Βρισκόμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού και, σύμφωνα με το γρηγοριανό ημερολόγιο, στα μέσα του μήνα Ιουλίου, που ονομάστηκε έτσι προς τιμή του Ιουλίου Καίσαρα. Για τους αρχαίους Αθηναίους, όμως, μόλις ξεκίνησε ο νέος χρόνος.
Ο Ιούλιος, σύμφωνα με το αττικό ημερολόγιο, ένα από τα πολλά που ίσχυαν στην αρχαιότητα, αντιστοιχεί στον δικό τους Εκατομβαιώνα. Καθόλου τυχαία ο μήνας αυτός ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα, τον θεό του φωτός, και πήρε το όνομά του από την περίφημη Εκατόμβη, μια μεγαλοπρεπή θυσία 100 βοδιών με σκοπό τον εξιλασμό, αλλά αποτελούσε και μια καλή ευκαιρία να προσφερθεί στον λαό ένα πλούσιο συμπόσιο. Στη διάρκεια του Eκατομβαιώνα, άλλωστε, γιορτάζονταν τα Παναθήναια – η αρχαιότερη και σημαντικότερη γιορτή των Aθηναίων, αφού κατά την παράδοση: «Εριχθόνιος και των Παναθηναίων την εορτήν συνεστήσατο» (Πάριον Xρονικόν, στ. 18).
Οι περισσότεροι από εμάς ετοιμαζόμαστε για τις καλοκαιρινές μας διακοπές, αυτή την τόσο σημαντική ανάπαυλα για να μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε στις δυσκολίες του επερχόμενου χειμώνα. Ειδικά οι Αθηναίοι θέλουμε να αφήσουμε, έστω και για λίγο, πίσω μας την τσιμεντούπολη και να απολαύσουμε τον ήλιο και τη θάλασσα. Όσοι παραμείνουν στο κλεινόν άστυ, ίσως παρηγορηθούν με την ιδέα ότι το καλοκαίρι οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν έπαιρναν άδειες από την εργασία τους για να πάνε κάπου αλλού. Ταξίδευαν μεν για επαγγελματικούς ή θρησκευτικούς λόγους, ή ακόμα και για λόγους υγείας, αλλά διακοπές με τη σημερινή έννοια της λέξης δεν έκαναν.
Αυτοί που πρώτοι καθιέρωσαν τις διακοπές για ξεκούραση ήταν οι Ρωμαίοι, σύμφωνα με τον καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας Μιχάλη Τιβέριο.
Η θεότητα Θέρος είναι η προσωποποίηση του καλοκαιριού. Είναι μία από τις Εποχές, φτερωτές θεότητες, κόρες του Ήλιου, με τις υπόλοιπες τρεις να ονομάζονται Έαρ, Οπώρα και Χειμών. Οι αρχαίοι Αθηναίοι υπολόγιζαν το μεν Έαρ και την Οπώρα από δυο μήνες εκάστη, το δε Θέρος και τον Χειμώνα από τέσσερις μήνες.
Παρ’ όλα αυτά, όταν η θερμοκρασία έφτανε σε υψηλά επίπεδα, όσοι ζούσαν παράκτια έκαναν τα μπάνια τους στη θάλασσα, καθώς και την ηλιοθεραπεία τους. Από μικροί, άλλωστε, μάθαιναν να δαμάζουν το υγρό στοιχείο ως μέρος της βασικής αλλά και της στρατιωτικής τους εκπαίδευσης. «Ο μη επισταμένος μήτε νειν μήτε γράμματα απαίδευτος εστί και βάρβαρος» (αυτός που δεν γνωρίζει κολύμπι και γράμματα είναι απαίδευτος και βάρβαρος) επισημαίνουν οι πηγές.
Ο Ηρόδοτος μας περιγράφει ότι στην ονομαστή Ναυμαχία της Σαλαμίνας τα θύματα από την πλευρά των Ελλήνων ήταν λιγοστά, γιατί οι πολεμιστές που βρέθηκαν στη θάλασσα, όταν το καράβι τους βυθίστηκε, κολύμπησαν και βγήκαν σώοι στις γειτονικές ακτές. Απεναντίας, οι περισσότεροι από τους «βαρβάρους» πνίγηκαν επειδή δεν ήξεραν κολύμπι.
