Τον είχα προλάβει σε συναυλίες αλλά και σε παραστάσεις δρόμου. Θυμάμαι καλά το ασκητικό παρουσιαστικό, το διεισδυτικό βλέμμα, τη χαρακτηριστική φωνή, τις καθαρές κουβέντες και μαζί τη «λόξα» του, ακόμα και το «μαγαζόσπιτο» που διατηρούσε επί χρόνια στην Καλλιδρομίου, στούντιο, στέκι και πέρασμα ταυτόχρονα.
Αρκετό καιρό πριν από την αυτοχειρία του κι έχοντας ήδη «τραβήγματα» με τα ψυχιατρεία, άκουγες πολλούς να λένε «τα'χει παίξει», «έχει σαλτάρει».
Ο ευερέθιστος χαρακτήρας του είχε γίνει ακόμα πιο δύστροπος και σε συνδυασμό με το ότι ποτέ δεν «μάσαγε» τα λόγια του ούτε κι υπολόγιζε, τον είχαν απομονώσει.
Η αυτοκτονία του βέβαια ήταν σοκ – παρότι είχαν προηγηθεί δύο απόπειρες, κανείς δεν ήθελε να πιστέψει το κακό μαντάτο και μάλιστα σε μια περίοδο που γινόταν ευρύτερα γνωστός ύστερα κι από την επιτυχία που γνώρισε ο δίσκος του Βασίλη Παπακωνσταντίνου «Χαιρετίσματα» (Μίνως 1987) με πέντε δικά του κομμάτια («Ο σάλιαγκας κι ο μάλιαγκας», «Αγαπάω κι αδιαφορώ», «Θα 'ρθω να σε βρω», «Θα νικήσουμε (Venceremos)», «Καταρρέω»). Κι ας είχαν ήδη προηγηθεί δύο απόπειρες.
Ήταν μόλις 39 ετών και, πέρα από τις μνήμες των συναυλιών και των περιώνυμων υπαίθριών του χάπενινγκς, πρόλαβε να αφήσει πίσω μερικά πραγματικά σπουδαία στιχουργικά και μουσικά τραγούδια τα οποία του επιδαψίλευσαν μια ευρύτερη μετά θάνατον αναγνώριση καθώς ερμηνεύτηκαν από μεγάλα ονόματα και γίνανε «χιτ».
Μια αναγνώριση που κατά βάθος κι ο ίδιος επιδίωκε αλλά του ήταν περίπου απαγορευμένη ένεκα ο μύθος του. Θα μπορούσε πράγματι να εξελισσόταν σε κορυφαίο στιχουργό και συνθέτη, να αντικρίσει πολλούς καινούργιους ορίζοντες, η ευθιξία του όμως αποδείχθηκε πιο δυνατή.
Μεγάλη και ξεχωριστή ιστορία ο Νικόλας. Από την Κοζάνη, όπου μεγάλωσε, στη Φιλοσοφική της Θεσσαλονίκης (1967), την οποία εγκατέλειψε μαζί με τις θεατρικές του σπουδές για να κατέβει Αθήνα, «αγκαλιά» με μια κιθάρα ως αυτοδίδακτος τραγουδοποιός.
Από τις μπουάτ της Πλάκας όπου εμφανιζόταν δίπλα στους Τζαβέλλα, Γκαϊφύλλια, Μπουλά, Ζουγανέλη κ.ά. και το πρώτο του 45άρι δισκάκι που λογοκρίθηκε (Λύρα/Zodiac 1975) στη μίνι «θητεία» του στις φυλακές της Αίγινας ως «ηθικού αυτουργού» των ταραχών που ξέσπασαν μετά τους θανάτους αγωνιστών της RAF στα λευκά κελιά του Σταμχάιμ και τον θανάσιμο τραυματισμό του Χρήστου Κασίμη έξω από την AEG.
