Σ' ένα από τα τελευταία δοκίμιά του, αφιερωμένο στον Σίλλερ, σταματάει ο Τόμας Μάν στις πηγές της έμπνευσης του Γουλιέλμου Τέλλου, του απλού αυτού και μεγάλου έργου του ποιητή. Ενώ θα περίμενε κανείς να ταξιδέψει πρώτα στην Ελβετία, πράγμα που ούτε τότε ήταν δύσκολο, περιορίστηκε να συμβουλευθή μερικά γεωγραφικά και ιστορικά έργα. «Δεν ήθελε τίποτα να ιδή, ούτε τα είχε ανάγκη∙ το ποίημα του είναι μια ζωγραφιά της Ελβετίας, όπως υπάρχει και όπως ζη. Από τη διαίσθηση, από την εσωτερική θεώρηση υπάρχει και ζη η Ελβετία μέσα στο έργο με τη χώρα, με τους ανθρώπους, με τους καταράκτες των Άλπεων, με τις λίμνες, που άλλοτε γελούν φωτεινά, άλλοτε φουσκώνουν από νεότερους ανέμους».
Ό,τι δεν έδωσε, δεν θα μπορούσε, ίσως, να το δώσει η αυτοψία, το πέτυχε, όμως, η απόκρυφη εκείνη αίσθηση που διαθέτει η μεγαλοφυΐα, όταν την κινεί μια πολυκύμαντη ψυχή.
Ένα άλλο, ακόμη καταπληκτικότερο παράδειγμα οραματισμού, προσφέρει ο Υπερίων του Χέλντερλιν. Δεν χρειάστηκε να μετακινηθεί ο ονειροπαρμένος τούτος μανιακός της αρχαίας Ελλάδας για να δώσει τις περιγραφικές εικόνες φυσικού μεγαλείου και ανθρώπινων τύπων που θα συγκινήσουν βαθειά, αν κάποτε μεταφρασθή και στη γλώσσα μας το κοσμολόγητο τούτο βιβλίο.
Τα σχέδια των κλασσικών αγγείων έχουν εξαύλωση γραμμής που ανακαλεί τον Ingres, είναι δε απίστευτη η ακρίβεια στην απόδοση της τεχνοτροπίας. Τα χρωματιστά αντίγραφα, ιδίως των λευκών ληκύθων, πλησιάζουν την τρυφερότητα και τη μελωδία, που μόνο ο Κεφαλληνός και οι μαθητές του κατάφεραν πάλι, ύστερ' από μια εκατονταετία, να πλησιάσουν.
Οδηγημένος, κατά πρώτο λόγο, από την βαθειά αρχαιομάθειά του, περιορίστηκε ο γλυκός ποιητής του Τίμπινγκεν να συμβουλευτή ένα κυρίως σύγχρονο περιηγητικό έργο, τα Ταξίδια του Άγγλου Τσάντλερ. Παρορμήθηκε, όμως, και από τη συμπάθεια του για τον άτυχον αγώνα του 1770, που φανέρωσε τότε στην Ευρώπη την σύγχρονην ελληνική τραγωδία.
Δεν χρειάστηκε να ταξιδέψει ο Γκαίτε έως τη Σπάρτη ή έως τη Θεσσαλία, για να δώσει τη σκηνογραφία γνωστών σκηνών του Β′ Φάουστ, όπως ούτε ο Παλαμάς, εγνώρισε τους ελληνικούς τόπους, που τόσο ανάγλυφα τους εικονίζει στις αξέχαστες Πατρίδες του (Ασάλευτη ζωή).
Αυτά για τους μεγαλόφερτους ποιητές. Οι καλλιτέχνες, όμως, όσοι δουλεύουν στις εικαστικές τέχνες, αλλά και οι αρχαιολόγοι, υποχρεώνονται να γνωρίσουν έναν τόπο και με την όραση. (Άλλο είναι το ζήτημα, ότι, χωρίς την προπαρασκευή του πνεύματος, όσο ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μας πάνε χαμένα. Το βλέπουμε συχνά και σχεδόν κατά κανόνα ακριβώς στους πολυταξιδεμένους).
