Τον είχα θαυμάσει δεκαετίες πριν στο «Μπεντ», και τον παρακολούθησα με την ίδια έκπληξη σε έναν τελείως διαφορετικό ρόλο, στους «Ήρωες» του Γκέραλντ Σιμπλέιρας, που έμελλε να είναι η προτελευταία του παράσταση, το 2017, στο θέατρο Βασιλάκου. Μαζί με τον Δημήτρη Πιατά και τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη, έπαιζε έναν απόστρατο που αναστάτωνε τον οίκο ευγηρίας με τις σοφίες και το χιούμορ του, ένα μεγάλο παιδί (λίγο πριν κλείσει τα 80 του τότε) με μαχητικό πνεύμα, που πάντα έψαχνε τη λεπτομέρεια και «άκουγε» προσεκτικά το έργο, ακόμη και στις παύσεις του. Ήταν από τους τελευταίους εκπροσώπους της μυθικής γενιάς του Θεάτρου Τέχνης, στρατιώτης κανονικός της σκηνής, με βιογραφικό που ζαλίζει και πείρα αναμφισβήτητη, έξι δεκαετιών και πλήρους κάλυψης ειδών, ωστόσο δεν κουβαλούσε ίχνος ανωτερότητας ή, ακόμη χειρότερα, εκείνη την επικίνδυνη αίσθηση της μπλαζέ σύγκρισης με τα περασμένα μεγαλεία.
Τον συναντούσα για πρώτη φορά και χάρηκε πολύ στην προοπτική της κουβέντας μας – έτσι μου έδειξε από την πρώτη στιγμή, χωρίς να γνωρίζω ακριβώς το γιατί. Πιάσαμε το νήμα από την αρχή, τα πρώτα διλήμματα για τα επαγγελματικά του και τα έντονα σκιρτήματα περί θέατρου: «Αγόραζα τα έργα και τα διάβαζα φωναχτά, στον Λυκαβηττό τριγυρνούσα και μονολογούσα τους κλασικούς, με πήραν χαμπάρι οι παρέες μου και με έβαζαν να τους τα λέω στα πάρτι, περίπου σαν να τα απαγγέλω, διασκέδαζαν και τους άρεσε η φωνή μου, υποθέτω…», μου είπε χαμογελώντας, ανοιχτό βιβλίο, με το βλέμμα όσο και η χροιά της φωνής του βελούδινο και μαζί ερευνητικό, σαν να έψαχνε λίγο την ανταπόκριση των σύντομων αφηγήσεών του από το παρελθόν.
Συμμετείχε ή δημιούργησε αξιομνημόνευτα πράγματα. Τόσες παραστάσεις, πολλές επιτυχίες, του είπα. «Δεν ήμουν ποτέ σπουδαίος», μου επανέλαβε, χωρίς να αλλάξει τον τόνο του. Άκουγα τη φωνή της λογικής, διαπίστωσα τη γοητεία του μέτρου.
Δεν γύρευε την αποδοχή, ούτε ψάρευε φιλοφρονήσεις, μάλλον δεν ήθελε να κάνει τον συνομιλητή του να βαριέται – τόσο ευγενικός! Από το σινεμά που είχε κάνει, όχι και λίγες ταινίες, αν και με σημαντικές διακοπές, στάθηκε μόνο στους δυο βιβλιοστάτες της κινηματογραφικής καριέρας του, την «Ηλέκτρα» του Κακογιάννη, εγκωμιάζοντας το τελικό αποτέλεσμα ενός σκηνοθέτη που επέμενε να δείχνει ακριβώς το στήσιμο, την κίνηση και την εκφορά στους ηθοποιούς του (αλήθεια είναι, το έκανε πάντα αυτό ο Κακογιάννης), και το «Σκλάβοι στα δεσμά τους», που επίσης τον ικανοποίησε πολύ, και μάλιστα του είχε χαρίσει βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Δεν υπήρξε ποτέ ζεν πρεμιέ, αν και ωραίος, με ένα νεανικό παρουσιαστικό που έκρυβε ωριμότητα και μελαγχολία. Υποψιάζομαι πως κάτι τον ανέκοπτε από τον μεγάλο θίασο του εμπορικού σινεμά των δραμάτων και των μιούζικαλ των ελληνικών '60s, δεν είχε ίσως τον χρόνο και το κίνητρο, σίγουρα δεν ταίριαζε στο γενικό καλούπι, και δεν τον ρώτησα ποτέ γι’ αυτό. Ευτυχώς, ανακάλυψε τι του πήγαινε και δεν στάθηκε στην απολλώνεια ομορφιά του, είχε και την προνοητικότητα να αφοσιωθεί στο θέατρο και να μην επενδύσει σοβαρά σε έναν χώρο όπου το character quality σε πρόσωπα νέων δεν ευδοκιμούσε ακριβώς. Θαύμαζε τον Μάρλον Μπράντο και τον Άντονι Χόπκινς, είχε αραιώσει τις επισκέψεις του στις αίθουσες, αλλά έβρισκε πάντα ενδιαφέρον στις σύγχρονες ταινίες, χωρίς να κολλάει στην αυθεντία των παλιών αριστουργημάτων.
