4 ταινίες από αυτές που πρωταγωνιστούν στα επιμέρους τμήματα του 56ου Διεθνούς Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, δύο ελληνικές, μια γερμανική και μια ισλανδική, πραγματεύονται τη βαθιά και βαριά επίδραση της οικογένειας στους κινηματογραφικούς "δράστες", αλλά και την επιδίωξη δημιουργίας της, μέσα από απρόβλεπτες και βίαιες καταστάσεις.
RAMS (ΔΕΣΜΟΙ ΑΙΜΑΤΟΣ)
Η καλύτερη από τις συμμετοχές στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα, η ταινία του Γκρίμουρ Χάκοναρσον περιγράφει την προσπάθεια δύο αδελφών σε μια απομακρυσμένη περιοχή της Ισλανδίας, να σώσουν τα πρόβατα τους από μια μεταδοτική νόσο. Το πρόβλημα είναι πως ο Κίντι και ο Γκούμι, δυο ούτως ή άλλως λακωνικοί άνδρες κοντά στα 60 τους χρόνια, δεν μιλιούνται εδώ και δεκαετίες, αν και μένουν σε διπλανές φάρμες! Στην δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα μυθοπλασίας, ο Χάκοναρσον, με απλές και σίγουρες κινήσεις, φτιάχνει μια συγκινητική ιστορία επιβίωσης, καθώς επίσης και μια διαυγή αλληγορία της κρίσης, μιάς και το μοναδικό βιός δύο ανθρώπων που δεν γνωρίζουν τίποτε πέρα από τη γη και τα ζώα τους, απειλείται σε ένα καθόλα οργανωμένο κράτος, που αυστηρά και σταράτα τους ειδοποιεί πως δεν υπάρχει άλλη λύση από το να αποχωριστούν βίαια τα αγαπημένα, ζωντανά εργαλεία τους, περιμένοντας στωικά την προκαθορισμένη αποζημίωση. Χαρακτηριστικά, ένα νέο ζευγάρι ανάμεσα στους συμπολίτες που ζυγιάζουν τις απώλειες τους, αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το επάγγελμα, παρά να ξοδέψουν 2 χρόνια με αβέβαιο μέλλον, την ίδια στιγμή που τα μεσήλικα αδέλφια στερεύουν από επιλογές και αντιμετωπίζουν το φάσμα της αεργίας και της ελεγχόμενης χρεοκοπίας με αντίθετη προσέγγιση. Βραβείο στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα στο πρόσφατο φεστιβάλ Καννών (το ίδιο που είχε αποσπάσει και ο Κυνόδοντας του Γιώργου Λάνθιμου) σε ένα τέλεια ισορροπημένο διαμάντι, από μια χώρα που έχει ακόμη νωπά τα τραύματα του κραχ, με μια ιστορία βγαλμένη ειλικρινώς από τα σπλάχνα της.
VICTORIA
Το εναρκτήριο φιλμ του Φεστιβάλ αποτελεί το μοναδικό στην ιστορία του σινεμά ολοκληρωμένο μονοπλάνο σε πραγματικό χρόνο- αντίθετα με το κόλπο του Άλφρεντ Χίτσκοκ με τη Θηλειά (αναγκαστικά, λόγω του χρονικού περιορισμού του 20λεπτου reel) και του Birdman, το οποίο έδινε την εντύπωση της συνεχούς ροής, χωρίς να τηρεί, ούτε να θέλει να τηρήσει, αυστηρά τον κανόνα. Επί περίπου 2μιση ώρες, με σπινθηροβόλα εδάφια και περιττή φλυαρία, παρακολουθούμε χωρίς ανάσα και διακοπή το φλερτ ανάμεσα στη Βικτόρια, μια Ισπανίδα με πιανιστικό background, που δουλεύει υπάλληλος σε ένα μπαρ στο Βερολίνο, και τον Σόνε, έναν μικροαπατεώνα, ώσπου οι τρεις φίλοι του θα την μπλέξουν σε μια περιπέτεια εκβιασμού και ληστείας. Θα περίμενε κανείς πως η νεαρή κοπέλα θα συμμετείχε απρόθυμα στο κόλπο, αλλά η νεαρή ηρωίδα αντικαθιστά το εντελώς μεθυσμένο τέταρτο μέλος με τέτοιο ενθουσιασμό που δείχνει την απελπισμένη ανάγκη της να ενταχθεί, να ανήκει κάπου, να ανεβάσει τους παλμούς της και να ζήσει, μακριά από τους φίλους και τα λημέρια της, με μια αυτοσχέδια οικογένεια της τελευταίας στιγμής, παραβατική και ελάχιστα τυπική, όπως η απρόβλεπτη νύχτα στην πόλη, μέχρι το λυτρωτικό ξημέρωμα. Η επόμενη μέρα θα δικαιώσει το σημαδιακό όνομα της- φαίνεται πως ο Sonne, ο ήλιος της, όπως σημαίνει το όνομα του φίλου της στα γερμανικά, της έδωσε το φως που χρειαζόταν όλη της τη ζωή. Σε σκηνοθεσία Σεμπάστιαν Σίπερ, που έχασε την επίσημη υποβολή της χώρας του στα επερχόμενα Όσκαρ, γιατί η ταινία περιέχει παραπάνω από τον επιτρεπόμενο αγγλικό διάλογο, αλλά φιγουράρει σε πολλές υποψηφιότητες στα βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας, έχοντας ήδη τιμηθεί στα βραβεία της Γερμανικής Ακαδημίας και στο φεστιβάλ Βερολίνου για τη φωτογραφία.
SILENT
4 χρόνια μετά το ντεμπούτο του με την Πόλη των Παιδιών, ο σκηνοθέτης Γιώργος Γκικαπέππας επιστρέφει με την ιστορία μιας νεαρής σπουδάστριας στο κλασσικό τραγούδι (με δεδομένες φιλοδοξίες, μεγάλες δυνατότητες και πρότυπο τη Μαρία Κάλλας), η οποία γυρίζει από την Πολωνία με ανεξήγητο, πλήρες μπλοκάρισμα στις φωνητικές της χορδές. Αδυνατώντας να βγάλει οποιονδήποτε ήχο, η Διδώ αποσύρεται σαν τρομαγμένο αγρίμι στο παλιό, έρημο πατρικό της και οι άνθρωποι του στενού περιβάλλοντος της την επισκέπτονται σταδιακά. Όλοι θέλουν να την βοηθήσουν, αλλά αυτό που τελικά συμβαίνει είναι να αναπληρώσουν με το χειμαρρώδη λόγο τους, απρόσκλητα και βίαια, την ανημπόρια της ψυχολογικής της "αφωνίας", χωρίς να τη σέβονται και να την υπολογίζουν ουσιαστικά. Ο Γκικαπέππας προβάλλει τα ευνουχιστικά κουσούρια μιας προοδευτικής οικογένειας αποκαλύπτοντας το παρελθόν και τις προεκτάσεις του. Είναι πάντα εύστοχος, με την Κίκα Γεωργίου και πάλι σε μια εξαιρετική ερμηνεία (ένα κουβάρι που χρησιμεύει ως σάκος του μποξ για τους υπόλοιπους), αν και η ταινία, η μια από τις δυο ελληνικές, μαζί με το Interruption του Γιώργου Ζώη, που διαγωνίζεται στο επίσημο πρόγραμμα, ίσως πετύχαινε αρτιότερα τον στόχο της με ένα σφιχτότερο μοντάζ.
ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
Η επιστροφή του σπουδαίου και πάντα μαχητικού Κωνσταντίνου Γιάνναρη με το Ξύπνημα της Άνοιξης, η αυλαία της τριλογίας της βίας που ξεκίνησε με το Από την Άκρη της Πόλης και συνεχίστηκε με τον Όμηρο, φέρνει στο προσκήνιο την άνομη αφύπνιση μιας παρέας εφήβων στην Αθήνα του σήμερα, σε μια περιπέτεια απότομης και βίαιης ενηλικίωσης. Εκτός από τις κοινωνικές παραμέτρους που ευνοούν την παραβατική συμπεριφορά, ο Γιάνναρης δεν παραγνωρίζει καθόλου το ρόλο της οικογένειας στη διαμόρφωση ενός δυναμικού μωσαϊκού: από την περίπτωση της μάνας του πρωταγωνιστή που δεν έχει πετρώσει ανεπιστρεπτί από την απώλεια του ενός παιδιού της, την ίδια στιγμή που ο πατέρας, παλιός καλός αριστερός, ζητιανεύει βοήθεια από τα πρώην συντρόφια για τα δάνεια και τα ανοίγματα για τη δουλειά που πάει κατά διαόλου, μέχρι την κοκέτα, ακόμη νέα μητέρα της πρωταγωνίστριας που παρακολουθεί με ελαφρότητα και αμεριμνησία την κυνικά τιμωρητική κόρη της, η γονεϊκή ευθύνη αποτελεί ανεξίτηλο κομμάτι της κάθαρσης, με τις όψιμες αντιδράσεις των γονιών στις πράξεις των παιδιών να ποικίλουν αγρίως. Κανείς δεν ξεφεύγει, ούτε βέβαια οι Αλβανοί, που, ειρωνικά, λειτουργούν ως το πιο δεμένο πρότυπο από τους υπόλοιπους. Ομολογώ πως η ταινία του Γιάνναρη μου προκάλεσε ανάμεικτες αντιδράσεις στην αρχή. Αισθάνθηκα πως η πάντα θερμή, συνομωτική εμπλοκή του σκηνοθέτη με τους χαρακτήρες, (τα νέα παιδιά στην τρέλα της εφηβείας, την τυχαιότητα της δράσης τους, την ασυνειδησία των αποφάσεων, και τη φόρα της δύναμης που αποκτούν ως ετερόκλητη, αντίρροπη, συναρπαστική συμμορία) αναβάλλεται από μια σχεδόν ανακριτική αποστασιοποίηση, αλλά και από τη μορφή στοπ-καρέ ημερολογίου, εν είδει selfies που καταγράφουν σταθμούς σε ένα κινηματογραφικό λεύκωμα. Η αρχική αμηχανία μου υποχωρεί όσο περνούν οι μέρες. Οι αναφορές του Γιάνναρη (και είναι πολλές, φιλοσοφικές, θεατρικές, λογοτεχνικές) ισορροπούν με τα κίνητρα των (παρ)ορμητικών ανθρώπων που επιχειρεί να μεταφράσει με φούρια στο σινεμά. Θα ξαναδώ το Ξύπνημα της Άνοιξης τον Φεβρουάριο, που αναμένεται να βγει στις αθηναϊκές αίθουσες.