Η "σημαδιακή" σχέση του με τη Λίλιαν Χαριτάκη (1976) και η κόρη που απέκτησαν με το ίδιο όνομα. Το περιπετειώδες τρελόχαρτο από τον στρατό, η ιστορική κατάληψη της Βαλτετσίου όπου πρωτοστάτησε (1979), τα χάπενινγκς και το πρωτόφαντο τότε θέατρο δρόμου των «Κροκ».
Οι πρώτες ανεξάρτητες ηχογραφήσεις σε κασέτες που διακινούσε κυρίως ο ίδιος έξω από το Πολυτεχνείο, στα Προπύλαια, στο Μοναστηράκι και διάφορα μαγαζιά, οι «Κροκάνθρωποι» σε βιβλίο (α' έκδοση 1980), η Exarchia Square Band με τον Χρήστο Ζυγομαλά και οι «Εναπομείναντες». Ο πρώτος και μόνος εν ζωή μεγάλος του δίσκος «Ο Ξαναπές» (Μίνως 1982) όπου συμμετείχαν Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χαρούλα Αλεξίου και Αθηναϊκή Κομπανία.
Το «μαγαζόσπιτο» της Καλλιδρομίου 55 και η «Υπόγα» της Αραχώβης 41, με ένα παραθύρι πάντοτε ανοιχτό για να μπουκάρει όποιος φίλος ή γνωστός τύχαινε σε ανάγκη.
Οι δύσκολες σχέσεις του με το κοντινό του περιβάλλον –«επικοί» οι καβγάδες αλλά και οι συμφιλιώσεις του– όπως επίσης με τον «χώρο» σαν άρχισε να αμφισβητεί κι εκεί πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις.
Τα σύντομα κινηματογραφικά του περάσματα, οι έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις που του άνοιξαν «παρτίδες» με τα ψυχιατρεία, το «κόλλημα» στα τελευταία με τον Κάρλος Καστανέντα, η δι΄απαγχονισμού αυτοκτονία του στις 17/3/1988.
Είχε κατηγορηθεί για απόπειρα βιασμού μιας φοιτήτριας, συνελήφθη κι αποφυλακίστηκε με εγγύηση μέχρι να οριστεί δικάσιμος. Η καταγγελία παρέμεινε ανεπιβεβαίωτη, εκείνος όμως δεν άντεξε τον διασυρμό, δεν βρήκε πουθενά τη φορά αυτή «μιαν ανάσα για να γιάνει»...
Ήταν μόλις 39 ετών και, πέρα από τις μνήμες των συναυλιών και των περιώνυμων υπαίθριών του χάπενινγκς, πρόλαβε να αφήσει πίσω μερικά πραγματικά σπουδαία στιχουργικά και μουσικά τραγούδια τα οποία του επιδαψίλευσαν μια ευρύτερη μετά θάνατον αναγνώριση καθώς ερμηνεύτηκαν από μεγάλα ονόματα και γίνανε «χιτ».
Προσωπικότητα-οδοστρωτήρας, παθιασμένη, ανυπότακτη, στοχαστική, ενίοτε διαταραγμένη κι αλλοπρόσαλλη αλλά προικισμένη με μια σπάνια ευαισθησία και διορατικότητα συν ένα ανελέητο χιούμορ, ο Νικόλαος Ασημόπουλος όπως ήταν το κανονικό του επώνυμο προτού αιτηθεί επίσημα την αλλαγή του παρέμεινε μέχρι τέλους Ά-σιμος, δηλαδή απρόσιτος, απλησίαστος για τους πολλούς, υπήρξε δε ο πρώτος από τους επιλεγόμενους αγίους των Εξαρχείων που «μαρτύρησε» αυτοκαταστρεφόμενος.
Τριάντα ένα χρόνια από τον χαμό του ο Φώτης Καραγεωργίου, ένας καλλιτέχνης γοητευμένος από τη ζωή και το έργο του Νικόλα έγινε η «ψυχή» της επετειακής έκθεσης-εκδήλωσης για τον Άσιμο που παρουσιάζεται στο Ρομάντσο υπό την αιγίδα της ΑΣΚΤ.
