Τρίτη 1η Φεβρουαρίου του 1944. Στις 9:30 το πρωί δολοφονείται στο κέντρο της Αθήνας, μπροστά στο άγαλμα του Βύρωνα, ο Κίτσος Μαλτέζος, ο τελευταίος απόγονος του στρατηγού Μακρυγιάννη. Την ευθύνη για τη δολοφονία, που θυμίζει δράση τρομοκρατικής οργάνωσης, ανέλαβε ο ΕΛΑΣ Σπουδάζουσας.
Έκτοτε, το γεγονός θα πάρει διαστάσεις μύθου και θα μετατραπεί σε ένα από τα ισχυρότερα ταμπού της πρόσφατης Ιστορίας. Η αριστερά θα αρνηθεί επίμονα οποιαδήποτε αναφορά σε μία από τις πιο σκοτεινές σελίδες της δράσης της, ενώ η σκληρή μετεμφυλιακή δεξιά θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει πολιτικά τον θάνατο ενός ανθρώπου που στην πραγματικότητα δεν της ανήκε.
Ο Μαλτέζος είναι ο πρωταγωνιστής της βιογραφίας που πρωτοκυκλοφόρησε το 2000 από τις εκδόσεις Ωκεανίδα ο Πέτρος Μακρής-Στάικος με τίτλο «Κίτσος Μαλτέζος: Ο αγαπημένος των θεών». Ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα που θεωρείται η πρώτη απόπειρα σοβαρής ιστορικής προσέγγισης της υπόθεσης, προσφέροντας συγχρόνως στον αναγνώστη μια τοιχογραφία της «χαμένης γενιάς του '40».
O Πέτρος Μακρής-Στάικος γεννήθηκε το 1949 στην Αθήνα και στο γενεαλογικό του δέντρο συναντά κανείς ιστορικές οικογένειες. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία.
Πριν μεταπηδήσει στην ιστοριογραφία δικηγορούσε από το 1975. Το 1990 συμμετείχε ως νομικός στην υπόθεση που δημιούργησε το σκάνδαλο του «γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού».
Στον δρόμο προς το σπίτι του διέσχισα πολλά από τα σημεία που αναφέρονται στο βιβλίο. Αυτή, άλλωστε, είναι και η γοητεία της Ιστορίας. Αφορμή για τη συνάντησή μας αποτέλεσε η επανέκδοση του του εδώ και χρόνια εξαντλημένου βιβλίου από τις εκδόσεις της Εστίας, εμπλουτισμένου όμως με καινούργιες πληροφορίες.
Θέλω να εκφράσω την απέραντη αηδία μου για την κατάντια της Βουλής και των θεσμών. Μια ατελείωτη καταβύθιση στη λάσπη. Απέραντος ευτελισμός και παρακμή. Ένα άρρωστο πολιτικό και τοξικό κλίμα. Διαφθορά υπάρχει παντού, αλλά στη χώρα μας, ακόμα και τα προσχήματα, έχουν καταργηθεί. Αυτό που παρακολουθούμε τελευταία να συμβαίνει στη Βουλή είναι ένα απερίγραπτο όνειδος.
«Καλωσορίσατε στη Μονή Στάικου» είναι η πρώτη φράση του γνωστού ιστορικού και δικηγόρου το βροχερό πρωινό που τον επισκέφθηκα στο «ησυχαστήριό» του, ένα διαμέρισμα στον έκτο όροφο μιας αστικής πολυκατοικίας στο Παγκράτι.
«Η ζωή μου σήμερα είναι χαώδης» συνεχίζει και μου εξηγεί γιατί πολλά σημεία του σπιτιού είναι άδεια. Κάποια οικογενειακά κειμήλια ‒ο προπάππους του ήταν οπλαρχηγός στην Έξοδο του Μεσολογγίου‒ τα έχει παραχωρήσει στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, πολλά βιβλία τα έχει δωρίσει και μια συλλογή από 2.500 CD την πούλησε.
Σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια κατοικεί σ' αυτό το διαμέρισμα. Κάποιες διάσπαρτες προσωπικές φωτογραφίες από διάφορα στάδια της ζωής του, σκόρπιες εφημερίδες, στοιβαγμένες κούτες και, φυσικά, τα δικά του βιβλία είναι όσα τού έχουν απομείνει.
Όση ώρα συζητάμε στην τηλεόραση παίζει ένα κανάλι σχετικό με οικονομικά. Ο ίδιος καπνίζει διαρκώς και αυτό είναι κάτι που του επισημαίνω.
Προς το τέλος της συζήτησης μου διευκρινίζει ότι από την ημέρα που του ανακοίνωσαν πως ο πατέρας του είχε λίγες μέρες ζωής ‒πέθανε στις 31 Δεκεμβρίου του 1973‒ καπνίζει καθημερινά δύο πακέτα τσιγάρα.
