δεν είχα φιληθεί ούτε μια φορά. Γιατί είχα τόσο πολύ ταπεινωθεί απ’ την κατάληξη ενός έρωτα, που δεν το άντεχα. Γιατί εγώ δεν έχω απλώς ορμή ―τα πάντα είναι κάθε φορά ένας άνθρωπος…
Και έτσι κύλησε ολόκληρη η ζωή μου: από ένα πρόσωπο που μ’ άρεσε, σ’ άλλο πρόσωπο που μ’άρεσε -κι ανάμεσα τεράστιες ερωτικές χηρείες.»
Σήμερα θα 'θελε να 'χει ένα παιδί. «Δεν έκανα, από τη φύση μου. Παλιά, δεν θα μπορούσα να το αγαπήσω, να το μεγαλώσω. Τώρα θα το ‘θελα για να 'χω διαιωνιστεί -σαν κύτταρο· να το βοηθήσω λιγάκι».
Ένα βραδάκι που κατεβαίνουμε την κατηφόρα από τη Χοϊδά, έχει χτυπήσει το πόδι της και με πιάνει απ’ το μπράτσο. Την ώρα που στρίβουμε στον μικρό, ψωραλέο πευκώνα του πάρκου, μου λέει «εσύ τι θα ‘θελες να έχει μείνει απ΄ τους παλιούς σου έρωτες;».
Ένα παιδί ίσως, της απαντάω.
Νομίζω, δίχως να το καταλάβει, σφίγγει το μπράτσο μου και λέει με μωρουδίστικη λαχτάρα «Παιδάκια! Παιδάκια!»
Η Ειρήνη Παππά είναι ωραίος άνθρωπος. Αν ήμουν κριτικός, θα έλεγα ότι είναι και ωραία ηθοποιός. Πολλοί υπερτονίζουν την ομορφιά της, για να τη μειώσουν ως ηθοποιό. Αλλά σε περιπτώσεις σαν κι αυτήν, ποτέ δεν είναι σαφές πού τελειώνει η λάμψη του προσώπου κι αρχίζει το φως της τέχνης. Το κάλλος σωματοποιείται - ή μάλλον πάντα ήταν σωματικό.
Η ίδια όμως λέει ότι βλέπει κάθε πρωί στον καθρέφτη της το θάνατο να πλησιάζει: «Δεν έχω καθόλου συνειδητοποιήσει τα γηρατειά, αλλά σκέφτομαι ότι πλησιάζω το μέσο όρο που οι στατιστικές ορίζουν σαν θάνατο.»
Δεν έχω καθόλου συνειδητοποιήσει τα γηρατειά, αλλά σκέφτομαι ότι πλησιάζω το μέσο όρο που οι στατιστικές ορίζουν ως θάνατο.
Της λέω τους στίχους από τα «Μισά της ζωής» του Χέλντερλιν (για να της κάνω τον έξυπνο― νιώθει λίγο ένοχη, γιατί δεν τον ξέρει) και για τον πατέρα ενός φίλου μου που επανήλθε στη ζωή και έλεγε ότι πριν πεθάνει είδε σε μια αστραπή όλη του τη ζωή.
«Αν γίνει έτσι, ξέρω τι θα δω. Μια φορά που περπάταγα στη Νέα Υόρκη κι επειδή μου ‘χε αρέσει ένας άνθρωπος κοίταζα το χιόνι που ήταν μόλις στρωμένο κι είχανε περάσει πάνω οι άνθρωποι κι έλεγα "Μπορεί αυτά τα χνάρια να ‘ναι δικά του…" Στο χωριό μου, ένα ποταμάκι που μου φαινόταν μεγάλο, με ιτιές και νεροφίδες… Ένα ρόδι… Το πηγάδι μας… Μια μέρα που ζύμωνε η μάνα μου και τρέχανε οι ιδρώτες… Το πάνω μετόχι, το παλιό μοναστήρι…Μια μέρα στον Άγιο Πέτρο στη Ρώμη, που περπάτησα λίγο πιο μπρος από έναν άντρα που αγαπούσα, κι άκουσα πίσω τα βήματα του και γύρισα και ήταν η Πιετά… Και μερικές σεξουαλικές στιγμές. Πράγματα εντελώς φευγαλέα, που εκ των υστέρων έμαθα ότι είναι αυτό που λέμε "η ευτυχία"».
ΟΡΓΑΣΜΟΣ.Η Ειρήνη Παππά στο σκανδαλώδες «δρώμενο» του Βαγγέλη Παπαθανασίου από το θρυλικό «666» των Aphrodite's Child (1971)
_________
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία το 2003. Ψηφιοποιείται πρώτη φορά
σχόλια