ΕΧΕΙ ΠΕΡΑΣΕΙ ΠΑΝΩ από ένας μήνας από τον θάνατό της αλλά μόλις τις προηγούμενες ημέρες τα μεγάλα ειδησεογραφικά μέσα στην Αμερική ανακάλυψαν ότι η γυναίκα με το όνομα Linda Chiochios, που αναφερόταν στη στήλη με τις κηδείες μιας τοπικής εφημερίδας στην Τακόμα της πολιτείας Ουάσιγκτον, δεν ήταν άλλη από τη διαβόητη κάποτε Λίντα Κασάμπιαν, που μόλις είχε κλείσει τα 20 της χρόνια όταν εγκατέλειψε τον σύζυγό της για να μετακομίσει στη δολοφονική σέκτα του Τσαρλς Μάνσον τον Ιούλιο του 1969.
Έναν μήνα αργότερα, θα συμμετείχε κι αυτή στο σφαγείο που συγκλόνισε το σύμπαν και έδωσε ένα ασύλληπτα βίαιο τέλος στον χίπικο ιδεαλισμό της εποχής.
Η Τζόαν Ντίντιον την είχε επισκεφτεί –ως συγγραφέας και ρεπόρτερ– κατά την προφυλάκισή της και τα έφερε έτσι η μοίρα ώστε να είναι εκείνη που θα της έφερνε το φόρεμα που θα φορούσε στην κατάθεσή της, με όλα τα περίεργα βλέμματα του πλανήτη στραμμένα πάνω της…
Η Τζόαν Ντίντιον είχε συμπυκνώσει ιδανικά την απόκοσμα απειλητική ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών στο ομώνυμο, πρώτο κομμάτι της εμβληματικής (εδώ κολλάει ο εξαντλημένος αυτός προσδιορισμός) συλλογής δοκιμίων της The White Album, που θα κυκλοφορούσε δέκα χρόνια αργότερα:
«Πολλοί άνθρωποι που γνωρίζω στο Λος Άντζελες πιστεύουν ότι τα ‘60s τελείωσαν απότομα στις 9 Αυγούστου 1969, τη στιγμή ακριβώς που η είδηση για τους φόνους στο Cielo Drive πέρασε σαν πυρκαγιά μέσα από την κοινότητα, και υπό μία έννοια αυτό ισχύει. Η ένταση έσπασε εκείνη τη μέρα. Η παράνοια είχε πραγματωθεί… Υπήρχαν φήμες. Υπήρχαν ιστορίες. Όλα ήταν ακατανόμαστα, τίποτα όμως δεν ήταν απίστευτο… Θυμάμαι μια εποχή που τα σκυλιά αλυχτούσαν κάθε νύχτα και το φεγγάρι ήταν πάντα γεμάτο… Θυμάμαι πολύ καθαρά όλη την άγρια παραπληροφόρηση εκείνης της μέρας, και θυμάμαι επίσης και κάτι που θα ήθελα να ξεχάσω: Θυμάμαι ότι κανένας δεν ένιωσε καμία έκπληξη».
Η Λίντα Κασάμπιαν δεν πήγε ποτέ φυλακή γιατί δεν συμμετείχε ενεργά στη σφαγή (περίμενε έξω στο αυτοκίνητο), αλλά κυρίως επειδή δέχτηκε να ομολογήσει τα πάντα, καταδικάζοντας τους πρώην συντρόφους της. Από τότε, δεν χρησιμοποίησε ποτέ ξανά το πραγματικό της επίθετό.
Η Τζόαν Ντίντιον την είχε επισκεφτεί –ως συγγραφέας και ρεπόρτερ– κατά την προφυλάκισή της και τα έφερε έτσι η μοίρα ώστε να είναι εκείνη που θα της έφερνε το φόρεμα που θα φορούσε στην κατάθεσή της, με όλα τα περίεργα βλέμματα του πλανήτη στραμμένα πάνω της…
«Κάτω από αυτό το φως κάθε αφήγηση ήταν συναισθηματική. Κάτω από αυτό το φως όλες οι συνδέσεις ήταν εξίσου σημαίνουσες και εξίσου χωρίς νόημα. Πάρτε αυτό για παράδειγμα: Το πρωινό της δολοφονίας του Τζον Κένεντι το 1963 αγόραζα από το κατάστημα Ransohoff’s στο Σαν Φρανσίσκο ένα κοντό μεταξένιο φόρεμα για να το φορέσω στον γάμο μου. Μερικά χρόνια αργότερα το ίδιο φόρεμα καταστράφηκε όταν, σ' ένα πάρτι στο Bel-Air, ο Ρόμαν Πολάνσκι έχυσε κατά λάθος πάνω του ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Η Σάρον Τέιτ ήταν επίσης καλεσμένη σ’ εκείνο το πάρτι, εκείνη κι ο Πολάνσκι όμως δεν είχαν ακόμα παντρευτεί. Στις 27 Ιουλίου 1970 πήγα στο Magnin-Hi Shop στο Μπέβερλι Χιλς και διάλεξα, όπως μου είχε ζητήσει η ίδια, το φόρεμα με το οποίο θα εμφανιζόταν η Λίντα Κασάμπιαν κατά τη μαρτυρία της για τους φόνους στο σπίτι της Σάρον Τέιτ και του Ρομάν Πολάνσκι. "Size 9 Petite", ήταν οι οδηγίες της. "Μίνι αλλά όχι υπερβολικά μίνι. Βελούδινο αν γίνεται. Πράσινο σμαραγδί ή χρυσαφί. Ή: Ένα φόρεμα τύπου μεξικάνικο, με κεντητή ποδιά"…».