Κι ενώ λέγεται πως ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ βλέπει μόνο ποδόσφαιρο στην τηλεόραση, στο σπίτι του στην Ελβετία, ο Μισέλ Χαζαναβίσιους έσπασε το κεφάλι του για να βρει τι οδήγησε έναν από τους σπουδαιότερους και πιο επιδραστικούς δημιουργούς του 20ου αιώνα, στο να πάρει διαζύγιο από τη νεαρότατη σύζυγό του, την μόλις 19 ετών Αν Βιαζέμσκι, πρωταγωνίστρια του στο La Chinoise, ένα χρόνο μετά την ταινία και το γάμο τους, και ταυτόχρονα να "χωρίσει" επίσημα και πανηγυρικά από το ρηξικέλευθο σινεμά του, και ολόκληρη την κοινωνία. Και μετά την αναπάντεχη, παγκόσμια επιτυχία του The Artist, και την παταγώδη αποτυχία του remake του Φραντζ Τσίνεμαν, The Search, τα καταφέρνει περίφημα και διασκεδαστικά, φτιάχνοντας ένα φιλμ εντελώς αλά Γκοντάρ, βασισμένο στο "μαρτυριάρικο" μυθιστόρημα της Βιαζέμσκι. Ο τίτλος είναι Redoutable, και αντίθετα από τη ρίζα της αμφιβολίας στη λέξη, σημαίνει τρομερός και πανίσχυρος, όπως και το υποβρύχιο που επαναλαμβάνεται ως επωδός στην ταινία, και παραπέμπει σε μια μοιρολατρική θεώρηση της ζωής. Ο Χαζαναβίσιους κατασκευάζει μια πλοκή γύρω από τη σύντομη σχέση του Γκοντάρ με τη δεύτερη, μετά την Άννα Καρίνα του Masculin-Feminin, μούσα του για να περιγράψει κινηματογραφικά, με μια παιγνιώδη δομή που μοιράζεται σε κεφάλαια, βινιέτες και αντικρουόμενης σημασίας, σχεδόν σουρεαλιστικά και πολύ γκονταρικά τσιτάτα, την απογοήτευση του Γάλλου συνδημιουργού του νέου κύματος με το επαναστατικό ρεύμα του Μάη του '68. Η απόφαση του να δώσει τέλος στην περσόνα του τρομερού παιδιού και να κατέβει στα φλεγόμενα αμφιθέατρα, όπου οι φοιτητές οσμίστηκαν την ανταγωνιστική του προβοκάτσια και τον έκραξαν κανονικά, προς μεγάλη του αδιαφορία, είχε σαν αποτέλεσμα την στροφή του προς τον ποθούμενο σκληρό ριζοσπαστισμό, την συνειδητή απόδραση του σε ένα αδιαπέραστο σύμπαν με ταινίες που άλλοτε θυμίζουν αχνά ποιoς ήταν, και πιο συχνά μοιάζουν να βγήκαν από το μυαλό του με αποκλειστικό παραλήπτη τον ίδιο. Σε πείσμα του παντοδύναμου υποβρυχίου, ο αμφίβολος Γκοντάρ βασανιζόταν από το διαχωρισμό σινεμά και πολιτικής, και στη διαδρομή των περίπλοκων αξιωμάτων του, έθαβε τους συναδέλφους του (τον Τρυφό, τον Μπερτολούτσι, τον Φερέρι), βασάνιζε ψυχολογικά τη γυναίκα που τον λάτρευε, και προσέβαλε τους φίλους του, τους γνωστούς του, ακόμη και τους φαν που τον πλησίαζαν για να του εκφράσουν τον θαυμασμό τους, από την πιο mainstream Περιφρόνηση μέχρι τον εμβληματικό Τρελό Πιερό. Ωστόσο, ο Λουί Γκαρέλ, σε μια πολύ δύσκολη μεταμόρφωση, τον ενσάρκωσε πολύ πειστικά, ως ένα