Βρισκόμαστε στη λεγόμενη Βιβλιοθήκη του Αδριανού στο κέντρο της Αθήνας, δίπλα στην πλατεία Μοναστηρακίου και το μετρό.
Η Βιβλιοθήκη του Αδριανού εγκαινιάστηκε μεταξύ των ετών 130 και 132 μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας Αδριανός επισκέφθηκε για τρίτη φορά την Αθήνα. Για να μιλήσουμε για το κτίριο, που είναι συνδεδεμένο με τον Αδριανό και την ιστορία της πόλης των Αθηνών, πρέπει να μιλήσουμε πρώτα για τον ίδιο.
Εδώ φτάσαμε για να συναντήσουμε τον αρχαιολόγο της Εφορείας Αρχαιοτήτων της Πόλης των Αθηνών Δημήτρη Σούρλα, να ξεναγηθούμε σε έναν χώρο άρρηκτα συνδεδεμένο με την πολιτική, κοινωνική και θρησκευτική ζωή της πόλης και να μάθουμε μια ιστορία ακόμα για τη ρωμαϊκή περίοδο της Αθήνας, μια περίοδο λιγότερο γνωστή, που βρίσκεται στο επίκεντρο των μελετών και της έρευνας τις τελευταίες δεκαετίες.
Ο Publius Aelius Traianus Hadrianus υπήρξε από τους μακροβιότερους αυτοκράτορες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κυβέρνησε για 21 χρόνια και ταξίδεψε το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από αυτά που κυβέρνησε στα όρια της αυτοκρατορίας. Ήταν από τους λίγους αυτοκράτορες που έκαναν ταξίδια και μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις Ρωμαίων αυτοκρατόρων που έδειξαν τόσο ενδιαφέρον για τις επαρχίες και τη ζωή των κατοίκων τους.
Ο Αδριανός ήταν μια εξέχουσα φυσιογνωμία, πολύ σημαντική και ιδιαίτερη, καθώς ο ίδιος ήταν λάτρης της Αθήνας, λάτρης των τεχνών και των γραμμάτων, ερασιτέχνης αρχιτέκτονας -σε σημείο που είχε έρθει σε αντιπαράθεση με πολύ γνωστούς αρχιτέκτονες της Ρώμης-, ο οποίος προώθησε όσο λίγοι τις τέχνες και τα γράμματα και έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια να προσδώσει στην Αθήνα τη χαμένη της αίγλη.
Βρισκόμαστε στον 2ο αιώνα μ.Χ. και με τον Αδριανό ξεκινάει η λεγόμενη γενιά των υιοθετημένων αυτοκρατόρων. Ο Τραϊανός τον ορίζει ως διάδοχό του, με την Πλωτίνα, τη σύζυγό του, να τον υποστηρίζει ένθερμα, τον υιοθετεί και από κει και πέρα αρχίζει η περίοδος των Αντωνίνων.
Ο Αδριανός ήταν μια εξέχουσα φυσιογνωμία, πολύ σημαντική και ιδιαίτερη, καθώς ο ίδιος ήταν λάτρης της Αθήνας, λάτρης των τεχνών και των γραμμάτων, ερασιτέχνης αρχιτέκτονας -σε σημείο που είχε έρθει σε αντιπαράθεση με πολύ γνωστούς αρχιτέκτονες της Ρώμης-, ο οποίος προώθησε όσο λίγοι τις τέχνες και τα γράμματα και έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια να προσδώσει στην Αθήνα τη χαμένη της αίγλη.
Αυτό το βλέπουμε ακόμα και σήμερα, το πόσο συνδέθηκε με την Αθήνα και πόσο πολύ τη βοήθησε σε αυτή την εποχή που συνέπεσε με τη μεγάλη ακμή της Ρώμης και των επαρχιών, γιατί μετά το τέλος των Αντωνίνων, τον 3ο αιώνα μ.Χ., αρχίζει η παρακμή.
«Ο Αδριανός, που ταξίδεψε περισσότερο από κάθε άλλον αυτοκράτορα, ήρθε στην Αθήνα τρεις φορές, έμεινε στην πόλη και είτε εγκαινίαζε είτε έκανε έργα» λέει ο Δημήτρης Σούρλας. «Τα πιο σημαντικά έργα του που διασώζονται είναι η ολοκλήρωση του ναού του Ολυμπίου Διός, ένα τιτάνιο έργο που ξεκίνησε από τον Πεισίστρατο, συνεχίστηκε με τον Αντίοχο, αλλά ολοκληρώθηκε από τον Αδριανό, η Βιβλιοθήκη, το Πάνθεον, ο ναός όλων των θεών, μέρος του οποίου σώζεται σε ανασκαφές που έχουν γίνει επί της οδού Αδριανού και είναι ορατό, και το πλέον σημαντικό έργο για τη ζωή της πόλης, το υδραγωγείο στη Δεξαμενή, που ήταν το σημείο της πόλης όπου απέληγαν τα νερά τα οποία έφταναν μέσω καναλιών και υπόγειων δεξαμενών από πηγές στις Αχαρνές. Αυτό ήταν ένα εξαιρετικά επωφελές έργο για την πόλη και τους κατοίκους, αλλά αξιοσημείωτα ήταν και μικρότερα έργα στην Αρχαία Αγορά, στο θέατρο του Διονύσου και σε άλλα σημεία της πόλης. Έχτισε δυο πολύ σημαντικές γέφυρες: η μία σώζεται στην Ελευσίνα, είναι γνωστή και ορατή, και η άλλη αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές του μετρό στον Βοτανικό, όπου μέρη των ποδαρικών είναι ορατά∙ πρόκειται για τρομερή και αξιοθαύμαστη κατασκευή».