«Ελάτε μαζί μας μια βόλτα» ο τίτλος της, σύνθημα γραμμένο σε πλακάτ που συνήθιζε να κρατά σαν έβγαινε να δώσει παραστάσεις δρόμου. Η όλη ιδέα βασίστηκε στο εν πολλοίς άγνωστο αρχείο του εκλιπόντος, μεγάλο μέρος του οποίου θα εκτεθεί δημόσια για πρώτη φορά.
Ο Φώτης απέκτησε πρόσβαση σε αυτό με τη συγκατάθεση του αδελφού και της κόρης του Νικόλα, εντυπωσιάστηκε μάλιστα, καθώς λέει, από το πόσο σχολαστικά το ενημέρωνε ο δημιουργός του.
Γνωστοί μουσικοί –ανάμεσά τους οι Δημήτρης Πουλικάκος, Δημήτρης Αποστολάκης (Χαϊνηδες), Φοίβος Δεληβοριάς, Γιάννης Χαρούλης, Αγγελική Τουμπανάκη, Mode Plagal– θα ερμηνεύσουν τραγούδια του ενώ θα εκτεθούν έργα 13 εικαστικών εμπνευσμένα από τους στίχους του, η ζωγραφιά της μικρής Χριστίνας και μια εγκατάσταση διά χειρός Πουλικάκου. Ιδού τι λέει ο ίδιος:
«Η ιδέα γι αυτή την πολυσύνθετη έκθεση/εκδήλωση προέκυψε ύστερα από τη γνωριμία μου με την κόρη του Νικόλα, τη Λίλιαν και τον αδελφό του Δημήτρη, με την έγκριση των οποίων βγαίνει τώρα προς τα έξω και το αδημοσίευτο υλικό. Είναι μάλιστα από τις ελάχιστες φορές που μια εκδήλωση για τον Άσιμο έχει τη συγκατάθεση των οικείων του.
Δεν πρόκειται για ένα αρχείο με την αυστηρή έννοια του όρου, δηλαδή «επαγγελματικά» ταξινομημένο και χρονολογημένο, είναι όμως επιμελώς φυλαγμένο παρότι ο Νικόλας δεν ήταν ο πλέον οργανωτικός άνθρωπος.
Η έκθεση-εκδήλωση καθαυτή είναι, τρόπον τινά, μια «βουτιά» στο εργαστήρι του. Στους στίχους, τις ιδέες, τις σκέψεις, τα τραγούδια του και ό,τι άλλο υλικό (φωτογραφίες, σχέδια για εξώφυλλα κασετών, αφίσες, αναγγελίες συναυλιών, δημόσια έγγραφα κ.λπ.) συγκέντρωνε από το 1983 μέχρι τα τελευταία του.
Υπάρχουν όμως ακόμα παλιότερα ντοκουμέντα όπως το βιβλιάριο σπουδών του στη Φιλοσοφική (1968) και το αποφυλακιστήριό του από τις φυλακές Αίγινας (Δεκέμβριος '77).
Το αρχείο περιέχει τα τραγούδια του ολοκληρωμένα σε μορφή στίχων καθώς και ανέκδοτα κομμάτια. Παρτιτούρες δεν άφησε καθώς δεν ήξερε να διαβάζει τις νότες, οι μουσικές του γνώσεις ήταν εμπειρικές.
Το πιο σημαντικό για μένα είναι τα ίδια τα γραπτά του, πώς αλλάζει τις λέξεις, πώς τα αναδιαμορφώνει κ.λπ. Όντας Καλοτεχνίτης ενδιαφέρθηκα επίσης ιδιαίτερα να πιάσω το περφόρμινγκ του Άσιμου, το πρωτόγνωρο για την εποχή θέατρο δρόμου, τις αυτοσχέδιες μουσικές του παραστάσεις όπου συνήθιζε να συνδιαλέγεται με τους θεατές.