Μοναχικός, επεξηγηματικός, χειμαρρώδης, με αφηγηματική δεινότητα και στοχαστικό λόγο όσον αφορά τα λάθη που έκανε, εμφανώς κουρασμένος, είναι ένας ξεχωριστός χρονικογράφος μιας σκοτεινής για τη χώρα μας εποχής.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί αναφέρει για πρώτη φορά όλο το παρασκήνιο του βιβλίου που δεν έγραψε ποτέ σχετικά με την υπόθεση του «γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού», αναλύει την προσωπικότητα του Κίτσου Μαλτέζου και τους λόγους της δολοφονίας του, σχολιάζει την πολιτική και προχωρά σ' έναν ειλικρινή απολογισμό της ζωής του.
— Πώς πήρατε την απόφαση να ασχοληθείτε με την ιστορία του Κίτσου Μαλτέζου;
Το καλοκαίρι του 1997 πέρασα μια προσωπική κρίση. Στην οικογένειά μου έχω ζήσει πολλούς θανάτους σε μικρή ηλικία. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι, όσο καλός δικηγόρος και να 'σαι, όταν πεθάνεις, δεν θα αφήσεις τίποτα πίσω σου. Έτσι, αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο με την έννοια της πνευματικής παρακαταθήκης. Είχα να επιλέξω ανάμεσα σε δύο θέματα.
Το πρώτο αφορούσε την πραγματική ιστορία του σκανδάλου του «γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού», στην αποκάλυψη του οποίου αφιερώθηκα ολοκληρωτικά με καταστροφικά αποτελέσματα για μένα, επαγγελματικά και ψυχολογικά.
Μάλιστα, στη διάρκεια της δίκης στο Ειδικό Δικαστήριο με αποκάλεσαν «εφιάλτη», «προδότη», «χαφιέ» και «υπηρέτη ξένων συμφερόντων». Ήθελα πολύ να γράψω γι' αυτό το σκάνδαλο και, πιστέψτε με, αυτή η υπόθεση είχε πολύ παρασκήνιο.
— Τι άλλαξε και δεν το γράψατε τελικά;
Για περίπου δεκατέσσερα χρόνια εργαζόμουν στο δικηγορικό γραφείο του Αλέξανδρου Λυκουρέζου. Τον Μάιο του 1986, το φορτηγό πλοίο Αλφονσίνα κατέπλευσε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, κουβαλώντας 9.000 τόνους αραβοσίτου (καλαμποκιού), προερχόμενου από το Κόπερ της Γιουγκοσλαβίας.
Το πλοίο εφοδιάστηκε και, όπως αποδείχτηκε αργότερα, με πλαστά έγγραφα, το καλαμπόκι που είχε φορτωθεί στην Καβάλα ήταν ελληνικής προέλευσης και όχι γιουγκοσλαβικής, όπως διατυμπάνιζαν.
Το ζήτημα είναι ότι οι εμπλεκόμενοι στη συναλλαγή, με την ενέργεια αυτή, δηλαδή βαφτίζοντας το καλαμπόκι «ελληνικό», θα απέφευγαν την πληρωμή της αντισταθμιστικής εισφοράς ύψους 182 εκατομμυρίων δραχμών και επιπροσθέτως θα επωφελούνταν από την υψηλή τιμή της πώλησης και την καταβολή κοινοτικών επιδοτήσεων.
Άμεσα ζημιωμένη απ' όλη την ιστορία ήταν η τότε ΕΟΚ, γι' αυτό και ήρθε στη χώρα μας κλιμάκιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για περαιτέρω έλεγχο. Από την πλευρά της η Κομισιόν ζήτησε εξηγήσεις κι έτσι αργότερα οδηγηθήκαμε στη δίκη του Ειδικού Δικαστηρίου.
Την περίοδο εκείνη, στην απολογία του ενώπιον της Βουλής ο πρώην υφυπουργός Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ, Νίκος Αθανασόπουλος ομολόγησε ότι είχε συγκαλύψει το σκάνδαλο, μαζί με άλλους συναδέλφους του, τους οποίους ποτέ δεν κατονόμασε, για λόγους εθνικού συμφέροντος.
Ήταν ένα οικονομικό σκάνδαλο που πολιτικοποιήθηκε έντονα. Ουσιαστικά, με τη βοήθεια του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας που αποκάλυψε την υπόθεση, η Κομισιόν παρέπεμψε την Ελλάδα στο Ευρωδικαστήριο, ζητώντας επιστροφές ύψους 400 εκατομμυρίων δραχμών.
Εν τω μεταξύ, ήδη από το 1987 είχα αποχωρήσει από το γραφείο του Λυκουρέζου και οι δύο μηνυτές, των οποίων τα ονόματα δεν θέλω να αποκαλύψω, ήρθαν σ' εμένα επειδή ήξεραν ότι γνώριζα καλύτερα απ' όλους την υπόθεση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1989, την ημέρα των γενεθλίων μου, κάθισα να γράψω την πρόταση κατηγορίας. Ένα ολόκληρο βράδυ, αντί να γιορτάζω τα γενέθλιά μου, ξενύχτησα γι' αυτή την πρόταση, ενώ στη συνέχεια ήμουν αυτός που έγραψε και το πόρισμα για την προανακριτική επιτροπή της Βουλής.