Επιπλέον, αρχαίες σχετικές μαρτυρίες, γραπτές και εικονιστικές, μας βεβαιώνουν ότι στην αρχαιότητα με την κολύμβηση δεν ασκούνταν μόνον άνδρες αλλά και γυναίκες. Όσοι, βέβαια, ζούσαν στην πόλη ή στην ενδοχώρα, διέθεταν πισίνες, τις λεγόμενες «κολυμβήθρες», στα διάφορα γυμναστήρια, οι οποίες, όμως, προορίζονταν μόνο για τους άνδρες. Μια πισίνα του 5ου αι. π.X. έχουν φέρει στο φως οι γερμανικές ανασκαφές στην Ολυμπία, δίπλα στον ποταμό Κλάδεο. Πρόκειται για μια υπαίθρια δεξαμενή, διαστάσεων περίπου 24x16 μ. και βάθους γύρω στο 1,60 μ.
Μια ανάλογη κατασκευή έχει ανακαλυφθεί και στην Ποσειδωνία (Paestum), αποικία των Συβαριτών, στη Νότια Ιταλία. Και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι από την Ποσειδωνία έχει διασωθεί μία από τις πιο ωραίες και πιο χαρακτηριστικές αρχαίες παραστάσεις κολύμβησης από τον επονομαζόμενο «Τάφο του Δύτη». Ένας προικισμένος ζωγράφος των αρχών του 5ου αι. π.X. έχει αποδώσει λιτά αλλά και επιβλητικά έναν νεαρό να κάνει, με άψογη τεχνική, ένα εντυπωσιακό άλμα κατάδυσης από έναν κτιστό ψηλό βατήρα.
Όπως φαίνεται και στην τοιχογραφία, οι αρχαίοι κολυμπούσαν γυμνοί, αν και μερικές φορές μπορεί να φορούσαν τη «λουτρίδα», ένα λεπτό χιτώνιο που χρησίμευε ως μαγιό. Ένα άλλου είδους μαγιό, που αποτελείται από δύο τεμάχια και είναι ένας μακρινός πρόδρομος του σημερινού μπικίνι, απεικονίζεται σε ένα ψηφιδωτό δάπεδο της Villa Romana del Casale στη Σικελία, το οποίο χρονολογείται από την εποχή του Διοκλητιανού (τέλη 3ου αι. μ.Χ.).
Σε αυτό παρακολουθούμε δέκα νεαρές αθλήτριες σε δύο σειρές, τα λεγόμενα bikini girls, να επιδίδονται σε διάφορα αθλήματα, όπως η άρση βαρών και η δισκοβολία, και σε παιχνίδια με μπάλα. Στην πραγματικότητα, βέβαια, φορούν τα εσώρουχά τους, με το πάνω μέρος να είναι γνωστό στα αρχαιά ελληνικά ως «στρόφιον» ή «απόδεσμος» και στα λατινικά ως «fascia pectoralis», που ήταν απλά μια πλατιά ταινία, είτε από λινό είτε από μαλλί, η οποία τυλιγόταν γύρω από τα στήθη κι έδενε στην πλάτη. Σε κάθε περίπτωση, η σύγκριση με το σύγχρονο μπικίνι, που έκανε την εμφάνισή του μόλις το 1946, είναι τουλάχιστον απρόσμενη και γι’ αυτό ελκυστική.
Η θεότητα Θέρος είναι η προσωποποίηση του καλοκαιριού. Είναι μία από τις Εποχές, φτερωτές θεότητες, κόρες του Ήλιου, με τις υπόλοιπες τρεις να ονομάζονται Έαρ, Οπώρα και Χειμών. Οι αρχαίοι Αθηναίοι υπολόγιζαν το μεν Έαρ και την Οπώρα από δυο μήνες εκάστη, το δε Θέρος και τον Χειμώνα από τέσσερις μήνες.
