Πρόσφατα στη σελίδα της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στo Facebook αναρτήθηκαν μερικές φωτογραφίες από τα πρώτα ημερολόγια των ανασκαφών στην Κόρινθο. Στην πρώτη σελίδα του ημερολογίου, με χρονολογία 23 Μαρτίου 1896, διαβάζουμε: «Αρχίσαμε βόρεια, από το δημόσιο σχολείο, με έξι άνδρες, για να ανακαλύψουμε ένα μαρμάρινο ενεπίγραφο επιστύλιο που είχε δει ο Mitchhöfer πριν από δέκα χρόνια». Μαζί με αυτήν υπήρχαν και φωτογραφίες από άλλες σελίδες ημερολογίων, όπου μπορούσες να δεις καταχωρισμένα τα ευρήματα των αρχαιολόγων σε καλαίσθητα σκίτσα και ακριβώς δίπλα μια μικρή περιγραφή. Τα ανασκαφικά ημερολόγια άλλωστε είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ανασκαφή και αποτελουν τομοναδικό γραπτό τεκμήριο της ανασκαφικής πορείας.
Οι σελίδες αυτών των πρώτων ημερολογίων μοιάζουν σήμερα κι αυτές με πολύτιμα ευρήματα, μέσα από τα οποία μπορεί κανείς να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο οι αρχαιολόγοι του παρελθόντος καταχώριζαν τον πλούτο των αρχαιοτήτων που έρχονταν στην επιφάνεια μέσα από την εργασία τους. Μοιάζουν αληθινά με έργα τέχνης. Σήμερα, στο site της Αμερικανικής Σχολής υπάρχουν ψηφιοποιημένα 1.116 ημερολόγια ανασκαφών, 200 σελίδες κατά μέσο όρο το καθένα, και καλύπτουν τη χρονική περίοδο από το 1896 έως το 2007, οπότε και άλλαξε άρδην το σύστημα καταγραφής, εφόσον η ψηφιακή εποχή έφερε πλέον άλλες απαιτήσεις αλλά και ευκολίες.
Mέσα από αυτά μπορεί να δει κανείς την εξέλιξη της επιστήμης της ανασκαφικής και, τέλος, εκεί μέσα κρύβεται και η καταγραφή της ζωής στο χωριό της αρχαίας Κορίνθου για περισσότερο από έναν αιώνα.
Για όσους δεν γνωρίζουν, η Αμερικανική Σχολή πραγματοποιεί από το 1896 ανασκαφές στην αρχαία Κόρινθο υπό την εποπτεία του Υπουργείου Πολιτισμού και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κορινθίας,το μεγάλο αστικό κέντρο της βόρειας Πελοποννήσου με τη μεγάλη και λαμπρή ιστορία. Οι ανασκαφές της Κορίνθου είχαν μάλιστα τόσο μεγάλη απήχηση στην Αμερική, που το 1932, με προσφορά της δωρήτριας Αda Small Moore, χτίστηκε το Μουσείο της Κορίνθου, το οποίο αργότερα παραχωρήθηκε από την Αμερικανική Σχολή στο ελληνικό Δημόσιο. Το 1950, πάλι με δαπάνες της ίδιας δωρήτριας, έγινε και η επέκτασή του. Μερικές από τις πιο σημαντικές αρχαιότητες που ήρθαν στο φως στην Κόρινθο είναι η Ρωμαϊκή Αγορά της πόλης, ναοί, κρήνες, στοές, λουτρικές εγκαταστάσεις και ποικίλα άλλα μνημεία, ενώ από τα κυριότερα μνημεία της προ-ρωμαϊκής εποχής είναι ο δωρικός περίπτερος ναός του Απόλλωνα του 6ου π.Χ. αιώνα, ο οποίος ανακαινίστηκε το 44 μ.Χ., όταν ανοικοδομήθηκε η Κόρινθος από τους Ρωμαίους.