Ο ίδιος είχε φτάσει, όπως κάθε Ρωμαίος αυτοκράτορας που σεβόταν τον εαυτό του, στην Ελευσίνα και μυήθηκε στα μυστήρια. Η αθηναϊκή πολιτεία αυτό το εκμεταλλεύτηκε με κάποιον τρόπο∙ η Ελευσίνα ήταν δέλεαρ και μάλιστα στην Ελευσίνα βρίσκονται και πολλά έργα που χρηματοδοτήθηκαν από Ρωμαίους αυτοκράτορες για να τιμήσουν το ιερό. Ο Αδριανός έγραψε ποιήματα και πεζά που δεν σώθηκαν, αλλά φημολογείται ότι διασώθηκαν αποσπάσματα έργων του από μεταγενέστερους Ρωμαίους συγγραφείς.
«Η Αθήνα τον τίμησε όσο κανέναν άλλο αυτοκράτορα γιατί υπήρξε ευεργέτης μεγάλος της πόλης. Πρωτίστως με την πύλη του Αδριανού, που είναι ανάθεμα της Αθήνας προς τον αυτοκράτορα. Μάλιστα, χτίζεται στο συγκεκριμένο σημείο όχι τυχαία αλλά γιατί η πόλη μεγαλώνει και προεκτείνεται ανατολικά και γιατί η ευμάρεια και η θεωρητική ειρήνη της περιόδου μέσα στην οποία δεν έγιναν μεγάλοι πόλεμοι βοηθά στην επέκτασή της. Ήδη στις ανασκαφές έχουν βρεθεί συστάδες κτιρίων προς τον Εθνικό Κήπο, το Σύνταγμα, το Προεδρικό Μέγαρο, επαύλεις, θέρμες, συγκροτήματα. Η πύλη μνημονεύει από τη μια πλευρά ότι αυτή είναι η πόλη του Θησέα και από την άλλη πλευρά ότι αυτή είναι η πόλη του Αδριανού» λέει ο Δημήτρης Σούρλας.
Πέραν αυτού, οι Αθηναίοι τον τίμησαν ως θεό, ως ισόθεο της Αθηνάς μέσα στον Παρθενώνα, πρακτική που ξεκίνησε από τον Αύγουστο, ενώ ταυτίστηκε και με τον νέο Διόνυσο. Τα πιο ταπεινά στρώματα των Αθηναίων τιμούσαν τον Αδριανό με επιγραφές στις οδούς της πόλης όταν ερχόταν, με ταπεινά δείγματα γραφής, ως ολύμπιο θεό και κτίστη και σωτήρα της πόλης.
«Ο Αδριανός την αγαπούσε την Αθήνα, την προστάτευσε και προσπάθησε να αναβιώσει το κοινό των ελληνικών πόλεων του Περικλέους - όπως συνενώθηκαν μπροστά στον περσικό πόλεμο. Ο Αδριανός το ανασύστησε, όχι με την ίδια μορφή. Τι σημαίνει αυτό; Όποια πόλη από την Ελλάδα ή τη Μικρά Ασία θεωρείται ότι η ίδια ή το μυθικό της παρελθόν συνδέεται με την Ελλάδα ή τους μύθους και τις λατρείες της θα μπορούσε να εισαχθεί σε αυτό το κοινό των Πανελληνίων που συνεδρίαζε κάθε τέσσερα χρόνια στην Αθήνα. Μιλάμε για μεγάλο πλήθος που συνεδρίαζε ή εδώ στη Βιβλιοθήκη ή στο Πάνθεον ή στην Ακρόπολη. Το Πανελλήνιο ήταν μια ένωση θρησκευτική κατά βάθος, αλλά είχαν και δεσμούς πολιτιστικούς και πολιτιστικές αναφορές. Διατηρήθηκε για ορισμένα χρόνια και μετά τον θάνατο του Αδριανού και διαλύθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Μια πόλη εντασσόμενη στο Πανελλήνιο είχε αυτομάτως και την αυτοκρατορική εύνοια, μάλιστα γνωρίζουμε πόλεις που εφηύραν το μυθικό παρελθόν τους το σχετικό με την Ελλάδα για να ενταχθούν, ήταν κάτι που προσέδιδε οφέλη και προστασία» επισημαίνει ο κ. Σούρλας.
«Ο Αδριανός, ένας από τους πιο καλά διαβασμένους αυτοκράτορες της εποχής του, φρόντισε να κοσμήσει όλες τις πόλεις της μεγάλης τότε αυτοκρατορίας με δικά του πορτρέτα, αλλά και για να τον τιμήσουν έφτιαξαν πάρα πολλά εκείνη την εποχή. Η εικόνα, που κατασκευάστηκε για πρώτη φορά από τον 5ο π.Χ. αιώνα, είναι η ταυτότητα του εικονιζομένου, τα αγάλματα και οι απεικονίσεις του αυτοκράτορα είναι και το μέσο διασποράς της εικόνας του.