Σχετικά αργά τόλμησαν οι ξένοι ταξιδευτές και λόγιοι να κατεβούν έως την Ελλάδα, παρακινημένοι από τη δόξα της χώρας και από την ανάγκη να γνωρίσουν από κοντά τα απομεινάρια των αρχαίων μεγαλουργημάτων. Δεν κυκλοφόρησαν ποτέ στην Ελλάδα «Μιραμπίλια», σαν τα μεσαιωνικά εκείνα σχέδια των ερειπίων της Ρώμης που τόσο εζέσταιναν το πνεύμα των φιλαρχαίων του Βορρά. Αν και ονειρευόταν την Ελλάδα, μόνο από την Ιταλία εμπνέυστηκε αργότερα ο Κλώντ Λοραίν (τι θα ήταν, αν τα είχαμε, ελληνικά τοπία ζωγραφισμένα από το χέρι του!).
Παραμερίζοντας τους Βενετσάνους «κοσμογράφους» του 17ου αιώνα, που έδωσαν θεαματικές απόψεις από κάστρα, από πολιτείες, από πέλαγα, γοητευόμαστε μονιμώτερα από τις εικόνες των ελληνιών νησιών και ερειπίων στα βιβλία ταξιδευτών του 18ου αιώνα. Έχουν χρώμα και γραφικότητα, ποικιλία ανθρώπινων τύπων και απηχούν τη χαρούμενη διάθεση του ροκοκό.
Στο συναρπαστικό εκείνο μεγάλο έργο του Σουαζέλ Γκουφιέ, του τετραπέρατου πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη, το τοπίο παρασταίνεται πάντα με ανθρώπινες μορφές, με πλοία, με ζώα. Όταν δεν έχει τη συνοδεία τούτη είναι ήρεμο, χωρίς τη δραματικότητα του μοναχικού, χωρίς τη σιγή του υστερώτερου ηρωϊκού τοπίου.
Αλληθινή συμμετοχή στο μεγαλείο της φυσικής ομορφιάς αισθάνθηκαν πρώτοι –ας μη γελιόμαστε- οι ταξιδευτές επιστήμονες και καλλιτέχνες του ρομαντισμού. Είτε «αρέσει» είτε όχι στους αμύητους ο Ρότμαν, τα ελληνικά τοπία του μαρτυρούν δυνατά ψυχικά βιώματα. Δεν του χρειάστηκε να κινήσει ανθρώπους, όπως οι κυνηγοί του «πιτορέσκ» στον 18ον αιώνα. Τα βουνά, οι βράχοι, οι θάλασσες, τα αρχαία ερείπια, τα κάστρα του κλείνουν ένα βουβό μεγαλείο αιώνων. Είναι τα άψυχα αυτά, έντονα φωτοσκιασμένα, η έκφραση μιας ψυχικής ταραχής∙ κάποτε ένα ωχρό ή κόκκινο ηλιοβασίλεμα ρίχνει πάνω τους την ερημιά μιας κοσμογονίας.
Πολλοί άλλοι ταξιδευτές του ρομαντισμού άφησαν εικόνες ή σχέδια της Ελλάδας, ιδίως όσοι συνόδευσαν τον Όθωνα ή παρακινήθηκαν από τον ερχομό του. Σχέδια τους βρίσκονται ανέκδοτα, άλλα ευλαβικά καταταγμένα, στη «Γραφική Συλλογή» της Νέας Πινακοθήκης του Μονάχου, σχέδια όχι μόνον των ζωγράφων, αλλά και των αρχιτεκτόνων, όσοι εργάστηκαν εδώ: του μεγάλου Σίνκελ, του Γκαίρτνερ, του Κλέντσε. Αν και δεν έλειψαν μικρές σχετικές μελέτες, ένα σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας της ευρωπαϊκής ζωγραφικής «Ο ρομαντισμός και το ελληνικό τοπίο» μένει ακόμη άγραφο.
Πρόδρομος των ταξιδιωτών του ρομαντισμού, στάθηκε ένας ευγενής από τη Βαλτική, ο βαρώνος Στάκελμπεργκ (1786-1837). Οι αρχαιολόγοι συμβουλεύονται συχνά ή ξεφυλλίζουν κάθε τόσο για καθαρή απόλαυση το βιβλίο Τάφοι των Ελλήνων, το τελευταίο έργο του, που εκδόθηκε λίγο πρίν από τον πρόωρο θάνατο του. Τα σχέδια των κλασσικών αγγείων έχουν εξαύλωση γραμμής που ανακαλεί τον Ingres, είναι δε απίστευτη η ακρίβεια στην απόδοση της τεχνοτροπίας. Τα χρωματιστά αντίγραφα, ιδίως των λευκών ληκύθων, πλησιάζουν την τρυφερότητα και τη μελωδία, που μόνο ο Κεφαλληνός και οι μαθητές του κατάφεραν πάλι, ύστερ' από μια εκατονταετία, να πλησιάσουν.