Το αρχαιολογικό τοπίο, η καρδιά του οποίου εντοπίζεται στον οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Κορίνθου, είναι εξαιρετικά εκτεταμένο και ανεξερεύνητο για τους πολλούς, εκτός ίσως από ελάχιστους αρχαιολόγους και τους ίδιους τους κατοίκους. Εκτείνεται από το κάστρο, τον Ακροκόρινθο, στα νότια και ως τη θάλασσα στα βόρεια, στο αρχαίο λιμάνι. Η κατοίκηση του ανθρώπου υπήρξε συνεχής στα τρία γεωλογικά άνδηρα που έχουν αναδυθεί από τον βυθό της θάλασσας τα τελευταία εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Ο άνθρωπος ζει εδώ ανελλιπώς από το 6000 π.Χ., ενώ σήμερα 200.000 άνθρωποι επισκέπτονται τον χώρο ετησίως. Γιατί είναι τόσο σημαντικός, λοιπόν, ο συγκεκριμένος χώρος;
Σύμφωνα με τη δρα Ιουλία Τζώνου, υποδιευθύντρια των Ανασκαφών Κορίνθου της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, η εξέχουσα παγκόσμια αξία της Κορίνθου επικεντρώνεται σε δύο σημεία:
«Το πρώτο είναι τα στοιχεία της κορινθιακής ταυτότητας: η τεχνολογία, η τεχνογνωσία, οι ιδέες, η περιπέτεια και η ανακάλυψη. Η Κόρινθος αποτέλεσε πέρασμα, κέντρο συνάντησης ανθρώπων και ανταλλαγής ιδεών και τεχνολογίας διαμέσου των αιώνων ήδη από την προϊστορία και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Οι Έλληνες ξεκίνησαν από την Κόρινθο και έχτισαν αποικίες στην Ιταλία τον 8ο αι. π.Χ., φέρνοντας μαζί τους την τεχνογνωσία στη ναυπηγική, στη ναυτιλία, στο εμπόριο και στις τέχνες (ιδιαίτερα στην πηλοπλαστική, στην αρχιτεκτονική και στην κεραμική). Οι Ρωμαίοι ήρθαν στην Κόρινθο από την Ιταλία τον 2ο αι. π.Χ. και μπολιάστηκαν με τον ελληνικό πολιτισμό. Η ανάμειξη των πληθυσμών και η μεγαλουργία του ανθρώπινου πνεύματος σε περιοχές όπου οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή και ανταλλάσσουν ιδέες και γνώσεις είναι επίκαιρα στοιχεία και ζητούμενα στην εποχή μας με τις μετακινήσεις πληθυσμών, ιδεών και τεχνολογίας.
Το δεύτερο σημείο είναι η συνύπαρξη του διαφορετικού και η συμμετοχή όλων. Η πολιτιστική κληρονομιά είναι κοινό αγαθό. Η μοναδική ύπαρξη του αρχαιολογικού χώρου ως αναπόσπαστου κομματιού ζωντανού οικιστικού τοπίου τα τελευταία 8.000 χρόνια πρέπει να μας ωθήσει να διακηρύξουμε ότι οι κοινωνίες συνεχίζουν να ζουν και να δημιουργούν σε άμεση γειτνίαση με τις δημιουργίες των ανθρώπων του παρελθόντος, χωρίς τα αρχαία κατάλοιπα να αποτελούν τροχοπέδη, χωρίς να θεωρούνται όσια και ιερά, ανέγγιχτα και απροσπέλαστα. Εμπλέκονται άμεσα και συνυπάρχουν γιατί υπάρχει επικοινωνία των αξιών τους και ο καθένας αναγνωρίζει την αξία τους στην προσωπική του εμπειρία και επαφή με το παρελθόν, καθώς δημιουργεί το μέλλον».
Η ανασκαφή της Κορίνθου, πάντως, εξακολουθεί να αποτελεί το κατεξοχήν πεδίο ανασκαφικής εκπαίδευσης για γενιές Αμερικανών αρχαιολόγων, ενώ η σχολή διατηρεί ακόμα και σήμερα στην Κόρινθο ένα κέντρο έρευνας, καθώς και χώρους φιλοξενίας των μελετητών.
