Κάπου ανάμεσα στον ναό και βωμό του Άρεως και στην Ποικίλη Στοά, στον χώρο της Αρχαίας Αγοράς, στην κεντρική περιοχή και πάνω στον τοίχο κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή μόλις που ξεχωρίζει μέσα στη βλάστηση ένα τμήμα του περίβολου του Ιερού των Δώδεκα Θεών.
Ο περιηγητής Παυσανίας το ονομάζει Βωμό του Ελέους, του θεού της ευσπλαχνίας. Αδιάψευστος μάρτυρας του ιερού, η επιγραφή που διακρίνεται ανάμεσα στις πέτρες που χορτάριασαν: «Λέαγρος ανέθεκεν, Γλαύκωνος δώδεκα θεοίσιν», δηλαδή «Ο Λέαγρος, γιος του Γλαύκωνος, αφιέρωσε το άγαλμα [που δεν υπάρχει πια] στους δώδεκα θεούς».
Φαίνεται ότι ακόμα και στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια εξακολουθούσε να είναι τόπος ασυλίας, γι' αυτό ο Παυσανίας τον αναφέρει ως Βωμό του Ελέους. Σύμφωνα με τον Φιλόστρατο, ο θεός Έλεος λατρευόταν από τους Αθηναίους ως δέκατος τρίτος θεός.
Ο Θουκυδίδης δίνει την πληροφορία πως ο Πεισίστρατος, γιος του Ιππία και εγγονός του φημισμένου Πεισίστρατου, ίδρυσε στην Αγορά ένα ιερό αφιερωμένο στους δώδεκα θεούς του Ολύμπου.
Το ιερό ήταν ένας τετράγωνος περιφραγμένος χώρος με έναν βωμό στο κέντρο. Καταστράφηκε από τους βαρβάρους του Ξέρξη και ξαναχτίστηκε από τους Αθηναίους στο τέλος του Χρυσού Αιώνα.
Επειδή βρισκόταν σε πολύ κεντρικό σημείο της Αγοράς, ο Βωμός των Δώδεκα Θεών χρησίμευε ως αφετηρία μέτρησης αποστάσεων (σταδιασμός), όπως σήμερα είναι αφετηρία μέτρησης η πλατεία Συντάγματος. Επίσης, το ιερό υπήρξε το κατεξοχήν άσυλο για τους διωκόμενους.
Φαίνεται ότι ακόμα και στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια εξακολουθούσε να είναι τόπος ασυλίας, γι' αυτό ο Παυσανίας τον αναφέρει ως Βωμό του Ελέους. Σύμφωνα με τον Φιλόστρατο, ο θεός Έλεος λατρευόταν από τους Αθηναίους ως δέκατος τρίτος θεός.
Σε αυτό τον εύσπλαχνο θεό δεν έκαναν αιματηρές θυσίες ούτε αναίμακτες προσφορές αλλά πρόσφεραν τα δάκρυά τους. Επιπλέον, οι Αθηναίοι έστησαν βωμούς και λάτρεψαν την Αιδώ, την Ορμή και τη Φήμη, γι' αυτό και ο περιηγητής Παυσανίας εξαίρει τους Αθηναίους και πιστεύει πως είναι ευτυχέστεροι των άλλων θνητών, επειδή, όπως λέει, «είναι ολοφάνερο πως σε όσους είναι ανεπτυγμένη η ευσέβεια, σε βαθμό κάπως μεγαλύτερο από το σύνηθες, σε αυτούς ανάλογη είναι και η ευτυχία».