Την Έλη Δρίβα τη γνώρισα το καλοκαίρι ως Ελένη στην παράσταση «Τρωάδες» του Jean-Paul Sartre, σε σκηνοθεσία της Σοφίας Σταυρακάκη και του Βασίλη Οικονόμου. Ήταν μια καθολικά προσβάσιμη παράσταση κι αυτό από μόνο του συνιστά μια καλή πρακτική που κάποια στιγμή θα πρέπει να καταστεί αυτονόητη για κάθε καλλιτεχνική παραγωγή. Συμμετείχε, επίσης, στην παράσταση «Άνοιξη» της Γιούλας Μπούνταλη στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
Για πρώτη φορά θα τη δούμε και στην τηλεόραση στη σειρά «Στα 4» του ANT1+ σε σκηνοθεσία του Σέργιου Κωνσταντινίδη.
Με αυτή την αφορμή έγινε η συζήτησή μας, που επεκτάθηκε και σε ερωτήματα σχετικά με τους αποκλεισμούς στην τέχνη, τη διαθεματικότητα, το πώς συγκεκριμενοποιούνται τα ζητήματα του σεξισμού για μια ανάπηρη θηλυκότητα και με άξονα πάντα το ζητούμενο της συμπερίληψης, τη δημιουργία εκείνων των όρων που θα διασφαλίζουν για όλα τα άτομα το δικαίωμά τους στην τέχνη, στην ανεξάρτητη διαβίωση, στην έμφυλη ισότητα, στην αυτοδιάθεση του σώματος.
«Δεν ξέρω αν υπάρχει κόσμος που δεν σε χωράει, είσαι μέρος μιας κοινωνίας, άρα οφείλεις να συνυπάρχεις και να συμπεριλαμβάνεσαι. Αυτό που λέω δεν είναι αλαζονικό. Είναι δικαίωμα κάθε πολίτη να χωράει στον κόσμο. Οφείλουμε όλοι/-ες να το σεβαστούμε και να το κάνουμε δική μας υπόθεση να είναι ο καθένας/η καθεμιά μας εντός, να μεριμνούμε ώστε να υπάρχουν οι συνθήκες που θα εμπεριέχουν όλα τα υποκείμενα».
— Συμμετέχεις στη νέα σειρά της πλατφόρμας του ΑΝΤ1 «Στα 4». Είναι η πρώτη φορά που κάνεις κάτι τηλεοπτικό; Πώς αποτιμάς αυτή την εμπειρία;
Ναι, θα είναι η πρώτη μου τηλεοπτική εμφάνιση. Πρόκειται για τη σειρά «Στα 4» σε σενάριο Θέμη Γκίρτη και σκηνοθεσία Σέργιου Κωνσταντινίδη. Χάρηκα πολύ για τη συνεργασία αυτή, συνάντησα αυτούς τους δυο ανθρώπους και βρήκα υπάρξεις με ανοιχτούς ορίζοντες που επέδειξαν επαγγελματισμό, σεβασμό και ευγένεια για τον/την ηθοποιό τους.
— Είναι η πρώτη σειρά με επίκεντρο την αναπηρία στην ελληνική τηλεόραση και με ηθοποιούς ανάπηρα άτομα. Το θεωρείς πρόοδο για ζητήματα συμπεριληπτικότητας;
Ο πρωταγωνιστικός ρόλος αφορά μια γυναίκα που αποκτά κινητική βλάβη σε μεγαλύτερη ηλικία. Επομένως, οι θεατές θα έρθουν σε επαφή με τη ζωή της ως ανάπηρου υποκειμένου από τα πρώτα κιόλας επεισόδια, όχι όμως μίζερα. Θίγει ζητήματα που απασχόλησαν ανάπηρους/-ες δίχως αναπηροκάπηλη γραφή, το αντίθετο.
