Οι αδελφοί Σάφντι βουτάνε απνευστί στον κίνδυνο μιας Νέας Υόρκης που μοιάζει με τις κινηματογραφικούς δρόμους του Λιούμετ και του Φρίντκιν, τον κόκκο στην εικόνα και την αίσθηση του υποκόσμου που γνωρίσαμε και που, υποτίθεται, σιγυρίστηκε για τα καλά από τον Ρούντι Τζουλιάνι και την παρέα του. Με πρωταγωνιστές δύο αδέλφια ελληνικής καταγωγής, τον μικροαπατεώνα Κονσταντάϊν Νίκας και νοητικά υστερημένο αδελφό του, το Good Time, σε παραγωγή των Πάρη Κασιδόκωστα-Λάτση και Τέρυ Ντούγκα, δεν παραπέμπει μόνο στην ειρωνία του τίτλου, αφού η νυχτερινή τους οδύσσεια δεν έχει τίποτε το αξιοθαύμαστο, αλλά και στην ελάφρυνση της ποινής (do the time, που λένε στη στενή). Το αγχωτικό νουάρ των Μπεν και Τζος Σάφντι, που ανδρώθηκαν στην κινηματογραφική κολλεκτίβα Red Bucket Films, παρακολουθεί στενά και σφιχτά μια ληστεία, την φιλότιμη προσπάθεια του Κόνι να βγάλει τον αδελφό του από τη νοσοκομειακή μονάδα παρακολούθησης, μετά τον πανικό και την αποτυχία τους (τρομερός ο Ρόμπερτ Πάτινσον και ο ένας εκ των σκηνοθετών, ο Μπεν, στους αντίστοιχους ρόλους), αλλά και μια δεύτερη ληστεία, μικρότερη αλλά ακόμη πιο αγωνιώδη κι επίφοβη, με έναν άσχετο, επίσης μικροεγκληματία να προστίθεται στο κόλπο. Χωρίς να μιλάνε ευθέως για το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται οι underdog (αντι)ήρωες, ανεξάρτητα από την ευρύτητα των ρόλων τους, οι δύο σκηνοθέτες αποσπούν ζουμερές λεπτομέρειες από τον καθένα με αφτιασίδωτη, κασσαβετική αμεσότητα. Ειδικά στη σκηνή όπου ο Κόνι κάνει στάση στο σπίτι μιας τυχαίας, μαύρης γυναίκας και επιστρατεύει τα απομεινάρια της αντοχής και της πονηριάς του για να πείσει την 16χρονη, αρκετά περπατημένη, κι ας μην της φαίνεται, εγγονή της να τον βοηθήσει και να κρατάει τσίλιες όσο εκείνος μπαίνει σε ένα "σημαδεμένο" λούνα παρκ, λέει πολλά για την ταυτότητα και κυρίως τη θέση που διεκδικούν οι καταφρονεμένοι διαφορετικών ταχυτήτων, μόνο με οπτκή αφήγηση και τον απολύτως απαραίτητο διάλογο. Μεταξύ των χαμένων από χέρι, ειλικρίνεια...
Κατά τη γνώμη μου, στα φαβορί υπολογίζονται ο Λάνθιμος, ο Καμπιλό, ο Σβιάγκιντσεφ, και υπερτερούν στη ζυγαριά έναντι μιας ταινίας σαν τον Good Time επειδή κάνουν αυτό που συνήθως ζητά ένα μεγάλο φεστιβάλ, δηλαδή ξεπερνούν την πλοκή αυτή καθαυτή και αγκαλιάζουν ευρύτερα θέματα.
Κι αν το Good Time εξερευνά το υπογάστριο της Νέας Υόρκης με μια λαχανιασμένη νυχτερινή περιήγηση, το εντυπωσιακό, λαχταριστό Florida Projects του Σον Μπέϊκερ είναι λουσμένο στο φως, ράθυμο και ιδρωμένο από την υγρασία της περιοχής, εκστασιασμένο από τα χτυπητά χρώματα των γιγαντιαίων προσόψεων καταστημάτων, παγωτατζίδικων και μοτέλ, που φαντάζουν σαν φτηνές απομιμήσεις, ακριβώς κάτω από τη μύτη της ψυχαγωγικής αυτοκρατορίας του Ντίσνεϊ και του θεματικού του πάρκου στο Ορλάντο. Άλλες οικογένειες, που δεν έχουν καμμία σχέση με τους ανέμελους τουρίστες, ζουν κανονικά σε ξενοδοχειακούς οικισμούς, με βδομαδιάτικο ενοίκιο, δουλεύοντας παρασιτικά ή όπως-όπως για να βγάλουν το μεροκάματο, και τρία παιδιά χωρίς ουσιαστική επιτήρηση (σαν τον παλιούς καιρούς) αλητεύουν σκανταλιάρικα και αυθάδικα, και ξεκαλοκαιριαζουν δημιουργώντας μπελάδες, ζητιανεύοντας χαριτωμένα για ένα παγωτό, βάζοντας και πυρκαγιές σε χαλάσματα- και είναι μόλις 6 ετών, ακατέργαστα ταλέντα, που τα χαζεύεις από την αρχή μέχρι το τέλος μιας ταινίας που δεν ξεχωρίζει από την λαμπερή ταπετσαρία του φυσικού ντεκόρ και δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη αίσθηση με το 35άρι φιλμ και την ατόφια παρατήρηση σε ένα trash προλεταριάτο, κι από το ντεμπούτο του Αμερικανού σκηνοθέτη, το γυρισμένο με κινητό τηλέφωνο, Tangerine.
Δυστυχώς το Florida Projects συμμετείχε στο δεκαπενθήμερο των σκηνοθετών και δεν μπορεί να διεκδικήσει τον Χρυσό Φοίνικα, αλλά οι Σάφντι μπορούν, και σε μια ανοιχτή κούρσα, δεν είναι διόλου απίθανο, ο πρόεδρος Πέδρο Αλμοδόβαρ να θυμηθεί τη νεότητα του και να ενθαρρύνει, αν συμφωνούν και τα άλλα μέλη βέβαια, μια απρόσμενη πρόταση, όπως το Good Time, που πατάει σε στέρεο σινεμά, αλλά κυλάει με δικούς του ρυθμούς και αποφεύγει την κινηματογραφική προσποίηση, που είδα σε υπερβολή στον ψυχαναλυτικά παιγνιώδη Διπλό Εραστή του Φρανσουά Οζόν και την στιλίστικη εκδοχή του Ταξιτζή, στο θρίλερ εκδίκησης You Were never really there της Λον Ράμσεϊ. Κατά τη γνώμη μου, στα φαβορί υπολογίζονται ο Λάνθιμος, ο Καμπιλό, ο Σβιάγκιντσεφ, και υπερτερούν στη ζυγαριά έναντι μιας ταινίας σαν τον Good Time επειδή κάνουν αυτό που συνήθως ζητά ένα μεγάλο φεστιβάλ, δηλαδή ξεπερνούν την πλοκή αυτή καθαυτή και αγκαλιάζουν ευρύτερα θέματα (όπως άλλωστε κάνει πάντα και ο Χάνεκε) αλλά δεν παίρνω και όρκο για το τι θα βγάλει η διαβούλευση, ειδικά μετά το περυσινό κάζο με την Μάρεν Άντε και την ανεξήγητη απουσία του Τόνι Έρτνμαν απο τα βραβεία.