— Τι σας έχει αποτυπωθεί έντονα απ' αυτή την ιστορία;
Κάποια μέρα πήγα μαζί με τον πρώην βουλευτή της ΝΔ, Γιώργο Παναγιωτόπουλο, στο γραφείο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, στη Ρηγίλλης, προκειμένου, όπως μου είχαν πει, να με ευχαριστήσει για όσα είχα κάνει για την υπόθεση.
Αφού με χαιρέτησε, θυμάμαι να μου λέει: «Τελικά, ποιος ήταν ο λόγος που δημιουργήθηκε όλη αυτή η ιστορία;» Του απάντησα, εξαιτίας των αδερφών Μαργέλλου.
Ο Θόδωρος Μαργέλλος ήταν ο εκπρόσωπος της εταιρείας Granomar και ο άνθρωπος που είχε εμπλακεί στην υπόθεση του σκανδάλου της «ελληνοποίησης» του καλαμποκιού από τη Γιουγκοσλαβία.
Η εταιρεία κατηγορήθηκε πως είχε μεσολαβήσει για την πώληση καλαμποκιού από τη Γιουγκοσλαβία, που θα βαφτιζόταν ελληνικό, προκειμένου να πάρει τις επιδοτήσεις που προέβλεπε τότε η αγροτική πολιτική της ΕΟΚ.
Παρατήρησα ότι ο Μητσοτάκης ξαφνικά συνοφρυώθηκε. Μου έκανε νόημα ο Παναγιωτόπουλος ότι έπρεπε να φύγουμε. Ήταν μια απάντηση που δεν του άρεσε καθόλου. Ξέρετε γιατί; Στη διάρκεια της δίκης ο Μαργέλλος είπε εναντίον μου τα μύρια όσα.
Από την πλευρά των κατηγόρων ήταν τότε οι βουλευτές της ΝΔ, Αναστάσιος Καραμάριος και Κώστας Σαψάλης, και μου έκανε εντύπωση το ότι κανείς από τους δύο δεν του έκανε καμία ερώτηση, παρά μόνο ο βουλευτής, Αντώνης Σκυλλάκος.
Έπαθα νευρικό κλονισμό και αποφάσισα να εξαφανιστώ. Όταν με αναζήτησε, έπειτα, ο Σαψάλης, του πρότεινα να βρεθούμε από κοντά. Εκεί του είπα όσα είχα μάθει.
Το προηγούμενο βράδυ πριν από την κατάθεση Μαργέλλου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης γιόρτασε την επέτειο γάμου με τη Μαρίκα στο σπίτι τους στη Γλυφάδα.
Σ' εκείνη τη σύναξη ένας άλλος βουλευτής, ο Αναγνωστόπουλος, διεμήνυσε στον Μητσοτάκη εκ μέρους του Μαργέλλου ότι εκείνοι ποτέ δεν τον «χτύπησαν» και πως αν γίνονταν ερωτήσεις σε βάρος τους, αυτοί θα έβγαζαν στο φως τον αριθμό λογαριασμού του κόμματος, δηλαδή του δικού του, άρα και τα χρήματα που έστελναν σε αυτό. Επίσης, ότι θα αποκάλυπταν τον ρόλο του Γιάννη Παλαιοκρασσά στα νέα τότε «τζάκια» του Κοσκωτά.
Τότε, λοιπόν, δόθηκε εντολή στους κατηγόρους να μην κάνουν καμία ερώτηση στον Μαργέλλο. Κάπως έτσι, η ηγεσία της ΝΔ με πούλησε με τον χειρότερο τρόπο.
Σκεφτείτε ότι δεν άκουσα ποτέ ούτε ένα «ευχαριστώ». Και πραγματικά, επειδή αυτά που σας λέω είναι αλήθειες και όχι παραμύθια, αναρωτιέμαι γιατί ακόμα και σήμερα πλέκουν το εγκώμιο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Ήταν ο πρώτος και τελευταίος αρχηγός της ΝΔ που κρατούσε ο ίδιος το ταμείο του κόμματος στο σπίτι του.
Επομένως, υπολογίστε πόσα χρήματα πήγαν στο κόμμα και πόσα δεν πήγαν. Δυστυχώς, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Μερικοί ηλίθιοι νόμιζαν ότι είχα κάνει την τύχη μου και ότι είχα χρυσοπληρωθεί απ' αυτή την ιστορία. Το χρέος μου έκανα απέναντι στην πατρίδα, ως όφειλα. Αυτό ήταν το θέμα του βιβλίου που ήθελα να γράψω.