Όταν πήρα το σενάριο στα χέρια μου εξεπλάγην ευχάριστα, γιατί δεν θύμιζε τους κακόμοιρους, μεμψίμοιρους λόγους που συνηθίζονται στα media. Έχει έξυπνους διαλόγους σε ρεαλιστικές συνθήκες, ελλείψει ηρωισμού. Θα μπορούσα να πω ότι είναι μια ένδειξη εξέλιξης που, όμως, σημειώνεται σε αργό ρυθμό.
— Οι ίδιες οι δραματικές σχολές μέχρι πριν από λίγα χρόνια είχαν τη ρατσιστική διάταξη περί αρτιμέλειας που απέκλειε τα ανάπηρα άτομα. Έχει λειτουργήσει και ο χώρος της τέχνης μισαναπηρικά και ρατσιστικά;
Αναφέρεσαι στον νόμο περί αρτιμέλειας, ο οποίος ίσχυε από την εποχή του Μεταξά έως και το 2017, οπότε καταργήθηκε μετά από αγώνα της Κίνησης Ανάπηρων Καλλιτεχνών και μεμονωμένων συναδέλφων. Σαφώς είχε αντίκτυπο στον χώρο της τέχνης, αρνητικό, αλλά αυτό σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι ανασταλτικός παράγοντας στην πρόθεση ενός ανθρώπου να ασχοληθεί με την τέχνη.
— Έχεις κάποια προσωπική εμπειρία αποκλεισμού από δραματική σχολή, που θα ήθελες να μοιραστείς;
Φυσικά, και έχει ενδιαφέρον να μοιραστώ μια συνέπεια αυτού του νόμου σε μένα. Θα κάνω πρώτα μια αναγκαία εισαγωγή. Ανακάλυψα το θέατρο στην εφηβεία, γύρω στα 15, συνδέθηκα από την πρώτη επαφή και βίωσα το δέος της σκηνής και της τέχνης αυτής. Ωστόσο φοβόμουν ότι η χώρα όπου μεγάλωνα δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί μοναδικότητες σε έναν τέτοιο χώρο κι έτσι λοιπόν σώπασα και συνέχισα έναν άλλο κύκλο σπουδών.
Όταν πήρα το πτυχίο μου από τη Φιλοσοφική Σχολή, συνειδητοποίησα ότι η αγάπη για το θέατρο δεν είχε ησυχάσει μέσα μου. Γενικότερα η δεκαετία των 20 περιστρεφόταν γύρω από παραστάσεις, έργα, σκηνές, σχολές. Παραδέχτηκα πως δεν μπορούσα να κρύβομαι άλλο, δεν χωρούσα πίσω από το δάχτυλό μου και αποφάσισα να δώσω εξετάσεις.
Επικοινώνησα με τη γραμματεία της μίας εκ των δύο σχολών όπου ήθελα να φοιτήσω για να ρωτήσω αν υπήρχαν κριτήρια για τα άτομα που θα σπούδαζαν. Η απάντηση ήταν αρνητική. Ρώτησα δύο φορές. Ήθελα να σιγουρευτώ γιατί βρισκόμουν μια ανάσα από το όνειρο που είχα μέσα μου. Την τρίτη φορά ζήτησα διευκρινίσεις σχετικά με το αν μπορούσε κάποιο ανάπηρο άτομο να εξεταστεί, εκείνη σώπασε κι εγώ προσγειώθηκα. Δεν ήξερε αρχικά και όταν ξαναμιλήσαμε μου είπε ότι απαγορεύεται και έκλεισε το τηλέφωνο.
Θέλω να πω ότι είμαι ευγνώμων που είχα αυτή την προσωπική εμπειρία γιατί με έβαλε στον δρόμο που ήθελα να ακολουθήσω, στον δρόμο που ξεκίνησε το 2011 και διαρκεί έως σήμερα. Θεώρησα αποτρόπαιο για τη δημοκρατία να μπαίνουν πλαίσια ομοιομορφίας για την πρόσβαση στην παιδεία, και δη στην τέχνη. Ήταν ένα σοκ. Θέατρο και ρατσισμός δεν συμπορεύονται, δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Και όπως έλεγα το καλοκαίρι ως Ελένη στις «Τρωάδες», αυτή ήταν η δική μου ιστορία.