Στο άλλο μνημειακό του έργο πραγματεύεται ο Στάκελμπεργκ το ναό του Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας. Στάθηκε και αυτός ένας από τους θερμόαιμους νέους του Βορρά, που ξεκίνησαν από την Ιταλία γεμάτοι από ελληνικά όνειρα και έφτασαν στη δουλωμένη χώρα. Όταν αντίκρυσαν ψηλά, στο αρκαδικό βουνό, τον αρχαίο ναό, ωργάνωσαν την ανασκαφή του. Όλα τα έξοχα γλυπτά της ζωφόρου που απέκτησε αργότερα το Βρετανικό Μουσείο, είδαν τότε το φως, η Ευρώπη εσάστισε και πάλι εμπρός στις ελληνικές μορφές, η χώρα, όμως, εστερήθηκε πρόωρα τα λευκά μάρμαρα που τα έκρυβε φιλόστοργα η γη τόσους αιώνες.
Εκτός από τον Στάκελμπεργκ και από τους ζωγράφους, που εσχεδίαζαν μόνοι τις ελληνικές αρχαιότητες ή τα τοπία, οι περισσότεροι ταξιδευτές, ιδιαίτερα όσοι έρχονταν με επίσημη εντολή, σε λίγες περιπτώσεις και ο Στάλκενμπεργκ, συνοδεύονταν από ζωγράφους. Όταν επέστρεφαν στις χώρες τους ανέθεταν σε έμπειρους χαράκτες τη μεταφορά των σχεδίων στο χαλκό, ώστε να γίνει δυνατή η τύπωση στα μεγαλοπρεπή βιβλία της εποχής.
Μιάν άλλη δυνατότητα πρόσφερε η νέα τεχνική που ασκήθηκε από το 1820 και έπειτα ιδιαίτερα στο Παρίσι και στο Μόναχο, η λιθογραφία. Πετύχαινε να κρατήσει απείραχτη την ευαισθησία της γραμμής του αρχικού σχεδίου, ενώ η χαρακτική του άλλαζε την έκφραση. Το 1827 κυκλοφόρησαν λιθογραφημένα τα σχέδια του Ντελακρουά στο Φάουστ του Γκαίτε.
Με τη νέα τούτη μέθοδο άρχισε να τυπώνεται στο Παρίσι το 1830 ένα βιβλίο με σχέδια του Στάκελμπεργκ από ελληνικούς τόπους. Τα πολτικά γεγονότα της Γαλλίας εμπόδισαν να συμπληρωθή το έργο και όσο μέρος του είδε το φως λησμονήθηκε γρήγορα. Πολλά από τα σχέδια αυτά φυλάγονται στο Κεντρικό Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο του Βερολίνου και παρώρμησαν τον κορυφαίον Αρχαιολόγο Γκέρχαρτ Ρόντενβαλντ να τα πραγματευθή, αρχικά σε μια διάλεξή του. Στο τέλος του πολέμου, το 1944, ο Ρόντενβαλντ, βαρυμένος από την καταστροφή, αλλά και από την ευθύνη των πολλών και των λίγων έδωσε τέλος στη ζωή του μαζί με τη γυναίκα του. Κάθε τι που έγραψε ο έξοχος αυτός επιστήμονας και Ευρωπαίος έχει βαρύτητα. Έτσι το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (που το διήυθυνε στα δημιουργικά χρόνια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης), είχε την ωραίαν ιδέα να εκδώσει τελευταία σ' ένα τόμο με ζηλευτή καλαισθησία 36 σχέδια του Στάκελμπεργκ από το τελευταίο εκείνο βιβλίο του, καθώς και τρία άλλων καλλιτεχνών, προλογισμένα αλλά με όσα είχε ειπή στη διάλεξη του εκείνην ο Ρόντεβαλντ.
Στάθηκε και αυτός ένας από τους θερμόαιμους νέους του Βορρά, που ξεκίνησαν από την Ιταλία γεμάτοι από ελληνικά όνειρα και έφτασαν στη δουλωμένη χώρα. Όταν αντίκρυσαν ψηλά, στο αρκαδικό βουνό, τον αρχαίο ναό, ωργάνωσαν την ανασκαφή του. Όλα τα έξοχα γλυπτά της ζωφόρου που απέκτησε αργότερα το Βρετανικό Μουσείο, είδαν τότε το φως, η Ευρώπη εσάστισε και πάλι εμπρός στις ελληνικές μορφές, η χώρα, όμως, εστερήθηκε πρόωρα τα λευκά μάρμαρα που τα έκρυβε φιλόστοργα η γη τόσους αιώνες.
