Το 1934, όταν οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι έσκαβαν στο κέντρο της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, εντόπισαν ένα πηγάδι που είχε χρησιμοποιηθεί τον 9ο αι. π.Χ., πολύ πριν αναδειχθεί ο χώρος σε επίσημο διοικητικό κέντρο της αρχαίας πόλης την Κλασική Περίοδο, όταν δηλαδή στην περιοχή υπήρχαν σπίτια, τα αγγειοπλαστεία του Κεραμεικού και γύρω νεκροταφεία.
Το πηγάδι χρησιμοποιήθηκε για άντληση νερού μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα την Πρώιμη Γεωμετρική Εποχή, σύντομα όμως εγκαταλείφθηκε και γέμισε απορρίμματα, εκεί γύρω στο 850 π.Χ. Μεταξύ των απορριμμάτων που έριξαν εκεί οι Αθηναίοι ήταν κι ένα μυστηριώδες οστέινο αντικείμενο με μια μεγάλη, τετράπλευρη διαμπερή οπή που φαίνεται ότι προερχόταν από την ωμοπλάτη ενός μεγάλου βοοειδούς.
Αυτό το οστέινο αντικείμενο είναι ένα από τα λιγότερο γνωστά ευρήματα της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, αλλά συγχρόνως ένα από τα πιο εντυπωσιακά.
Η ανάλυση του ίδιου του αντικειμένου και του αρχαιολογικού του περιβάλλοντος οδήγησε τους δύο μελετητές στην ανασύσταση της συναρπαστικής του ιστορίας και στην κατάρριψη της λανθασμένης εντύπωσης που επικρατεί ότι οι μεγάλες φάλαινες –οι γαλάζιες, οι πτεροφάλαινες και οι φυσητήρες– είναι σπάνιες στα νερά της Μεσογείου.
Για χρόνια το αντικείμενο έμενε στην αφάνεια των αποθηκών, μέχρι που το αναζήτησαν σε μια βιτρίνα του ορόφου της Στοάς του Αττάλου, πάνω από το Μουσείο Αρχαίας Αγοράς, ο καθηγητής John Papadopoulos και η δρ. Deborah Ruscillo. Εκείνοι αντιλήφθηκαν την ιδιαιτερότητα του ευρήματος και κατάφεραν, μέσα από την υποδειγματική, ενδελεχή μελέτη τους, να λύσουν αυτό το αρχαιολογικό μυστήριο.
Το οστέινο αντικείμενο προερχόταν από τη δεξιά ωμοπλάτη μιας πτεροφάλαινας (Balaenoptera physalus), που αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο θηλαστικό στον πλανήτη, μετά τη γαλάζια φάλαινα, και το μεγαλύτερο της Μεσογείου. Η ανάλυση του ίδιου του αντικειμένου και του αρχαιολογικού του περιβάλλοντος οδήγησε τους δύο μελετητές στην ανασύσταση της συναρπαστικής του ιστορίας και στην κατάρριψη της λανθασμένης εντύπωσης που επικρατεί ότι οι μεγάλες φάλαινες –οι γαλάζιες, οι πτεροφάλαινες και οι φυσητήρες– είναι σπάνιες στα νερά της Μεσογείου.
Το αρχαιολογικό περιβάλλον του αντικειμένου, δηλαδή το στρώμα των απορριμμάτων μετά την αχρήστευση του πηγαδιού, αποκάλυψε ότι εκεί είχαν ριφθεί φθαρμένα κεραμικά, κατάλοιπα από τη διάνοιξη πρωιμότερων τάφων και αρκετά οστά. Η μελέτη των οστών έδειξε ότι προέρχονταν από σκύλους, βοοειδή και ιπποειδή, και ότι τα τμήματα των ζώων που είχαν απορριφθεί ήταν όλα από τα άκρα τους και όχι από τον κορμό. Εν ολίγοις, τα οστά αυτά δεν μπορεί να ήταν κατάλοιπα γευμάτων αλλά μάλλον τα απορρίμματα κατά το γδάρσιμο των ζώων. Το γεγονός ότι δεν έφεραν έντονα ίχνη από το εργαλείο κοπής υποδηλώνει ότι τα μεταχειρίστηκε ένας έμπειρος εκδοροσφαγέας, προφανώς με στόχο να χρησιμοποιήσει το δέρμα τους. Η δραστηριότητα αυτή είχε πιθανότατα σχέση και με το κόκαλο της φάλαινας.
