Η κόρη του Μαρκ Τουέιν, Jean Clemens, πέρασε ένα χρόνο σε ένα σανατόριο. Τους πρώτους μήνες απαγορευόταν κάθε επαφή με φίλους και οικογένεια, και οι μόνοι άνθρωποι που έβλεπε ήταν ο γιατρός και μια νοσοκόμα. Είχε όμως καταφέρει να έχει για παρέα μια μικρή μαύρη γάτα, την οποία είχε βάλει κρυφά στο δωμάτιό της, γιατί τα ζώα απαγορευόταν. Η γάτα λεγόταν Bambino και έμεινε μαζί με τη Jean μέχρι που την ανακάλυψαν: ο Bambino ξεγλίστρησε και μπήκε στο δωμάτιο ενός άλλου ασθενή, ο οποίος μισούσε τις γάτες.
Η Jean αναγκάστηκε να αποχωριστεί τον Bambino και τον έστειλε στον πατέρα της, ξέροντας ότι θα αγαπηθούν, όπως και έγινε. Σε ένα γράμμα του της έγραψε ότι «ο Bambino είναι πολύ στενοχωρημένος και δεν τρώει, επειδή είναι μακριά σου», για να διορθώσει την αρχική παρατήρηση αργότερα γράφοντας «αποκαλύφθηκε ότι ο λόγος που η γάτα σου αρνείται το γάλα και το κρέας είναι ότι σε ιδιωτικές στιγμές πιάνει ποντίκια».
Μια μέρα όμως, ο Bambino εξαφανίστηκε, και ο Μαρκ Τουέιν έβαλε μια αγγελία στην εφημερίδα New York American, προσφέροντας αμοιβή 5 δολάρια με την εξής περιγραφή:
«Μεγαλόσωμος και εκπληκτικά μαύρος – παχιά, βελούδινη γούνα – έχει μια αμυδρή τούφα άσπρου στο στήθος του – δεν είναι εύκολο να τον δει κανείς σε συνηθισμένο φως».
Λέγεται ότι τις επόμενες μέρες το σπίτι του πλημμύρισε από ανθρώπους που του έφεραν γάτες όλων των ειδών, προσπαθώντας να τον παρηγορήσουν. Ο Bambino επέστρεψε, (λέγεται επίσης ότι τον βρήκε η γραμματέας του και τον έφερε πίσω) αλλά αυτό που έμεινε στον Μαρκ Τουέιν είναι η μεγάλη αγάπη του κόσμου, που δεν ήθελε να τον βλέπει στενοχωρημένο. «Ο άνθρωπος που αγαπάει τις γάτες είναι φίλος και συνοδοιπόρος μου, χωρίς άλλες συστάσεις».
σχόλια