Πώς, όμως, οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι ανακάλυψαν την αρχαία Κόρινθο το 1896; Σύμφωνα με τη δρα Τζώνου, η ιστορία, όπως καταγράφεται στα ημερολόγια της εποχής και όπως παρουσιάζεται στο εξαιρετικό βιβλίο της Robinson, έχει ως εξής: «Το μόνο ορατό μνημείο το οποίο είχε διατηρηθεί διαμέσου των αιώνων στο τοπίο ήταν αυτό του αρχαϊκού ναού του Απόλλωνα. Όλος ο υπόλοιπος χώρος βρισκόταν κάτω από μέτρα αποθέσεων που με τους αιώνες είχε δημιουργήσει η διάβρωση από τις πλαγιές του Ακροκορίνθου. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, Γιώργος Tσέλλιος, που είχε χτιστεί πάνω από την Πειρήνη και στο οποίο διέμεναν οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι, τους είπε ότι στην αυλή του είχε ένα πολύ περίεργο πηγάδι. Το νερό του δεν ήταν στάσιμο αλλά τρεχούμενο. Οι αρχαιολόγοι κατέβηκαν στο πηγάδι και βρέθηκαν μπροστά στην πρόσοψη της Κρήνης Πειρήνης. Όλη η έκταση του αρχαίου οικισμού ήταν διάτρητη από πηγάδια, καθώς οι άνθρωποι, έχοντας σπουδάσει τη μορφολογία της γης για λόγους επιβίωσης, ήξεραν πού ακριβώς έπρεπε να σκάψουν για να βρουν νερό. Η Πειρήνη είναι η πηγή της ζωής του οικισμού. Έχοντας εντοπίσει την Πειρήνη, οι αρχαιολόγοι μπόρεσαν, ακολουθώντας την περιγραφή του περιηγητή Παυσανία, να ταυτίσουν τα υπόλοιπα μνημεία στον χώρο με σχετική σιγουριά και ευκολία».
Πώς ήταν, άραγε, η ζωή εκεί την εποχή εκείνη και ποιες οι δυσκολίες που ενδεχομένως αντιμετώπισαν οι αρχαιολόγοι;
H ζωή στην Κόρινθο την εποχή εκείνη, στα τέλη του 19ου αι., ήταν πολύ δύσκολη. Οι άνθρωποι ασχολούνταν ως επί το πλείστον με τη γη, ήταν αγρότες, φτωχοί. Η χώρα είχε μόλις βγει από πολλούς πολέμους.
Οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι κατάγονταν ως επί το πλείστον από εύπορες οικογένειες και έφερναν πολλά χρήματα στο χωριό, καθώς είτε νοίκιαζαν τα χωράφια για να απορρίπτουν τα χώματα των ανασκαφών τους, είτε αγόραζαν γη για να σκάψουν, την οποία πάντα δώριζαν στο ελληνικό κράτος, είτε είχαν ανάγκη από εργάτες για τις ανασκαφές αλλά και σπίτι για να ζουν οι ίδιοι.
Οι κάτοικοι του χωριού μαστίζονταν από ασθένειες, όπως η ελονοσία και ο τύφος – η ελονοσία προκαλούνταν από λιμνάζοντα νερά που εξέθρεφαν κουνούπια.
Οι Αμερικανοί αμέσως προσπάθησαν να εξυγιάνουν το νερό που έπιναν οι άνθρωποι με χλώριο. Καθώς υπήρχαν αρχαία πηγάδια παντού στην περιοχή τα οποία έχασκαν ανοιχτά, ζώα έπεφταν μέσα σ' αυτά και σάπιζαν, μολύνοντας το νερό. Αγωνίστηκαν, λοιπόν, να κλείσουν τα πηγάδια. Επίσης, φρόντισαν για την απορροή των λιμναζόντων υδάτων ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος της ελονοσίας. Οι αρχαιολόγοι είχαν να αντιμετωπίσουν, βέβαια, και την καχυποψία των ντόπιων, οι οποίοι δεν κατανοούσαν το ενδιαφέρον τους για την αρχαιότητα.
Ενδεικτικά αναφέρονται κάποιοι από τους σημαντικότερους αρχαιολόγους της Αμερικανικής Σχολής: ο Bert Hodge Hill, ο οποίος αγωνίστηκε ενάντια στη Λερναία Ύδρα που λέγεται Πειρήνη, τόσο όσον αφορά το μνημείο, την ανασκαφή και τη συντήρησή του, αλλά και όσον αφορά τη σχέση του με τους κατοίκους του χωριού, καθώς το νερό της Πειρήνης τροφοδοτούσε το χωριό όταν ήρθαν οι Αμερικανοί.
Ο Carl Blegen, ο ανασκαφέας της Τροίας και της Πύλου, που έμαθε την τέχνη της ανασκαφής στην αρχαία Κόρινθο. Έφθασε εκεί ως φοιτητής και διενήργησε ανασκαφές στον κεντρικό αρχαιολογικό χώρο και στον Ακροκόρινθο και στο Κοράκου, στον χώρο όπου βρισκόταν το επίνειο της μυκηναϊκής Κορίνθου.