Εν τω μεταξύ, αφού είχα γίνει φίλος με τον γιο του υφυπουργού του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Αθανασόπουλου, μια μέρα σε ένα μπαρ τού ανακοίνωσα ότι ήθελα να γράψω όσα γνώριζα γι' αυτή την υπόθεση. Με συμβούλευσε να μην το κάνω, γιατί θα κινδύνευε ακόμη και η ίδια μου η ζωή.
Πάντως, για την ιστορία, ο Αθανασόπουλος, γνωστός για τη φράση του «όταν εμείς, οι Έλληνες, χτίζαμε Παρθενώνες, εσείς, οι βάρβαροι, τρώγατε βελανίδια» που απηύθυνε σε Βέλγο αξιωματούχο της ΕΟΚ, δεν έφταιγε. Άλλους κάλυπτε. Έτσι, αποφάσισα να σταματήσω αυτή την έρευνα.
— Φοβηθήκατε πραγματικά για τη ζωή σας κατά τη διάρκεια της δίκης;
Προφανώς. Και μάλιστα, αν και ποτέ δεν ήμουν μέλος της ΝΔ, ζήτησα από τον νομικό σύμβουλο του κόμματος να με συμβουλέψει τι να κάνω για να προστατευτώ. Με πήρε και πήγαμε στον στρατηγό Νίκο Γρυλλάκη. Αφού του εξέφρασα τους φόβους μου, εκείνος μου απάντησε λέγοντας το αμίμητο: «Τι θες; Παρακρατικούς ή νόμιμους;».
Για να κρύψω την έκπληξη μου του απάντησα χαριτολογώντας ότι «πάντοτε είχα αδυναμία στους παρακρατικούς». «Αύριο θα περάσουν να σε πάρουν» μου είπε.
Στο διάλειμμα της δίκης έρχεται ο Σαψάλης θυμωμένος και μου λέει: «Αν είναι δυνατόν στον Άρειο Πάγο να έρχονται άνθρωποι με όπλο». Όπως φαντάζεστε, αυτός που με προστάτευε είχε έρθει με κρυμμένο όπλο στο δικαστήριο και, φυσικά, τον πέταξαν έξω. Αυτή ήταν η λειτουργία του κόμματος της ΝΔ, παρακρατικοί που κυκλοφορούσαν με όπλο στον Άρειο Πάγο.
— Κι έτσι αποφασίσατε να γράψετε τη βιογραφία του Κίτσου Μαλτέζου;
Ο πατέρας μου, όπως και πολλοί άλλοι της γενιάς του, δεν ήθελαν να μιλούν για την Κατοχή. Επίσης, αγνοούσα ότι ο πατέρας μου και ο Κ. Μαλτέζος ήταν παιδικοί φίλοι και συμμαθητές. Ήταν ανάμεσα σε αυτούς που κρατούσαν το φέρετρό του στην κηδεία. Φανταστείτε, λίγο πριν πεθάνει μου διηγήθηκε ιστορίες από εκείνη την περίοδο.
Όταν έφυγε από τη ζωή, ξεκίνησα να ψάχνω το αρχείο του. Επίσης, ήμουν τυχερός γιατί την εποχή εκείνη ζούσαν ακόμα πολλοί άνθρωποι που γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα.
Για παράδειγμα, οφείλω πολλά στον Κώστα Φιλίνη, στον Αλέξανδρο Αργυρίου όπως και στον Γρηγόρη Φαράκο. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι οι περισσότεροι που μου μίλησαν γι' αυτή την ιστορία ήταν αριστεροί και όχι οι δεξιοί.
Ήταν μια έρευνα η οποία είχε ως κύριο θέμα την ιστορία ενός παιδιού της γενιάς του '40, του Κίτσου Μαλτέζου, εκείνου που υπήρξε «ο καλύτερος της γενιά του».
— Γιατί δολοφονήθηκε;
Ήταν το χαρισματικό παιδί της γενιάς του '40 και μια πολύπλευρη προσωπικότητα. Ανήκε στη μικρή κατηγορία των προνομιούχων του Μεσοπολέμου που είχαν οικονομική άνεση από το σπίτι τους και η καταγωγή του συνδεόταν με μία από τις πιο λαμπρές προσωπικότητες της Επανάστασης του 1821.
Ήταν ένα κράμα μεγαλείου και μοναξιάς που κουβαλούσε εφηβικές ενοχές, έναν ανύπαρκτο πατέρα και μια διωγμένη μητέρα, αλλά κι ένας άνθρωπος του οποίου η ζωή ήταν μια συνειδητή πορεία προς τον θάνατο.
Το διάστημα πριν δολοφονηθεί είχε γίνει για πολλούς επικίνδυνος γιατί προσέλκυε πολύ κόσμο, όχι μόνο από την αριστερά αλλά και από τη δεξιά.