Αν σήμερα πετύχουμε μια τέτοια δράση δρόμου θα υποψιαστούμε οι περισσότεροι ότι πρόκειται για καλλιτεχνική πράξη, όμως κάτι τέτοιο τότε φάνταζε παράδοξο, τους συλλάμβανε «εξ απήνης»! Επρόκειτο δε για πρόζα πνευματώδη, σκαμπρόζικη, σουρεαλιστική. «Γιατί πατάτε τις κάλτσες σας;», ρωτούσε συχνά θεατές ή και απλούς διαβάτες.
Άλλες φορές κυκλοφορούσε με δύο γραβάτες κι έλεγε σε κάποιον επίσης γραβατοφορεμένο: «Εσύ φοράς μία γραβάτα, εγώ δύο, άρα εγώ είμαι δύο φορές κύριος!».
Άλλοτε φορούσε μάσκες, άλλοτε ξάπλωνε καταμεσίς στον δρόμο πάνω σε ένα στρώμα με την κιθάρα του, δοκίμαζε διάφορα ευρήματα.
Θέλησα λοιπόν να ανοίξω κάποια στεγανά δικά του, να δω τι έκανε, πώς το έκανε, ήταν άραγε μια διαδικασία συνειδητή; Πιστεύω πως ναι, απολύτως! Το ζούσε κανονικά όπως οι καλλιτέχνες του Fluxus, έβαζε τη μάσκα είτε την μπέρτα του κι έπαιρνε στους δρόμους.
Λάτρευε την πρόζα και την επικοινωνία με το κοινό, θα μπορούσε να κάνει καριέρα ως ηθοποιός, είχε τη «στόφα».
Συνδύαζε δε τις έντονες υπαρξιακές και πολιτικοκοινωνικές του ανησυχίες με την αυθεντικότητα και την αμεσότητα των πρώτων ροκάδων, όντας πιστός «κοινωνός» της ελευθεριακής κληρονομιάς των '60s.
Η λογική του θεάτρου δρόμου και του περφόρμινγκ σε μια νοητή συνομιλία με το αρχείο έφερε επίσης την εικαστική προσέγγιση.
Οι συμμετέχοντες καλλιτέχνες χρησιμοποιούμε το αρχείο του ως εφαλτήριο για να εκφράσουμε πράγματα εντελώς σημερινά, όπως άλλωστε ακούγονται πολλά από τα τραγούδια του κι ας γράφτηκαν δεκαετίες πριν.
Το δικό μου γλυπτό π.χ. ονομάζεται «Μηχανισμός» όπως το ομώνυμο κομμάτι του Νικόλα και παραπέμπει σε κάθε μηχανική, αυτοματοποιημένη συμπεριφορά τόσο στο κοινωνικό όσο και το προσωπικό πεδίο.
Τα «Γεγονότα» του Άντον Κουσμίτσεφ συνδυάζουν περφόρμανς και ζωγραφική, το έργο πάλι του Φίλιππου Βασιλείου προτρέπει σε μια «βόλτα» που την κάνουμε εμείς με το δικό μας τρόπο.
Προσπαθήσαμε να συνδέσουμε οργανικά όλα τα κομμάτια της αλυσίδας αυτής της εκδήλωσης και πιστεύω ότι καταφέραμε κάτι καλό.
Κάτι ακόμα που ξεχωρίζω στον Νικόλα είναι η δύναμη του λόγου του. Είναι κατά κάποιο τρόπο στρατευμένος πολιτικά, ταυτόχρονα όμως αμφιταλαντεύεται αποκηρύσσοντας παλιότερα τραγούδια του κι αναζητώντας νέες αφορμές, καινούργιους εκφραστικούς τρόπους.
Παρά μάλιστα τον «ανάποδο» χαρακτήρα του, τον θεωρώ έναν βαθιά ρομαντικό και συναισθηματικό άνθρωπο που διέθετε μια πρωτόλεια αγνότητα κι έναν τεράστιο πόνο.
Ανέβαινε, μου λέγανε, πάνω σε μια σκηνή να πει κάτι και όλο έλεγε, έλεγε, ένα μακρύ πονεμένο παράπονο που αγωνιούσε να εκφραστεί...
