«Tα άτομα δέον να λαμβάνουν αφ' εαυτών τα υποδεικνυόμενα μέτρα. Και συγκεντρούνται ταύτα εις ένα μόνον σχεδόν. Την αποφυγήν των συγκεντρώσεων. Είνε το μόνον φάρμακον. Τα σκόρδα, το ούζο και τα άλλα γιατροσόφια ως προληπτικά κατά της γρίπης είναι κωμικά», διαβάζουμε στην εφημερίδα «Εμπρός» 17 Οκτωβρίου 1918.
Η πανδημία του κορωνοϊού ανέσυρε δραματικά γεγονότα που είχαν λησμονηθεί αλλά και αναπόφευκτες συγκρίσεις με παρόμοιες μολυσματικές ασθένειες του παρελθόντος.
Η ισπανική γρίπη του 1918 αποτελεί την πιο θανατηφόρα επιδημία από την εποχή της μαύρης πανώλης, προκαλώντας περίπου πενήντα εκατομμύρια θανάτους, ενώ το πέρασμά της αποδυνάμωσε το επίπεδο υγείας του πληθυσμού των κρατών που ενεπλάκησαν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Φυσικά, ούτε η χώρα μας έμεινε ανεπηρέαστη.
Η ισπανική γρίπη φτάνει στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1918, όταν ξεφορτώνονται στο λιμάνι της Πάτρας πακέτα συσκευασμένου καπνού που προέρχονταν από τη Θεσσαλονίκη. Οι εργάτες που ξεφόρτωσαν τα πακέτα, όπως και ο διευθυντής του καπνεργοστασίου της πόλης, ξαφνικά πεθαίνουν και η Πάτρα τίθεται σε καθεστώς καραντίνας.
Ωστόσο, το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός δεν έχει απασχολήσει την ελληνική ιστοριογραφία, με εξαίρεση την πρόσφατη μελέτη της ιστορικού και καθηγήτριας του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ Ευγενίας Μπουρνόβα.
Η καραντίνα είναι πρακτική πολλών αιώνων για την προστασία των πληθυσμών. Άρα, πρόκειται για μια επιτυχημένη πολιτική που υιοθετείται και σήμερα, τουλάχιστον μέχρι οι επιστήμονες να βρουν ένα αποτελεσματικό εμβόλιο.
«Η ιστορία είναι απαραίτητο εργαλείο για να φωτιστούν οι εμπειρίες από την εφαρμογή αποφάσεων και πολιτικών που ελήφθησαν στο παρελθόν, προκειμένου να αντιμετωπιστούν άλλες επιδημίες και πανδημίες», λέει στη LiFO η κ. Μπουρνόβα και θυμίζει: «Η γρίπη εκδηλώθηκε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1918, αλλά τα πρώτα της θύματα καταγράφηκαν στην πρωτεύουσα τον Σεπτέμβριο. Οι υγειονομικές δομές στην Αθήνα ήταν υποτυπώδεις. Σε όλο τον δήμο Αθηναίων, με τους 300.000 κατοίκους, μόνο τρία από τα δώδεκα νοσοκομεία λειτουργούσαν ως γενικά νοσοκομεία, κι αυτά με πολύ περιορισμένες δυνατότητες: ο Ευαγγελισμός, το Δημοτικό Νοσοκομείο «Ελπίς» και το Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Η επιδημία του 1918 εξαπλώθηκε τους φθινοπωρινούς μήνες και οδήγησε σε κλείσιμο σχολείων, κινηματογράφων, θεάτρων, καφενείων, καθώς και στην εφαρμογή ειδικών μέτρων καθαριότητας.
«Η Κυβέρνησις, ο Δήμος και όλαι αι αρχαί κάμνουν ό,τι ημπορούν διά να παύση η επιδημία της γρίπης. Δεν θα παύση όμως γρήγορα, αν κάθε ένας από ημάς δεν φροντίση να προφυλάξη και τον εαυτόν του και τους άλλους. Για να προφυλάξης τον εαυτόν σου από την γρίπην πρέπει να μην πλησιάζεις ανθρώπους που βήχουν ή έχουν κρυολόγημα και να μη πηγαίνης εις μέρη, που συχνάζουν πολλοί άνθρωποι.