— Σε είδα το καλοκαίρι στην παράσταση «Τρωάδες» στο ρόλο της Ελένης κι αυτό ήταν από μόνο του ρηξικέλευθο, γιατί δεν συνηθίζεται. Το ότι οι δημιουργοί κατά κανόνα δεν δίνουν ρόλους που έχουν χαρακτηριστικά γοητείας, ομορφιάς, έλξης κ.λπ. σε ανάπηρες ηθοποιούς δεν είναι επίσης μια έμμεση έκφανση μισαναπηρισμού;
Αυτό είναι κάτι που δεν με αφορά, το αν δηλαδή οι δημιουργοί, οι σκηνοθέτες, επιλέγουν να κάνουν τη διανομή των ρόλων με κριτήριο τη σωματική διάπλαση ή την όψη ενός ηθοποιού. Αυτά δεν είναι κριτήρια και δεν βοηθούν τη διαδρομή που διανύει ο/η ηθοποιός για να έρθει κοντά σε έναν ρόλο και να τον πλάσει. Ευτυχώς, για τη Σοφία Σταυρακάκη αυτό δεν ήταν ποτέ ζήτημα.
Θέλω με την ευκαιρία, όμως, να μιλήσω λίγο για τον ρόλο της Ελένης. Στη διαδρομή μου ανακάλυψα πόσο η γυναίκα αυτή είχε κακοποιηθεί και δεν ήταν η «πέτρα του σκανδάλου», όπως μας μαθαίνει η κατήχηση που έχουμε λάβει από το σχολείο.
Η Ελένη έχει κακοποιηθεί από τα παιδικά της χρόνια και η ομορφιά της ήταν το μόνο μέσο για να επιβιώσει. Αυτή, λοιπόν, ήταν μια παράσταση που είχε στο επίκεντρο την έμφυλη κακοποίηση, τη βία που υφίσταντο οι γυναίκες και στην Ελλάδα και στην Τροία. Βιώναν τον ξεριζωμό και την ανδρική εξουσία.
— Θεωρείς ότι παραμένει ενεργό το στερεότυπο της αποερωτικοποίησης και αποσεξουαλικοποίησης των ανάπηρων ατόμων;
Ας σκεφτούμε πόσες φορές έχουμε ακούσει να μιλάνε σε ανθρώπους με νοητική βλάβη σε γ’ ενικό, ότι μπορεί το άτομο να είναι 40 χρονών και να αναφέρονται σε αυτό ως «παιδί». Μπορεί να ακουστεί αστείο αυτό που περιγράφω, αλλά αν το επεξεργαστούμε, θα καταλάβουμε πού είναι το μεμπτό για την κοινωνία.
Είναι άξια έρευνας, πάντως, αυτή η αμφισβήτηση της επιλογής της σεξουαλικής ταυτότητας και της αυτοδιάθεσης του σώματος. Αποτελεί ζήτημα που θεωρώ ότι κάνει μια κοινωνία να οπισθοδρομεί, ενώ αυτό που έχουμε ανάγκη ως όντα είναι η εξέλιξη.
— Είδα το καλοκαίρι τη συγκλονιστική παράσταση «Ερωτευμένα Άλογα» που είχε στον πυρήνα της το θέμα της σεξουαλικότητας των ανάπηρων υποκειμένων. Με βάση τη δική σου εμπειρία ή τις εμπειρίες γνωστών σου, παραμένει ακόμα ταμπού η διεκδίκηση του δικαιώματος στον έρωτα και τη σεξουαλική απόλαυση από μια ανάπηρη θηλυκότητα;
Είναι δεδομένη η διεκδίκηση αυτού του δικαιώματος για κάθε μοναδικότητα, με ή δίχως βλάβη. Το ταμπού υπάρχει σε άτομα που όχι μόνο δεν αναγνωρίζουν τις μοναδικότητες και τις σεξουαλικές ταυτότητες των ανθρώπων αλλά ακυρώνουν και τις δυνατότητές τους.