Σήμερα δεν το αντιλαμβανόμαστε εύκολα, αλλά τα νομίσματα που ήταν κατά βάση κοινά σε όλη την αυτοκρατορία ήταν το μέσο για να γίνει οικεία η εικόνα του αυτοκράτορα και φυσικά τα πορτρέτα, οι προτομές που φτιάχνονταν στα μητροπολιτικά εργαστήρια της Ρώμης, αντιγράφονταν και έφταναν στην Αθήνα. Όμως στην Αθήνα υπάρχει και η ιδιαιτερότητα ενός παρελθόντος, της κλασικής τέχνης και παραγωγής που δεν ξεχάστηκε και δεν παραγνωρίστηκε ποτέ, με τα εργαστήρια γλυπτικής να είναι τα πιο σημαντικά του αρχαίου κόσμου και από τα πιο παραγωγικά. Οπότε τα πορτρέτα του Αδριανού που παράγονται στην Αθήνα, αλλά κυρίως στο αττικό εργαστήριο, είναι ιδιαιτέρας τέχνης και ομορφιάς∙ ακόμα και αν μιμούνται πιστά τα πρότυπα της μορφής του αυτοκράτορα όπως επιβάλλει η γραμμή της εξουσίας, αυτό γίνεται υπό το πρίσμα ή το φάσμα της παράδοσης του αθηναϊκού εργαστηρίου».
Με τον Αδριανό εισάγεται η εικόνα του γενειοφόρου αυτοκράτορα που παραπέμπει στους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους. Μακριά γενειάδα, ατημέλητη κόμη με βοστρύχους, που δεν ήταν ατημέλητη ακριβώς, την έφτιαχναν οι δούλοι με τη μασιά, ωστόσο με αυτόν εισάγεται η εικόνα που έχουμε συνήθως για φιλοσόφους ή μεγάλους στρατηγούς όπως ο Περικλής, ο Μιλτιάδης ή η εικόνα μεγάλων ιστορικών προσώπων της κλασικής αρχαιότητας. Αυτό είναι ένα μέσο σύνδεσης του ίδιου του Αδριανού με τα πρόσωπα της κλασικής αρχαιότητας, με το πρόσωπο του φιλειρηνιστή, πασιφιστή αυτοκράτορα και όχι του κοντοκουρεμένου πειθαρχημένου στρατιωτικού. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ήταν μια τακτική, ένα μέσο ώστε να προσεταιριστεί τους ελληνικούς πληθυσμούς που ήταν διασκορπισμένοι στην αυτοκρατορία και πολύ δυναμικοί.
«Η εικόνα του ειρηνιστή αυτοκράτορα δεν είναι η ακριβής» επισημαίνει ο Δημήτρης Σούρλας. «Ο Αδριανός παρέλαβε μια αυτοκρατορία στα μέγιστα και πράγματι δεν έκανε επεκτατικούς πολέμους. Μάλιστα, τις επαρχίες της Αρμενίας τις άφησε, καθιστώντας τους ηγέτες φόρου υποτελείς για να αποσύρει ρωμαϊκά στρατεύματα και λεγεώνες από εκεί. Την όψη του αυτοκράτορα που ναι μεν είχε ένα ευρύτερο πνεύμα με όλη την εξουσία και τη δύναμη που του έδινε ο τίτλος του την απέδειξε όταν ενεπλάκη σε μια σκληρή, θηριώδη μάχη, ένα αιματοκύλισμα, όταν κατέπνιξε τη μεγάλη επανάσταση των εβραϊκών πληθυσμών και κατέσφαξε τους Εβραίους που προηγουμένως είχαν κατασφάξει τους ελληνικούς πληθυσμούς.
Διήρκεσε τέσσερα περίπου χρόνια και έμεινε στην ιστορία, αλλά δεν ήταν επεκτατικός πόλεμος. Ήταν μια σημαντική εξέγερση, στην οποία έδειξε τη θέση και την πυγμή του ως αυτοκράτορας».
«Η εικόνα του Αδριανού που έχουμε σήμερα είναι κυρίως ένα δημιούργημα της Ευρώπης του ‘50, όταν η ήπειρος έβγαινε από τον καταστροφικό Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ήθελε το πρότυπο ενός ειρηνιστή αυτοκράτορα για να ξεφύγει από αιματηρούς δικτάτορες, τον Χίτλερ και τα δεινά του πολέμου. Ήθελε να δείξει την εικόνα ενός αυτοκράτορα που πραγματικά αγαπούσε τις τέχνες και τα γράμματα, τη ζωή, το κυνήγι, και αυτό αποκρυσταλλώθηκε και υιοθετήθηκε και επιστημονικά.