Ήταν, επίσης, ο ηγέτης των εθνικών οργανώσεων στο πανεπιστήμιο. Σοσιαλδημοκράτης, αντιμοναρχικός, γοητευτικός στο πνεύμα, τις ιδέες και τη δράση, ευρυμαθής, ανήσυχος, πρόσωπο που γνώριζε Ιστορία και διέθετε πειθώ. Άρα, εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό του 1944 έπρεπε να φύγει από τη μέση διότι ενοχλούσε.
Ήταν απόρροια του φθόνου και της ζήλιας η δολοφονία του ‒ μην ξεχνάτε ότι έγινε από φίλους του.
Εκείνη την ημέρα, έξω από τη σιδερένια πόρτα της λεωφόρου Συγγρού 8, περίμεναν οι αδελφοί Κουρουνιώτη και δύο φοιτητές του ΕΛΑΣ Σπουδάζουσας, ο Φαίδων Αντωνόπουλος και ο Δήμος Χλιόβας. Στο απέναντι πεζοδρόμιο βρισκόταν ο Άδωνις Κύρου, παρακολουθώντας την επιχείρηση.
Το νέο διαδόθηκε γρήγορα. Ο Κίτσος Μαλτέζος είχε δολοφονηθεί και το ερώτημα που πλανιόταν ήταν αν επρόκειτο για εκτέλεση. Φυσικά, ήταν μια άδικη δολοφονία, για την οποία στο εξής κανείς δεν θα μιλούσε.
Αλλιώς ονειρεύτηκα την πατρίδα μου. Η γενιά μου μεγάλωσε με άλλα ιδανικά. Ξέρετε, όταν ήμουν στην ηλικία των 21 έκανα ένα σχέδιο με τέσσερις εφάμιλλους κύκλους. Στον πρώτο κύκλο ήμουν εγώ. Ο δεύτερος κύκλος αφορούσε τη βελτίωση του εαυτού μου. Στον τρίτο κύκλο είχα τοποθετήσει τη βοήθεια προς την οικογένειά μου. Και στον τέταρτο, τη βοήθεια στην πατρίδα μου. Αυτό ήταν το σκαρί της ζωής μου.
— Ήταν ο Άδωνις Κύρου ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας;
Ήταν αυτός που την οργάνωσε, ένας άνθρωπος του οποίου ο πατέρας ήταν ο εκδότης της κάποτε πανίσχυρης «Εστίας» και στυλοβάτης του μεταξικού καθεστώτος. Γι' αυτό και αρχικά το όνομά του δεν δόθηκε στον Τύπο.
Πλέον, διατηρώ πολλές αμφιβολίες για το αν αυτός ήταν ο ηθικός αυτουργός. Η δολοφονία έγινε κατόπιν εντολής που δόθηκε άνωθεν.
Ο άνθρωπος που πιθανολογώ ότι έδωσε την εντολή, αλλά δεν μπορώ να αποκαλύψω δημόσια το όνομά του, δεν μίλησε ποτέ γι' αυτό ως το τέλος της ζωής του.
— Στην τελευταία του συνέντευξη ο Λεωνίδας Κύρκος είχε δηλώσει ότι ήταν παρών στην δολοφονία. Είναι αλήθεια;
Κάποτε ο Αλέξανδρος Αργυρίου μου είχε πει ότι ο Λεωνίδας Κύρκος ήταν ένας άνθρωπος που έλεγε αρκετά ψέματα και μου τόνισε να μην του έχω πολλή εμπιστοσύνη.
Είναι σημαντικό να θυμίσουμε ότι σε τέτοιες επιχειρήσεις υπήρχαν πολλοί διαβάτες και περαστικοί, οι οποίοι συμμετείχαν εκ μέρους της οργάνωσης με σκοπό να επέμβουν σε περίπτωση που συνέβαινε το οτιδήποτε. Δεν περνούσαν δηλαδή τυχαία, ήταν σταλμένοι.
Εκείνη την ημέρα, αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι ο Κύρκος και η Ναταλία Μελά βρίσκονταν εκεί σε διατεταγμένη υπηρεσία, χωρίς όμως να ξέρουμε ακριβώς πόσο κοντά ήταν στο σημείο της δολοφονίας, προκειμένου να επέμβουν αν χρειαζόταν.
— Τι σας εντυπωσίασε περισσότερο από την έρευνά σας για τη δολοφονία του Μαλτέζου;
Πράγματα που δεν ήξερα, όπως ότι ήταν φίλος του πατέρα μου. Επίσης, οι γυναίκες της ζωής του. Μία εξ αυτών ήταν η Μαρία Αναγνωστοπούλου, μητέρα της Άννας Φιλίνη.
Επίσης, η Πανδώρα Παπαδάτου, η οποία στη συνέχεια παντρεύτηκε τον Αθανάσιο Τσαλδάρη. Ο χωρισμός του από την Πανδώρα Παπαδάτου ήταν από τις αιτίες που τον έκαναν να αδιαφορεί για τη ζωή του ‒ είχε καταλυτική επίδραση πάνω του.