Η λέξη «θέρος» απαντά ήδη στον Όμηρο, «χείματος ουδέ θέρευς» (τον χειμώνα και όχι το καλοκαίρι), ενώ ο Ηρόδοτος αναφέρει «θέρους μεσούντος» (γύρω στα μέσα του καλοκαιριού). Προέρχεται από ινδοευρωπαϊκή ρίζα που δηλώνει τη ζέστη και τη θερμότητα – από την οποία άλλωστε προέρχεται και η λέξη «θερμός». Θέρος όμως είναι και ο θερισμός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το καλοκαίρι ονομάστηκε από τον θερισμό, δηλαδή σημαίνει «εποχή του θερισμού». Σύμφωνα με τον Ν. Σαραντάκο, η αρχική σημασία του ρήματος «θερίζω» ήταν «περνώ το καλοκαίρι» και μετά πήρε τη σημασία «δρέπω».
Φυσικά, κατά τη διάρκεια του θέρους υπήρχαν και μέρες με πολύ υψηλές θερμοκρασίες, που χαρακτηρίζονταν «κυνικά καύματα» ή «Κυνάδες μέρες». Με τον χαρακτηρισμό αυτόν εννοούσαν εκείνη την περίοδο όπου ο Σείριος, το λαμπρότερο αστέρι του Μεγάλου Κυνός, ανέτειλλε μαζί με τον Ήλιο, μια περίοδο περίπου 40 ημερών μέσα στο καλοκαίρι.
Σείριος ονομαζόταν ο σκύλος του κυνηγού Ωρίωνα που καταστερίστηκε, έγινε δηλαδή αστερισμός, μετά τον θάνατο του αφεντικού του. Η συγκεκριμένη περίοδος του καλοκαιριού περιγράφεται στις αρχαίες πηγές με μελανά χρώματα και σχεδόν όλοι οι συγγραφείς συμφωνούν ότι η ανατολή του Σειρίου φέρνει μαζί της κακοτυχία, αρρώστιες, δυστυχία και υψηλό πυρετό στους ανθρώπους. Οι Ρωμαίοι με τη σειρά τους εκλατίνισαν τη φράση ως «dies caniculares» και από το 1500 και μετά πέρασε και στην αγγλική γλώσσα ως «dog days (of summer)».
Η συνήθης απεικόνιση του «Θέρους» ήταν ως φτερωτή μορφή που κρατά ένα δεμάτι στάχυα και δρεπάνι. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, για να υποδεχτεί το φετινό καλοκαίρι, επέλεξε ως έκθεμα του Ιουνίου ένα ψηφιδωτό με παράσταση θέρους, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά.
Το έργο αποτελεί μέρος μιας σειράς ψηφιδωτών που διακοσμούσαν το δάπεδο ενός ρωμαϊκού σπιτιού και χρονολογείται στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. Τα υπόλοιπα ψηφιδωτά απεικονίζουν τις άλλες εποχές του χρόνου, καθώς και τον Ωκεανό και τη Θάλασσα. Πρόκειται για μια μορφή σε προτομή, με μακριά καστανά μαλλιά. Φορά ιμάτιο που αφήνει ακάλυπτο το δεξί μέρος του στήθους, ενώ πίσω της διακρίνεται μια δέσμη από στάχυα. Η μορφή αποδίδεται με λίθινες ψηφίδες στα φυσικά τους χρώματα, όπου κυριαρχούν οι έντονες χρυσοκάστανες αποχρώσεις, τονίζοντας έτσι τη σύνδεση με τη συγκεκριμένη εποχή του χρόνου. Δεν είναι σαφές αν πρόκειται για μορφή γυναικεία ή ανδρική.
Πάλι από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου μαθαίνουμε πως το καλοκαίρι είναι λέξη μεσαιωνική και προέκυψε «εκ συναρπαγής», δηλαδή από συγχώνευση σε μια λέξη της φράσης «καλός καιρός». Ήδη σε κάποιο ελληνολατινικό γλωσσάρι της ύστερης αρχαιότητας παραδίδεται ο τύπος «καλόκαιρος» με την επεξήγηση «bonum tempus», ενώ σε κείμενο του 9ου αιώνα απαντά ο τύπος «καλοκαίριον» που βαθμιαία αντικατέστησε το αρχαίο θέρος.
Ως «καλοκαίρι» το συναντάμε πλέον στο ψηφιδωτό δάπεδο μιας πρωτοβυζαντινής βασιλικης του 6ου αι μ.Χ. στους Δελφούς, όπου με το διάταγμα του Θεοδοσίου το 392 απαγορεύτηκε η άσκηση της αρχαίας λατρείας στους ναούς, και «απέσβετο και λάλον ύδωρ».
Στην εκκλησία που βρίσκεται στην είσοδο του σημερινού χωριού σώζονται δυτικά του ιερού, σε δύο ξεχωριστά διάχωρα, εικονιστικά διακοσμητικά θέματα με προσωποποιήσεις του καλοκαιριού, μαζί με παραστάσεις πτηνών που περιβάλλονται από περίτεχνους πλοχμούς. Και οι δυο μορφές φορούν κοντό χιτωνίσκο που αφήνει ακάλυπτα τα χέρια και κρατούν η μια καλάθι με καλοκαιρινά φρούτα και η δεύτερη ένα δεμάτι με στάχυα, συνεχίζοντας την παράδοση της αρχαιότητας.
Η τέχνη του ψηφιδωτού, πολύ διαδεδομένη και δημοφιλής στην ύστερη αρχαιότητα, άνθησε και σε τοπικά εργαστήρια της Θήβας κατά τον 5ο και τον 6ο αιώνα μ.Χ. Σε τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου των αρχών του 6ου αιώνα, που κοσμούσε πιθανόν κάποιο πολυτελές κοσμικό κτίριο και βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο της Θήβας, σώζεται παράσταση μηνών (όχι πλέον εποχών) και σκηνή κυνηγιού. Απεικονίζεται ο μήνας Ιούλιος απέναντι από τον Φεβρουάριο σε στάση ανάλογη με αυτήν της μορφής του Καλοκαιριού από τους Δελφούς και με παρόμοια ενδυμασία, να κρατά και πάλι ένα δεμάτι στάχυα.
Τι θα ήταν, όμως, το ελληνικό καλοκαίρι χωρίς θάλασσα; Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η Θάλασσα ήταν αρχέγονη (άλλωστε και η ίδια η λέξη είναι μάλλον προελληνικής προέλευσης), η ιδεατή ανθρωπόμορφη θεότητα της έννοιας του αλμυρού υγρού στοιχείου και προστάτιδα αυτού. Κατ’ άλλους ήταν κόρη της Γαίας, ενώ, σύμφωνα με άλλες μυθολογικές παραδόσεις, ήταν κόρη του Αιθέρα και της Ημέρας και μητέρα, μεταξύ άλλων, της Αφροδίτης.
Σύντροφός της ήταν ο Πόντος, αλλά σύντομα αμφότεροι κατέληξαν δευτερεύουσες θεότητες πίσω από τον Ποσειδώνα και την Αμφιτρίτη και τον Ωκεανό και την Τηθύ, με την οποία συχνά συγχέεται. Παρ’ όλα αυτά, γνώρισε μια δεύτερη άνθηση κατά την ύστερη αρχαιότητα, από την οποία σώζονται αρκετές απεικονίσεις της, κυρίως σε ψηφιδωτά.
Ένα εξαιρετικής ποιότητας εκτίθεται στο Μουσείο Χατάι της Αντιόχειας (σημερινή Αντάκια) και χρονολογείται στον 5ο αιώνα μ.Χ. Εδώ η θεότητα είναι η κεντρική μορφή. Απεικονίζεται μετωπικά και σε μεγαλύτερη διάσταση από όλες τις υπόλοιπες. Κρατά στο ένα χέρι ένα ψάρι και στο άλλο ένα κουπί, ενώ στο κεφάλι φέρει τις χαρακτηριστικές δαγκάνες αστακού, όπως και στο παράδειγμα από τη Θεσσαλονίκη. Περιβάλλεται από Έρωτες που ιππεύουν δελφίνια, δυο ψαράδες μέσα σε βάρκα και διάφορα θαλάσσια όντα. Το ψηφιδωτό είναι σε πράσινους τόνους, ώστε να αποδίδει και χρωματικά την έννοια της θάλασσας.
Η έννοια του καλοκαιριού είναι επιπλέον συνδεδεμένη με το θέρισμα και τον τρύγο. Το περίφημο «Ρυτό των Θεριστών» στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου διακοσμείται με ανάγλυφη παράσταση πομπής ανδρών που κρατούν εργαλεία θερισμού, τα λεγόμενα «θρινάκια», για το λίχνισμα των σιτηρών, τραγουδούν στον ρυθμό του σείστρου και βαδίζουν με επικεφαλής ραβδούχο άνδρα, αξιωματούχο ή ιερέα, που φορά φολιδωτό μανδύα. Πιθανότατα πρόκειται για απεικόνιση θρησκευτικής γιορτής αγροτικού χαρακτήρα.
Το ίδιο το αγγείο, άλλωστε, είχε τελετουργική χρήση, καθώς στο κάτω μέρος του διαθέτει ένα άνοιγμα απ’ όπου έρρεε το υγρό για σπονδές. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό έργο πυκνής, δυνατής σύνθεσης και φυσιοκρατικής τεχνοτροπίας, που μαρτυρά τη δεξιότητα των Μινωιτών λιθοξόων της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Είναι φτιαγμένο από στεατίτη λίθο και προέρχεται από την Έπαυλη της Αγίας Τριάδας, χρονολογείται δε στη Νεοανακτορική Περίοδο (1500-1450 π.Χ.).
Γέννημα του καλοκαιριού είναι και το σταφύλι και το παράγωγο αυτού, το κρασί. O Διόνυσος ή Βάκχος ήταν γνωστός ως ο θεός του κρασιού και εικονογραφείται με το φυτό της αμπέλου ή με στεφάνι από κισσό και κρατώντας κούπες κρασιού.
Μια μελανόμορφη κύλικα του Ζωγράφου του Chiusi φέρει παράσταση στο εξωτερικό της όπου οι ακόλουθοι του θεού, οι Σάτυροι και οι Μαινάδες, επιδίδονται στο μάζεμα των σταφυλιών. Το αγγείο χρονολογείται στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ., προέρχεται από την Αττική και σήμερα βρίσκεται στο Cabinet des Medailles στο Παρίσι. Ο ζωγράφος έχει καταφέρει στον περιορισμένο χώρο της κύλικας να χωρέσει όλη τη ζέση και τη σκληρή δουλειά που χαρακτηρίζει τον τρύγο, από όπου προέκυψε και η φράση «θέρος, τρύγος, πόλεμος».
Ένα καλάθι με λαχταριστά σύκα κοσμούσε το τρίκλινο στη Βίλα της Ποππαίας Σαβίνας στην Οπλοντίδα, μία από τις πόλεις που καταστράφηκαν μαζί με την Πομπηία από την έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ.
Μια μεγάλη πήλινη πρόχους με γραπτή διακόσμηση σταφυλιών από το Ακρωτήρι της Σαντορίνης (γύρω στο 1600 π.Χ.) βρίσκεται στην κυκλαδική συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Η απεικόνιση σταφυλιών είναι ένα χαρακτηριστικό θέμα της θηραϊκής κεραμικής. Εικονίζονται τέσσερα τσαμπιά σταφύλια, συμμετρικά τοποθετημένα, ένα σε κάθε όψη του αγγείου. Μαζί με μια ραμφόστομη πρόχου με διακόσμηση από στάχυα κριθαριού, και τα δυο με μαύρο χρώμα σε λευκό βάθος, αποτελούν το ιδανικό ζευγάρι με τα αρχετυπικά σύμβολα του καλοκαιριού.
Άλλωστε, οι Κυκλάδες είναι ίσως το καταλληλότερο μέρος για να βιώσει κανείς το ελληνικό θέρος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.