Εξαιρετική επιρροή σε αυτή την εικόνα άσκησε το βιβλίο της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ Αδριανού Απομνημονεύματα, που είναι όμως μυθοπλασία. Επηρέασε τόσο πολύ, που η εικόνα του Αδριανού άρχισε να παραλλάσσεται κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, όταν άρχισαν λίγο να αντιμετωπίζουν την πραγματικότητά του και να αναζητούν άλλες προεκτάσεις και πλευρές του προσώπου του.
Και βέβαια, αναφερόμενοι στην προσωπικότητά του, δεν μπορούμε να παραλείψουμε τη σχέση του με τον Αντίνοο, του οποίου αγάλματα επίσης βρίσκονται παντού, αλλά πρέπει να εντοπίσουμε ότι πρόκειται για μια σχέση που σε κάθε εποχή μπορούμε να τη δούμε κάτω από άλλο πρίσμα, σημειώνοντας ότι οι σχέσεις μικρότερων και μεγαλύτερων ανδρών εκείνη την εποχή ήταν άλλου προσδιορισμού και άλλης ταυτότητας».
«Τα έργα του Αδριανού στην Αθήνα τα γνωρίζουμε μέσα από τον περιηγητή Παυσανία, που επισκέφθηκε την Αθήνα μετά τον Αδριανό και έψαχνε να συνδέσει τα μνημεία και τους ναούς με μύθους και λατρείες της Ελλάδας, αγνοώντας πολλές φορές τα μνημεία της εποχής του. Γι’ αυτό για τον Αδριανό έχουμε αναφορές κάπου αναλυτικές αλλά κάπου αλλού τηλεγραφικές. Περιγράφοντας το κτίριο των κοινών θεών, αναφέρει ότι ο Αδριανός έχτισε στην Αθήνα κτίριο υπέρλαμπρο με κίονες από τη Φρυγία και κίονες με αλάβαστρο και τοίχους πεποικιλμένους με τοιχογραφίες και σε αυτούς κατάκεινται βιβλία. Περιγράφει ένα κτίριο που έχει χρήση βιβλιοθήκης, δεν αναφέρεται ως βιβλιοθήκη και είναι το πρώτο στοιχείο που έχουμε για την ύπαρξη βιβλιοθήκης από τον Αδριανό. Αναφέρεται συνοπτικά γιατί το θέμα των βιβλιοθηκών στον αρχαίο κόσμο είναι ένα τεράστιο ζήτημα. Τι είναι η βιβλιοθήκη; Είναι ένας χώρος συγκέντρωσης βιβλίων σαν αυτόν που έχουμε σήμερα σπίτια μας ή γνωρίζουμε από τις δημόσιες βιβλιοθήκες;».
Μιλώντας για βιβλιοθήκες, στην Αθήνα γνωρίζουμε ότι οι μεγαλύτερες και πρώτες, πλούσιες βιβλιοθήκες φτιάχτηκαν στα γυμνάσια προκειμένου όσοι έφταναν εκεί να έχουν πρόσβαση και να διαβάζουν κείμενα φιλοσοφίας ή αστρονομίας, κυρίως τα ελληνιστικά χρόνια. Οι αναγνώστες της εποχής διάβαζαν παπύρους, περγαμηνές και φυσικά υπήρχαν και οι πλάκες από κερί για την πρόσκαιρη αντιγραφή των κειμένων.
Οι πάπυροι ήταν το μέσο διάδοσης της πρώτης μορφής εντύπων κειμένων. Αυτές είναι οι πρώτες βιβλιοθήκες δημόσιου χαρακτήρα, γιατί έχουμε και τις φημισμένες ιδιωτικές, όπως του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα. Και φυσικά στη ρωμαϊκή περίοδο υπάρχει ως σημείο αναφοράς η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, ενώ στη Ρώμη ο Αύγουστος ήταν υπερήφανος για τη δημιουργία βιβλιοθήκης στον Παλατίνο λόφο.
Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο δημιουργούνται αυτοκρατορικές βιβλιοθήκες κυρίως στα λεγόμενα φόρουμ, στον αρχιτεκτονικό τύπο στον οποίο στεγάζονται οι διοικητικές αρχές και παράλληλα υπάρχουν χώροι λατρείας θεών και αυτοκρατόρων. Τα περίφημα φόρουμ της Ρώμης είναι ανοιχτά, χτίστηκαν από διαδοχικούς αυτοκράτορες και κυρίως το Φόρουμ του Βεσπασιανού μοιάζει με τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού.
Οι βιβλιοθήκες στη Ρώμη είναι ιδιωτικές και δημόσιες, ενώ παράλληλα είναι και χώροι τέχνης, διανόησης, περισυλλογής και συνομιλίας. Εκεί εκθέτουν σπουδαία έργα είτε υπό τη μορφή αντιγράφων είτε υπό τη μορφή κλοπιμαίων από την Ελλάδα, καθώς και πίνακες, ενώ ανεγείρονται βωμοί. Στην Αθήνα έχουμε και γνωρίζουμε κτίρια βιβλιοθηκών, με σημαντικότερο τη Βιβλιοθήκη του Πανταίνου, του 1ου αιώνα μ.Χ. στην ανατολική πλευρά της Αρχαίας Αγοράς, η οποία καταστράφηκε συθέμελα αλλά σώθηκαν επιγραφές λειτουργίας της με το ωράριο, με οδηγία ότι τα βιβλία δεν βγαίνουν από τον χώρο και πληροφορίες για το πότε χτίστηκε.
«Τον 2ο αιώνα μ.Χ. εγκαινιάζεται το υπέρλαμπρο αυτό κτίριο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, το οποίο σώζεται αποσπασματικά, αλλά αυτό που σώζεται είναι ικανό να μας υποδείξει τον πλούτο και τη μορφή που είχε. Ήταν ένα ορθογώνιο οικοδόμημα, μνημειώδες κτίριο περίκλειστο με ένα πρόπυλο, μια είσοδο 100 × 70 μέτρων, επιβλητικό συγκριτικά με τη Ρωμαϊκή Αγορά, γιατί αν εκεί υπάρχει το στοιχείο της κλασικής ελληνιστικής αρχιτεκτονικής εδώ μπαίνει περισσότερο το επιβλητικό στοιχείο της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, πρόκειται για αμιγώς ρωμαϊκό κτίριο. Έχει μια είσοδο, ένα μνημειώδες πρόπυλο και στην ανατολική πλευρά του είναι τα βασικά κτίρια λειτουργίας του χώρου» μας ξεναγεί ο Δημήτρης Σούρλας. «Πρέπει να πούμε ότι η πτέρυγα με τους κίονες ήταν ορατή σε όλη την ύστερη αρχαιότητα, στο Μεσαίωνα, την τουρκοκρατία, και διατηρήθηκε ως τέτοια.
Μπαίνουμε από τη δυτική πλευρά, και ενώ ο χώρος έχει ταυτιστεί δεν έχουμε κάποια επιγραφή, τίποτα δεν έχει βρεθεί, κάποιες όμως ενδείξεις υπάρχουν. Μάλιστα, η απουσία πρωτογενών πηγών οδήγησε πολλούς να ταυτίσουν τον χώρο με άλλα κτίρια.
Η ταύτιση του χώρου ξεκίνησε τον 19ο αιώνα, όταν άρχισαν να φτάνουν οι περιηγητές. Ο Άγγλος ταγματάρχης Λικ, που κατέγραψε πολύ συστηματικά και εξέδωσε το 1821 τα Μνημεία των Αθηνών, βλέπει τη Βιβλιοθήκη και την ταυτίζει με την Ποικίλη Στοά (κτίριο του 5ου αιώνα που αναφέρεται από τον Παυσανία και ανασκάπτει η Αμερικανική Αρχαιολογική Εταιρεία, χώρος έκθεσης ζωγραφικών πινάκων και το σημείο που οι Αθηναίοι, περήφανοι για την πράξη τους, εξέθεσαν τα όπλα των Σπαρτιατών μετά τη Σφακτηρία)».
«Μετά εμφανίζονται άλλοι περιηγητές και αρχιτέκτονες και το ταυτίζουν με αδριάνειο κτίσμα, τον ναό της Ήρας ή του Δία ή άλλα κτίρια. Οι Στιούαρτ και Ρέβετ μιλούν για ένα αδριάνειο πόρτικο, για προσόψεις. Γιατί τότε το μόνο ορατό σημείο της Βιβλιοθήκης ήταν η πρόσοψη και ο ένας κίονας, όλο το υπόλοιπο κτίριο ήταν καλυμμένο. Η Βιβλιοθήκη στη συνέχεια συνδέεται ιστορικά και αρχαιολογικά με δυο μορφές της αρχαιολογίας στην Ελλάδα, τον πρώτο Έλληνα αρχαιολόγο, τον Κυριακό Πιττάκη, και βέβαια με τον μεταγενέστερο Στέφανο Κουμανούδη που έκανε τις πρώτες μεγάλες ανασκαφές στον χώρο. Ήταν ο πρώτος που ανέγνωσε κάπου μια χαμένη σήμερα επιγραφή ότι εδώ ήταν η Βιβλιοθήκη».
«Ήταν περίκλειστος χώρος, με οικοδόμημα με στοές και στις τέσσερις πλευρές, πράγμα πολύ σημαντικό για να προστατεύονται οι εισερχόμενοι. Σε καθεμία από τις πλευρές είχε μια κόγχη, ένα στρογγυλό δηλαδή σημείο στον περίβολο, και στην ανατολική πλευρά υπήρχαν τα άλλα κτίρια. Στο κέντρο του κτιρίου, στην αυλή εσωτερικά, υπήρχε μια μεγάλη δεξαμενή νερού και επιπλέον μια πισίνα με νερό χάριζε την απαραίτητη δροσιά στον χώρο.
Η Βιβλιοθήκη είχε στην πρόσοψη δύο πτέρυγες από πεντελικό μάρμαρο όπου προβάλλονται κίονες μονολιθικοί, αράβδωτοι, από καρύστειο μάρμαρο, το λεγόμενο “τσιπολίνο”, γιατί έχει φλούδες. Το πρόπυλο είναι από φρύγιο μάρμαρο, υπόλευκο με πορφυρές φλεβώσεις, που ήρθε από λατομεία της Μικράς Ασίας. Αυτό συμβαίνει γιατί οι Ρωμαίοι αγαπούν την πολυχρωμία. Τα πολύχρωμα μάρμαρα ήταν υπερπολύτιμα και τα λατομεία αυτά ήταν ιδιοκτησία του αυτοκράτορα. Έφταναν από τη Μικρά Ασία και άλλες περιοχές σε συγκεκριμένα έργα και σε συγκεκριμένους όγκους για την κατασκευή κτιρίων».