Μόλις δε καταλάβης ότι έχεις ελαφρόν κρυολόγημα ή αδιαθεσίαν, πέσε αμέσως εις το κρεβάτι, κάμε δίαιταν με ολίγον ζεστό γάλα και φώναξε τον ιατρόν. Κατ' αυτόν τον τρόπον περνά συνήθως η αρρώστια ελαφρά και γρήγορα. Εκτός όμως του εαυτού σου, έχεις καθήκον να προφυλάξης και τους άλλους ανθρώπους, τους συγγενείς σου, τους φίλους σου, τους συνεργάτας σου. Διά τούτο, όταν είσαι κακοδιάθετος ή άρρωστος, μην τους πλησιάζης, μην αφήνεις να σε πλησιάζουν, μην πηγαίνης εις την εργασίαν σου και εις τα καφενεία, διότι άλλως θα κολλήσουν και οι άλλοι από σε», διαβάζουμε σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Εμπρός» στις 2 Νοεμβρίου 1918.
— Έχετε μελετήσει την ισπανική γρίπη στην Αθήνα. Ποιες είναι οι αναλογίες που διακρίνετε με την πανδημία του κορωνοϊού; Διαβάζουμε, για παράδειγμα, ότι η επιδημία εξαπλώθηκε τους φθινοπωρινούς μήνες και οδήγησε σε κλείσιμο σχολείων, κινηματογράφων, θεάτρων, και καφενείων και στην εφαρμογή ειδικών μέτρων καθαριότητας.
Όπως όλες οι παθήσεις και οι λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος, η γρίπη πάντα έχει έξαρση μετά το φθινόπωρο. Και παρότι η πρόοδος της ιατρικής επιστήμης το 1918 δεν μπορεί να συγκριθεί με το σημερινό επίπεδο ιατρικών γνώσεων και επιτευγμάτων, ήταν γνωστό ότι η αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση έναντι των λοιμώξεων ήταν ‒και παραμένει‒ η απομόνωση των ανθρώπων. Η καραντίνα είναι πρακτική πολλών αιώνων για την προστασία των πληθυσμών. Άρα, πρόκειται για μια επιτυχημένη πολιτική που υιοθετείται και σήμερα, τουλάχιστον μέχρι οι επιστήμονες να βρουν ένα αποτελεσματικό εμβόλιο.
Σύμφωνα με τη μελέτη της κ. Μπουρνόβα, η γρίπη του 1918 προσέβαλλε κυρίως ενήλικες, και μάλιστα άνδρες, αλλά και ευάλωτους πληθυσμούς, όπως τα παιδιά έως πέντε ετών και τους ηλικιωμένους άνω των εξήντα ετών. Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί τους είναι τα κατεξοχήν θύματα, αλλά δεν λείπει και το τμήμα του ενεργού αθηναϊκού πληθυσμού που συγχρωτίζεται με συναδέλφους στον χώρο εργασίας, όπου η ασθένεια μεταδίδεται το ίδιο εύκολα όπως στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο ή στον στρατώνα.
Πάνω από τους μισούς άνδρες-θύματα της επιδημίας γρίπης ήταν μαθητές, φοιτητές, αλλά κυρίως στρατιώτες και αξιωματικοί. Το άλλο ‒μικρό‒ μισό αφορούσε βιοτέχνες, μικρεμπόρους και τους υπαλλήλους τους.
Τι μαθαίνουμε από την Ιστορία σχετικά με τον τρόπο που οι κοινωνίες διαχειρίστηκαν τις πανδημίες παλιότερα; «Η ιστορική έρευνα αναδεικνύει πράγματι τους τρόπους με τους οποίους οι κοινωνίες αντιμετώπισαν παλιότερες πανδημίες. Οι εμπειρίες από την εφαρμογή αποφάσεων και πολιτικών που ελήφθησαν στο παρελθόν είναι πολύτιμες, προκειμένου να αντιμετωπιστούν άλλες επιδημίες και πανδημίες. Οι ιστορικοί έχουν μελετήσει τη θνησιμότητα που κατά καιρούς προκαλούσαν οι διάφορες ασθένειες αλλά και τις επιπτώσεις των ασθενειών και των επιδημιών στη μετέπειτα υγεία των ανθρώπων και, βεβαίως, στην κοινωνία ολόκληρη.
Κατά το ξέσπασμα μιας επιδημίας, εκτός από την ανθρώπινη οδύνη, προκαλούνταν πανικός στον πληθυσμό και διατάραξη της κοινωνικής και οικονομικής δομής, με αποτέλεσμα να διακόπτεται κάθε ανάπτυξη στις πληγείσες περιοχές. Δηλαδή, ο ίδιος μηχανισμός που παρατηρούμε και σήμερα έχει αποτελέσει αντικείμενο ιστορικής μελέτης, γι' αυτό θα άξιζε να τον γνωρίζουμε καλύτερα», απαντά η κ. Μπουρνόβα.
