ΟΤΑΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ τον Τσαρλς Μάνσον, η εικόνα που γνωρίζουμε είναι εκείνη ενός δαιμονικού «χίπη» με ρόμπες και αυτό το πυκνό ατημέλητο μούσι που καλύπτει το πρόσωπό του και γίνεται αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητας ενός μεσσία-αντίχριστου που τον συνοδεύει.
«Στην πραγματικότητα, ο Μάνσον δεν είχε γένια», λέει ο Μπίλι Μιντζ, σκηνοθέτης ενός νέου ντοκιμαντέρ με τίτλο Making Manson, μιλώντας για την περίοδο κατά την οποία ο άνθρωπος που κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε για την ενορχήστρωση φρικιαστικών δολοφονιών –ανάμεσά τους και της ηθοποιού Σάρον Τέιτ– ήταν ο ηγέτης ενός κοινοβίου χαμένων νεαρών ψυχών του που έμεινε γνωστό ως Οικογένεια Μάνσον.
Εκείνη την εποχή, και σε αντίθεση με την εικόνα που γνωρίσαμε μέσα από φωτογραφίες της σύλληψης του και από τα πλάνα της δίκης που ακολούθησε, ο Μάνσον ήταν μονίμως φρεσκοξυρισμένος. Στο ντοκιμαντέρ του Μιντζ, το οποίο απλώνεται σε τρία επεισόδια, ακούμε για πρώτη φορά σε ηχογραφήσεις τον Μάνσον να εξηγεί μεταξύ άλλων τον πολύ πρακτικό λόγο για τον οποίο άφησε τη γενειάδα που μας είναι τόσο οικεία, ενώ βρισκόταν υπό αστυνομική επιτήρηση: δεν τον άφησαν ποτέ κοντά σε ξυράφι.
Ακούμε αποκαλύψεις-βόμβες από τον Μάνσον (ισχυρίζεται ότι συμμετείχε σε προηγούμενες δολοφονίες στο Μεξικό) καθώς και τους επίμονους ισχυρισμούς του ότι δεν είχε καμία σχέση με τις διαβόητες δολοφονίες στα σπίτια των Tate-LaBianca τον Αύγουστο του 1969.
Το ντοκιμαντέρ εξετάζει και συχνά αμφισβητεί όλα όσα νομίζουμε ότι γνωρίζουμε για τη διαβόητη φιγούρα της οποίας τα εγκλήματα συνδέθηκαν με τις σεισμικές κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές στα τέλη της δεκαετίας του '60 και στις αρχές της δεκαετίας του '70. Ο Μάνσον έγινε το εφιαλτικό έσχατο κεφάλαιο στο βιβλίο του ελεύθερου έρωτα και του πολιτικού ριζοσπαστισμού, ενώ η ιστορία του προσέλκυσε τεράστιο ενδιαφέρον λόγω του τρόπου με τον οποίο διασταυρώθηκε με το Χόλιγουντ: όχι μόνο με την Τέιτ, αλλά και με τους Beach Boys και τους Beatles.
Η επιτυχία των πρώτων Never Learn Not to Love κλέβει στοιχεία από το τραγούδι Cease to Exist του ίδιου του Μάνσον, ο οποίος φέρεται να χρησιμοποιούσε το κομμάτι Helter Skelter των Beatles ως ένα υποσυνείδητο κάλεσμα για έναν αποκαλυπτικό φυλετικό πόλεμο. Οι κατά καιρούς αφηγήσεις που προβάλλονται πάνω του έχουν περιπλέξει αλλά και διευρύνει την «κληρονομιά» του, καθιστώντας τον μια φιγούρα ώριμη για νέες ερμηνείες, όπως είδαμε και στην πρόσφατη ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο, Once Upon a Time ... In Hollywood.
Η ταινία του Μιντζ τον επαναφέρει στα μέτρα του, ξεφορτώνοντας τη μυθολογία που έχει χτιστεί γύρω από το πρόσωπό του, για να ζωγραφίσει ένα πιο ανθρωπιστικό πορτρέτο ενός βαθιά προβληματικού πρώην κατάδικου που προερχόταν από ένα οδυνηρά διαλυμένο σπίτι, ο οποίος, αφού πέρασε τη μισή του ζωή στη φυλακή, απελευθερώθηκε σε μια εποχή σύγχυσης και σεισμικών αλλαγών.
Όμως το πιο κρίσιμο στοιχείο που η ταινία συνεισφέρει στη συζήτηση για τον Μάνσον, είναι τα λόγια του ίδιου σε μαγνητοταινίες που δεν έχουν δημοσιευτεί ποτέ, ηχογραφημένες σε διάστημα είκοσι ετών και περιέχουν ιδιωτικές συνομιλίες με τον Τζον Μάικλ Τζόουνς, ο οποίος έγινε φίλος με τον καταδικασμένο δολοφόνο στα τέλη της δεκαετίας του '90.
Σε αυτές τις κασέτες, ακούμε αποκαλύψεις-βόμβες από τον Μάνσον (ισχυρίζεται ότι συμμετείχε σε προηγούμενες δολοφονίες στο Μεξικό) καθώς και τους επίμονους ισχυρισμούς του ότι δεν είχε καμία σχέση με τις διαβόητες δολοφονίες στα σπίτια των Tate-LaBianca τον Αύγουστο του 1969, στο Λος Άντζελες, (επιμένοντας ότι οι οπαδοί του ήταν που διέπραξαν αυτές τις πράξεις με δική τους πρωτοβουλία). Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ακούμε πληροφορίες για τη δική του ζωή, την ανατροφή, τις εμπειρίες και τις αντιλήψεις του.
Στις συνομιλίες, ο Μάνσον αποκαλύπτει λεπτομέρειες σχετικά με τα παιδικά του τραύματα και για μια ζωή που σε μεγάλο βαθμό την πέρασε μέσα στο σωφρονιστικό σύστημα. Συγχρόνως βέβαια, υποβαθμίζει σημαντικά τον ρόλο του ως χειριστικού ηγέτη μιας αίρεσης, στην οποία εκμεταλλευόταν παιδιά από διαλυμένες οικογένειες, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με πολλές από τις μαρτυρίες που δίνουν τα μέλη της Οικογένειας Μάνσον που εμφανίζονται στο ντοκιμαντέρ.
«Νομίζω ότι αυτό που μένει ακούγοντας τον Μάνσον είναι ότι αναρωτιέσαι αν αυτός ο τύπος είχε την ικανότητα να ελέγχει τόσο αποτελεσματικά το μυαλό των ανθρώπων», λέει Μιντζ. «Μπορούμε πλέον να ανατρέξουμε ξανά σ’ αυτή την ιστορία όχι μόνο με τα 20 χρόνια (των ηχογραφήσεων) που έχουμε, αλλά και με μια πολύ μεγαλύτερη κατανόηση της ψυχικής υγείας – μια πολύ μεγαλύτερη κατανόηση της φυλάκισης και των συνεπειών του εγκλεισμού, αλλά και των βαθιών ρηγμάτων που δημιουργούνται στην κοινωνία και μέσα τους πέφτουν ορισμένοι άνθρωποι…».
Making Manson | Official Trailer | Peacock Original
Με στοιχεία από The Guardian