Στους κίονες αριστερά του πρόπυλου, ο θριγκός τους σπάει και βγαίνει προς τα έξω, δημιουργώντας ένα σκηνικό, μια ένταση. Αυτός ο τύπος αρχιτεκτονικής γλώσσας επικρατεί σε ρωμαϊκά κτίρια, είναι όμως ελληνιστικής περιόδου. Εδώ συγκεκριμένα, αυτοί οι ρυθμοί, ο θριγκός, οι βάσεις που πατάνε σε βάθρα και πάνω σε αυτούς οι μονολιθικοί κίονες, είναι στοιχεία ρωμαϊκά που ενσωματώνονται στην ελληνιστική κλασική παράδοση. Εδώ δεν βρίσκουμε τον εξεζητημένο φόρτο της αρχιτεκτονικής γλώσσας των κτιρίων της Ρώμης ή άλλων περιοχών. Εδώ, ο ρυθμός είναι λιτός, οι γραμμές πιο κλασικές και πιο ιδιαίτερες και προσεγμένες, και μιμούνται τα κλασικά πρότυπα.
Όσο για τα κιονόκρανα, είναι κορινθιακά και μάλιστα της αθηναϊκής σχολής που δημιουργήθηκε από τον Αδριανό όταν, για να φτιάξει όλα αυτά τα κτίρια, έφερε λιθοξόους από τη Μικρά Ασία. Αυτοί μετέφεραν και μπόλιασαν το συγκεκριμένο τεχνοτροπικό ύφος της περιοχής εκείνης με το αθηναϊκό και έχουμε αυτή τη δημιουργία που είναι μοναδική. Η Βιβλιοθήκη, λοιπόν, είχε δυο πτέρυγες, με το πρόπυλο στη μέση. Σώζεται η βόρεια σε πολύ καλή κατάσταση και η νότια είναι πλήρως κατεστραμμένη από την ιστορική εξέλιξη της πόλης.
«Τι υπήρχε πριν χτιστεί η Βιβλιοθήκη στη συγκεκριμένη θέση; Προκύπτει από τις ανασκαφές ότι υπήρχε συγκρότημα υστεροελληνιστικών κατοικιών με τοιχογραφίες του 1ου π.Χ. και 1ου μΧ. αιώνα. Υπάρχουν τα σπίτια και η αυλή και ο δρόμος και λυχνοστάτες. Τον 2ο αιώνα μ.Χ., όταν αποφασίστηκε η θέση να χτιστεί η Βιβλιοθήκη -και η θέση δεν είναι τυχαία-, εξαγοράζονται και κατεδαφίζονται. Επιχωματώνονται και είναι η υποθεμελίωση της στοάς και του τοίχου της πρόσοψης της Βιβλιοθήκης, γιατί μιλάμε για ένα σύνθετο αρχιτεκτονικό σχήμα στο οποίο εισάγουν πλίνθους και τόξα και τα κονιάματα, που οι Ρωμαίοι τα καθιερώνουν. Όλη η πίσω πλευρά της Βιβλιοθήκης είχε μεγάλες πλάκες μαρμάρου που στόλιζαν τις πλευρές και πατούσαν πάνω σε τόξα τα οποία μπορούν και φέρουν πολύ μεγάλο βάρος. Τα συστήματα με τα οποία χτίζουν είναι μοναδικής αντοχής με φθηνά υλικά» λέει ο κ. Σούρλας.
Όσο για την ιστορία της Βιβλιοθήκης; Η επιδρομή των Ερούλων στην Αθήνα προκαλεί ζημιές στη Βιβλιοθήκη, αλλά δεν την καταστρέφει. Καταστρέφονται μάλλον εσωτερικά οι στέγες και οι στοές, τα οποία αντικαθίστανται αργότερα. Όμως όλος ο περίβολος της Βιβλιοθήκης και η πρόσοψη έγιναν κάποια στιγμή μέρος του αμυντικού τείχους των Αθηνών. Αν πλησιάσει κάποιος πολύ κοντά θα δει ότι παρά τη βιασύνη με την οποία χτίστηκε το υστερορωμαϊκό τείχος, έχουν εδώ χρησιμοποιήσει μέλη, ορθοστάτες, που προσομοιάζουν στον τοίχο της Βιβλιοθήκης, ώστε να υπάρχει και μια αισθητική αντιμετώπιση. Ένα κομμάτι της Βιβλιοθήκης δε, δεν το βλέπουμε ακόμα και σήμερα, υπάρχει κάτω από τον πολεοδομικό ιστό.