— Ως ανάπηρη γυναίκα βιώνεις σεξισμό στον επαγγελματικό χώρο, στις σχέσεις σου ή στο δημόσιο χώρο;
Δυστυχώς, οι άνθρωποι έχουν μεγαλώσει με σεξιστικές παραστάσεις, οπότε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό έχουν τέτοιου είδους βιώματα, τα οποία φέρουν έμμεσα ή ευθέως στις συμπεριφορές τους. Ιδανικά θέλω να αποφεύγω τέτοιες παρουσίες στη ζωή μου.
Ωστόσο μου θύμισες τώρα ένα περιστατικό που βίωσα πριν από λίγα χρόνια και έχει ενδιαφέρον γιατί επρόκειτο για ρατσισμό και σεξισμό ταυτόχρονα – και ο σεξισμός εξάλλου είναι μορφή ρατσισμού. Γυρίζω από πρόβα ένα βράδυ και κατευθύνομαι προς το μετρό, γιατί δεν οδηγώ. Μπαίνω σ’ ένα στενό για να αποφύγω την κεντρική λεωφόρο, που δεν έχει πρόσβαση, και στο σκοτάδι ακούω μια φωνή. Ένας άνδρας αρχίζει να μου μιλάει, εγώ τον αποφεύγω, προχωρώ, γιατί είμαι μόνη και φοβάμαι, αυτός συνεχίζει να μου μιλά με αυξανόμενη ένταση στη φωνή του και να μου λέει «δεν σου αξίζει αυτό που βιώνεις, είσαι πολύ όμορφη», εννοώντας ότι δεν μου αξίζει να είμαι ανάπηρη από τη στιγμή που είμαι όμορφη. Εκεί αντιλήφθηκα πως μια γυναίκα με βλάβη μπορεί να βιώνει τον ρατσισμό λόγω της βλάβης αλλά και του σεξισμού.
— Η συζήτηση περί ορατότητας όσον αφορά την έμφυλη βία τα τελευταία δύο χρόνια σε επηρεάζει;
Από μικρή έβλεπα πως τα σώματα είναι ο τόπος κάθε ύπαρξης και όποιος καταπατά αυτά τα όρια είναι εγκληματίας. Αν, όμως, δεν αναγνωριστούν αυτές οι ενέργειες ως εγκληματικές, φοβάμαι πως οι φωνές που ακούγονται από τα θύματα θα μείνουν ψίθυροι. Είναι φαινόμενα που έχουν ισχύ και ροή μέσα στον χρόνο. Πρέπει κάποια στιγμή να εξαλειφθούν. Είναι ο μοναδικός τρόπος για να προστατέψουμε τα παιδιά όλου του κόσμου και να τους επιτρέψουμε να ζήσουν αγαπώντας τον εαυτό τους και το σώμα τους και διεκδικώντας το.
— Ποια πράγματα σε πληγώνουν σε επίπεδο κοινωνικών στάσεων ή καθημερινότητας;
Δεν υπάρχουν πράγματα που με πληγώνουν σε αυτούς τους τομείς, έχω δουλέψει σκληρά με τον εαυτό μου και δεν επηρεάζομαι τόσο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζονται αλλαγές εκ θεμελίων και σε επίπεδο συμπεριφοράς και σε επίπεδο κοινωνικών δομών. Είμαστε όλες και όλοι μοναδικά όντα με ορατές ή μη ορατές βλάβες. Έχει σημασία να αναγνωριστεί αυτή η αξία.
— Όταν μιλάμε για προσβασιμότητα, συνήθως ο περισσότερος κόσμος σκέφτεται αυτόματα τα πεζοδρόμια, που εννοείται ότι είναι σοβαρό πρόβλημα. Ωστόσο η προσβασιμότητα αφορά πολύ περισσότερα πράγματα. Από ποια αγαθά/υπηρεσίες/δυνατότητες νιώθεις ακόμα αποκλεισμένη;
Ό,τι εμποδίζει την επιλογή μου με αφορμή τη σωματικότητά μου για μένα είναι αποκλεισμός, είτε στην εκπαίδευση, είτε στον πολιτισμό, είτε στη δουλειά μου. Για παράδειγμα, δεν υπάρχουν προσβάσιμα θέατρα και κάνω έρευνα για να μπορέσω να δουλέψω σε μια παραγωγή.