Η ωμοπλάτη της φάλαινας της Αρχαίας Αγοράς δεν σώζεται ολόκληρη αλλά μικρό μόνο τμήμα της, περίπου 20% του συνόλου. Το ακέραιο οστό έχει περίπου τριγωνικό σχήμα (ή, πιο σωστά, ριπιδιόσχημο) και αρκετά λεπτή επιφάνεια, και το κομμάτι που σώθηκε στην Αγορά προέρχεται από το παχύτερο γωνιακό άκρο. Οι σωζόμενες διαστάσεις του κομματιού είναι περίπου 12x22 εκατοστά με πάχος 1,5 εκατοστό, και από αυτές υπολογίζεται ότι οι αρχικές διαστάσεις του οστού θα ήταν 60x35 εκατοστά.
Στη μία όψη του αντικειμένου υπήρχαν πολλές λεπτές ακανόνιστες εγχαράξεις από τη χρήση ενός λεπτού, αλλά αιχμηρού εργαλείου, προφανώς επειδή αυτή χρησιμοποιήθηκε ως επιφάνεια κοπής. Είναι, δε, πιθανότερο ότι η ωμοπλάτη θα χρησιμοποιήθηκε ως επιφάνεια για την κατεργασία δερμάτων μάλλον παρά για κάποια άλλη, βαρύτερη χρήση. Το οστό ήταν πολύ λεπτό για να αντέξει τα χτυπήματα των μαχαιριών και του μπαλτά που κόβουν κρέας και κόκαλα, αλλά θα ήταν ιδανικό για λεπτότερη εργασία με αιχμηρά εργαλεία, αφού, λόγω της σύστασής του, δεν τα τραυματίζει, όπως ο λίθος, και δεν σχίζεται, όπως το ξύλο.
Η τετράπλευρη οπή που είχε προσεκτικά διανοιχθεί στο ένα άκρο χρησίμευε για τη στερέωση ενός ξύλινου ποδιού και, τρίγωνη καθώς ήταν η ωμοπλάτη, θα είχε άλλα δύο πόδια, προκειμένου να μετατραπεί σε ένα μικρό τριποδικό τραπέζι.
Εκτός της Αθήνας, ελάχιστα οστά φαλαινών έχουν βρεθεί σε αρχαιολογικές θέσεις στον ελλαδικό χώρο: στον νεολιθικό οικισμό του Σάλιαγκου (νησίδα μεταξύ Πάρου και Αντίπαρου), στο μινωικό ανάκτορο της Φαιστού και στην Τορώνη. Αλλά πουθενά, σε κανέναν πολιτισμό της αρχαίας Μεσογείου, δεν απαντά παρόμοια χρήση της ωμοπλάτης της φάλαινας, ώστε η ευφυής, πρωτοποριακή και πρακτική ιδέα ενός Αθηναίου του 9ου αι. π.Χ. φαίνεται ότι δεν είχε ιστορικό προηγούμενο ή επόμενο στην περιοχή. Η μόνη γνωστή περίπτωση ανάλογης χρήσης της ωμοπλάτης για κατεργασία δέρματος απαντά σε έναν οικισμό αυτόχθονων Ινδιάνων της δυτικής ακτής του Καναδά πολλούς αιώνες αργότερα.
Ίσως, όμως, περισσότερο από το γιατί και το πώς χρησιμοποιήθηκε το οστό της φάλαινας, το πιο καίριο ερώτημα σε αυτό το αρχαιολογικό μυστήριο να είναι άλλο: Πώς κατέληξε το κόκαλο της φάλαινας στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας; Την απάντηση δίνει το ίδιο το οστό.
Η μελέτη κατέδειξε ότι προέρχεται από μία πτεροφάλαινα (Balaenoptera physalus), ένα είδος που ξεπερνά τα 20 μ. μήκος και τους 80 τόνους βάρος, και φαίνεται να ζει περί τα 85-90 χρόνια. Η πτεροφάλαινα ονομάζεται έτσι από το πτερύγιο που έχει στη ράχη της, κοντά στην ουρά, και έχει το ενδιαφέρον χαρακτηριστικό ότι το δεξιό τμήμα της κάτω γνάθου της είναι λευκωπό. Κινείται κατεξοχήν σε βαθιά νερά και γι' αυτό συχνάζει κυρίως στη δυτική λεκάνη της Μεσογείου. Η συμπεριφορά της είχε παρατηρηθεί ήδη από τον 19ο αιώνα και ο Χέρμαν Μέλβιλ γράφει χαρακτηριστικά πως «δεν ζει κοπαδιαστά. Φαίνεται πως μισεί τις φάλαινες, όπως μισούν μερικοί τους ανθρώπους. Είναι πολύ φοβιτσιάρικο, πάει πάντα μόνο του˙ στην επιφάνεια ανεβαίνει ξαφνικά, στα πιο μακρινά και μουντά νερά ο αψηλός, κάθετος και μονός πίδακάς του υψώνεται σαν ένα ψηλό, μισάνθρωπο δόρυ, στημένο σε μια χέρσα έκταση· είναι προικισμένο να κολυμπάει με απίστευτη δύναμη και ταχύτητα, ώστε να ξεφεύγει από κάθε άμεση ανθρώπινη καταδίωξη˙ αυτός ο λεβιάθαν φαίνεται να είναι ο εξόριστος και ακατανίκητος Κάιν της φυλής του, έχοντας σαν σημάδι του αυτόν το γνώμονα πάνω στη ράχη του» (Μόμπι Ντικ ή η φάλαινα, κεφ. ΧΧΧΙΙ).
Το οστό της Αθήνας προέρχεται από μια νεαρή πτεροφάλαινα, ηλικίας δύο ή τριών ετών, που τη στιγμή του θανάτου της θα είχε 10-12 μ. μήκος. Η επιφανειακή φθορά του οστού έδειχνε ότι αυτό είχε εκτεθεί στη θάλασσα και στον άνεμο για κάποιο διάστημα πριν περισυλλεχθεί και μεταφερθεί στην πόλη. Είναι γνωστό ότι οι νεαρές πτεροφάλαινες πρέπει να διατηρήσουν στενή σχέση με τη μητέρα τους ως τα τρία ή τέσσερα χρόνια τους προκειμένου να επιβιώσουν, διαφορετικά γίνονται έρμαια των φυσικών τους εχθρών ή λιμοκτονούν. Φαίνεται ότι αυτή ήταν η θλιβερή μοίρα αυτής της μικρής φάλαινας, που είτε πέθανε στη θάλασσα και παρασύρθηκε στην ακτή είτε παγιδεύτηκε σε ρηχά νερά κι εξόκειλε. Τα κύματα και ο κακός καιρός μπορούν, εν τέλει, να διαλύσουν το νεκρό σώμα του κήτους, ώστε τμήματά του να καταλήξουν σε διαφορετικές ακτές. Έτσι, δεν μπορούμε να μάθουμε με βεβαιότητα σε ποια ακτή περισυλλέχθηκε το οστό της μικρής φάλαινας, δεν αποκλείεται όμως κάποια ακτή του Σαρωνικού, αφού και σήμερα τον επισκέπτονται τέτοιες φάλαινες. Αυτό, ωστόσο, που με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε είναι ότι οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και όλοι οι μεσογειακοί λαοί, αντιμετώπιζαν τις φάλαινες με δέος παρόμοιο με το δικό μας σήμερα. Οι φάλαινες παραμένουν, άλλωστε, ίσως οι πιο άγνωστοι κάτοικοι της Μεσογείου, καθώς ακόμα και πρόσφατες ωκεανογραφικές μελέτες δεν έχουν καταφέρει να καταγράψουν με ακρίβεια ούτε τον ακριβή πληθυσμό τους ούτε άλλα χαρακτηριστικά τους, όπως π.χ. το αναπαραγωγικό τους σύστημα.
Δικαιολογημένα, λοιπόν, οι φάλαινες τροφοδότησαν αφειδώς τη φαντασία και την εικονογραφία της αρχαίας τέχνης. Καθώς πολύ σπάνια μπορούσαν οι άνθρωποι να δουν το ίδιο το κήτος, αυτό απέκτησε ιδιότητες υπερφυσικές, ενδύθηκε τον ρόλο του θαλάσσιου τέρατος κι έτσι, από το κήτος που νικάει ο Περσέας προκειμένου να γλιτώσει την Ανδρομέδα έως το κήτος που κατάπιε τον Ιωνά, η αρχαία γραμματεία διασώζει ένα πλήθος μύθων και θαυμάσιων ιστοριών όπου πρωταγωνιστούν φάλαινες. Αντίστοιχα, η τέχνη εικονογράφησε τις αφηγήσεις αυτές, παρουσιάζοντας συνήθως τις φάλαινες ως υπερμεγέθη ψάρια που καταδιώκουν τους ανθρώπους ή ως μιξογενή όντα με φανταστικά χαρακτηριστικά. Οι φάλαινες αποδίδονται με μεγάλα μάτια, τεράστια χαίνοντα στόματα, ενίοτε με κοφτερά δόντια, πτερύγια και φιδόσχημο σώμα.