Καταστρέφεται ένα μέρος της Βιβλιοθήκης τον 3ο αιώνα αλλά τον 5ο αιώνα επισκευάζεται. Έχει συνδεθεί με τον έπαρχο Ερκούλιο, γιατί αναφέρεται το όνομά του σε επιγραφές, μνημονεύεται επί του τοίχου ως σοφιστής, αξίωμα διοικητικό σπουδαιότατο, που ταιριάζει να τιμάται εδώ. Αυτός δίνει τα απαραίτητα χρήματα για να επισκευαστεί το εσωτερικό. Γιατί στο εσωτερικό -και το ξέρουμε από τον Παυσανία- είχε εκατό κίονες από φρύγιο μάρμαρο. Στις ανασκαφές δεν έχουν βρεθεί παρά σπαράγματα, που σημαίνει ότι από την επιδρομή διαλύθηκε το σύμπαν και έγιναν όλα οικοδομικά υλικά. Στην επισκευή του Ερκούλιου υπάρχουν περισσότεροι από εκατό κίονες πια.
«Η μεγάλη αλλαγή στη Βιβλιοθήκη συμβαίνει με την κατασκευή πλέον του 5ου αιώνα του κτιρίου που λέγεται ναός. Εδώ, στη θέση που υπήρχε η δεξαμενή, στο κέντρο της Βιβλιοθήκης, χτίζεται το λεγόμενο τετράκωχο οικοδόμημα. Αν το δει κανείς από ψηλά, έχει σε κάθε πλευρά μια κόγχη. Το κτίριο αυτό ήταν διώροφο, σώζονται ψηφιδωτά, κυρίως σε χώρους των κλιμακοστασίων.
Τι κτίριο είναι και γιατί χτίστηκε; Η μια άποψη είναι πως είναι ο πρώτος καθεδρικός ναός των Αθηνών και χτίστηκε από την αυτοκράτειρα Ευδοκία τον 5ο αιώνα μ.Χ., ναός αφιερωμένος στην Παρθένο, γι’ αυτό και χτίζεται σε αυτό το σημείο, γιατί είμαστε στο κέντρο των Αθηνών των πρωτοχριστιανικών χρόνων. Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι είναι κοσμικό κτίριο, αλλά κανείς δεν μπορεί να πει με ασφάλεια. Το κτίριο αυτό καταστρέφεται και στη θέση του τον 11ο αιώνα χτίζεται ή διαμορφώνεται μια τρίκλιτη βασιλική. Βέβαια, στην τρίκλιτη βασιλική υπάρχει ένα αίθριο που δεν έχει ανασκαφεί το οποίο καταστρέφεται και χτίζεται μετά ο μικρός ναός της Μεγάλης Παναγιάς, της οποίας σώζεται ένα μέρος. Εδώ έχουμε αλλεπάλληλες φάσεις με λίγες μαρτυρίες που θα μας βοηθούσαν να έχουμε μια σαφή εικόνα».
«Στην ανατολική πλευρά είναι η καρδιά της Βιβλιοθήκης, το βιβλιοστάσιο, ο χώρος φύλαξης των βιβλίων. Αυτό το διαμέρισμα της Βιβλιοθήκης ήταν διώροφο και απέναντι είχε μικρά ορθογώνια ανοίγματα όπου έμπαιναν τα βιβλία και οι πάπυροι. Στην κεντρική κόγχη υπήρχε το άγαλμα του αυτοκράτορα ή των θεοτήτων που προστατεύουν τη γνώση. Εκατέρωθεν του βιβλιοστασίου ήταν οι χώροι αντιγραφής: αυτή ήταν μια άλλη λειτουργία των βιβλιοθηκών, οι πάπυροι έπρεπε να αντιγράφονται για να διαδίδονται επ’ αμοιβή και σε παραγγελίες. Και επίσης υπήρχαν και μικρά αμφιθέατρα στα οποία γίνονταν διδασκαλίες.
Η γωνία της Βιβλιοθήκης βρίσκεται στα υπόγεια του κτιρίου απέναντι, στα υπόγεια του ξενοδοχείου Αίολος που ήταν το πρώτο των Αθηνών».
Από τους βυζαντινούς χρόνους και μετά έχουμε τις δυο ουσιαστικά μεγάλες παρεμβάσεις, τη μετατροπή του τρίκοχου ναού στη Μεγάλη Παναγιά, ενώ χτίζεται επί της πρόσοψης της Βιβλιοθήκης ο Άγιος Ασώματος στα σκαλιά, που ήταν μονή και είχε και καλογήρους από την οικογένεια Χαλκοκονδύλη. Αυτή η μικρή εκκλησία έχει αποτυπωθεί σε πολλές γκραβούρες και σήμερα σώζεται στον τοίχο της Βιβλιοθήκης μια τοιχογραφία με αγγέλους, την προδοσία του Ιούδα και τη Γεσθημανή. Ο ναός κατεδαφίστηκε τον 19ο αιώνα, όταν έγιναν οι μεγάλες απαλλοτριώσεις.