Λάτρευα πολλά τραγούδια του, τα έπαιζα μάλιστα στο τοπικό ραδιόφωνο της Σιάτιστας που είχα εκπομπή το '95 αγνοώντας ότι μεγαλώσαμε στον ίδιο τόπο, την Κοζάνη, κάτι που συνειδητοποίησα διαβάζοντας την επανέκδοση των «Κροκανθρώπων» λίγα χρόνια μετά.
Ήδη τότε σκεφτόμουν να μεταφέρω τις εικόνες που διέκρινα σε εκείνα τα γραπτά αναλύοντάς τις στο πρίσμα της σύγχρονης πραγματικότητας.
Το 2006 πέρασα στην ΑΣΚΤ, κατέβηκα Αθήνα κι αφότου αποφοίτησα «επέστρεψα» στον Άσιμο με μια περισσότερο βιωματική –ήμασταν βλέπεις τότε στο αποκορύφωμα της κρίσης που επικαιροποίησε τον λόγο και το έργο του– και ταυτόχρονα εικαστική ματιά.
Εντυπωσιάστηκα, ξέρεις, καταρχήν με την ίδια την ύπαρξη του εν λόγω αρχείου. Με δεδομένο τον άστατο χαρακτήρα του, βρήκα αξιοθαύμαστο ότι ο Άσιμος τα φύλαγε σχολαστικά όλα αυτά.
Εξόν τα γραπτά υπάρχουν επίσης αποκόμματα εφημερίδων που αναφέρονταν σε αυτόν, τα συμβόλαια των σπιτιών που νοίκιασε στην Πλαπούτα, την Αραχώβης κι αλλού, ακόμα και τις ταμειακές αποδείξεις από τα ψώνια του κρατούσε επιμελώς και όχι για την εφορία! Εντάξει, βρήκα αχρείαστο να εκτεθούν αυτά τα τελευταία, είναι όμως ενδεικτικά τού πώς λειτουργούσε.
Βρέθηκαν, επιπλέον, τρεις κασέτες που περιείχαν έξι ακυκλοφόρητα τραγούδια. Από αυτά υπάρχουν στα γραπτά του τουλάχιστον τα τέσσερα, κάποια κιόλας με την υποσημείωση «τραγούδι έτοιμο», κυκλοφόρησαν δε από την Be-Otherside με τις δικές του αυθεντικές ενορχηστρώσεις το 2014.
Περιλαμβάνεται επίσης υλικό από παλιότερες εκτελέσεις τραγουδιών όπως το «Αγαπάω κι Αδιαφορώ» κι ο «Μπαγάσας» (που τον ακούμε σε 7λεπτη βερσιόν με πιο γρήγορο μπιτ) μέχρι σφυρίγματα ή άλλους ήχους που έκανε προσπαθώντας να πιάσει το ρυθμό, διαλόγους με άτομα που μπαινόβγαιναν (π.χ. «γράφει τώρα, ησυχία, μην μου το χαλάς»), φασαρία από τον δρόμο απ' έξω κ.λπ. που δεν νοιαζόταν να την απομονώσει.
Υπόψη ότι οι περισσότερες ηχογραφήσεις γίνονταν Σάββατο μεσημέρι οπότε η λαϊκή της Καλλιδρομίου είναι στο φόρτε της, δεν τον ενοχλούσαν όμως διόλου οι φωνές των μανάβηδων που διαφήμιζαν την πραμάτεια τους, τις αντιμετώπιζε σαν στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος.
Μου αρέσει επίσης η λιτότητα που διακρίνει τα μουσικά κομμάτια του, αν και σε μερικά έχει προβλέψει πλουσιότερες ενορχηστρώσεις, «εδώ ένα τσέλο», «εκεί ένα μπάσο» κ.λπ.