Αν κρίνουμε από την αρχαία ελληνική γραμματεία, συχνή πρέπει να ήταν η εμφάνιση φαλαινών στο πέλαγος γύρω από τη χερσόνησο του Άθω και στον Λακωνικό Κόλπο, ανάμεσα στο ακρωτήριο Μαλέα και στο Ταίναρο, αφού και ο Όμηρος αποκαλεί την Λακεδαίμονα «κητώεσσαν» (Ιλ. 2.581, Οδ. 4.1). Στα βαθιά νερά του Βορείου Αιγαίου ως και τον Εύξεινο Πόντο σύχναζε, μάλιστα, και μια μάλλον επίμονη και, πολύ πριν από τον Μόμπι Ντικ, επώνυμη φάλαινα, ο Πορφυρίων. Ο Βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος (Υπέρ των πολέμων VII.29) μαρτυρεί τον 6ο αι. μ.Χ. τη δράση του ενοχλητικού Πορφυρίωνα που βασάνιζε την Κωνσταντινούπολη και τις γύρω παράκτιες πόλεις για 50 συναπτά έτη, καταστρέφοντας διερχόμενα πλοία, παρά τις προσπάθειες του Ιουστινιανού να τον εξολοθρεύσει. Τελικώς, ο ίδιος πλησίασε πολύ τις ακτές, ενώ κυνηγούσε ένα κοπάδι δελφίνια, εξόκειλε στην ιλύ των εκβολών του Σαγγάριου και οι κάτοικοι της περιοχής τον έσυραν στην ακτή και τον σκότωσαν. H επιθετική του συμπεριφορά δείχνει ότι είχε μάλλον δίκιο ο Χέρμαν Μέλβιλ (Μόμπι Ντικ ή η φάλαινα, κεφ. XLV) που θεωρούσε ότι ο Πορφυρίωνας πρέπει να ήταν ένας αρσενικός φυσητήρας (όπως και ο Μόμπι Ντικ) και είχε πιθανότατα πάρει το όνομά του από το σκούρο φαιοκάστανο χρώμα αυτού του είδους.
Γυρνώντας πίσω στην Αθήνα, αναρωτιέται κανείς ποια εντύπωση έκανε στους κατοίκους της πόλης το οστό της νεαρής φάλαινας. Μπορεί να κυκλοφορούσαν γι' αυτό θαυμάσιες ιστορίες ή μπορεί η χρήση του ως εργαλείου να το κατέστησε οικείο και να αφαίρεσε κάτι από την εξωτική του σπανιότητα. Μπορεί, πάλι, ακριβώς αυτή η ιδιότυπη φύση του να του προσέδιδε υπερφυσικές ιδιότητες και ανάλογο κύρος στον τεχνίτη που το μεταχειριζόταν. Αυτή, ωστόσο, είναι μια ιστορία που μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ. Ήδη πολλά αποκάλυψε ένα τόσο μικρό κι αποσπασματικό εύρημα.
Πηγές
Papadopoulos K. John, Ruscillo Deborah, A Ketos in Early Athens: An archaeology of whales and sea monsters in the greek world, «American Journal of Archaeology», 106, 2002, p. 187-227 / Alexander L. Jaffe, Sea monsters in Antiquity: A classical and zoological investigation, «Berkeley Undergraduate Journal of Classics», 1 (2), 2013, p. 1-12 / Giuseppe Notarbartolo-di-Sciara, Margherita Zanardelli, Maddalena Jahoda, Simone Panigada, Sabina Airoldi, The fin whale Balaenoptera physalus (L. 1758) in the Mediterranean Sea, «Mammal Review», 33.2, 2003, p. 105-150 / Χέρμαν Μέλβιλ, Μόμπι Ντικ ή η φάλαινα, μτφρ. Α.Κ. Χριστοδούλου, Gutenberg, Αθήνα, 1991
______________
* Η Βασιλική Πλιάτσικα είναι Δρ. Αρχαιολογίας, Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ΥΠΠΟΑ. Το άρθρο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2014 στο τεύχος Η Ιστορία μιας Πόλης - Μέρος Β'
σχόλια