«Εδώ λειτουργούσε το κεντρικό παζάρι της πόλης και όλο το κέντρο της Βιβλιοθήκης ήταν κατειλημμένο, με τη Μεγάλη Παναγιά στο κέντρο. Μάλιστα, το 1815 μέσα στη Βιβλιοθήκη τοποθετείται και ο Πύργος του Έλγιν. Ο Έλγιν, όταν πήρε τα μάρμαρα του Παρθενώνα, δώρισε στην πόλη ως αντίδωρο ένα ρολόι πύργου. Οι Αθηναίοι το τοποθέτησαν μέσα σε πύργο που έχτισαν μέσα στη Βιβλιοθήκη. Το ρολόι καταστράφηκε τελικά από την αιτία που καταστράφηκε όλο το παζάρι, μια τρομερή πυρκαγιά. Τότε δεν υπήρχε ως αρχαιολογικός χώρος, ήταν η μεγάλη αγορά της Αθήνας. Μάλιστα, μέχρι το 1855 ο Πιττάκης μάζευε εδώ τις αρχαιότητες που επιχειρούσε να σώσει, οι οποίες μεταφέρθηκαν μετά στο πρώτο μουσείο που ιδρύθηκε.
«Ας μην ξεχνάμε ότι υπήρχε στη νότια πτέρυγα της Βιβλιοθήκης το Βοϊβοδαλίκι των Αθηνών, που κατέλαβε όλη τη νότια πλευρά της Βιβλιοθήκης και γκρέμισε και ένα μεγάλο μέρος από το πρόπυλο με τοποθέτηση δυναμίτη. Γι’ αυτό έχουμε και το περίφημο τζαμί του Δισδαράκη στην άλλη γωνία προς το Μοναστηράκι, του πιο μισητού και ανηλεούς βοεβόδα των Αθηνών, που φορολόγησε μέχρι και τα μπακίρια του Ολυμπείου και με το μάρμαρο έφτιαξε το τζαμί, αλλά έκανε και ένα θηριώδες οχυρωματικό έργο προς την Άρεως. Αυτό καταστράφηκε αλλά φτιάχτηκε ξανά από τους Βαυαρούς ως έδρα του ιππικού, και μέσα στον χώρο βλέπουμε ίχνη, όπως μια σκάλα της οθωνικής εποχής. Δηλαδή στη μισή Βιβλιοθήκη ήταν εγκαταστάσεις οθωμανών ή οθωνών και στην υπόλοιπη το παζάρι.
Μετά τη φωτιά του 1884, όπου καταστράφηκε ολοσχερώς το παζάρι, αμέσως η Αρχαιολογική Υπηρεσία με τον γραμματέα της και σπουδαίο αρχαιολόγο Κουμανούδη στέλνει μια επιστολή για τη σημασία της ανασκαφής της στοάς -όπως λεγόταν τότε- του Αδριανού και το 1885 το ελληνικό κράτος αδειοδοτεί την αρχαιολογική εταιρεία να αρχίσει ανασκαφές. Σε δυο χρόνια ο Κουμανούδης ανέσκαψε όλο τον χώρο που βλέπουμε σήμερα και μαζί με αυτά κατεδάφισε και τις δυο εκκλησίες που υπήρχαν. Αυτό του το χρεώνουν, βέβαια, γιατί θα μπορούσε να τις είχε διατηρήσει, αλλά οι εποχές τότε ήταν άλλες. Ο Κουμανούδης προσπαθούσε να βρει τότε το τετράκογχο οικοδόμημα και ό,τι άλλο θα μπορούσε να βρει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν μια άλλη εποχή. Όταν κατεδαφίστηκαν, αυτό έγινε και προς αναζήτηση του αρχαίου κλέους. Υπήρχε ανάγκη εξεύρεσης και τόνωσης της εθνικής ταυτότητας».
«Καρδιά της εμπορικής λειτουργίας, κέντρο της ρωμαϊκής πόλης και η ψυχή της πόλης κατά την υστερότερη περίοδο, δεν είχε την τύχη που της άρμοζε γιατί μετά τις ανασκαφές Κουμανούδη, και παρά τις προσπάθειες του Παναγή Καββαδία να διορθωθεί η κατάσταση, λόγω της θέσης της και των εμπορικών καταστημάτων υπήρξε ένας τόπος παρατημένος, στον οποίο ζητούν, για παράδειγμα, να τοποθετηθούν δημόσια αποχωρητήρια.
Στην πρόσοψη της Βιβλιοθήκης υπήρχε σιδηρουργείο και υπάρχουν έγγραφα για την απομάκρυνσή του. Η Βιβλιοθήκη του Αδριανού άνοιξε για το κοινό το 2004, με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ήταν κλειστή μέχρι τότε. Το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού το ενέταξε στο πρόγραμμα των μεγάλων έργων. Έγιναν εκτεταμένες ανασκαφές και αναστηλώσεις που ολοκληρώθηκαν το 2010 και έχει σήμερα ο χώρος αυτή την εικόνα, που σε καμία όμως περίπτωση δεν είναι ολοκληρωμένη.
Η οικονομική κρίση των προηγούμενων ετών έπληξε τους αρχαιολογικούς χώρους βάναυσα, αλλά αξίζει να σημειωθεί ότι η Βιβλιοθήκη είναι ένας εξαιρετικά δημοφιλής χώρος, με μεγαλύτερους αριθμούς επισκεψιμότητας από τη Ρωμαϊκή Αγορά και τον Κεραμεικό, και αυτό γιατί είναι ένας εύκολα προσβάσιμος και πολύ εντυπωσιακός σε όψη και ιστορία χώρος».