Μια άλλη γυναίκα ήταν η Εύη Ζήση, η οποία παντρεύτηκε τον Βίκτωρα Μελά, νομικό και συγγραφέα. Η πιο σημαντική όλων αυτών, όμως, ήταν η Πανδώρα. Επίσης, έμαθα αργότερα ότι η μητέρα του Μαλτέζου πέθανε στην Αμερική, ψυχικά διαταραγμένη.
— Πώς σχολιάζετε τη σημερινή πολιτική κατάσταση;
Θέλω να εκφράσω την απέραντη αηδία μου για την κατάντια της Βουλής και των θεσμών. Μια ατελείωτη καταβύθιση στη λάσπη. Απέραντος ευτελισμός και παρακμή. Ένα άρρωστο πολιτικό και τοξικό κλίμα. Επειδή ο πατέρας μου πολιτεύτηκε από νωρίς, είχα το προνόμιο να γνωρίσω καλά τον χώρο της πολιτικής.
Δυστυχώς, όπως λέει και ο στίχος, «εδώ είναι Ελλάδα, δεν είναι παίξε - γέλασε». Διαφθορά υπάρχει παντού, αλλά στη χώρα μας, ακόμα και τα προσχήματα, έχουν καταργηθεί. Αυτό που παρακολουθούμε τελευταία να συμβαίνει στη Βουλή είναι ένα απερίγραπτο όνειδος.
Θλίβομαι για την πατρίδα μου και τις δημοκρατικές απρέπειες. Διαβάζω πολλούς που λένε ότι λαός παραμένει αδρανής. Και τι να κάνεις; Πάλευα για μια ζωή με όνειρα, ιδεώδη και ιδανικά. Σήμερα σκέφτομαι ότι αν βγω στους δρόμους και εκφράσω την αντίδρασή μου, θα με κλείσουν μέσα.
— Τι πήγε λάθος με τα κόμματα στην Ελλάδα;
Φανατισμός, πόλωση, μισαλλοδοξία, πελατειακό σύστημα, διαρκής πτώση του επιπέδου των βουλευτών και φθόνος που εξελίχθηκε σε μίσος. Έτσι οδηγηθήκαμε στην πλήρη ανατροπή των πάντων.
Επίσης, η δικτατορία, στερώντας από την παλιά αστική τάξη το όπλο του αντικομμουνισμού, κατέδειξε την ιδεολογική γύμνια σε όλη της την έκταση. Και αυτά τα τραύματα δεν έχουν επουλωθεί ακόμα.
— Έχει ειπωθεί ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛ. ήταν μια σύμπραξη εθνικής συμφιλίωσης. Συμφωνείτε ότι τα μνημόνια έφεραν ένα τέλος στο εμφυλιοπολεμικό κλίμα;
Δυστυχώς, ο εμφύλιος τώρα ξεκινά. Είναι εμφανής η επικράτηση ενός ακατανόητου διχασμού. Όμως, πιστεύω ότι η πολιτική κατάπτωση ξεκίνησε την περίοδο διακυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, γιατί τότε πυροδοτήθηκαν οι εμφύλιες διαμάχες. Μέχρι και η αργκό άλλαξε.
Κάποτε, όταν ρωτούσες κάποιον τι κάνει, απαντούσε «καλά, είμαι γερός, δυνατός». Μετά το 1981, μετεξελίχθηκε σε φράσεις τύπου: «Πώς περνάς, πήγες Παρνασσό; Θα πας Μύκονο;». Το βασικό συμπέρασμα, πάντως, είναι ότι γαλουχηθήκαμε, εκ δεξιών και αριστερών, με μύθους.
— Είστε αισιόδοξος για το μέλλον;
Όχι. Αλλιώς ονειρεύτηκα την πατρίδα μου. Η γενιά μου μεγάλωσε με άλλα ιδανικά.
Ξέρετε, όταν ήμουν στην ηλικία των 21 έκανα ένα σχέδιο με τέσσερις εφάμιλλους κύκλους. Στον πρώτο κύκλο ήμουν εγώ. Ο δεύτερος κύκλος αφορούσε τη βελτίωση του εαυτού μου. Στον τρίτο κύκλο είχα τοποθετήσει τη βοήθεια προς την οικογένειά μου. Και στον τέταρτο, τη βοήθεια στην πατρίδα μου. Αυτό ήταν το σκαρί της ζωής μου.
— Για ποιο πράγμα έχετε μετανιώσει περισσότερο;
Για την ενασχόληση μου με την υπόθεση του «καλαμποκιού». Με κατέστρεψε. Θυμάμαι ότι πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος για να πατήσει άνθρωπος στο γραφείο μου. Όπως αντιλαμβάνεστε, ήμουν ένας «χρωματισμένος».