Έλαμπε μιλώντας για το θέατρο, δίνοντας την εντύπωση πως το έργο είναι αυτό που μετράει, και όχι οι συντελεστές ξεχωριστά. Άλλωστε, είχε δηλώσει πως μετά τα πρώτα χρόνια της θητείας του στη σκηνή, κι αφού είχε προλάβει να δει από κοντά τα ιερά τέρατα της μεταπολεμικής περιόδου, συνειδητοποίησε πως το κοκοράκι που έκρυβε μέσα του δεν θα τον πήγαινε μακριά και εντάχθηκε στο σύνολο, πειθαρχώντας, με άποψη πάντα, στα κείμενα και στους δημιουργούς τους, και υπηρετώντας τους συνεργάτες του, όποτε του δόθηκε η ευκαιρία να γίνει θιασάρχης, κυρίως με την Ξένια Καλογεροπούλου.
Συμμετείχε ή δημιούργησε αξιομνημόνευτα πράγματα. Τόσες παραστάσεις, πολλές επιτυχίες, του είπα. «Δεν ήμουν ποτέ σπουδαίος», μου επανέλαβε, χωρίς να αλλάξει τον τόνο του. Άκουγα τη φωνή της λογικής, διαπίστωσα τη γοητεία του μέτρου. Ταυτόχρονα, το καινούργιο του χάριζε ενέργεια. Δήλωνε ενθουσιασμένος με τους «Ήρωες» («φαντάσου, πρώτη φορά ανεβαίνει εδώ, και πόσα ακόμη σπουδαία δεν γνωρίζουμε») και δεν σκεφτόταν να τα παρατήσει αβασάνιστα. Φαινόταν χορτασμένος, καίτοι προσγειωμένος, ρεαλιστής, ένα ενδιαφέρον οξύμωρο παρατηρητή της τέχνης του ενώ την ίδια στιγμή τη ζει και τη χαίρεται.
Πάνω απ’ όλα, είχε μια σπάνια για τον ευρύτερο χώρο ευθύνη των πράξεών του: όποτε δεσμευόταν, το εννοούσε, και αυτό σήμαινε πως σκεφτόταν καλά και πολύ πριν πει το «ναι», ακόμη και σε δουλειές που δεν θα έγραφαν ιστορία, και απαντούσε «όχι», προσπερνώντας αναγκαστικά εξαιρετικές προτάσεις που του έγιναν σε λάθος timing – έτσι έχασε και μια ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Τον ρώτησα για τις περίφημες διαφημίσεις που έκανε, άπειρες και χαρακτηριστικές χάρη σ’ αυτόν, και κουνώντας το κεφάλι του, μου παράθεσε ένα αληθινό ανέκδοτο: στο απόγειο της ζήτησής του, αποδέχθηκε μια πρόταση από μια εταιρεία της Θεσσαλονίκης, ήταν καλά τα λεφτά, δέχθηκε, ταξίδεψε μέχρι εκεί, μπήκε στο στούντιο, του έδωσαν το κείμενο, και μόνο αφού το διάβασε την πρώτη φορά για την πρόβα αντιλήφθηκε πως θα διαφήμιζε εκκενώσεις βόθρων. Το σκέφτηκε, αλλά είπε στον εαυτό του «εγώ φταίω, έπρεπε να το είχα τσεκάρει έγκαιρα, θα είμαι φάουλ αν φύγω τώρα» και φυσικά το έκανε!
Γελάσαμε και κάτι πήγα να τον ρωτήσω για τις παραχωρήσεις που ενδεχομένως μπορεί κάποιος να κάνει μέσα στο πλαίσιο της δουλειάς του, για να ζήσει και ίσως να ενισχύσει τα παράπλευρα ενδιαφέροντά του, και, χωρίς ακριβώς να με διακόψει, μου είπε, πάντα με αυτήν τη φωνή, «σε παρακολουθώ χρόνια, βλέπω πώς δουλεύεις στην τηλεόραση με αξιοπρέπεια, και καταλαβαίνω…» Κοκκίνησα, ομολογώ, και εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως, αν και με παρεξήγησε, διότι δεν εννοούσα πως με τις διαφημίσεις μπορεί και να χρηματοδοτούσε παραστάσεις (που όχι μόνο δεν είναι μεμπτό, αλλά το είχε πει και ο ίδιος, όπως και πολλοί συνάδελφοί του άλλωστε), είχε την ενσυναίσθηση να διακρίνει πως ο καθένας από εμάς μπορεί να σμιλεύει τον χαρακτήρα και την όποια ποιότητά του ανεξάρτητα από τον χώρο και την περίσταση. Ο τρόπος που που μου το είπε, αθόρυβα, «ελαφρά», καλόκαρδα και σοφά, με τη συνωμοτικότητα που αναπτύσσουν οι συνοδοιπόροι τω πνεύματι, έκανε τον Γιάννη Φέρτη δικό μου άνθρωπο, την πρώτη και μοναδική φορά που διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας.