MΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ, η Chinatown μοιάζει να είναι ένα έργο τόσο της εποχής του όσο και μπροστά από αυτήν. Η προειδοποίηση της ταινίας ότι η ανεξέλεγκτη εξουσία διαμορφώνει τις ζωές μας με τρόπους που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές ευαισθησίες που εκδηλώνονταν στα τέλη της δεκαετίας του '60 και στις αρχές της επομένης.
Αυτή η τάση παρήγαγε έναν χείμαρρο μεταρρυθμιστικών νόμων τόσο από την κυβέρνηση του Λίντον Τζόνσον όσο και από εκείνη του Νίξον, με σκοπό την εντατικοποίηση της κυβερνητικής εποπτείας στην αχαλίνωτη επιχειρηματική εξουσία (μέσω κανονισμών για το περιβάλλον, την προστασία των καταναλωτών και την ασφάλεια στους χώρους εργασίας) αλλά και αντιστρόφως, του ελέγχου της κυβερνητικής εξουσίας (μέσω μεταρρυθμίσεων για την χρηματοδότηση των προεκλογικών εκστρατειών και άλλων μέτρων υπέρ της διαφάνειας).
Ωστόσο, το τραγικό τέλος της ταινίας προέβλεπε την πιθανότητα ότι όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις, παρά το καλό που θα μπορούσαν να κάνουν, δεν υπάρχει περίπτωση να μεταμορφώσουν μια κοινωνία στην οποία οι έχοντες πλούτο και δύναμη, όπως ο πατριαρχικός μεγιστάνας Κρος (που τον υποδύεται ανατριχιαστικά ο Τζον Χιούστον στην ταινία) πατάνε συστηματικά πάνω σε όσους δεν έχουν. Όπως είχε πει και ο Ρόμπερτ Τάουνι, ο σεναριογράφος του Chinatown, το θέμα της ταινίας είναι «η ματαιότητα των καλών προθέσεων».
Η Chinatown παραμένει σταθερά στη βραχεία λίστα με τις καλύτερες ταινίες που δεν κέρδισαν το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας – το κέρδισε μια άλλη κλασική ταινία που κυκλοφόρησε εκείνη τη χρονιά, ο Νονός Μέρος ΙΙ, η οποία διερευνούσε παρόμοια θέματα δημόσιας και ιδιωτικής διαφθοράς.
Στο σενάριο του Τάουνι, η Τσάιναταουν ήταν περισσότερο μια διανοητική κατάσταση παρά ένας τόπος, συμβολίζοντας την αινιγματική φύση του κακού και την αδυναμία ακόμη και των καλοπροαίρετων ανθρώπων (όπως ο Τζέικ Γκίτες του Τζακ Νίκολσον) να διαπεράσουν τα κρυμμένα στρώματα της εξουσίας, τους τροχούς μέσα στους τροχούς που γυρίζουν αδιάκοπα, μακριά από την κοινή αντίληψη. Όπως και η ίδια η Αμερική στην εποχή του Βιετνάμ και του Γουότεργκεϊτ, ο χαρακτήρας του Νίκολσον ήξερε λιγότερα απ' όσα νόμιζε καθώς ανέσκαπτε τα μυστικά της Μόλγουεϊ (Φέι Ντάναγουεϊ) και του τερατώδους πατέρα της, και καταλάβαινε ακόμη λιγότερα.
Η δημιουργία του Chinatown εκτυλίχθηκε παράλληλα με το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ από τη στιγμή που ξεκίνησαν τα γυρίσματα, τον Οκτώβριο του 1973. Η συνωμοσία στην πραγματική ζωή στοίχειωνε την φανταστική συνωμοσία στο σενάριο του Τάουνι. Ο ίδιος ο Πολάνσκι είχε δηλώσει σε συνέντευξή τύπου εκείνη την εποχή: «Όταν γυρίζαμε την ταινία, κάποιες φορές, ακούγοντας τα δελτία ειδήσεων, έμενα έκπληκτος από τους παραλληλισμούς μεταξύ αυτών που άκουγα και αυτών που γύριζα».
Όταν κυκλοφόρησε η ταινία, το Newsweek αναγνώρισε ότι «πρόκειται ουσιαστικά για μια ιστορία με θέμα την παρακμή της δεκαετίας του 1970». ‘Έναν μήνα μετά την κυκλοφορία της ταινίας, η Επιτροπή Δικαιοσύνης της Βουλής των Αντιπροσώπων ψήφισε την έγκριση των άρθρων παραπομπής που προκάλεσαν την παραίτηση του Νίξον στις αρχές Αυγούστου.
Η Chinatown παραμένει σταθερά στη βραχεία λίστα με τις καλύτερες ταινίες που δεν κέρδισαν το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας – το κέρδισε μια άλλη κλασική ταινία που κυκλοφόρησε εκείνη τη χρονιά, ο Νονός Μέρος ΙΙ, η οποία διερευνούσε παρόμοια θέματα δημόσιας και ιδιωτικής διαφθοράς. Και οι δύο αποτέλεσαν μέρος του κύματος των αρχών της δεκαετίας του '70 με τις κοινωνικά συνειδητοποιημένες ταινίες που αναζωογόνησαν το Χόλιγουντ μετά από μια μακρά περίοδο παρακμής.
Οι ταινίες αυτές διέφεραν ως προς τον τόνο, το ύφος και το μήνυμα, αλλά οι σημαντικότερες από αυτές είχαν κοινή αποστολή να φωτίσουν τις αποτυχίες και τις αυταπάτες της Αμερικής. Παρότι σπάνια παρουσίαζαν κάποια ξεκάθαρη πολιτική ατζέντα, ευθυγραμμίζονταν με την προοδευτική πεποίθηση ότι η αποκάλυψη των ατασθαλιών των επιχειρήσεων και της κυβέρνησης θα μπορούσε να δημιουργήσει μια πιο δημοκρατική κοινωνία που θα αποσπούσε την εξουσία από τις ανεξέλεγκτες ελίτ και θα παραχωρούσε στον μέσο Αμερικανό περισσότερο λόγο. Και σήμερα, μετά το πέρασμα μισού αιώνα, βιώνουμε την βαθιά ειρωνεία ότι η δυσπιστία προς τους θεσμούς, η οποία ρίζωσε στην Αμερική μετά τη δεκαετία του '60, έχει αξιοποιηθεί πιο αποτελεσματικά από την άκρα δεξιά και τον Τραμπ.
Η κεντρική μεταφορά της ταινίας («Ξέχνα το Τζέικ, εδώ είναι Τσάιναταουν») προήλθε από έναν αστυνομικό του τμήματος ηθών στο Λος Άντζελες, ο οποίος πούλησε στον Τάουνι ένα τσοπανόσκυλο με το όνομα Hira. Αφού ο αστυνομικός του είπε ότι ήταν αποσπασμένος στην Τσάιναταουν, ο συγγραφέας τον ρώτησε τι ακριβώς έκανε εκεί. «Όσο το δυνατόν λιγότερα», ήταν η απάντηση του. «Πώς κι έτσι»; τον ρώτησε ο Τάουνι. «Κοίτα, είναι αδύνατον να καταλάβεις τι συμβαίνει, επειδή δεν μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε τη γλώσσα», είπε ο αστυνομικός. «Υπάρχουν τόσες πολλές διάλεκτοι που, ειλικρινά, ανά πάσα στιγμή δεν μπορούμε να καταλάβουμε αν βοηθάμε στην πρόληψη ενός εγκλήματος ή αν βοηθάμε κάποιον να διαπράξει ένα έγκλημα, κιι έτσι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να μην κάνουμε τίποτα».
«Κανένα σενάριό μου δεν με τρέλανε περισσότερο από αυτό», θυμόταν αργότερα ο Τάουνι. Όταν τελικά παρέδωσε ένα προσχέδιο, στις αρχές του 1973, ήταν ένα μεγαθήριο 180 σελίδων που προκάλεσε σύγχυση στα στελέχη της Paramount και επίσης, δεν ικανοποίησε τον Πολάνσκι, ο οποίος ζούσε στη Ρώμη και αρχικά αρνιόταν να επιστρέψει στο Λος Άντζελες, όπου η «Οικογένεια» του Μάνσον είχε σφάξει τη σύζυγό του, Σάρον Τέιτ, μόλις τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Όπως έλεγε, φοβόταν να επιστρέψει σε μια πόλη «όπου κάθε γωνιά και κάθε δρόμος μου θύμιζε την τραγωδία».
Το τέλος της ταινίας αποτέλεσε το μεγαλύτερο σημείο διαφωνίας μεταξύ του Πολάνσκι και του Τάουνι. Ο σεναριογράφος ήθελε ένα πιο γλυκόπικρο τέλος, αλλά ο Πολάνσκι επέμενε να ξαναγράψει το φινάλε με μια κατάληξη τόσο βίαιη όσο η πτώση μιας γκιλοτίνας. Ο χαρακτήρας της Ντάναγουεϊ σκοτώνεται από την αστυνομία καθώς προσπαθεί να διαφύγει με την κόρη της. Καθώς ο Γκίτες ορμά στον υπαστυνόμο που διέταξε τον μοιραίο, ένας άλλος αστυνομικός, γνώριμός του, τον τραβάει μακριά και του λέει την αξέχαστη καταληκτική ατάκα της ταινίας: «Ξέχνα το Τζέικ, εδώ είναι Τσάιναταουν». Νωρίτερα, ο Νόα Κρος του Τζον Χιούστον, τον είχε προειδοποιήσει: «Μπορεί να νομίζεις ότι ξέρεις με τι έχεις να κάνεις, αλλά πίστεψέ με, δεν έχεις ιδέα».
Ο Τάουνι ιχνογράφησε έναν ηθικά ζοφερό κόσμο στο σενάριό του, και ο Πολάνσκι τον έκανε ακόμη πιο ζοφερό. Ακόμη και αυτοί, όμως, δεν θα μπορούσαν να οραματιστούν ένα μέλλον στο οποίο εκατομμύρια Αμερικανοί θα εμπιστεύονταν πρόθυμα τη μοίρα τους στον Τραμπ, έναν άνθρωπο τόσο ψυχρά και κυνικά ανήθικο όσο ο Νόα Κρος στο Chinatown.
Chinatown - Trailer
Με στοιχεία από The Atlantic