— Τι ήταν αυτό που σας έκανε να γίνετε δικηγόρος;
Δικηγόρος έγινα για να ζήσω. Το όνειρο του πατέρα μου ήταν να σπουδάσω νομικά και πολιτικές επιστήμες στο εξωτερικό, προκειμένου να τον διαδεχθώ στην πολιτική. Τα νομικά ποτέ δεν με συγκίνησαν ως νέο.
Το μεγάλο μου πάθος ήταν η Αρχαιολογία και η αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Με την οικονομική κατάρρευση του πατέρα μου ‒πέθανε όταν ήταν 50 ετών από λευχαιμία και άφησε χρέη, σ' εμένα και τον αδερφό μου, τριών εκατομμυρίων‒ αποφάσισα να γίνω δικηγόρος.
Βέβαια, στη συνέχεια ήταν ένα επάγγελμα που με απορρόφησε όχι γιατί προσφέρει οικονομική άνεση αλλά γιατί ήταν σαν το σκάκι, ένα πνευματικό παιχνίδι. Αυτό ήταν το μόνο που μου άρεσε στη δικηγορία.
Κατά τ' άλλα, είδαν πολλά τα μάτια μου, κυρίως την αποθέωση της διαφθοράς στα δικαστήρια. Κάποτε έκανα μια στατιστική, της οποίας το βασικό συμπέρασμα ήταν το εξής: στον α' βαθμό τα παίρνει το 30%, στο εφετείο το 60% και στον Άρειο Πάγο το 80%.
— Τι είναι η Ιστορία για σας;
Ένα πολύ ακριβό σπορ. Αναλογιστείτε ότι το βιβλίο μου «Ο Άγγλος Πρόξενος» με διέλυσε οικονομικά, αφού στοίχισε περίπου 50.000 ευρώ. Απαιτούνται ταξίδια, έρευνα σε φακέλους και αρχεία που βρίσκονται σε άλλες χώρες.
Δεν νομίζω ότι θα ξαναγράψω. Τα βιβλία, για μένα, έχουν τελειώσει. Η φυσική και οικονομική μου κατάσταση δεν μου το επιτρέπει.
— Τι θυμάστε περισσότερο από τους γονείς σας;
Ο πατέρας μου ‒ήταν ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας της Αιτωλοακαρνανίας‒ είχε καταταγεί στον ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα στη διάρκεια της Αντίστασης και είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τους κομμουνιστές.
Μου αφηγήθηκε την ημέρα που τον έκλεισαν σ' ένα δωμάτιο στην περιοχή του Αγίου Βλασίου και περνούσαν όλοι οι ΕΛΑΣίτες και τον έφτυναν. Αργότερα επέστρεψε στην Αθήνα σε κάκιστη κατάσταση.
Η μητέρα μου ήταν εγγονή του Διονύσιου Στεφάνου. Μια γυναίκα συντηρητική, θρησκευόμενη, νοικοκυρά, θαυμάσια μαγείρισσα, μέτριας μορφώσεως και σοβαρή.
Δεν θα ξεχάσω που το 1958, σε ηλικία 35 ετών, διαγνώστηκε με καρκίνο στον εγκέφαλο. Όμως, επειδή δεν είχε γίνει μετάσταση, κατάφερε να σωθεί από μια εξαιρετική ομάδα γιατρών της Πολυκλινικής.
Δυστυχώς, το αποτέλεσμα της εγχείρησης ήταν να χάσει το ένα της αυτί και να υποστεί πολλές ακτινοβολίες. Αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του '60, άρχισε να πέφτει στον δρόμο χωρίς κάποια αιτία. Όταν την πήγαμε στο γιατρό Στεφανή, μας ανακοίνωσε ότι το περιφερικό νευρικό της σύστημα σταδιακά παρέλυε.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της είχε παραλύσει εντελώς. Πέθανε στην ηλικία των 78 ετών, αλλά ήδη η κατάστασή της ήταν επιβαρυμένη.
— Αισθάνεστε ότι η ζωή σας ήταν πλήρης;
Φυσικά, με τα θετικά και τα αρνητικά της. Είμαι πλούσιος σε εμπειρίες, ταξίδια και συναντήσεις. Αλλά έχω ζήσει πολλές δύσκολες στιγμές στη ζωή μου και κουβαλάω πολλά τραύματα. Ξέρετε τι σημαίνει να σου χτυπά το κουδούνι ο δανειστής του πατέρα σου και να σε απειλεί;
Κάτι που συνειδητοποίησα με το πέρασμα των ετών είναι ότι μισώ το χρήμα. Ποτέ δεν αγάπησα τα πολλά χρήματα. Κι όταν τα είχα, κάπως κατάφερνα και τα σκορπούσα όλα.
— Γιατί δεν παντρευτήκατε ποτέ;
Έχω κάνει έναν κατάλογο με τις γυναίκες που τίμησαν το κρεβάτι μου και είναι συνολικά είκοσι δύο τον αριθμό. Όλες, όμως, ήταν παντρεμένες.