Ναι, θεωρώ ότι αντιλαμβανόταν την αξία του κι είχε φλερτάρει αρκετές φορές με το αποτέλεσμα της δουλειάς του, δημιουργώντας κάποια πολύ δυνατά κομμάτια. Εξακολουθεί πάντως να μην έχει αναγνωρισθεί όσο αξίζει».
Η μαρτυρία του Στέλιου Λογοθέτη, ηχολήπτη του Άσιμου
«Τον Νικόλα τον γνώρισα τυχαία τέλη δεκαετίας '70 όταν ένα φιλαράκι του σιναφιού μού μήνυσε πως ψάχνει ηχολήπτη. Τον είχα ήδη ακουστά, δεν είχα όμως καμία σχέση με το δικό του περιβάλλον. Δεν ήμουν καν επαγγελματίας ηχολήπτης, απλώς γούσταρα τη φάση.
«Δεν έχω μέσα να το παλέψω» του λέω μόλις συναντηθήκαμε. «Δεν χρειαζόμαστε πολλά μωρέ, δυο κασετούλες θα βγάλουμε να τις πουλάμε στον δρόμο» απάντησε.
Αμφότεροι άφραγκοι, ψάξαμε στην αγορά, δανειστήκαμε και καταφέραμε να αποκτήσουμε ένα μικρόφωνο, ένα μιξεράκι κι ένα απλό μαγνητόφωνο.
Τον καλώ στο σπίτι που έμενα τότε, στη Στενημάχου στα Σεπόλια, ένα δωματιάκι 3x3 με μια καρέκλα μόνο. Μου 'ρχεται με άλλους δύο «ρέμπελους» μουσικούς και τα όργανά τους. Ήμασταν σχεδόν οι μισοί απ' έξω.
Δεν είχα συνηθίσει να συναναστρέφομαι τέτοιο κόσμο ούτε να λειτουργώ σ΄αυτές τις συνθήκες, μ' έπιασε απελπισία με όλο αυτό το πανηγυριώτικο πράμα που είχαμε στήσει και που εκείνος βέβαια έβρισκε εντελώς νορμάλ.
Έτσι κάπως ξεκίνησε η ηχογράφηση της πρώτης κασέτας. Κάναμε μαζί άλλες πέντε, στις ίδιες πάνω-κάτω συνθήκες. Παρότι διαφέραμε πολύ σαν άνθρωποι γίναμε στην πορεία «κατ' ανάγκην» κολλητοί. Μας δέσανε βλέπεις αυτά που κάναμε μαζί.
Υπήρξα από τους λίγους τόσο κοντινούς ενός ανθρώπου που δεν έκανε εύκολα «χαΐρι» ούτε με τ' άντερά του, έφτασα μάλιστα να τον υπερασπίζομαι δημόσια ακόμα κι όταν έβλεπα ότι δεν είχε δίκιο!
Δεν ήταν όμως μόνο οι μουσικές ηχογραφήσεις. Μ' έβαζε επίσης με το ζόρι σχεδόν να μαγνητοφωνώ συνελεύσεις που γίνονταν πριν από events ή τις συναυλίες του εν είδει πρακτικών.
Εκεί να δεις χάος. Άλλοτε μίλαγε ασταμάτητα, άλλοτε «σκοτωνόταν» με συνομιλητές του, άλλοτε πάλι ενώ είχανε με τα πολλά καταλήξει κάπου, σηκωνόταν εκείνος επάνω και τα 'κανε όλα μπάχαλο!
Μιλάμε για καταστάσεις απερίγραπτες όσο και σπαρταριστές... δυστυχώς δεν έχω πια εκείνες τις ηχογραφήσεις, άσχετα όμως με αυτά ο Νικόλας παραμένει για μένα σημείο αναφοράς. Κρίμα που μας άφησε τόσο νωρίς».
Info
Ελάτε μαζί μας μια βόλτα
3-15/5
Ρομάντσο, Αναξαγόρα 3-5 Ομόνοια, τηλ. 216700325.
Δείτε αναλυτικά το πρόγραμμα εδώ
σχόλια