«Το περιεχόμενο της γραφής του Μακρυγιάννη είναι ο ατέλειωτος και ο πραγματικός αγώνας ενός ανθρώπου, που με όλα τα ένστικτα της φυλής του ριζωμένα βαθιά μέσα στα σπλάχνα του αναζητά την ελευθερία, το δίκιο, την ανθρωπιά. Πολέμησε, αγωνίστηκε, πίστεψε, σακατεύτηκε, αηδίασε, θύμωσε. Αλλά έμεινε ‒όπως βγαίνει από το γράψιμό του το απελέκητο‒ πάντα ορθός ως το τέλος: άνθρωπος στο ύψος του ανθρώπου. Δεν έγινε μήτε υπεράνθρωπος μήτε σκουλήκι» είχε πει στην ιστορική ομιλία του ο Γιώργος Σεφέρης με τίτλο: «Ένας Έλληνας: Ο Μακρυγιάννης», στην Αλεξάνδρεια στις 16 Μαΐου 1943.
Η έκθεση που έλαβε χώρα πέρσι στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και ήταν αφιερωμένη στον μεγάλο στρατιωτικό της Ελληνικής Επανάστασης ήταν η αιτία να αναζητήσουμε τις απόψεις των ειδικών πάνω στην προσωπικότητα που όρισε την ελληνική επανάσταση. Βασικός θεματικός πυρήνας της έκθεσης οι 24 εμβληματικοί πίνακες που «εξιστορούν» επεισόδια από την Επανάσταση του 1821 και λειτουργούν ως ζωγραφικά στρατιωτικά ντοκουμέντα.
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης διαχρονικά εκφράζει την ελληνική ψυχή και ενσαρκώνει τα ιδανικά της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της γενναιότητας.
Αυτός όμως «ο αγράμματος στρατοκόπος ενός μεγάλου βίου», όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο Γιώργος Σεφέρης, ήταν τελικά η συνείδηση ενός ολόκληρου λαού ή ένας καιροσκόπος που επιζητούσε προσωπικά οφέλη;
Ο Μακρυγιάννης είχε αναθέσει στους λαϊκούς ζωγράφους Παναγιώτη και Δημήτριο Ζωγράφο με καταγωγή από τη Σπάρτη να απεικονίσουν ξεχωριστές σκηνές από μάχες, όπως ακριβώς τις περιέγραψε στα «Απομνημονεύματά» του που διασώθηκαν και εκδόθηκαν από τον Γιάννη Βλαχογιάννη το 1907.
Το αποτέλεσμα ήταν μία σειρά από εικόνες αξιοθαύμαστες για τη ζωντάνια και τη δύναμή τους. Από τα τέσσερα αντίγραφα ακουαρέλας της αρχικής σειράς, ο Ιωάννης Γεννάδιος αγόρασε το 1909 εκείνο που ανήκε στο βασιλιά Όθωνα και τώρα εκτίθεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.
Όπως έχει περιγράψει ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Μακρυγιάννης έβλεπε τους τόπους και τα πρόσωπα της Επανάστασης σαν πίνακες ζωγραφικής, με αποτέλεσμα να γίνει ο εμπνευστής 24 λαϊκών εικονογραφιών του '21, που συνιστούν ένα ακόμα πολύτιμο κληροδότημά του στην παράδοση και στο έθνος.
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης διαχρονικά εκφράζει την ελληνική ψυχή και ενσαρκώνει τα ιδανικά της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της γενναιότητας.
Αυτός όμως «ο αγράμματος στρατοκόπος ενός μεγάλου βίου», όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο Γιώργος Σεφέρης, ήταν τελικά η συνείδηση ενός ολόκληρου λαού ή ένας καιροσκόπος που επιζητούσε προσωπικά οφέλη; Ένα ισχυρό σύμβολο και πατριδοφύλακας του νεότερου ελληνικού κράτους ή μια αμφισβητούμενη και υπερτιμημένη προσωπικότητα;
Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης γεννήθηκε στο Αβορίτι της Δωρίδας. Ήταν παιδί μιας φτωχής οικογένειας της Ρούμελης και το πραγματικό του επίθετο ήταν Τριανταφύλλου. Κατά τη διάρκεια του Αγώνα επικράτησε να τον φωνάζουν Μακρυγιάννη λόγω του ύψους του. Τα παιδικά του χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, με κακουχίες, στερήσεις, ξυλοδαρμούς και αντιξοότητες, ενώ ο πατέρας του χάθηκε σ' ένα φονικό, με τον ίδιο να υποστηρίζει στα «Απομνημονεύματά» του: «Αρφάνεψα και μπήκα δούλος εφτά χρονών».