ανθρώπινο καρτούν που πέφτει και σπάει τα γυαλιά του (συμβολίζοντας την περιστασιακή μυωπία του προς το περιβάλλον), επιδίδεται σε λεκτικά αστεία και gags για να κάνει τη διαφορά αλλά και τον έξυπνο, έναν ψυχρό διανοούμενο σε μυστική αποστολή- ένα πλάσμα που βγήκε από τη διασταύρωση αμερικάνικου b-movie και τα Cahiers du Cinema. Ποτέ, ωστόσο, στην ταινία, δεν σκιτσάρεται ως τέρας, γιατί η σατιρική της προσέγγιση συνάδει με το αυτοδημιούργητο, μυθολογικό κουβάρι που ήταν ο Γκοντάρ. Αν και προσωπικά το απόλαυσα (διότι δεν προσποιείται πως είναι διατριβή ή απόλυτη βιογραφία και ο Χαζαναβίσιους ξέρει να παίζει καλή μπάλα χωρίς τη μπάλα στα πόδια), δεν είμαι καθόλου σίγουρος για την υποδοχή του φιλμ από ένα κοινό που δε νοιάζεται ιδιαίτερα για ένα κεφάλαιο στη ζωή ενός σκηνοθέτη, τους φανατικούς Γκονταρικούς, που ίσως δεν θα ήθελαν να δουν το είδωλο τους μέσα από το ελαφρύ και υποκειμενικό βλέμμα μια ενδεχομένως πικραμένης πρώην, αλλά και τον ίδιο τον Γκοντάρ, που από ότι είπε ο Χαζαναβίσιους, δεν του απάντησε ποτέ όταν του έστειλε το σενάριο για να του πει τη γνώμη του, και στη συνέχεια τον προσκάλεσε να το δει. Αναμενόμενο...
Το Meyerowitz Stories (θυμίζω, σε παραγωγή Netflix, που γιουχάρεται συστηματικά με το που εμφανίζεται στους τίτλους αρχής, στις μεγάλες οθόνες των Καννών) είναι μια οικογενειακή κομεντί, νεοϋορκέζικη, πικρή κι αστεία, όπως άλλωστε όλες οι ταινίες του Νόα Μπάουμπακ, και περιστρέφεται γύρω από την καταλυτική επίδραση που έχει ένας γηραιός εικαστικός καλλιτέχνης στα τρία ενήλικα παιδιά του. Εγωπαθής και κακός πατέρας, ο senior Μέγιερβιτς έχει αφήσει μάλλον αρνητικό στίγμα στους δυο γιούς και την κόρη του, ζει με την τέταρτη, αλκοολική γυναίκα του και ασχολείται ακόμη με ένα έργο που ποτέ δεν έλαβε την αναγνώριση που, όπως πιστεύει, του άξιζε. Ο αιώνια άνεργος Άνταμ Σάντλερ και ο πλούσιος λογιστής Μπεν Στίλερ είναι οι δυο γιοί από διαφορετικές μητέρες και τα απωθημένα τους απέναντι στον Ντάστιν Χόφμαν αποκτούν μια κλιμακούμενη κωμική δυναμική, όταν το απών από την ανατροφή του, ανδρικό πρότυπο, αρρωσταίνει, λίγες ημέρες πριν από τη συμμετοχή του σε μια ομαδική έκθεση, όχι και τόσο τιμητική, αλλά πάντως ενθαρρυντική στα μάτια του παρεξηγημένου auteur. Χωρίς να προσθέτει κάτι σημαντικό στη σειρά των κινηματογραφικών παρατηρήσεων του, ο Μπάουμπακ ανεβάζει πίστα στο παίξιμο των συνήθως εγκλωβισμένων στις μανιέρες τους, Στίλερ και Σάντλερ, και οδηγεί το περιβόητο timing του Χόφμαν σε ένα πορτρέτο αποχρώσεων, που εξανθρωπίζει μια αντιπαθή, εκνευριστική περσόνα.
σχόλια