Στην ερώτηση για τις συνέπειες της επιδημίας της ισπανικής γρίπης στον πληθυσμό η ιστορικός τονίζει: «Παγκοσμίως προκάλεσε περίπου 50 εκατομμύρια θανάτους και οι μακροχρόνιες επιπτώσεις στη γεννητικότητα και την υγεία των κατοίκων των διαφόρων χωρών αποτελούν μέχρι και σήμερα αντικείμενο μελέτης. Φαίνεται όμως πως επειδή η λεγόμενη ισπανική συνέβη σε περίοδο πολέμου, δεν είχε σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία των χωρών που επλήγησαν».
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε δημοσιεύματα της εποχής κυριαρχούν θεωρίες για την αντιμετώπιση της επιδημίας με γιατροσόφια, ούζα και σκόρδα. Σήμερα βλέπουμε να επικρατούν και πάλι fake news και θεωρίες συνωμοσίας. Στο σημείο αυτό η κ. Μπουρνόβα επισημαίνει: «Τα γιατροσόφια χρησιμοποιούνταν ανέκαθεν, αλλά προφανώς, όταν η ιατρική επιστήμη αναπτύχθηκε, δηλαδή τον 20ό αιώνα, η χρήση τους υποχώρησε σταδιακά, χωρίς να εξαφανιστεί. Η πολιτεία, μέσω της εκπαίδευσης αλλά και των οργανισμών υγείας, προσπαθεί ακόμα και σήμερα να διαπαιδαγωγήσει τους πολίτες ώστε να στρέφονται στους ειδικούς επιστήμονες.
Ωστόσο, η αλλαγή νοοτροπιών και πολιτισμικού επιπέδου είναι μια μακρόχρονη διαδικασία. Υπάρχει πάντα ένα σημαντικό, δυστυχώς ακόμα, ποσοστό ανθρώπων που, επηρεαζόμενο από διάφορα ιδεολογήματα, υιοθετεί ανορθολογική στάση, με αποτελέσματα δραματικά τόσο για τους ίδιους όσο και για τους συνανθρώπους τους. Δυστυχώς δεν είναι μόνο οι συνωμοσιολογικές ερμηνείες αλλά και οι θρησκόληπτοι που υιοθετούν μια στάση ανεύθυνη και μοιρολατρική, υποστηρίζοντας πως «ό,τι έχει γράψει, δεν ξεγράφει», αλλά είναι και οι πρώτοι που τρέχουν στα νοσοκομεία για να σωθούν».
— Πώς εξηγείτε ότι πάνω από τους μισούς άνδρες θύματα της επιδημίας γρίπης ήταν μαθητές, φοιτητές, αλλά κυρίως στρατιώτες και αξιωματικοί;
Επειδή η επιδημία ξέσπασε την τελευταία χρονιά του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν αδύνατον να προφυλαχτούν οι στρατιώτες που υπηρετούσαν ή και μάχονταν ο ένας δίπλα στον άλλο. Επίσης, στα σχολεία οι μαθητές και στο πανεπιστήμιο οι φοιτητές ‒που ήταν κατεξοχήν άνδρες‒ βρίσκονταν ο ένας δίπλα στον άλλο. Άρα πολύ γρήγορα νόσησαν. Τα καφενεία είναι χώρος ανδρικής κοινωνικότητας, άρα και εκεί δημιουργούνταν συνωστισμός, με αποτέλεσμα τη γρήγορη μετάδοση. Το κλείσιμο όλων αυτών ανέστειλε τον ρυθμό εξάπλωσης.
Κλείνοντας τη συζήτησή μας, τη ρωτάω τι ήταν αυτό που την εντυπωσίασε περισσότερο κατά τη διάρκεια της έρευνάς της. «Η μελέτη αυτή έγινε πριν από την έναρξη της επιδημίας του Covid-19. Οι ομοιότητες στον τρόπο μετάδοσης και στο προφίλ των θυμάτων είναι εντυπωσιακές. Τα περίπου 1.700 θύματα μέσα σε 3 μήνες στην Αθήνα του 1918, που είχε μόνο 300.000 πληθυσμό, είναι μεγάλο ποσοστό, αλλά η τότε κοινωνία ήταν συνηθισμένη σε υψηλά ποσοστά θνησιμότητας. Γι' αυτό και δεν πέρασε στη συλλογική μνήμη των Αθηναίων ως μεγάλη επιδημία. Σήμερα, ένα αντίστοιχο ποσοστό θανάτων θα είχε προκαλέσει μεγάλο πανικό» καταλήγει.
σχόλια