Και τέλος ο Oscar Broneer, ο οποίος έγινε «Αρχαιοκορίνθιος». Πέρασε τη ζωή του στην Κόρινθο, δούλεψε στην Αθήνα και στα 'Ισθμια και σήμερα είναι θαμμένος στο νεκροταφείο του χωριού.
Πώς ακριβώς εργάζονταν οι αρχαιολόγοι τότε; «Προσλάμβαναν μεγάλο αριθμό εργατών –μέχρι και εκατό–, γιατί μετακινούσαν μεγάλες ποσότητες χώματος. Καθώς σκοπός τους ήταν η αποκάλυψη των μνημείων, δούλευαν γρήγορα και χωρίς προσοχή στη λεπτομέρεια. Η καταγραφή της ανασκαφής γίνονταν σαν ένα προσωπικό ημερολόγιο περιγραφής των δραστηριοτήτων κάθε ημέρας. Δεν υπήρχε σύστημα και κάθε ανασκαφέας είχε τον δικό του τρόπο με βάση την προσωπικότητα, τα ενδιαφέροντα και τις γνώσεις του. Η έννοια της στρωματογραφίας, αν και εμφανίζεται πολύ νωρίς, ήδη από τις αρχές τους 20ού αι., δεν χρησιμοποιείται με τον τρόπο που θα επιθυμούσαμε εμείς σήμερα, δηλαδή στη χρονολόγηση των αποθέσεων και των μνημείων. Είναι απλώς περιγραφική των χωμάτων που ανασκάπτονταν» λέει η δρ Τζώνου.
Το 1896, όταν ξεκίνησαν οι ανασκαφές στην Κόρινθο, ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα με τα οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι αρχαιολόγοι ήταν αυτό της τοπογραφίας και του εντοπισμού ορισμένων σημαντικών μνημείων. Έτσι, η καταχώριση των κινητών αντικειμένων που βρέθηκαν στις ανασκαφές δεν ξεκίνησε πριν από το 1903. Λόγω του ότι ορισμένες κατηγορίες αντικειμένων θεωρήθηκαν πιο σημαντικές συγκριτικά με άλλες, αυτές ήταν και οι πρώτες που καταχωρίστηκαν στους καταλόγους. Γι' αυτόν τον λόγο, στα βιβλία καταγραφών πρώτες προστέθηκαν μερικές επιγραφές, έργα γλυπτικής και αρχιτεκτονικά θραύσματα.
Με την πάροδο των χρόνων ο Carl Blegen ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με την κεραμική και έτσι το 1915 ξεκίνησε την τήρηση ενός αρχείου με τα έργα της. Αυτό που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον στα ευρήματα της κεραμικής είναι ότι στην πλειοψηφία τους προσδιορίστηκαν με το πρόθεμα CP που παραπέμπει στην Κορινθιακή Κεραμική (Corinthian Pottery).
Αρχικά, όλες οι κατηγορίες των αντικειμένων ήταν αριθμημένες σειριακά. Στη συνέχεια, και ενώ οι ανασκαφές επεκτείνονταν, αποκαλύπτοντας έναν τεράστιο αριθμό αντικειμένων, οι αρχαιολόγοι διαπίστωσαν ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν πρακτικό. Επομένως, τα έργα της κεραμικής ήταν τα πρώτα για τα οποία άλλαξε το προϋπάρχον σύστημα αρίθμησης: προστέθηκε ο χρόνος των ανασκαφών ως αναγνωριστικός αριθμός για κάθε αντικείμενο, με έτος έναρξης το 1925. Έτσι, από το 1925 μέχρι σήμερα στα έργα της κεραμικής αναγράφεται το πρόθεμα C (που παραπέμπει στο Ceramic), το έτος ανασκαφής και ένας επιπλέον αριθμός δίπλα από το έτος.
Οι καταχωρίσεις στους καταλόγους αρχικά περιλάμβαναν έναν αριθμό αντικειμένου, την ημερομηνία της ανασκαφής, το σημείο όπου βρέθηκε, μια σύντομη περιγραφή, τις διαστάσεις του και ορισμένες φορές μια αναφορά στον φωτογράφο. Αν και για τις επιγραφές υπήρχε εξαρχής ένα απλό σχεδιάγραμμα για το εκάστοτε εύρημα, όσον αφορά τα έργα της γλυπτικής τα σχεδιαγράμματα προστέθηκαν μετά το 1909, ενώ για τα αρχιτεκτονικά θραύσματα μετά το 1933. Σταδιακά, οι περιγραφές των ευρημάτων γίνονταν πιο λεπτομερείς, ενώ συγχρόνως προστέθηκαν και παραπομπές σε δημοσιεύσεις και στα βιβλία ανασκαφών. Πριν από το 1927, οπότε εισήχθη για πρώτη φορά το σύστημα των καρτών από την Gladys Weinberg, τα βιβλία καταγραφής των ευρημάτων ήταν χειρόγραφα.
To σύστημα των καταγραφών στην Κόρινθο έχει εξελιχθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες λόγω των αρκετών αρχαιολογικών ανασκαφών που έχουν πραγματοποιηθεί. Αν και είναι πολλοί οι αρχαιολόγοι που έχουν συμβάλει στην υλοποίηση του έργου, η Nancy Bookidis και ο Charles K. Williams II είναι κυρίως αυτοί που, από το 1960 μέχρι και το 1990, ανέλαβαν το μεγαλύτερο κομμάτι του έργου.
Σημαντικός σταθμός στην εξέλιξη αυτών των συστημάτων θεωρήθηκε το έτος 2001, όταν διευθυντής των Ανασκαφών Κορίνθου ήταν ο Guy Sanders ο οποίος με τη βοήθεια του James Herbst έκαναν τη μετάβαση στο σύστημα βάσης δεδομένων της Access. Με αυτόν τον τρόπο έγινε η συσχέτιση των αντικειμένων που βρέθηκαν στις ανασκαφές με ανασκαφικά τους συμφραζόμενα. Βέβαια, παρά το γεγονός ότι η ψηφιακή εποχή βρήκε την Κόρινθο καλά προετοιμασμένη ως προς τη δημιουργία ενός ψηφιακού αρχείου, η υλοποίηση αυτής της διαδικασίας πρόκειται να διαρκέσει πολλά χρόνια, δεκαετίες, και απαιτεί πολλή δουλειά από γενιές αρχαιολόγων στο μέλλον.
Σήμερα συνεχίζεται το σύστημα καταγραφής των αντικειμένων ψηφιακά, ενώ παράλληλα τυπώνονται και καρτέλες καταγραφής αντίστοιχες με αυτές που είχαν σχεδιάσει οι Williams και Bookidis από τη δεκαετία του 1960. Οι καταχωρίσεις στους καταλόγους είναι διαθέσιμες και online, πρακτική την οποία καθιστά απαραίτη η διαφορετική στάση των γενεών των αρχαιολόγων ως προς τη χρήση των καρτέλλων και των ψηφιακών καταχωρίσεων. To ψηφιακό αρχείο της Αμερικανικής Σχολής, δημιούργημα του Bruce Hartzler των Ανασκαφών της Αγοράς της Αμερικανικής Σχολής, έγινε προοσβάσιμο online στη διεύθυνση ascsa.net πριν περίπου μια δεκαετία. Ενώ όλοι οι φοιτητές χρησιμοποιούν σχεδόν αποκλειστικά το ψηφιακό αρχείο στην έρευνά τους ως μέρος της τάσης στην αρχαιολογία που θέλει να περιορίσει τη χρήση του χαρτιού, οι παλαιότερες γενιές εμμένουν στη χρήση του χαρτιού.
Επίσης, η καταγραφή της ανασκαφής γίνεται πλέον ψηφιακά στο χώρο χρησιμοποιώντας το IDig, ένα ακόμα εξαιρετικό εργαλείο που δημιούργησε ο Hartzler . Το ψηφιακό αρχείο αποτελεί μια πολύτιμη πηγή στη διαδικασία της έρευνας, γιατί επιτρέπει την ταυτοποίηση και την καταχώριση αντικειμένων και μνημείων από τις αρχές των Ανασκαφών μέχρι σήμερα.
Ωστόσο, αυτά τα πρώτα τετράδια των ανασκαφών της Κορίνθου αξίζουν πολλά, διότι χάρη σε αυτά βρίσκουμε την καταγραφή της ανασκαφής, δηλαδή των στοιχείων εκείνων που μας βοηθούν να ανασυνθέσουμε τη ζωή των ανθρώπων κατά το παρελθόν. Επίσης, μέσα από αυτά μπορεί να δει κανείς την εξέλιξη της επιστήμης της ανασκαφικής και, τέλος, εκεί μέσα κρύβεται και η καταγραφή της ζωής στο χωριό της αρχαίας Κορίνθου για περισσότερο από έναν αιώνα.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 30.9.2019