Στη συνέχεια ασχολήθηκε ενεργά με το εμπόριο, αποκομίζοντας πολλά κέρδη και δανείζοντας με υψηλά επιτόκια, γι' αυτό και πολλοί τον κατηγόρησαν ως τοκογλύφο. Απέκτησε μεγάλη περιουσία στην προεπαναστατική Άρτα με μετρητά, ομολογίες και ακίνητα. Αργότερα μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και συμμετείχε ενεργά στις μάχες για την ανεξαρτησία. Μια πολυποίκιλη προσωπικότητα που εξελίχθηκε σε έναν τεράστιο μύθο.
Ο ιστορικός και καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Νίκος Θεοτοκάς, σημειώνει: «Στις γραφές του Μακρυγιάννη διασώζονται εικόνες της ζωής και του θανάτου, της αρρώστιας και της χαράς, της θρησκευτικότητας και της μαγείας, της σεξουαλικότητας και των επιθυμιών που πνίγονται από τον φόβο της αμαρτίας. Είναι μια ιδιόμορφη μαρτυρία, απ' όπου μπορούν να αποδεσμευτούν ψίθυροι από τα άφωνα υποκείμενα της Ιστορίας».
Ο ίδιος ο Μακρυγιάννης έλεγε στα «Απομνημονεύματά» του: «Ένα πράμα μόνο με παρακίνησε κι εμένα να γράψω: ότι τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι».
Σε άλλο σημείο έγραφε: «Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο. Για κείνο έμαθα γράμματα στα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμο το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω: ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα, κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος που μας χρέωσαν οι χαραμήδες, και να ζήσω κι εγώ σε τούτη την κοινωνία, όσο έχω τ᾿ αμανέτι του Θεού στο σώμα μου. Κι αφού ὁ Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση στην Πατρίδα μου, να τη λευτερώσει από την τυραγνία των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη, λιγότερον από τον χερότερο πατριώτη μου Έλληνα».
Όπως επισημαίνει ο κ. Θεοτοκάς: «Ο στρατηγός διέθετε την εμπειρία της προσαρμογής σε ευκαιρίες και σε ευμετάβλητες συνθήκες αλλά και την ετοιμότητα να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έφεραν ο ξεσηκωμός και η Επανάσταση, το ξέσπασμα και η έκβαση των εμφυλίων, οι συσχετισμοί που καθόρισαν τη διεύθυνση και τη διαχείριση του πολέμου».
Από την πλευρά του ο ομότιμος καθηγητής Ιστορίας Θάνος Βερέμης αναλύει στη LiFO γιατί ο Μακρυγιάννης είναι αποδεκτός όσο κανείς άλλος απ' όλο το πολιτικό φάσμα.
«Αυτό είναι ευεξήγητο διότι, πρώτον, χαρακτηρίζεται ως το ίνδαλμα νεωτεριστών και συντηρητικών της ελληνικής διανόησης και είναι ο άνθρωπος που συνοψίζει πολλά εθνικά χαρακτηριστικά. Είναι ο Έλληνας. Γενναίος, συμπαθητικός αλλά και με τελείως προσωπικά κριτήρια ως προς τι θεωρείται δίκαιο και άδικο.
Παράλληλα, διακρίνεται από έναν μανιχαϊστικό τρόπο αντίληψης των πραγμάτων τύπου "εμείς είμαστε οι καλοί, οι άλλοι οι κακοί". Μια λογική "άσπρο – μαύρο". Πορεύεται με δύο μέτρα και δύο σταθμά, κατηγορώντας τους αντιπάλους του για πράγματα που διαπράττει ο ίδιος. Αναγνωρίζει δηλαδή μόνο εκείνη την αδικία που υφίσταται ο ίδιος.
Επομένως, το αίσθημα του αδικημένου που ασπάζεται αποτελεί το εθνικό μας χαρακτηριστικό. Εκείνη την αδυναμία του Έλληνα να καταδικάσει την παράβαση όταν τη διαπράττει ο ίδιος. Όλοι οι Έλληνες κρίνουν τον εαυτό τους ως αδικημένο από κάποιους άλλους και ο Μακρυγιάννης εκπροσωπεί πλήρως αυτή την αντίληψη. Είναι προσωποποιημένη η έκφραση της ελληνικής διαμαρτυρίας εναντίον των ισχυρών».
Κατά τον κ. Θεοτοκά, «μέσα στους "καιροσκοπισμούς" του ο Μακρυγιάννης πορεύτηκε στο φάσμα της μετάβασης, δίχως ωστόσο να εγκαταλείψει τα κληροδοτήματα των παλιών κόσμων που ανατρέπονται. Ο βαθιά παραδοσιακός και συντηρητικός Μακρυγιάννης συνάντησε καινούργιες αντιλήψεις και οικειοποιήθηκε στη δική του ατομική προοπτική αιτήματα ελευθερίας που ήσαν αδιανόητα ως τότε. Ο Μακρυγιάννης ένιωθε, λοιπόν, να κουβαλά τη μοίρα των ανθρώπων που πολέμησαν μαζί. Κι έβλεπε την πραγματικότητα που διαμορφώθηκε μετά τον πόλεμο να μην τους χωρά, να τους αποκλείει απ' τα δημόσια αξιώματα και τις περιουσίες που είχαν κερδίσει με τα όπλα».
Ο στρατηγός Μακρυγιάννης από τον καιρό του Καποδίστρια πάσχιζε να ανακαλύψει τους νέους κώδικες. Σ' αυτό το σημείο ο κ. Βερέμης μου επισημαίνει: «Ας μην ξεχνάμε πως κατείχε μεγάλη κτηματική περιουσία, πολλές φορές καταπατημένη, αλλά ήταν κι ένας άνθρωπος που φρόντιζε να δικτυώνεται καλά, όπως συνέβη με τον Όθωνα, ο οποίος του βάπτισε το παιδί κι εκείνος, ως ανταπόδοση, του έδωσε το όνομά του.
Επίσης, είναι ευρέως αναγνωρισμένος ως αγωνιστής, αλλά πρόκειται για έναν δευτεραγωνιστή, διότι δεν ήταν ποτέ στην πρώτη γραμμή της μάχης. Για τους αντιπάλους του στον εμφύλιο, όπως ο Κολοκοτρώνης και ο Παπαφλέσσας, δεν έχει κανέναν λόγο αναγνώρισης ή συμπάθειας. Μάλιστα, τον θάνατο του Πάνου Κολοκοτρώνη στον εμφύλιο τον θεωρεί το μόνο αίμα που έδωσε η οικογένειά του κατά τη διάρκεια του Αγώνα, ενώ για τον Παπαφλέσσα επιφυλάσσει ένα ξερό "τον συγχωρώ" μετά τη θυσία του στο Μανιάκι.
Επιπρόσθετα, ήταν ένας αυτοδημιούργητος αρματολός. Μάζεψε κάτι παλικάρια, είχε κάποιες οικονομίες κι έφτιαξε μια ομάδα. Ήταν αυτό που σήμερα ονομάζουμε "μισθοφόρος". Ήταν επάγγελμα το αρματολίκι, όχι όπως μαθαίνουμε στο σχολείο ότι οι αρματολοί θυσιάζονταν για την πατρίδα. Λάμβαναν για τις υπηρεσίες στην πατρίδα το λεγόμενο μισθοσιτηρέσιο».
Τι άνθρωπος ήταν όμως ο Μακρυγιάννης; «Διακατέχεται από μια θρησκοληψία πέραν της λογικής. Βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση βρασμού. Όμως πρόκειται και για έναν άνθρωπο που είχε συγγραφικό ταλέντο με μεγάλη λογοτεχνική αξία και λατρεύτηκε από σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο Σεφέρης, ο Παλαμάς, ο Ελύτης και ο Βενέζης» λέει ο κ. Βερέμης.
Πράγματι, για τον στρατηγό Μακρυγιάννη ο μεγάλος συγγραφέας της γενιάς του '30, ο Ηλίας Βενέζης, είχε γράψει: «Με τα κολλυβογράμματα που έμαθε σε δύο μήνες αρχίζει να γράφη τα "Απομνημονεύματά" του ‒ να χτίζη το μνημείο του. Λαϊκός αφηγητής σπουδαίος, αχάλαστος από κακές αναγνώσεις, με ένστικτο δυνατό, με ματιά που εισδύει στα έγκατα των ανθρώπινων πράξεων, με πίστη στον Θεό και στην πατρίδα, ιστορεί τους κατατρεγμούς των Ελλήνων από τους Τούρκους, τις μάχες, τις εξάρσεις και τις αδυναμίες, λέει για τα πρόσωπα, για τους γενναίους και για τους ιδιοτελείς».
Για το θέμα της θρησκοληψίας ο κ. Θεοτοκάς υποστηρίζει: «Οι εξαντλητικές νηστείες, οι προσευχές και οι εκστατικές εμπειρίες τού πρόσφεραν έμπνευση και πάθος για να παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα, καθώς ταυτιζόταν όλο και βαθύτερα με την αποστολή που πίστευε ότι του ανάθεσε η Θεία Πρόνοια: τη σωτηρία του ορθόδοξου λαού».
Αναντίρρητα ήταν ένας ταλαντούχος αφηγητής, λεβέντης αλλά και μια εγωκεντρική προσωπικότητα με πολύ έντονη συναισθηματική πλευρά. Για παράδειγμα, τραγουδούσε πολύ ωραία και αυτή ήταν η αιτία που τον οδήγησε σε ένα είδος τρέλας. Προς το τέλος της ζωής του, και ειδικά με το χειρόγραφο "Οράματα και Θάματα", διακρίνουμε το παραλήρημα ενός θρησκόληπτου παράφρονα».
Στη συζήτησή μας ο ιστορικός κ. Βερέμης αναφέρεται στον σημαντικό ανθρωπολόγο και ιστορικό John K. Campbell ο οποίος, στο έργο για τους Σαρακατσάνους, έγραφε: «Η πονηριά στις κοινότητες αυτές θαυμάζεται περισσότερο από την αγαθότητα, η οποία συχνά παρεξηγείται για αδυναμία».
Άρα συνειδητοποιούμε ότι η εξαπάτηση και το ψέμα πέραν της οικογένειας δεν θεωρούνταν κάτι μεμπτό. Επομένως, μέσα από τη διερεύνηση της προσωπικότητας του Μακρυγιάννη μπορούμε να βγάλουμε πολυάριθμα συμπεράσματα για τις επιπτώσεις των προβλημάτων μας σήμερα».
Καταλήγοντας, ο κ. Βερέμης συμπληρώνει: «Αναντίρρητα ήταν ένας ταλαντούχος αφηγητής, λεβέντης αλλά και μια εγωκεντρική προσωπικότητα με πολύ έντονη συναισθηματική πλευρά. Για παράδειγμα, τραγουδούσε πολύ ωραία και αυτή ήταν η αιτία που τον οδήγησε σε ένα είδος τρέλας. Προς το τέλος της ζωής του, και ειδικά με το χειρόγραφο "Οράματα και Θάματα", διακρίνουμε το παραλήρημα ενός θρησκόληπτου παράφρονα».
Στις 27 Απριλίου 1864 ο στρατηγός Μακρυγιάννης αφήνει την τελευταία του πνοή ήσυχα στο σπίτι του και σήμερα οι Αθηναίοι έχουν την παλιά συνοικία στην Ακρόπολη για να τους υπενθυμίζει ένα από τα ισχυρότερα σύμβολα της νεότερης Ελλάδας.
Ο Μακρυγιάννης εξακολουθεί να διχάζει. Για πολλούς ήταν το «ιδεατό παράδειγμα» της φυσιογνωμίας των Ελλήνων, ο έντιμος και ειλικρινής ήρωας, και γι' άλλους ένα «αρχέτυπο λαϊκισμού» και συμφεροντολόγος.
Ωστόσο, όλοι διακρίνουν σε αυτόν μια πολυσύνθετη προσωπικότητα με πλούσια δραστηριότητα και μεγάλη παρακαταθήκη για τις τέχνες και τα γράμματα. Το βέβαιο είναι ότι η ιστορία του Μακρυγιάννη δεν είναι μια απλή παράθεση γεγονότων. Πρόκειται για μια σημαντική μορφή της Επανάστασης και ο τρόπος σκέψης του συμπυκνώνεται στην πιο διάσημη φράση του: «Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς "εγώ"; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει "εγώ"· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε "εμείς". Είμαστε στο "εμείς" κι όχι στο "εγώ"».