— Ήσασταν, δηλαδή, πάντοτε το τρίτο πρόσωπο;
Μια ολόκληρη ζωή. Και πιθανολογώ ότι αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που δεν παντρεύτηκα, διότι καμία δεν θέλησε να χωρίσει για να έρθει μαζί μου. Ή, ίσως, επειδή οι σύζυγοί τους μπορούσαν να τους παρέχουν μεγαλύτερη οικονομική ασφάλεια.
— Τι ήταν αυτό που σας ενδιέφερε στις σχέσεις σας με τις γυναίκες;
Η σεξουαλική και πνευματική επαφή.
Είμαι ο τελευταίος απόγονος της οικογένειάς μου. Και τελικά, ο τελευταίος ενός άλλου κόσμου. Δεν σας κρύβω ότι εσχάτως έχω σκεφτεί πολλές φορές να αυτοκτονήσω. Ακόμα και τις λεπτομέρειες για τον τρόπο που θα το κάνω, καθώς και τι θα ακολουθήσει τις επόμενες μέρες.
— Μετανιώσατε που δεν αφήσατε κάποιον απόγονο;
Όχι, από πολύ νεαρή ηλικία ήμουν εναντίον των παιδιών. Πίστευα ότι όσα έλαβα από τους γονείς δεν θα μπορούσα να τα προσφέρω ο ίδιος στα δικά μου παιδιά. Ενδεχομένως, ήταν ένας ενδόμυχος φόβος ότι δεν θα ήμουν καλός πατέρας, με την έννοια ότι δεν θα μπορούσα να προσφέρω σ' ένα παιδί όλα όσα χρειάζεται.
— Σήμερα πώς αντιμετωπίζετε τη μοναξιά;
Ως ένα ψυχικό κόστος. Είμαι συνηθισμένος στη μοναξιά. Σήμερα ζω μόνο με τις αναμνήσεις μου. Και, κυρίως, αναμνήσεις νεκρών. Με τον αδερφό μου μέναμε μαζί πολλά χρόνια, παρόλο που είχαμε ελάχιστα κοινά σημεία.
Τον Αύγουστο του 2017 ο αδερφός μου είχε φοβερούς πονοκεφάλους και τον πήγα στο Λαϊκό, που εφημέρευε. Νόμιζα ότι είχε πάθει εγκεφαλικό και μου ανακοίνωσαν ότι είχε χρόνια όγκο στον εγκέφαλο. Κατέρρευσα. Μετά από είκοσι μέρες πέθανε.
Αυτές, λοιπόν, οι δυσάρεστες αναμνήσεις με τριβελίζουν καθημερινά. Από τότε ζω σε αυτό το διαμέρισμα μόνος. Αλλά στη ζωή, κατά βάθος, όλοι είμαστε μόνοι μας.
— Φοβάστε τον θάνατο;
Όχι, παρ' ότι είμαι ο τελευταίος απόγονος της οικογένειάς μου. Και τελικά, ο τελευταίος ενός άλλου κόσμου. Δεν σας κρύβω ότι εσχάτως έχω σκεφτεί πολλές φορές να αυτοκτονήσω. Ακόμα και τις λεπτομέρειες για τον τρόπο που θα το κάνω, καθώς και τι θα ακολουθήσει τις επόμενες μέρες.
Ξέρετε, δεν με ενδιαφέρει να με θάψουν ‒ άλλωστε ποιος θα ενδιαφερθεί για τον τάφο μου; Προτιμώ την καύση και, αν βρεθεί, ένας φίλος να σκορπίσει την τέφρα μου στη θάλασσα.
Ουσιαστικά, λοιπόν, το ερώτημα που με βασανίζει τις ατελείωτες ώρες της μοναξιάς μου είναι τι προτιμώ: την ανυπαρξία ή τη διαφήμιση μετά θάνατον; Ακόμα δεν έχω καταλήξει.
— Υπήρχε κάποιο βιβλίο που σας επηρέασε;
Η «Πανούκλα» του Αλμπέρ Καμί. Απ' αυτό έμαθα ότι δεν χρειάζεται να είσαι χριστιανός για να είσαι καλός άνθρωπος.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Την εντιμότητα, να πιστεύεις σε ιδανικά χωρίς να περιμένεις ανταλλάγματα και τη μόρφωση.
— Ποια αξία διατηρείτε ως πιο ισχυρή;
Την αξία της μοναξιάς.
Info
Το βιβλίο «Κίτσος Μαλτέζος: Ο αγαπημένος των θεών» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία και περιέχει φωτογραφικό λεύκωμα.
Στις 18/3 θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου στο Μουσειο της Πόλεως των Αθηνών στις 18.00. Στην παρουσίαση θα μιλήσουν οι: Πέτρος Μακρής-Στάικος, Χρήστος Χωμενίδης, Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Δημήτρης Λιγνάδης. Συντονίζει ο Στέφανος Καβαλιεράκης.
www.athenscitymuseum.gr
σχόλια