ΠΑΡΟΤΙ ΚΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ ΕΙΧΕ ΠΑΡΑΔΕΧΤΕΙ ότι το σινεμά ήταν σε δεύτερη μοίρα στην υποκριτική του καριέρα, πολύ πιο πίσω από τον θέατρο (όπου δεν είχα την ευκαιρία να τον δω ποτέ), θα μπορούσα να πω ότι όταν ήμουν μικρός και η «ελληνική ταινία» αποτελούσε κεντρικό γεγονός της οικογενειακής ζωής μπροστά από την τηλεόραση, ο Γιάννης Φέρτης ήταν ίσως ο αγαπημένος μου ηθοποιός. Η παρουσία του σε οποιαδήποτε ταινία – και οι περισσότερες που έπαιξε βλεπόντουσαν έτσι κι αλλιώς – προσέθετε αυτομάτως μια γοητεία και μια εγκυρότητα που σε κρατούσαν μαγνητισμένο στα επί της μικρής, ασπρόμαυρης οθόνης τεκταινόμενα.
Ήταν το λεπτό παρουσιαστικό, η βαθιά, εκφραστική φωνή, το κλονισμένο χαμόγελο, η συστολή, η διακριτικότητα, ο συνδυασμός της θρυμματισμένης ευαισθησίας και των ευγενών προθέσεων – όλα αυτά και άλλα πιο ασαφή και «μαγικά» στοιχεία που συνιστούσαν μια ακαταμάχητη ερμηνευτική εξίσωση που γνώρισε ίσως την κινηματογραφική της αποθέωση στο ρομαντικό μελόδραμα «Αγάπη για πάντα» (1969) του Βασίλη Γεωργιάδη, σε σενάριο των Νίκου Νικολαΐδη και Σταύρου Τσιώλη όταν ακόμα έκαναν την «στρατιωτική» τους θητεία στον Φίνο. Ο Φέρτης υποδύεται τον Αλέξη, έναν ταλαντούχο νεαρό πιανίστα που διάγει μποέμικη και φτωχική ζωή όταν για κακή του τύχη ερωτεύεται ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο (Ζωή Λάσκαρη) και σα να μην του έφτανε αυτό, τραυματίζεται στο χέρι με αποτέλεσμα να μην μπορεί να παίξει πλέον. Σε μια αγαπημένη σκηνή, ο Αλέξης τραγουδά μεθυσμένος την «Φρεγάτα», αυτό το τραυματικό παιδικό τραγουδάκι («στο δεύτερο ταξίδι, παιδιά, στο δεύτερο ταξίδι, σκίστηκαν τα πανιά…»).
Ήταν η πρώτη από μια σειρά ταινιών – κάποιες από τις οποίες εξαιρετικές – με φόντο το δράμα της Κατοχής και το έπος της Αντίστασης όπου ο Γιάννης Φέρτης λειτουργώντας αναχρονιστικά σχεδόν, φαινόταν να ενσαρκώνει μια αιώνια ευαισθησία και ένα πνεύμα αλύγιστο υπό το βάρος των τραγικών περιστάσεων.
Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο ήταν όμως στην ανάλαφρη κομεντί «Ποια είναι η Μαργαρίτα» (1961) όπου πλάι του είχε τον Κώστας Καρρά, την Τζένη Καρέζη και τον Θανάση Βέγγο. Η πανοραμική σκηνή που οι τέσσερεις τους ξεχύνονται με τα ποδήλατα στους δρόμους της Κω ενώ η Καρέζη (αλλά και ο ίδιος) τραγουδά «Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ» είναι η χαρά της ζωής και η καλοκαιρινή ανεμελιά προσωποποιημένες. Την ίδια χρονιά έπαιξε και στην ταινία «Αγάπη και θύελλα» – ένα υποτιμημένο, χαμηλόφωνο μελό μακριά από κλισέ και πυροτεχνήματα, με (μακρινό) φόντο το αλβανικό μέτωπο, όπου την παράσταση κλέβει το πάλκο της ταινίας όπου εμφανίζονται ο Τόλης Χάρμας, ο Διαμαντής Πανάρετος (στην πρώτη εκτέλεση του «Είμαι αητός χωρίς φτερά») και η Νάνα Μούσχουρη να τραγουδά το «Πίσω απ' τις τριανταφυλλιές».
Ήταν η πρώτη από μια σειρά ταινιών – κάποιες από τις οποίες εξαιρετικές – με φόντο το δράμα της Κατοχής και το έπος της Αντίστασης (ανάμεσά τους το «Μπλόκο», το «Με τη λάμψη στα μάτια» και το «Αυτοί που μίλησαν με τον θάνατο») όπου ο Γιάννης Φέρτης λειτουργώντας αναχρονιστικά σχεδόν, φαινόταν να ενσαρκώνει μια αιώνια ευαισθησία και ένα πνεύμα αλύγιστο υπό το βάρος των τραγικών περιστάσεων. Η πιο περίεργη ίσως και σίγουρα η λιγότερο γνωστή από αυτές είναι η «Εγκατάλειψη» (1965) σε σενάριο και σκηνοθεσία του Κώστα Ασημακόπουλου, ένα ιδιαιτέρως ατμοσφαιρικό και αθεράπευτα ρομαντικό μελόδραμα στο οποίο υποδύεται έναν πληγωμένο στρατιώτη που πάσχει από αμνησία ώσπου μια εθελόντρια νοσοκόμα που επιστρέφει στον τόπο της μετά την κατάρρευση του αλβανικού μετώπου, τον ερωτεύεται και τον παίρνει μαζί της για να τον υποθάλψει στο υποβλητικό σκηνικό μιας μονίμως χειμωνιάτικης Καστοριάς.