Οι νεώσοικοι της Ζέας
Ο Λιμένας Ζέας, το γνωστό σε όλους μας Πασαλιμάνι, είναι ο δεύτερος σε μέγεθος λιμένας του Πειραιά. Κατά την αρχαιότητα ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις λιμένες της Αθήνας (Ζέας, Μουνιχίας και Κανθάρου) αλλά και του ελλαδικού χώρου γενικότερα, αφού περιλάμβανε περισσότερους νεώσοικους από τους άλλους δύο (αναφέρονται 196).
Δεν είναι ευρέως γνωστό ότι το αρχικό επίνειο της Αθήνας δεν ήταν ο Πειραιάς αλλά το Παλαιό Φάληρο. Ο κλασικός Πειραιάς είναι κατεξοχήν δημιούργημα του Θεμιστοκλή, ο οποίος, χάρη στο διορατικό του πνεύμα και στην ισχυρή του βούληση, κατάφερε να ξεπεράσει τον αγροτικό συντηρητισμό των Αθηναίων και να κάνει την Αθήνα ναυτική υπερδύναμη. Ο ρόλος και οι επιτυχίες του στόλου κατά τα Μηδικά τον δικαίωσαν και ο Πειραιάς, με τα λιμάνια και τις οχυρώσεις του, έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της Αθηναϊκης Δημοκρατίας. Και οι νεώσοικοι κατέχουν πρωταρχική θέση, καθώς ήταν τα αρχαιότερα δημόσια κτίρια.
Οι νεώσοικοι της Ζέας, τα κατάλοιπα των οποίων διατηρούνται καλύτερα, ήταν μακρόστενα οικοδομήματα, κτισμένα σε επικλινές έδαφος, παράλληλα και πυκνά σε όλο το μήκος της παραλίας, με στέγη από κεραμίδια και εσωτερικές κατά μήκος κιονοστοιχίες. Στο εσωτερικό υπήρχε ξύλινη εσχάρα στρωμένη με κάποιο λιπαντικό, συνήθως λίπος, ώστε να κυλάει ευκολότερα η τριήρης και να μπαίνει στον νεώσοικο, όπου «ξεχειμώνιαζε».
Στη Ζέα βρίσκονται σε δύο χώρους, στο υπόγειο πολυκατοικίας, στη γωνία της Ακτής Μουτσοπούλου με την οδό Σηραγγείου 1-3, και σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο κάτω από το προαύλιο του παρακείμενου σχολείου.
Ο ναός που αντικρίζουμε σήμερα οικοδομήθηκε στα χρόνια του Περικλή και παρουσιάζει αρκετές αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες, όπως η παράλειψη της κιονοστοιχίας στο εσωτερικό του. Σημαντικές ιδιαιτερότητες παρουσιάζει και ο γλυπτός διάκοσμος. Δυστυχώς, το όνομα του αρχιτέκτονα που τον σχεδίασε παραμένει άγνωστο.
Ο Ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο
Το Σούνιο είναι ένα βραχώδες ακρωτήριο στο νοτιότερο σημείο της Αττικής. Σούνιον ονομάστηκε και ο αρχαίος δήμος, όπως μαρτυρούν ποικίλες αρχαίες επιγραφές. Από τον 17ο αιώνα ο χώρος είναι γνωστός και ως Capo Colonne (Καβοκολόνες), από τους κίονες που στέκονται όρθιοι μέχρι και σήμερα.
Πρώτος αναφέρεται στο Σούνιο ο Όμηρος, περιγράφοντάς το ως το «ιερό ακρωτήριο των Αθηναίων». Η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή μαρτυρείται όμως ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους. Σήμερα, το Σούνιο μάς είναι κυρίως γνωστό για τον Ναό του Ποσειδώνα. Η ιερότητα του χώρου, όμως, ανάγεται σε πολύ προγενέστερη εποχή. Φαίνεται ότι ήδη από τον 8ο αι. π.Χ. ο βράχος που δέσποζε στην εσχατιά της Αττικής είχε αφιερωθεί στη λατρεία του θεού της θαλασσας. Τον 5ο αι. π.Χ. άρχισε η οικοδόμηση ενός δωρικού ναού, που καταστράφηκε όμως από τους Πέρσες πριν ολοκληρωθεί.