Αυτό υπάρχει και σε άλλα πεδία, πιο προσωπικά, όπως η κοινωνικοποίηση –αν και δεν είμαι πολύ κοινωνικός άνθρωπος– ή η διαβίωση. Έχω υπόψη μου περίπτωση φίλου που ψάχνει ενάμιση χρόνο σπίτι προσβάσιμο, χωρίς αποτέλεσμα μέχρι στιγμής.
— Μίλα μας λίγο για την ομάδα ΘΕΑΜΑ και την καινούργια παράσταση που ετοιμάζετε;
Είναι μια επαγγελματική συμπεριληπτική ομάδα θεάτρου με ιδρυτή τον Βασίλη Οικονόμου και απαρτίζεται από ανάπηρους και μη ανάπηρους ηθοποιούς, καθώς στόχος είναι η συμπερίληψη των ανθρώπων στην τέχνη και όχι η γκετοποίηση. Φέτος ανεβαίνει η παράσταση «Η φαλακρή τραγουδίστρια» του Ιονέσκο σε σκηνοθεσία Σοφίας Σταυρακάκη.
Οι ήρωες του έργου αυτού ζουν σε καθεστώς καταστολής, παραδίδουν σώμα και πνεύμα στον βωμό οποιασδήποτε εξουσιαστικής δύναμης, ως κουφάρια προσπαθούν να εναρμονίσουν το άψυχο εγώ τους με μια άθλια πραγματικότητα, χαμένοι σε έναν εαυτό που δεν θυμούνται πια. Η πρεμιέρα μας είναι στις 13 Ιανουαρίου στο θέατρο Ίσον. Είναι ευλογία να έχεις συναδέλφους με κοινό όραμα, επικοινωνία και προσήλωση σε αυτό που δουλεύετε. Θα σας περιμένω με χαρά.
— Ένας κόσμος που θα σε χώραγε με τρόπο που θα ένιωθες ωραία είναι μακρινός ή είσαι αισιόδοξη ότι χτίζεται καθημερινά;
Ως Έλη δεν είμαι πολύ αισιόδοξη, εντούτοις είμαι επίμονη. Οι στόχοι που θέτω και στους οποίους είμαι αφοσιωμένη φροντίζω να με εκπροσωπούν και να μη συγκρούονται με τα ιδανικά και τις επιθυμίες μου. Έχω το βλέμμα μου στον στόχο μου και τον ακολουθώ με προσοχή.
Δεν ξέρω αν υπάρχει κόσμος που δεν σε χωράει, είσαι μέρος μιας κοινωνίας, άρα οφείλεις να συνυπάρχεις και να συμπεριλαμβάνεσαι. Αυτό που λέω δεν είναι αλαζονικό. Είναι δικαίωμα κάθε πολίτη να χωράει στον κόσμο. Οφείλουμε όλοι/-ες να το σεβαστούμε και να το κάνουμε δική μας υπόθεση να είναι ο καθένας/η καθεμιά μας εντός, να μεριμνούμε ώστε να υπάρχουν οι συνθήκες που θα εμπεριέχουν όλα τα υποκείμενα.
Η παράσταση «Η φαλακρή τραγουδίστρια» του Ευγένιου Ιονέσκο από την επαγγελματική συμπεριληπτική θεατρική ομάδα ΘΕΑΜΑ σε σκηνοθεσία Σοφίας Σταυρακάκη ανεβαίνει στο θέατρο Ίσον από τις 13 Ιανουαρίου.
Συμμετέχουν οι ηθοποιοί: Σοφία Σταυρακάκη, Όλγα Νικολαΐδου, Πάνος Ζουρνατζίδης, Βασίλης Οικονόμου, Έλη Δρίβα, Ανδρέας Αντωνιάδης