Η Αθήνα με την Ακρόπολη, ο Μαραθώνας, η Αίγινα, ο Πόρος, η Κόρινθος και άλλοι τόποι παρουσιάζονται με την κατασταλαγμένη γαλήνη των αρχαίων μνημείων. Αλλού κυριαρχεί το ειδυλλιακό, όπως στα σχέδια της Ιθάκης και της Ζακύνθου, αλλού ένα προαιώνιο μεγαλείο ορθώνεται τιτανικό. Δεν θα βρή ίσως κανείς άλλη καταπληκτικώτερην εικόνα από τη Στύμφαλο, προ πάντων από τη Στύγα με τους καταρράχτες τους, που δύο φορές την ανέβηκε ο Στάκελμπεργκ, οδηγημένος από την επιμονή να γνωρίσει από κοντά τον τόπο όπου έδιναν τον όρκο τους οι Θεοί του Ολύμπου.
Το βιβλίο το ζωντανεύουν χρωματιστές εικόνες παρμένες από ένα άλλο έργο του γραμμένο γαλλικά το 1825 και που είχε τότε παγκόσμιαν απήχηση: Ενδυμασίες και έθιμα των σημερινών Ελλήνων. Ο Στάκελμπργκ –τονίζει ο Ρόντενβαλντ –«είδε με τα δικά του μάτια, με νέο τρόπο και χωρίς προκατάληψη τον ελληνικό λαό, τις φορεσιές και τις συνήθειες του. Για την απόδοση της φορεσιάς δεν μετέφερε καμμιά μέθοδο κάπως απαρχαιωμένη, αλλά σχεδίαζε μορφές και έθιμα με την ίδια ευσυνειδησία για την πιστήν απόδοση και με την ίδια συμπαθητική αφοσίωση όπως έκανε για το ελληνικό τοπίο».
Το μεγαλύτερο μέρος του προλόγου του Ρόντεβαλντ –στον οποίο ξαναβρίσκουμε το στοχαστικό, γλαφυρό ύφος του συγγραφέα της «ζωγραφιστής ζωφόρου του Μεγάρου των Μηκυνών», του βιβλίου για τα γλυπτά του αετώματος της Κερκύρας, των συνθετικών μελετών για τις ελληνορωμαϊκές σαρκοφάγους που άφησαν παράδοση και εδημιούργησαν σχολή –είναι αφιερωμένο στη ζωή και στο έργο του Στάκελμπεργκ, «αυτού που ανακάλυψε το ελληνικό τοπίο». Μας μεταφέρει στην κίνηση εκείνων των ψυχών, που, υπηρέτησε με το φιλελληνισμό την απελευθέρωση μας, στάθηκε εξ' άλλου αφάνταστα γόνιμη για τον ευρωπαϊκό στοχασμό και την ευρωπαϊκή τέχνη.
Ο Ρόντενβαλντ, που νέος είχε μείνει χρόνια υπότροφος στην Ελλάδα και δεν έπαυε να την επισκέπτεται κάθε τόσο, ήξερε καλά την ιστορία της, είχε γνωρίσει το λαό, ήταν άρα από τους πιο αρμόδιους να υπομνηματίσουν το έργο του πρωτότυπου εκείνου αρχαιολάτρη του βορρά. «Με τόσο καλλιτεχνικά μάτια όπως ο Στάκελμπεργκ ξαναείδε την Ελλάδα ο Κόμης Γκομπινώ όταν έγραψε στην Αθήνα κατά το 1860 το συναρπαστικό του διήγημα «Ακριβή Φραγκοπούλου» που το δημοσίευσε αργότερα στις Ταξιδιωτικές αναμνήσεις του».
Είναι πολλά μέρη του προλόγου που προδίνουν την πλατειά μόρφωση, τον έξοχο νου και τα ανοιχτά μάτια του Ρόντενβαλντ. Η έκδοση του Γερμανικού Ινστιτούτου αποτελεί μιαν λευκήν επιτύμβια πλάκα που συνδέει τους τάφους δύο από τους λαμπρότερους αντιπροσώπους του καλλιτεχνικο-αρχαιολογικού ανθρωπισμού.
ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΑΝΙΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
_________
Το άρθρο δημοσιέυτηκε στην εφημερίδα Ελευθερία το 1953
Επιμέλεια: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
σχόλια