Ο ναός που αντικρίζουμε σήμερα οικοδομήθηκε στα χρόνια του Περικλή και παρουσιάζει αρκετές αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες, όπως η παράλειψη της κιονοστοιχίας στο εσωτερικό του. Σημαντικές ιδιαιτερότητες παρουσιάζει και ο γλυπτός διάκοσμος. Δυστυχώς, το όνομα του αρχιτέκτονα που τον σχεδίασε παραμένει άγνωστο.
Στα νεότερα χρόνια, το Σούνιο ήταν δημοφιλής προορισμός για περιηγητές, πολλοί από τους οποίους χάραξαν τα ονόματά τους πάνω στα ερείπιά του. Η πιο διάσημη υπογραφή είναι αυτή του Τζορτζ Γκόρντον, 6ου λόρδου του Μπάιρον, γνωστού σ' εμάς ως λόρδου Βύρωνα. Μολις 65 χλμ. από το κέντρο της Αθήνας, το Σούνιο είναι ο ιδανικός προορισμός για αρχαιολογική αλλά και φυσιολατρική περιήγηση. Αξέχαστο θα σας μείνει το ηλιοβασίλεμά του.
Ο Ναός του Απόλλωνα Ζωστήρα
Ο ναός αποκαλύφθηκε το 1924, όταν παιδιά από το Ορφανοτροφείο της Βουλιαγμένης, παίζοντας στην άμμο, εντόπισαν μαρμάρινα βάθρα, τμήματα κιόνων και επιγραφών στην περιοχή, η οποία σήμερα είναι γνωστή ως Ακτή του Αστέρα Βουλιαγμένης. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι αυτή ήταν η θέση του πιο σημαντικού ιερού του δήμου των Αιξωνίδων Αλών, από τη λέξη «Αλαί», η οποία αναφερόταν στις παραθαλάσσιες περιοχές, όπου υπήρχαν φυσικές αλυκές, σε αντιδιαστολή με τις τεχνητές δεξαμενές συλλογής άλατος. Ο αρχαίος δήμος των Αλών Αιξωνίδων περιλάμβανε τις περιοχές στις οποίες σήμερα βρίσκονται οι σύγχρονοι δήμοι της Βούλας και της Βουλιαγμένης.
Με την ανασκαφή του 1926-1927 αποκαλύφθηκε ο ναός που ήταν ήδη γνωστός από τις αρχαίες πηγές. Ο Παυσανίας, μάλιστα, ερμήνευσε με γλαφυρό τρόπο το προσωνύμιο «Ζωστήρ»: σύμφωνα με τον μύθο, στο σημείο αυτό η Λητώ, κυνηγημένη από την εξαγριωμένη Ήρα και θεωρώντας ότι είχε φτάσει η ώρα να γεννήσει τους δίδυμους θεούς, παιδιά του Δία, έλυσε τη ζώνη της.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον ανασκαφέα Κ. Κουρουνιώτη, το ορθό επίθετο του Απόλλωνα είναι «Ζωστήριος» και όχι «Ζωστήρ», επομένως η ονομασία αναφερόταν στην πολεμική ιδιότητα του θεού: είναι ο Απόλλωνας ο ζωσμένος με την πολεμική του εξάρτυση. Σε κάθε περιπτωση, ο ναός είχε εμβέλεια σε όλη την αρχαία Αττική αλλά και απευθείας επικοινωνία με το μεγάλο ιερό της Δήλου με την τέλεση των Ζωστηρίων, της ετήσιας γιορτής των Αλαιέων, κατά την οποία η Αττική ανανέωνε τα δικαιώματά της επί της ιεράς νήσου της Δήλου.
Κατασκευασμένος από πωρόλιθο τον 6ο αι. π.Χ., ο ναός έχει έναν ορθογώνιο σηκό. Το δάπεδό του είναι στρωμένο με μεγάλες ορθογώνιες πλάκες, άριστα επεξεργασμένες και προσαρμοσμένες μεταξύ τους. Διαθέτει άδυτο, δηλαδή ένα προφυλαγμένο δωμάτιο στην πίσω πλευρά του, το οποίο χρησίμευε για τη φύλαξη χρημάτων και πολύτιμων αναθημάτων. Πολύ αργότερα προστέθηκαν κίονες εξωτερικά του ναού, δημιουργώντας περίσταση, η οποία συγκρατούσε ξύλινο υπόστεγο για την προφύλαξη των προσκυνητών.
Στο εσωτερικό του ναού υπάρχουν ακόμη τα βάθρα για τα τρία αγάλματα των θεών που λατρεύονταν εκεί, της Λητώς και των δύο παιδιών της, αλλά και ένας μαρμάρινος θρόνος, πιθανότατα για τον ιερέα. Πρόκειται για ένα μάλλον άγνωστο μνημείο, που μόλις το 2016, με απόφαση του ΚΑΣ, απέκτησε ανεξάρτητη είσοδο από δημόσιο δρόμο, αποκομμένη από τις λουτρικές εγκαταστάσεις της πολυτελούς ξενοδοχειακής μονάδας.
Ηετιώνεια Πύλη
Η χερσόνησος που έκλεινε από τα δυτικά το εμπορικό λιμάνι του αρχαίου Πειραιά οφείλει το όνομά της στον μυθικό ήρωα Ηετίωνα που, σύμφωνα με την παράδοση, την κατοίκησε πρώτος. Εδώ σώζονται σημαντικά κατάλοιπα της αρχαίας οχύρωσης που σκοπό είχε να προστατεύει το λιμάνι από τις επιθέσεις από ξηράς.
Η Ηετιώνεια Πύλη είναι ο μεγαλύτερος αρχαιολογικός χώρος της πειραϊκής ακτής, με έκταση περίπου 20 στρέμματα. Η σημασία της είναι διττή, γιατί αφενός ήταν ο προμαχώνας του λιμανιού και μία από τις δύο εισόδους του τειχισμένου Πειραιά (η δεύτερη ήταν οι Αστικές Πύλες) και αφετέρου διασώζει σημαντικές πληροφορίες για την οχυρωματική αρχιτεκτονική, όπως αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε κατά την κλασική περίοδο. Στα τείχη και στους πύργους διαβάζονται τα χνάρια διαφορετικών χρονολογικών περιόδων, από την αρχική οικοδομική φάση του 5ου αι., που ανάγεται στον Θεμιστοκλή, μέχρι το τέλος του 3ου αι. π.Χ.
Στην τελευταία αυτή φάση χρονολογούνται οι κυκλικοί πύργοι της Ηετιώνειας Πύλης. Στο εσωτερικό τους σώζονται οι πρωιμότεροι ορθογώνιοι πύργοι που χτίστηκαν επί Κόνωνος (394 π.Χ.). Έφερε δίφυλλη θύρα πλάτους 3,70 μ., ανάμεσα σε δύο πύργους διαμέτρου περίπου 10 μ. Το μέτωπο της πύλης προστατευόταν από προτείχισμα και από μια μεγάλη σκαμμένη τάφρο μήκους 100 μ., όπου και υπήρχε ξύλινη κινητή γέφυρα που στηριζόταν σε κτιστούς πεσσούς.
Το Θέατρο της Ζέας
Το αρχαίο θέατρο της Ζέας βρίσκεται σε άμεση επαφή με το κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Πειραιά και είναι μαλλον εγκλωβισμένο από σύγχρονες οικοδομές. Το μνημείο διαθέτει την τριμερή χαρακτηριστική οργάνωση ενός ελληνιστικού θεάτρου, δηλαδή κοίλο, ορχήστρα και σκηνικό οικοδόμημα. Σύμφωνα με την ενεπίγραφη στήλη που έχει βρεθεί πίσω από το τελωνείο του Πειραιά, η χρονολόγηση του θεάτρου τοποθετείται κατά τον 2ο αι. π.Χ.
Το κοίλον του ήταν εν μέρει θεμελιωμένο στον φυσικό βράχο, τον γνωστό υποκίτρινο ακτίτη λίθο, ο οποίος δυστυχώς είναι αρκετά εύθρυπτος, γι' αυτό υπάρχουν πολλές φθορές σήμερα, λόγω των καιρικών συνθηκών και του θαλασσινού περιβάλλοντος δίπλα στο οποίο βρίσκεται. Στο ανώτερο τμήμα του, όπου δεν υπήρχε ο φυσικός βράχος, τα εδώλια του κοίλου εδράζονταν σε τεχνητή λίθινη θεμελίωση, η οποία καλυπτόταν με χώμα. Δημιουργούνταν, δηλαδή, ένα είδος τεχνητής επίχωσης για τη θεμελίωση του ανώτερου τμήματος του κοίλου. Σύμφωνα με τα στοιχεία, το πρότυπο για την κατασκευή του ήταν το μεγάλο Θέατρο του Διονύσου κάτω από την Ακρόπολη της Αθήνας, όπως και για πολλά σύγχρονά του.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια